logo-print

Πότε η έλλειψη προσήκουσας ενημέρωσης και έγκυρης συναίνεσης του ασθενούς στοιχειοθετεί αστική ευθύνη του νοσοκομείου; (ΔΠΘ 3879/2024)

Απόρριψη αγωγής αποζημίωσης: Δεν αποδείχθηκε παράνομη συμπεριφορά του ιατρού κατά την επιλογή της θεραπευτικής μεθόδου και την εν γένει αντιμετώπιση του προβλήματος υγείας της ενάγουσας

12/05/2025

12/05/2025

Η αποζηµίωση από την επιδείνωση της υγείας του παθόντος, 2024
Η αποζηµίωση από την επιδείνωση της υγείας του παθόντος, 2024

Απορρίφθηκε αγωγή αποζημίωσης κατ’ άρθρα 105, 106 ΕισΝΑΚ και 931 ΑΚ σε βάρος νοσοκομείου ν.π.δ.δ. λόγω ιατρικού σφάλματος στο πλαίσιο χειρουργικής επέμβασης, καθώς κρίθηκε ότι δεν στοιχειοθετείται παράνομη πράξη ή παράλειψη των οργάνων του εναγομένου νοσοκομείου κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους (ΔΠΘ 3879/2024).

Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, δύναται να θεμελιωθεί ευθύνη νοσοκομείου, ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, προς αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη ασθενής από κάθε αμέλεια του ιατρικού προσωπικού αυτού, ακόμη και ελαφρά, αν το όργανο του νοσοκομείου, κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων, παρέβη την υποχρέωσή του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές και τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, δηλαδή αν παρέλειψε να επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια, που αναμένεται από τον μέσο εκπρόσωπο του κύκλου του, σε περίπτωση που, συνεπεία τούτου, προσβλήθηκε το συνδεόμενο με την προσωπικότητα του ασθενούς αγαθό της υγείας ή της σωματικής ακεραιότητας. 

Αντιθέτως, ουδεμία ευθύνη υπέχει το νοσοκομείο, εάν ο ιατρός άσκησε τα καθήκοντα του με ζήλο και αφοσίωση και ενήργησε σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας (de lege artis) και ειδικότερα, όπως θα ενεργούσε υπό τις ίδιες ή παρόμοιες κατά τον εκάστοτε κρίσιμο χρόνο συνθήκες, περιστάσεις και παραμέτρους και έχοντας στη διάθεσή του τα ίδια μέσα, ένας συνετός και επιμελής ιατρός και πιο συγκεκριμένα ένας αντίστοιχης ειδικότητας μέσος εκπρόσωπος του κύκλου του.

Το δικαστήριο επεσήμανε ότι η έλλειψη προσήκουσας ενημέρωσης και έγκυρης συναίνεσης του ασθενούς, όπως προβλέπουν οι διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης του Οβιέδο, δύναται, κατ’ αρχάς, να έχει ως συνέπεια τη στοιχειοθέτηση αστικής ευθύνης του νοσοκομείου. Τούτο, όμως, ισχύει, μόνο εφόσον συντρέξουν και οι λοιπές σωρευτικές προϋποθέσεις, ιδίως αν προκύπτει επαρκώς ή δύναται να συναχθεί ευλόγως και με τη δέουσα ασφάλεια (όχι κατά τρόπο εκ των υστέρων αυθαίρετο ή εικοτολογικό ή αόριστο) ότι ο ασθενής θα επέλεγε άλλον τρόπο αντιμετώπισης της ασθενείας του, αν είχε ενημερωθεί για συγκεκριμένα ισχύοντα δεδομένα και πιθανότητες έκβασης της μεθόδου θεραπείας που ακολουθήθηκε όσον αφορά τον ίδιο, των οποίων τη σαφή και ακριβή αναφορά προς το πρόσωπό του παρέλειψε ο θεράπων ιατρός ή κάποιος εντεταλμένος ή αρμόδιος συνεργάτης ή συνάδελφός του, λαμβανομένου υπ’ όψιν και κατά πόσο η περίπτωσή του μπορούσε να αντιμετωπισθεί διαφορετικά με την ίδια ή παρεμφερή ή τουλάχιστον ικανή προοπτική ή πιθανότητα ή δυνατότητα επιτυχίας.

