logo-print

Επίθεση στο ΕΔΔΑ για το μεταναστευτικό: Κοινή επιστολή των ηγετών 9 χωρών για τον ρόλο του Δικαστηρίου του Στρασβούργου

Μην πολιτικοποιείτε το Δικαστήριο και μην ασκείτε πιέσεις στους δικαστές του, απαντά ο ΓΓ του Συμβουλίου της Ευρώπης

26/05/2025

27/05/2025

Διεθνής εμπορική διαιτησία - Τόμος Ι -Β έκδοση
ΛΟΑΤΚΙ+ Δικαιώματα & Ελευθερίες, 2024

Σοβαρές επιφυλάξεις και έντονους προβληματισμούς για τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο μεταναστευτικό εξέφρασαν με κοινή γραπτή δήλωσή τους οι ηγέτες 9 χωρών της Ευρώπης, που τυγχάνουν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Η δήλωση βασίζεται στην κοινή πρωτοβουλία των Πρωθυπουργών της Δανίας και της Ιταλίας, Μέττε Φρεντέρικσεν και Τζόρτζια Μελόνι, και υπογράφεται από τους ηγέτες άλλων επτά χωρών: Αυστρίας, Βελγίου, Τσεχίας, Εσθονίας, Λετονίας, Λιθουανίας και Πολωνίας.

Με τη δήλωσή τους αυτή, οι ευρωπαίοι ηγέτες δηλώνουν την απόλυτη πίστη τους στις ευρωπαϊκές αξίες, το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά επισημαίνουν και το καθήκον που έχουν αναλάβει απέναντι στις χώρες τους και τις κοινωνίες τους. Στο πλαίσιο αυτό, εκφράζουν την πεποίθησή τους για την ανάγκη να ανοίξει η συζήτηση σχετικά με το πώς οι διεθνείς συνθήκες αντιμετωπίζουν τα προβλήματα της σημερινής εποχής. «Αυτό που υπήρξε κάποτε σωστό, ενδέχεται να μην αποτελεί την απάντηση για το αύριο», αναφέρουν χαρακτηριστικά.  

Στο στόχαστρο των εννέα χωρών δεν βρίσκεται τίποτε άλλο παρά η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κυρίως δε η ερμηνεία και εφαρμογή της από το Δικαστήριο του Στρασβούργου, όσον αφορά το μεταναστευτικό.

Οι εννέα υπογράφοντες και υπογράφουσες δηλώνουν ευθέως πως το Δικαστήριο και οι αποφάσεις του περιορίζουν τη δυνατότητά τους να ασκήσουν πολιτικές εντός των κρατών τους, καθώς αυτό έχει σε ορισμένες περιπτώσεις υπερβεί τους σκοπούς της ΕΣΔΑ και έχει γείρει ανισομερώς την πλάστιγγα των συμφερόντων που πρέπει να προστατεύονται.

Υπάρχουν μετανάστες, αναφέρει η κοινή δήλωση, που έρχονται στην Ευρώπη, μαθαίνουν τις γλώσσες της, πιστεύουν στη δημοκρατία, συμβάλλουν στους σκοπούς της κοινωνίας και ενσωματώνονται στην κουλτούρα της χώρας στην οποία έρχονται. Υπάρχουν και εκείνοι όμως, οι οποίοι επιλέγουν να μην ενσωματωθούν, αλλά να απομονωθούν σε παράλληλες κοινωνίες και να αποστασιοποιηθούν από τις θεμελιώδεις αξίες της ισότητας, της δημοκρατίας και της ελευθερίας, ενώ κάποιοι εξ αυτών έχουν επιλέξει να τελέσουν εγκλήματα.

Οι τελευταίοι αποτελούν μειοψηφία, η ανοχή όμως των κρατών στις πρακτικές τους αυτές, αποτελεί κίνδυνο για τα θεμέλια των κοινωνιών μας, αναφέρουν οι 9 ηγέτες, και πλήττει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς, αλλά και μεταξύ των ιδίων. Ο κίνδυνος αυτός πρέπει, σύμφωνα με τη δήλωση, να αντιμετωπίζεται με τη δυνατότητα λήψης αυστηρότερων μέτρων για τον έλεγχο της παράνομης μετανάστευσης, με το ΕΔΔΑ να αποτελεί το βασικότερο πρόβλημα για την εφαρμογή των μέτρων αυτών. «Έχουμε δει, για παράδειγμα, περιπτώσεις που αφορούν την απέλαση αλλοδαπών εγκληματιών, όπου η ερμηνεία της Σύμβασης είχε ως αποτέλεσμα την προστασία των λάθος ανθρώπων και την επιβολή υπερβολικών περιορισμών στη δυνατότητα των κρατών να αποφασίζουν ποιον μπορούν να απελάσουν από την επικράτειά τους» αναφέρεται χαρακτηριστικά.

