logo-print

Τεχνητή Νοημοσύνη και Δικαιοσύνη: Στο Δικαστήριο της ΕΕ το ζήτημα της νομιμότητας χρήσης λογισμικού αυτοματοποιημένης ανάθεσης υποθέσεων

Είναι σύμφωνη η χρήση λογισμικού αυτοματοποιημένης αναθέσεως υποθέσεων με βάση τον Κανονισμό για την Τεχνητή Νοημοσύνη (AI Act);

ΛΟΑΤΚΙ+ Δικαιώματα & Ελευθερίες, 2024
Κανονισμός (ΕΕ) 650/2012 - Κανονισμός κληρονομικής διαδοχής, 2024

Μία ενδιαφέρουσα υπόθεση σχετικά με τη χρήση εργαλείων Τεχνητής Νοημοσύνης στο πλαίσιο απονομής Δικαιοσύνης εισήχθη στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η υπόθεση αφορά δύο συνεκδικαζόμενες εφέσεις κατά αποφάσεων πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με τις οποίες διατάσσεται η καταβολή οφειλόμενου ποσού λόγω καθυστερήσεως πληρωμής σε εμπορικές συναλλαγές.

Σε αμφότερες τις εν λόγω υποθέσεις εγείρεται το ζήτημα αν η διαδικασία ορισμού της συνθέσεως της έδρας του δικαστηρίου με τη χρήση εργαλείου πληροφορικής το οποίο λειτουργεί βάσει λογισμικού αυτοματοποιημένης αναθέσεως υποθέσεων (ήτοι, του Συστήματος Ανωνυμοποιημένο Τυχαίας Κατανομής Υποθέσεων, στο εξής: SLPS) είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης.

Διαβάστε επίσης: Σε ποιους τομείς θα χρησιμοποιήσει συστήματα Τεχνητής Νοημοσύνης η Ελληνική Δικαιοσύνη

Συνοπτική έκθεση των πραγματικών περιστατικών και της πορείας της διαδικασίας

Οι υποθέσεις της κύριας δίκης καταχωρίστηκαν στο αιτούν δικαστήριο (Sąd Okręgowy w Warszawie - Επαρχιακό Δικαστήριο της Βαρσοβίας),  στις 13 και 14 Ιουνίου 2024, αντιστοίχως.

Ανατέθηκαν τυχαία βάσει του SLPS στη δικαστή JD για να αποφανθεί επ’ αυτών στις 17 και 18 Ιουνίου 2024, αντιστοίχως.

Η δικαστής JD μετατέθηκε σε άλλο τμήμα του ίδιου δικαστηρίου και, με απόφαση του συμβουλίου διοίκησης του εν λόγω δικαστηρίου, από τις 30 Οκτωβρίου 2024, απαλλάχθηκε, κατόπιν αιτήσεώς της, από τη διεκπεραίωση 100 υποθέσεων που της είχαν ανατεθεί από το SLPS στο τμήμα που ασκούσε προηγουμένως τα δικαιοδοτικά της καθήκοντα κατά το έτος 2024, συμπεριλαμβανομένων των δύο υποθέσεων σχετικά με τις οποίες υποβάλλεται η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

Η απόφαση του συμβουλίου διοικήσεως δεν περιείχε καμία αιτιολογία, αλλά μνημόνευε δώδεκα άλλες υποθέσεις τις οποίες η δικαστής JD όφειλε να διεκπεραιώσει. Ουδεμία εξήγηση παρασχέθηκε σχετικά με τον λόγο για τον οποίο η εν λόγω δικαστής απαλλάχθηκε από την εκδίκαση των λοιπών 100 υποθέσεων.

Στις 13 Ιανουαρίου 2025 οι λοιπές υποθέσεις που είχαν ανατεθεί στη δικαστή JD (οι οποίες ανέρχονταν σε 100) ανατέθηκαν εκ νέου με κλήρωση σε νέο εισηγητή, χωρίς να παρέχεται κάποιος λόγος για την παραπομπή των υποθέσεων στο σύστημα SLPS στη συγκεκριμένη ημερομηνία και με καμία απολύτως αιτιολογίαγια το διάστημα αδράνειας 2,5 μηνών που μεσολάβησε.

