logo-print

Άκυρες και ανυπόστατες αποφάσεις ΓΣ ανώνυμης εταιρείας υπό το προϊσχύσαν δίκαιο (ΑΠ 270/2025)

Απόφαση ΓΣ για αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, στην οποία συνυπολογίζεται στο ενεργητικό ακίνητο του οποίου την κυριότητα δεν είχε αποκτήσει η ΑΕ, καθώς επίσης και η υπεραξία του, δεν είναι ανυπόστατη αφού δεν αφορά ελαττώματα ως προς τη συγκρότηση της ΓΣ, αλλά θα μπορούσε να είναι άκυρη και συνεπώς η προβολή της περιορίζεται στη νόμιμη διετή αποσβεστική προθεσμία

19/05/2025

19/05/2025

Εργατικό Δίκαιο - Ατομικές εργασιακές σχέσεις και το δίκαιο της ευελιξίας της εργασίας, 10η έκδ., 2024
Ανώνυμες Εταιρίες

Τη φύση των αποφάσεων Γενικής Συνέλευσης ανώνυμης εταιρείας, ως άκυρες ή ανυπόστατες υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, ερμήνευσε ο Άρειος Πάγος με πρόσφατη απόφασή του (ΑΠ 270/2025).

Σύμφωνα με το σκεπτικό του ανωτάτου δικαστηρίου, κατά το άρθρο 35α ν. 2190/1920, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το ν.3604/2007, οι αποφάσεις της γενικής συνέλευσης ανώνυμης εταιρίας είναι άκυρες, όχι μόνο όταν λήφθηκαν κατά παράβαση των περί συγκροτήσεως των γενικών συνελεύσεων ή των περί απαρτίας και πλειοψηφίας διατάξεων ή όταν με το περιεχόμενό τους θίγουν διατάξεις του καταστατικού που έχουν τεθεί αποκλειστικά ή κυρίως προς προστασία των δανειστών της εταιρίας, αλλά και σε κάθε άλλη περίπτωση αντίθεσης αυτών προς απαγορευτική διάταξη του άνω νόμου ή προς αντίστοιχη απαγορευτική διάταξη άλλου νόμου, ήτοι σε κάθε περίπτωση αντιθέσεως αυτών προς ουσιώδεις διατάξεις του ως άνω νόμου ή του καταστατικού, οι οποίες έχουν απαγορευτικό ή επιτακτικό χαρακτήρα ή προς απαγορευτικές διατάξεις του ΑΚ.

Η ακυρότητα αυτή επέρχεται αυτοδικαίως και καθένας που έχει έννομο συμφέρον, δικαιούται να ασκήσει αναγνωριστική αγωγή και να ζητήσει την αναγνώριση της ακυρότητας. Ωστόσο, μετά την πάροδο προθεσμίας δύο ετών από την υποβολή του πρακτικού, επέρχεται ίαση της ακυρότητας, εφ' όσον αυτή δεν είχε προβληθεί, γιατί πρόκειται για αποσβεστική προθεσμία.

Η έννοια του ανυπόστατου μιας απόφασης γενικής συνέλευσης δεν υπήρχε στο νόμο πριν την αντικατάσταση του άρθ. 35 γ του ν.2190/1920 με το άρθ. 44 ν.3604/2007. Όμως, και με το παλαιότερο νομοθετικό καθεστώς, γινόταν δεκτό ότι, πέραν των άκυρων και ακυρώσιμων αποφάσεων της γενικής συνέλευσης που προβλέπονταν στο νόμο (άρθ. 35α -35γ ν.2190/1920), υπήρχαν και οι ανυπόστατες αποφάσεις Γενικών Συνελεύσεων.

Σύμφωνα με την προϊσχύσασα ρύθμιση, αν το ελάττωμα της απόφασης αναφέρεται στον τύπο ή το περιεχόμενό της την καθιστά άκυρη (άρθ. 35α), ενώ συγκεκριμένες αποφάσεις είναι απλά ακυρώσιμες (άρθ. 35β'-35γ). Και οι μεν άκυρες δύνανται να ιαθούν, εφόσον η ακυρότητά τους δεν προβληθεί μέσα σε μία διετία από την υποβολή στο υπουργείο εμπορίου των αντιγράφων των πρακτικών της γενικής συνελεύσεως κατά την οποία ελήφθη η απόφαση, ενώ η προς ακύρωση αγωγή πρέπει να εγερθεί εντός εξαμήνου, που έχει την ίδια ως άνω αφετηρία.