Οι 9 ηγέτες ζητούν μια νέα «ανοιχτόμυαλη» συζήτηση για την ερμηνεία της ΕΔΔΑ και την αποκατάσταση της ισορροπίας στις αναγκαίες σταθμίσεις. Τα τρία ειδικότερα σημεία στα οποία εστιάζουν είναι:

Α. Η ανάγκη για περισσότερο «εθνικό χώρο» στη δυνατότητα λήψης αποφάσεων ως προς το πότε μπορούν να απελαύνονται ξένοι εγκληματίες.

Β. Η ανάγκη για μεγαλύτερη ελευθερία των εθνικών αρχών στην παρακολούθηση προσώπων που δεν μπορούν να απελαθούν.

Γ. Η ανάγκη για τη λήψη αποτελεσματικών μέτρων για την αντιμετώπιση εχθρικών κρατών που εργαλειοποιούν τους μετανάστες και επιχειρούν να στρέψουν τις ευρωπαϊκές αξίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα ενάντια στην Ευρώπη.

Άμεση υπήρξε η απάντηση του Συμβουλίου της Ευρώπης, δια του Γενικού Γραμματέα αυτού Αλέν Μπερσέ. Με δελτίο τύπου που αναρτήθηκε στον ιστότοπο του ΣτΕ, ο Μπερσέ υπενθυμίζει πως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν αποτελεί κάποιο εξωτερικό όργανο, αλλά τον νομικό βραχίονα του Συμβουλίου της Ευρώπης, και δημιουργήθηκε με σκοπό την προστασία δικαιωμάτων και αρχών.

Η αντιπαράθεση είναι υγιής, αναφέρει η ανακοίνωση, αλλά η πολιτικοποίηση του Δικαστηρίου δεν είναι. Σε μια κοινωνία που διέπεται από το κράτος δικαίου, κανένα δικαστικό σώμα δεν πρέπει να υφίσταται πολιτικές πιέσεις. Οι θεσμοί που προστατεύουν τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν μπορούν να υποκύπτουν σε πολιτικούς κύκλους. Αν το κάνουν, διατρέχουμε τον κίνδυνο να υπονομεύσουμε τη σταθερότητα την οποία έχουν σχεδιαστεί να διασφαλίζουν. Το Δικαστήριο, επισημαίνει ο Γενικός Γραμματέας, δεν πρέπει να μετατρέπεται σε όπλο, ούτε κατά των κυβερνήσεων, ούτε όμως από τις κυβερνήσεις.

Το πλήρες κείμενο της κοινής δήλωσης των εννέα ηγετών έχει ως εξής:

Με πρωτοβουλία της Δανίας και της Ιταλίας, εμείς, η ομάδα των Ευρωπαίων Προέδρων και Πρωθυπουργών που υπογράφουμε την παρούσα επιστολή, μοιραζόμαστε την ακράδαντη πίστη μας στις ευρωπαϊκές αξίες, στο κράτος δικαίου και στα ανθρώπινα δικαιώματα. Είμαστε προσηλωμένοι σε μια διεθνή τάξη βασισμένη σε κανόνες. Πιστεύουμε βαθιά στην απαραβίαστη αξιοπρέπεια του ατόμου και στον ρόλο των πολυμερών θεσμών, συμπεριλαμβανομένων του ΟΗΕ, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.

Είμαστε ηγέτες κοινωνιών που προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Δικαιώματα και αξίες που είναι τόσο ζωτικής σημασίας όσο και θεμελιώδεις και αποτελούν ακρογωνιαίους λίθους των δημοκρατικών κοινωνιών μας.

Μοιραζόμαστε επίσης ένα ισχυρό αίσθημα δέσμευσης προς τις χώρες μας και αισθανόμαστε μεγάλη ευθύνη για τις κοινωνίες μας. Ανήκουμε σε διαφορετικές πολιτικές οικογένειες και προερχόμαστε από διαφορετικές πολιτικές παραδόσεις. Ωστόσο, συμφωνούμε ότι είναι απαραίτητο να ξεκινήσει μια συζήτηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι διεθνείς συμβάσεις ανταποκρίνονται στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Αυτό που κάποτε ήταν σωστό μπορεί να μην είναι η απάντηση του αύριο.