Με χρήση του SLPS,συνολικά 56 από τις 100 υποθέσεις της δικαστή JD ανατέθηκαν στη δικαστή Aneta Łazarska, εκ των οποίων οι δύο που αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας προδικαστικής παραπομπής, ενώ σε άλλους δικαστές είτε δεν ανατέθηκε καμία υπόθεση είτε ανατέθηκαν μόνο μερικές υποθέσεις.

Η διοικητική ένσταση που υπέβαλε κατά της ως άνω αναθέσεως των υποθέσεων η δικαστής Aneta Łazarska απορρίφθηκε.

Επιλαμβανόμενος της εν λόγω προσφυγής, ο πρόεδρος του δικαστηρίου επισήμανε ότι δεν ήταν ο ίδιος αρμόδιος να αξιολογήσει τη λειτουργία του SLPS, καθώς και ότι το σύστημα «πιθανόν» να αναθέτει υποθέσεις στη δικαστή Aneta Łazarska κατά τρόπον ώστε οι υποθέσεις που του ανατίθενται να είναι ισάριθμες με εκείνες που ανατίθενται σε άλλους.

Αναλυτικά το προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-159/2025 αναφέρει:

Υπό το πρίσμα του άρθρου 2 και του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε συνδυασμό με τα άρθρα 20 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και την αιτιολογική σκέψη 61 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1689 (κανονισμός για την τεχνητή νοημοσύνη), αποτελεί ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο το οποίο έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως και το οποίο διασφαλίζει την εκδίκαση υποθέσεων χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και χωρίς διακρίσεις και εγγυάται την αποτελεσματική δικαστική προστασία, τακτικό δικαστήριο κράτους μέλους αποφαινόμενο σε τελευταίο βαθμό δικαιοδοσίας, στη σύνθεση του οποίου μετέχει δικαστής του εν λόγω δικαστηρίου, ο οποίος έχει οριστεί για την εκδίκαση υποθέσεως κατόπιν χρήσεως λογισμικού αυτοματοποιημένης αναθέσεως υποθέσεων, βάσει εκθέσεως κληρώσεως και προηγούμενης αποφάσεως του συμβουλίου διοικήσεως του δικαστηρίου:

1. όταν όργανο διοικήσεως δικαστηρίου, όπως το συμβούλιο διοικήσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, έχει απαλλάξει αυθαίρετα, κατά παράβαση των κανόνων του εθνικού δικαίου περί αναθέσεως των υποθέσεων, τον προηγούμενο εισηγητή δικαστή από την υποχρέωση εξετάσεως των υποθέσεων που του είχαν ήδη ανατεθεί, μολονότι δεν πληρούνταν τα προβλεπόμενα στην εθνική νομοθεσία κριτήρια για την εν λόγω απαλλαγή και κατά παραβίαση της αρχής αρχή κατά την οποία μεταβολή της συνθέσεως του δικαστηρίου επιτρέπεται μόνο σε περίπτωση αδυναμίας εκδικάσεως της υποθέσεως υπό την τρέχουσα σύνθεσή του ή υπάρξεως μακροχρόνιου κωλύματος για την εκδίκαση της υποθέσεως υπό την τρέχουσα σύνθεση,

2. όταν ο ορισμός του νέου δικαστή πραγματοποιείται με χρήση τουλογισμικού αυτοματοποιημένης αναθέσεως υποθέσεων του συστήματος SLPS το οποίο δημιουργήθηκε από εκπρόσωπο της εκτελεστικής εξουσίας υπό τον Υπουργό Δικαιοσύνης και [κατόπιν] θεσπίσεως των κανόνων για την κατανομή των υποθέσεων και την κλήρωση στα δικαστήρια με κανονιστική πράξη του ίδιου υπουργού [άρθρα 43 έως 76 της Rozporządzenie Ministra Sprawiedliwości – Regulamin urzędowania sądówpowszechnych (κανονιστικής πράξεως του Υπουργού Δικαιοσύνης –Κανονισμός διαδικασίας των τακτικών δικαστηρίων) της 18.6.2019] και κατά τρόπο ο οποίος συνιστά προσβολή του δικαιώματος σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο και παραβίαση της αρχής του δικαιώματος σε νόμιμο δικαστή,