Η νομική, συνεπώς, θεώρηση των ως άνω ρυθμίσεων των άρθρων 35α-35γ στηρίζεται στην σχέση μεταξύ του παράνομου χαρακτήρα των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης και της ισχυροποίησής τους. Αντίθετα, οι ανυπόστατες αποφάσεις της γενικής συνέλευσης υπάρχουν μόνο κατά το φαινόμενο και όχι στην πραγματικότητα. Προϋποθέσεις του υποστατού της απόφασης της γενικής συνέλευσης είναι: α. Να έχει υπάρξει γενική συνέλευση των μετόχων με την έννοια να έχει λάβει χώρα πραγματική συνάθροιση των μετοχών, β. να συμμετέχουν σε αυτήν μέτοχοι με την έννοια ότι σε όλους τους μετόχους να παρέχεται, σύμφωνα με το νόμο, η δυνατότητα συμμετοχής σ' αυτή, γ. το υποστατό της απόφασης προϋποθέτει περαιτέρω αυτή, ως βούληση του εταιρικού οργάνου να έχει προέλθει από πραγματική άσκηση του δικαιώματος ψήφου των μετοχών, ανεξάρτητα αν είναι θετική ή αρνητική, δ. η συνάθροιση των μετοχών σε συνέλευση σκοπό έχει την ρύθμιση εταιρικών υποθέσεων στα πλαίσια της αρμοδιότητας που ο νόμος και η εσωτερική τάξη της εταιρείας παρέχει στο εταιρικό αυτό όργανο και συνεπώς απαιτείται οι μέτοχοι να έχουν συνείδηση ότι συγκεντρωμένοι απαρτίζουν το εταιρικό όργανο με τον ως άνω σκοπό. Συνεπώς, η ανυπόστατη απόφαση δεν είναι δικαιοπραξία.

Το δικαστήριο επεσήμανε ότι ανυπόστατη απόφαση δεν είναι αυτή που παραβιάζει κανόνες αναγκαστικού δικαίου, διότι όλες οι άκυρες αποφάσεις παραβιάζουν κανόνες αναγκαστικού δικαίου, τους οποίους, αν δεν παραβίαζαν, δεν θα ήταν άκυρες, ούτε θα ήταν άκυρες οι παραβιάζουσες κανόνες ενδοτικού δικαίου αποφάσεις, όπως θα μπορούσε να υποστηριχθεί σε αντίθεση με την πρώτη περίπτωση.

Εν προκειμένω, το δικαστήριο έκρινε ότι απόφαση ΓΣ με την οποία εγκρίνεται η αγορά ακινήτου και στην οποία δεν προσδιορίζεται ο χρόνος της εκπλήρωσης της παροχής, δεν είναι άκυρη, διότι υπήρχαν υπόψιν της ΓΣ όλα τα απαραίτητα για το κύρος της εγκρινόμενης σύμβασης στοιχεία. Περαιτέρω, απόφαση ΓΣ για αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και συνυπολογίζεται στο ενεργητικό της ΑΕ ακίνητο του οποίου την κυριότητα δεν είχε αποκτήσει η ΑΕ, καθώς επίσης και η υπεραξία του, δεν είναι ανυπόστατη, αφού δεν αφορά ελαττώματα ως προς τη συγκρότηση της ΓΣ, αλλά θα μπορούσε να είναι άκυρη και συνεπώς η προβολή της περιορίζεται στη νόμιμη διετή αποσβεστική προθεσμία.