Ο κόσμος έχει αλλάξει ριζικά από τότε που πολλές από τις ιδέες μας γεννήθηκαν στα ερείπια των μεγάλων πολέμων. Οι ιδέες αυτές είναι καθολικές και διαχρονικές. Ωστόσο, ζούμε σήμερα σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο όπου οι άνθρωποι μεταναστεύουν πέρα από τα σύνορα σε εντελώς διαφορετική κλίμακα.

Τις τελευταίες δεκαετίες, η παράτυπη μετανάστευση έχει συμβάλει σημαντικά στη μετανάστευση προς την Ευρώπη. Πολλοί έχουν έρθει εδώ μέσω νόμιμων οδών. Έχουν μάθει τις γλώσσες μας, πιστεύουν στη δημοκρατία, συμβάλλουν στις κοινωνίες μας και έχουν αποφασίσει να ενταχθούν στον πολιτισμό μας. Άλλοι έχουν έρθει και έχουν επιλέξει να μην ενταχθούν, απομονώνοντας τον εαυτό τους σε παράλληλες κοινωνίες και απομακρύνοντας τον εαυτό τους από τις θεμελιώδεις αξίες μας της ισότητας, της δημοκρατίας και της ελευθερίας. Περαιτέρω, ορισμένοι δεν έχουν συμβάλει θετικά στις κοινωνίες που τους υποδέχτηκαν και έχουν επιλέξει να διαπράξουν εγκλήματα.

Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πώς ορισμένοι άνθρωποι μπορούν να έρχονται στις χώρες μας και να απολαμβάνουν τη ελευθερία μας και το ευρύ φάσμα ευκαιριών που προσφέρουμε, και παρόλα αυτά να αποφασίζουν να διαπράττουν εγκλήματα. Αν και αυτό αφορά μόνο μια μειοψηφία των μεταναστών, ενέχει τον κίνδυνο να υπονομεύσει τα ίδια τα θεμέλια των κοινωνιών μας. Βλάπτει την εμπιστοσύνη μεταξύ των πολιτών μας και βλάπτει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς μας.

Ευτυχώς, σε ορισμένους τομείς, κινούμαστε προς τη σωστή κατεύθυνση. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν επιλέξει να ενισχύσουν τις εθνικές τους πολιτικές για την παράτυπη μετανάστευση. Η πλειοψηφία των κρατών μελών της ΕΕ είναι έτοιμη να εξετάσει νέες λύσεις για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη στον τομέα της μετανάστευσης. Πρόκειται για κρίσιμα βήματα και πρέπει να συνεχίσουμε αυτό το έργο. Διότι υπάρχουν πολλά ακόμη που πρέπει να γίνουν προτού η Ευρώπη ανακτήσει τον έλεγχο της παράτυπης μετανάστευσης.

Ωστόσο, ως ηγέτες, πιστεύουμε επίσης ότι πρέπει να εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει αναπτύξει την ερμηνεία της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Όταν, σε ορισμένες περιπτώσεις, το Δικαστήριο έχει επεκτείνει υπερβολικά το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης σε σύγκριση με τις αρχικές προθέσεις που την διέπουν, μετατοπίζοντας έτσι την ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων που πρέπει να προστατεύονται.

Πιστεύουμε ότι η εξέλιξη της ερμηνείας του Δικαστηρίου έχει, σε ορισμένες περιπτώσεις, περιορίσει την ικανότητά μας να λαμβάνουμε πολιτικές αποφάσεις στις δημοκρατίες μας. Ως εκ τούτου, έχει επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο εμείς, ως ηγέτες, μπορούμε να προστατεύσουμε τις δημοκρατικές κοινωνίες μας και τους πληθυσμούς μας από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε στον σημερινό κόσμο.

Έχουμε δει, για παράδειγμα, υποθέσεις σχετικά με την απέλαση αλλοδαπών εγκληματιών, όπου η ερμηνεία της Σύμβασης οδήγησε στην προστασία των λάθος ατόμων και επέβαλε υπερβολικούς περιορισμούς στην ικανότητα των κρατών να αποφασίζουν ποιον να απελάσουν από το έδαφός τους.