Εν προκειμένω, το δικαστήριο αρχικά έκρινε ότι απαραδέκτως αμφισβητούνται από την ενάγουσα οι κρίσεις και τα συμπεράσματα των πραγματογνωμόνων, καθόσον οι σχετικές ιατρικές εκτιμήσεις και η επιστημονική τεκμηρίωση αυτών είναι δυνατόν να γίνει μόνο με τον ορισμό τεχνικού συμβούλου, όμως η ενάγουσα δεν όρισε τεχνικό σύμβουλο.

Ακολούθως, το δικαστήριο έκρινε ότι το σύνολο των χειρισμών των εμπλεκομένων ιατρών σε όλα τα στάδια (προεγχειρητικά, διεγχειρητικά και μετεγχειρητικά) έλαβε χώρα σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας (de lege artis), η δε ενάγουσα, φέρουσα το σχετικό βάρος απόδειξης, δεν τεκμηρίωσε τη στοιχειοθέτηση ιατρικού σφάλματος, όπως αυτή επιχειρεί να το αποδώσει στον χειρουργό ιατρό του εναγομένου.

Τέλος, κατά την κρίση του δικαστηρίου, παρ’ ότι δεν προσκομίστηκε από το εναγόμενο νοσοκομείο κάποιο στοιχείο (π.χ. έντυπο υπογεγραμμένο από την ενάγουσα), από το οποίο να αποδεικνύεται η πλήρης ενημέρωση της ενάγουσας πριν τη διενέργεια της επίμαχης θυρεοειδεκτομής (σχετικά με τον κίνδυνο εμφάνισης επιπλοκών) και η σχετική συναίνεσή της, εντούτοις δεν αποδεικνύεται παράνομη συμπεριφορά του ιατρού κατά την επιλογή της θεραπευτικής μεθόδου και την εν γένει αντιμετώπιση του προβλήματος υγείας της ενάγουσας.  Δεν αποδείχθηκε από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι οι ενέργειες των οργάνων του εναγομένου νοσοκομείου πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την επέμβαση ολικής θυρεοειδεκτομής της ενάγουσας δεν έγιναν lege artis. Αντιθέτως προέκυψε ότι η διάγνωση των ιατρών του εναγομένου νοσοκομείου ήταν ορθή και η ιατρική αντιμετώπιση του περιστατικού ήταν η ενδεδειγμένη και σύμφωνη με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης.