Απόσπασμα απόφασης

Εξάλλου και ο συναφής με τα ανωτέρω πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα κατ' εκτίμηση του δικογράφου της, επικαλείται, το πρώτον ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, νέο θεμελιωτικό της ακυρότητας του υπ' αριθ. ./6-12-1987 συμβολαίου αγοραπωλησίας γεγονός και συγκεκριμένα, όπως εκτιμάται ο ισχυρισμός της, επικαλείται εικονικότητα του πωλητηρίου συμβολαίου και υποκρυπτόμενο δάνειο της εναγομένης προς τους μετόχους της, είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος. Και τούτο, διότι η επίκληση στην κατ' έφεση δίκη νέων γεγονότων θεμελιωτικών, (και όχι ενστάσεων και αντενστάσεων, επί των οποίων και μόνον εφαρμόζονται οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 527 και 269 ΚΠολΔ), αυτής της ίδιας της αγωγής και ειδικότερα, επί αγωγής με αίτημα την ακύρωση δικαιοπραξίας η επίκληση νέων λόγων ακυρότητάς της, (που συνιστούν νέες, χωριστές και ιδιαίτερες αγωγικές βάσεις, οι οποίες δεν είχαν εξ αρχής περιληφθεί σ' αυτήν, αλλά το πρώτον προτείνονται ενώπιον του Εφετείου) συνιστά ανεπίτρεπτη και συνακόλουθα απαράδεκτη μεταβολή της αρχικής αγωγικής βάσης (βλ. ΚΠολΔ 529, ΑΠ 1077/2003, πρβλ. ΑΠ 56/2005, ΑΠ 357/2004, Εφ. Θεσ. 1401/2001 ΝΟΜΟΣ). Από τη διάταξη του άρθρου 35α παρ.1 του ν. 2190/20, όπως ίσχυε μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 19 του ν.δ. 4237/1962, που ορίζει ότι οι αποφάσεις της γενικής συνέλευσης είναι άκυρες και όταν: α) ελήφθησαν κατά παράβασιν των περί συγκροτήσεως των Γενικών Συνελεύσεων ή των περί απαρτίας και πλειοψηφίας διατάξεων ή β) διά του περιεχομένου των θίγουν διατάξεις του Καταστατικού τεθειμένος αποκλειστικώς ή κυρίως προς προστασίαν των δανειστών της, συνάγεται ότι οι αποφάσεις της γενικής συνελεύσεως ανώνυμης εταιρίας είναι άκυρες όχι μόνο στις με στοιχεία α' και β' των παραπάνω διατάξεων αναφερόμενες περιπτώσεις, αλλά και σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση είναι αντίθετες σε απαγορευτικές διατάξεις του ν. 2190/1920 ή του ΑΚ (άρθρα 174 και 180 ΑΚ) ή του καταστατικού της εταιρίας. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 35α παρ.2 του ν. 2190/1920, με την οποία ορίζεται ότι "ακυρότης των αποφάσεων της Γενικής Συνελεύσεως δι' οιονδήποτε λόγον δεν δύναται να αντιταχθή μετά πάροδον διετίας από της υποβολής εις το Υπουργείον Εμπορίου του αντιγράφου των πρακτικών της Γενικής Συνελεύσεως καθ' ην ελήφθη η απόφασις", σε συνδυασμό με την άνω παρ. 1 του ιδίου άρθρου, προκύπτει ότι η εν λόγω ακυρότητα, αν και επέρχεται αυτοδικαίως, μπορεί να αναγνωρισθεί με δικαστική απόφαση, η οποία έχει ισχύ έναντι πάντων, (...), κατόπιν έγερσης σχετικής αγωγής από τον έχοντα έννομο συμφέρον, η οποία αγωγή πρέπει να ασκηθεί εντός αποκλειστικής, αποσβεστικής προθεσμίας δύο ετών από τότε που τα πρακτικά της γενικής συνέλευσης στην οποία ενσωματώνεται η άκυρη απόφαση κατατεθούν στον υπουργό εμπορίου, μετά την πάροδο της οποίας (διετίας) επέρχεται ίαση της άκυρης απόφασης (βλ. ΑΠ 94/99 ΕΕμπΔ 1999.324, ΕφΘεσ 2401/1998 Δνη 40.420). Η ακυρότητα αποφάσεως προϋποθέτει την ύπαρξή της, δηλαδή την κατά τη διάρκεια συνελεύσεως και συζητήσεως των μετόχων δήλωση δικαιοπρακτικής βούλησης για ορισμένα θέματα και την καταχώρηση αυτής σε πρακτικό. Διαφορετική είναι η περίπτωση της ανυπόστατης απόφασης, δηλαδή τέτοιας που δεν έχει τα εξωτερικό χαρακτηριστικό εκδήλωσης δικαιοπρακτικής βούλησης πράγμα που υπάρχει όταν τα μέλη δεν συνήλθαν ή δεν συνήλθαν και δεν αποφάσισαν προς τούτο τα δικαιούμενα μέλη ή αποφάσισαν επ' ευκαιρία κάποιας εκδήλωσης ή συνάντησης κ.λπ. (...). Στην περίπτωση ανυπόστατης απόφασης, με την παραπάνω έννοια, οποιοσδήποτε έχει προς τούτο έννομο συμφέρον, τέτοιος δε είναι και ο μέτοχος, δικαιούται να ζητήσει την αναγνώριση αυτής ως ανυπόστατης μετερχόμενος προς τούτο την αναγνωριστική αγωγή (Εφ.