3. όταν ο ορισμός του νέου δικαστή πραγματοποιείται με χρήση τουλογισμικού αυτοματοποιημένης αναθέσεως υποθέσεων του συστήματος SLPS χωρίς να υφίσταται γνώση και δυνατότητα επαλήθευσης της λειτουργίας του πηγαίου κώδικα του αλγορίθμου τυχαίας αναθέσεως υποθέσεων μέσω του SLPS, περί του οποίου απλώς δημοσιεύθηκαν ορισμένα στοιχεία σε ανάρτηση στον ιστότοπο του Biuletyn Informacji Publicznej (Δημόσιου Ενημερωτικού Δελτίου), και δεδομένου ότι το συγκεκριμένο λογισμικό τυχαίας αναθέσεως υποθέσεων ενέχει κίνδυνο σφαλμάτων και επιδέχεται χειραγώγηση, κατά τρόπον ο οποίος συνιστά προσβολή του δικαιώματος των διαδίκων σε δίκαιη δίκη,

4. όταν ο ορισμός του νέου δικαστή πραγματοποιείται με χρήση τουλογισμικού αυτοματοποιημένης αναθέσεως υποθέσεων του συστήματος SLPS που δημιουργήθηκε από εκπρόσωπο της εκτελεστικής εξουσίας υπό τον Υπουργό Δικαιοσύνης και [κατόπιν] θεσπίσεως των κανόνων για την κατανομή των υποθέσεων και την κλήρωση στα δικαστήρια με κανονιστική πράξη του ίδιου υπουργού [άρθρα 43 έως 76 της Rozporządzenie MinistraSprawiedliwości – Regulamin urzędowania sądów powszechnych (κανονιστικής πράξεως του Υπουργού Δικαιοσύνης – Κανονισμός διαδικασίας των τακτικών δικαστηρίων) της 18.6.2019] κατά τρόπο που παραβιάζει την αρχή του δικαιώματος των διαδίκων να εκδικάζονται οι υποθέσεις τους χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, δεδομένου ότι με τη λειτουργία του SLPS δεν διασφαλίζεται η ισομερής κατανομή των υποθέσεων στους δικαστές, με αποτέλεσμα να παραβιάζονται οι αρχές της απαγορεύσεως των διακρίσεων εις βάρος των διαδίκων και της ισότητας ενώπιον του νόμου,

5. γεγονός το οποίο έχει ως συνέπεια ότι ο δικαστής καταλήγει να αποφαίνεται υπό συνθήκες ελλείψεως νομιμότητας, καθόσον η σύνθεση του εν λόγω δικαστηρίου αντιβαίνει στους κανόνες δικαίου, χωρίς να διασφαλίζεται αποτελεσματική δικαστική προστασία στους διαδίκους,

6. ενώ ο δικαστής δεν διαθέτει, βάσει του εθνικού δικαίου, πραγματική προσφυγή κατά της γραπτής αποφάσεως του διοικητικού οργάνου του δικαστηρίου περί αναθέσεως υποθέσεως και περί ορισμού της συνθέσεωςτου δικαστηρίου, δεδομένου ότι δεν υφίσταται ένδικο βοήθημα που να διασφαλίζει στον δικαστή τη δυνατότητα να προσβάλει την εν λόγω απόφαση ενώπιον αμερόληπτου και ανεξάρτητου δικαστηρίου στο πλαίσιο διαδικασίας που πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων;

Αξιόποινες σεξουαλικές πράξεις, 3η έκδ., 2025
Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2024
send