Απόσπασμα απόφασης

Κατόπιν τούτων, εκτιμώντας ελευθέρως όλα τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία, σύμφωνα με το άρθρο 148 Κ.Δ.Δ., μεταξύ των οποίων και οι συνταχθείσες και υποβληθείσες σε εκτέλεση της 3294/2023 προδικαστικής απόφασης εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης (οι οποίες, κατά τα γενόμενα δεκτά στην όγδοη σκέψη της παρούσας απόφασης, εκτιμώνται μεν ελευθέρως αλλά δεν μπορούν να αμφισβητηθούν αναιτιολογήτως ή αυθαιρέτως και επιλεκτικώς ή αβασάνιστα από το δικαστήριο, που στερείται των σχετικών γνώσεων, δεδομένου ότι τυγχάνουν αιτιολογημένες και βασισμένες σε - αναφερόμενα με σαφήνεια - ισχύοντα επιστημονικά και πραγματικά στοιχεία και δεδομένα) το Δικαστήριο λαμβάνει ειδικότερα υπ’ όψιν ότι: α) η ολική θυρεοειδεκτομή, στην οποία υπεβλήθη η ενάγουσα, παρίστατο εν προκειμένω όλως ενδεδειγμένη, ενόψει της κατάστασης της υγείας της, ενώ οτιδήποτε άλλο θα αποτελούσε κακή χειρουργική πρακτική για τον θεράποντα χειρουργό, β) η πάρεση (ή παράλυση) φωνητικής χορδής, που διαπιστώθηκε και στην ενάγουσα μετά την επίμαχη θυρεοειδεκτομή, αποτελεί συνέπεια απαντώμενη σε επεμβάσεις θυρεοειδεκτομής, η οποία προκύπτει (σε σημαντικά ποσοστά) ακόμη και σε περίπτωση ορθών χειρισμών των ιατρών, ήτοι χωρίς να ανάγεται σε ιατρικό σφάλμα. Τούτο δε αναφέρεται στη διεθνή ιατρική βιβλιογραφία, αλλά ακόμη και σε φοιτητικά εγχειρίδια ιατρικής, γ) με βάση τα προκύπτοντα από τις καταγραφές του νευροδιεγέρτη (του οποίου οι θετικές ενδείξεις δεν μπορεί να είναι μη αληθείς) και το πρακτικό του χειρουργείου, υπήρχε ομαλή λειτουργία των νεύρων της ενάγουσας στην αρχή και το τέλος του χειρουργείου και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι προκλήθηκε διεγχειρητικά τρώση των κάτω λαρυγγικών (παλίνδρομων) νεύρων της, δ) κατά την εξέταση του ανώτερου αναπνευστικού της ενάγουσας με εύκαμπτο λαρυγγοσκόπιο, στις 10.11.2023, από τον ωτορινολαρυγγολόγο που διορίσθηκε πραγματογνώμων, διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχει έκπτωση ή δυσλειτουργία ή ολική ή μερική βλάβη των φωνητικών της χορδών, η κινητικότητα των οποίων κατά την προσπάθεια φώνησης είναι καλή, ε) ο λόγος, η άρθρωση και γενικά η φώνηση της ενάγουσας αναφέρεται από τους πραγματογνώμονες ως φυσιολογική, όπως και η αναπνοή της, στ) η ενάγουσα υπεβλήθη και σε δοκιμασίες κατάποσης τόσο από τον ωτορινολαρυγγολόγο, όσο και από τον νευρολόγο, οι οποίοι στις σχετικές εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης αναφέρουν ότι οι δοκιμασίες αυτές είχαν φυσιολογικά αποτελέσματα. Ειδικότερα, κατά την κατάποση μικρής ποσότητας νερού έγινε η φυσιολογική κατά την κατάποση προς τα άνω και έξω κίνηση του λάρυγγα, στην εμφανώς «προκλητά» μεγάλη και «βίαιη» προσπάθεια κατάποσης μεγάλης ποσότητας νερού, «ενεργοποιήθηκε» το φυσιολογικό αντανακλαστικό του εμέτου και έγινε η «βίαιη αποβολή» του νερού από το στόμα, ζ) οι διενεργηθείσες στις 12.9.2023 νευρολογικές εξετάσεις δεν απέδωσαν παθολογικά ευρήματα και, κατά τους πραγματογνώμονες, συνολικά η λειτουργία του γλωσσοφαρυγγικού, του πνευμονογαστρικού νεύρου και των κλάδων αυτού είναι ακέραια. Βάσει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι το σύνολο των χειρισμών των εμπλεκομένων ιατρών σε όλα τα στάδια (προεγχειρητικά, διεγχειρητικά και μετεγχειρητικά) έλαβε