Πατρ. 130/1997). Στην προκειμένη περίπτωση απεδείχθη περαιτέρω, ότι η εναγομένη με την από 25-8-1982 απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της προέβη στην αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου από 138.000.000 δραχμές σε 531.000.000 δραχμές και αντίστοιχα στην αύξηση της ονομαστικής αξίας των μετοχών της από 100 σε 385 δραχμές. Η αύξηση αυτή έγινε με κεφαλαιοποίηση των αποθεματικών της και αναπροσαρμογή της αξίας των παγίων της, μεταξύ των οποίων και τα επίμαχα ακίνητα, τα οποία συμπεριέλαβε στο ενεργητικό της. Ακολούθως, με την από 30-6-1989 απόφαση της γενικής συνέλευσης αύξησε εκ νέου το μετοχικό της κεφάλαιο σε 1.062.600 δραχμές και το κάλυψε με την εν μέρει κεφαλαιοποίηση της υπεραξίας των περιουσιακών στοιχείων της, διπλασίασε δε αντίστοιχα τις μετοχές της, εκδίδοντας 1.380.000 νέες μετοχές, ονομαστικής αξίας 385 δραχμών, τις οποίες διένειμε δωρεάν στους μετόχους της. Η εκκαλούσα ισχυρίσθηκε με την πρώτη από 20-6-1999 αγωγή της και επαναφέρει τον ισχυρισμό της στο εφετείο ότι οι παραπάνω αποφάσεις της γενικής συνέλευσης της εναγομένης είναι ανυπόστατες, άλλως άκυρες, διότι, αφενός μεν συμπεριέλαβαν και συνυπολόγισαν στο ενεργητικό της εναγομένης τα ως άνω ακίνητα, επί των οποίων δεν είχε αποκτήσει κυριότητα, αφετέρου δε, για την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου, υπολόγισαν την υπεραξία τους σε ποσοστά απαγορευόμενα από το νόμο. Οι επικαλούμενοι εν προκειμένω λόγοι, δεν αφορούν κατά τα προεκτεθέντα το υποστατό των προσβαλλόμενων αποφάσεων, αφού δεν επικαλούνται ελαττώματα ως προς τη συγκρότηση της γενικής συνελεύσεως, αλλά αμφισβητούν μόνο την νομιμότητα και την ορθότητα του περιεχομένου τους. Κατά συνέπειαν, δεν πρόκειται για ανυπόστατες αποφάσεις, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα και η προσβολή τους περιορίζεται από την κατά τα άνω διετή αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 35α παρ. 2 του ν. 2190/1920, που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Τα πρακτικά των αποφάσεων αυτών καταχωρήθηκαν στο μητρώο ανωνύμων εταιρειών της Νομαρχίας Μεσσηνίας την 25-8-1982 και 30-6-1989 αντίστοιχα. Από την ημερομηνία δε της καταχώρισης μέχρι την άσκηση της ένδικης (πρώτης) από 24-6-1999 αγωγής, που έλαβε χώρα την 29-6-1999 (βλ. την υπ'αριθ. ./29-6-1999 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή ...), παρήλθε χρονικό διάστημα πέραν της διετίας, το οποίο συμπληρώθηκε αντίστοιχα για την κάθε μία την 26-8-1984 και 1-7-1991 (άρθρο 241 παρ. 1, 242 και 243 παρ. 2 του ΑΚ) και, επομένως, η τυχόν ακυρότητά τους δεν μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί με αγωγή...». Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθ. 35α παρ.2 ν.2190/1920, η οποία ήταν εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση. Και τούτο διότι οι επίμαχες αποφάσεις, με τις οποίες η Γενική Συνέλευση των μετόχων της αναιρεσίβλητης, κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, συμπεριέλαβε και συνυπολόγισε στο ενεργητικό της αναιρεσίβλητης τα ακίνητα, επί των οποίων δεν είχε αποκτήσει κυριότητα και για την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου υπολόγισε την υπεραξία τους σε ποσοστά απαγορευόμενα από το νόμο, δεν είναι ανυπόστατες, αφού δεν παραβιάστηκαν οι διατάξεις περί συγκροτήσεως της ΓΣ, ελήφθησαν δε με ψήφους προσώπων που είχαν τη μετοχική ιδιότητα της αναιρεσίβλητης, τυχόν δε ακυρότητα αυτών λόγω αντιθέσεώς τους στις απαγορευτικές διατάξεις των άρθ. 10 ν.1249/1982, 21 ν.2065/1992, 43 ν.2190/1920, δεν μπορεί να προβληθεί, διότι από τις 25-8-1982 και 30-6-1989, αντίστοιχα, που καταχωρήθηκαν οι αποφάσεις αυτές στο μητρώο ΑΕ της Νομαρχίας Μεσσηνίας, έως την άσκηση της ένδικης αγωγής (29-6-1999) παρήλθε η νόμιμη προθεσμία των δύο ετών, η οποία θεσπίστηκε για την ασφάλεια των συναλλαγών που επιβάλλει μετά την πάροδο όχι μακρού χρονικού διαστήματος να υπάρχει βεβαιότητα περί του απροσβλήτου ή μη των αποφάσεων της ΓΣ των μετόχων.

Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο dsanet.gr

Η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων ΕΠολΔ 31
ΛΟΑΤΚΙ+ Δικαιώματα & Ελευθερίες, 2024
send