χώρα σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας (de lege artis), η δε ενάγουσα, φέρουσα το σχετικό βάρος απόδειξης, δεν τεκμηριώνει τη στοιχειοθέτηση ιατρικού σφάλματος, όπως αυτή επιχειρεί να το αποδώσει στον χειρουργό ιατρό του εναγομένου. Περαιτέρω, κατά τα γενόμενα δεκτά στην έβδομη σκέψη της παρούσας απόφασης, η έλλειψη προσήκουσας ενημέρωσης και έγκυρης συναίνεσης του ασθενούς δύναται, κατ’ αρχάς, να έχει ως συνέπεια τη στοιχειοθέτηση αστικής ευθύνης του νοσοκομείου προς αποζημίωση και εύλογη χρηματική ικανοποίηση κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ. και 932 του Α.Κ. (βλ. Δ.Εφ.Αθ.2560/2021), μόνο, όμως, εάν συντρέξουν και οι λοιπές σωρευτικές προϋποθέσεις, ιδίως αν προκύπτει επαρκώς ή δύναται να συναχθεί ευλόγως και με τη δέουσα ασφάλεια ότι ο ασθενής θα επέλεγε άλλον τρόπο αντιμετώπισης της ασθενείας του, αν είχε ενημερωθεί για συγκεκριμένα ισχύοντα δεδομένα και πιθανότητες έκβασης της μεθόδου θεραπείας που ακολουθήθηκε όσον αφορά τον ίδιο, λαμβανομένου υπ’ όψιν και κατά πόσο η περίπτωσή του μπορούσε να αντιμετωπισθεί διαφορετικά με την ίδια ή παρεμφερή ή τουλάχιστον ικανή προοπτική ή πιθανότητα ή δυνατότητα επιτυχίας. Εν προκειμένω, παρ’ ότι δεν προσκομίστηκε από το εναγόμενο κάποιο στοιχείο (π.χ. έντυπο υπογεγραμμένο από την ίδια) από το οποίο να αποδεικνύεται η πλήρης ενημέρωση της ενάγουσας πριν τη διενέργεια της επίμαχης θυρεοειδεκτομής (σχετικά με τον κίνδυνο εμφάνισης επιπλοκών) και η σχετική συναίνεσή της, δεν αποδεικνύεται παράνομη συμπεριφορά του οργάνου (ιατρού) του εναγομένου, κατά την επιλογή της θεραπευτικής μεθόδου και την εν γένει αντιμετώπιση του προβλήματος υγείας της ενάγουσας και τούτο διότι, κατά τα κριθέντα από τον αρμόδιο πραγματογνώμονα, με ειδικότητα χειρουργού, η μόνη ενδεδειγμένη αντιμετώπιση της πολυοζώδους βρογχοκήλης από την οποία έπασχε η ενάγουσα ήταν η ολική θυρεοειδεκτομή και δεν υπήρχε εναλλακτική θεραπευτική μέθοδος, διότι οτιδήποτε άλλο θα αποτελούσε κακή χειρουργική πρακτική. Κατόπιν όλων τούτων, το Δικαστήριο κρίνει πως δεν αποδείχθηκε από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι οι ενέργειες των οργάνων του εναγομένου νοσοκομείου πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την επέμβαση ολικής θυρεοειδεκτομής της ενάγουσας δεν έγιναν lege artis. Αντιθέτως, από τα προεκτεθέντα και τις ως άνω επαρκώς αιτιολογημένες κατά την κρίση του Δικαστηρίου εκθέσεις ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, προκύπτει ότι η διάγνωση των ιατρών του εναγομένου νοσοκομείου ήταν ορθή και η ιατρική αντιμετώπιση του περιστατικού ήταν η ενδεδειγμένη και σύμφωνη με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης. Κατά συνέπεια εν προκειμένω δεν στοιχειοθετείται οποιαδήποτε παράνομη πράξη ή παράλειψη των οργάνων του εναγομένου νοσοκομείου κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Ως εκ τούτου, ελλείψει παρανομίας, δεν θεμελιώνεται ευθύνη του εναγομένου νοσοκομείου προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση της ενάγουσας, κατ’ άρθρα 105 - 106 Εισ.Ν.Α.Κ., 932 και 931 του Α.Κ., απορριπτομένων ως αβασίμων των αντιθέτων ισχυρισμών αυτής.

Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο adjustice.gr

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο
Η χρηματοοικονομική ασφάλεια, 2024