Κατά τη γνώμη μας, η ασφάλεια και η προστασία των θυμάτων και της συντριπτικής πλειοψηφίας των νομοταγών πολιτών είναι ένα θεμελιώδες και αποφασιστικό δικαίωμα. Και, κατά γενικό κανόνα, πρέπει να υπερισχύει άλλων παραγόντων.

Με βάση τα παραπάνω, εμείς, οι υπογράφοντες την παρούσα επιστολή, συμφωνούμε ότι η ασφάλεια και η σταθερότητα των κοινωνιών μας πρέπει να έχουν την υψηλότερη προτεραιότητα. Πιστεύουμε ότι:

- Πρέπει να έχουμε μεγαλύτερο περιθώριο σε εθνικό επίπεδο για να αποφασίζουμε πότε θα απελαύνουμε αλλοδαπούς εγκληματίες. Για παράδειγμα, σε περιπτώσεις σοβαρών βίαιων εγκλημάτων ή εγκλημάτων που σχετίζονται με ναρκωτικά. Λόγω της φύσης τους, τα εγκλήματα αυτά έχουν πάντα σοβαρές συνέπειες για τα θύματα.

- Χρειαζόμαστε μεγαλύτερη ελευθερία να αποφασίζουμε πώς οι αρχές μας μπορούν να παρακολουθούν, για παράδειγμα, αλλοδαπούς εγκληματίες που δεν μπορούν να απελαθούν από το έδαφός μας. Εγκληματίες που δεν μπορούν να απελαθούν, παρόλο που έχουν εκμεταλλευτεί τη φιλοξενία μας για να διαπράξουν εγκλήματα και να κάνουν τους άλλους να αισθάνονται ανασφαλείς.

- Πρέπει να είμαστε σε θέση να λαμβάνουμε αποτελεσματικά μέτρα για την αντιμετώπιση εχθρικών κρατών που προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τις αξίες και τα δικαιώματά μας εναντίον μας. Για παράδειγμα, με τη χρήση των μεταναστών στα σύνορά μας.

Γνωρίζουμε ότι πρόκειται για μια ευαίσθητη συζήτηση. Αν και στόχος μας είναι η προστασία των δημοκρατιών μας, είναι πιθανό να κατηγορηθούμε για το αντίθετο.

Με όλη τη σεμνότητα, πιστεύουμε ότι η προσέγγισή μας συνάδει απόλυτα με την πλειοψηφία των πολιτών της Ευρώπης. Θέλουμε να αξιοποιήσουμε τη δημοκρατική μας εντολή για να ξεκινήσουμε έναν νέο και ανοιχτό διάλογο σχετικά με την ερμηνεία της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Πρέπει να αποκαταστήσουμε τη σωστή ισορροπία. Οι χώρες μας θα συνεργαστούν για την προώθηση αυτού του στόχου.

Μέττε Φρέντερικσεν, Πρωθυπουργός της Δανίας

Τζόρτζια Μελόνι, Πρόεδρος του Συμβουλίου των Υπουργών της Ιταλικής Δημοκρατίας

Κρίστιαν Στόκερ, Ομοσπονδιακός Καγκελάριος της Αυστρίας

Μπαρτ Ντε Βέβερ, Πρωθυπουργός του Βελγίου

Πετρ Φιάλα, Πρωθυπουργός της Τσεχικής Δημοκρατίας

Κρίστεν Μίχαλ, Πρωθυπουργός της Εσθονίας

Εβίκα Σιλίνια,  Πρωθυπουργός της Λετονίας

Γκιτάνας Ναουσέντα, Πρόεδρος της Λιθουανικής Δημοκρατίας

Ντόναλντ Τουσκ, Πρωθυπουργός της Πολωνικής Δημοκρατίας

Η πλήρης απάντηση του Γενικού Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης έχει ως εξής:

Στις 22 Μαΐου 2025, με πρωτοβουλία της Δανίας και της Ιταλίας, εννέα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης — μεταξύ των οποίων η Αυστρία, το Βέλγιο, η Τσεχία, η Εσθονία, η Λετονία, η Λιθουανία και η Πολωνία — εξέδωσαν κοινή επιστολή με την οποία ζητούν «νέα και ανοιχτή συζήτηση» σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ερμηνεύει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Η ανησυχία τους επικεντρώνεται στις αποφάσεις στον τομέα της μετανάστευσης.

Πρόκειται για σύνθετες προκλήσεις και οι δημοκρατίες πρέπει πάντα να παραμένουν ανοιχτές στον διάλογο μέσω των κατάλληλων θεσμικών οδών. Ωστόσο, η σαφήνεια είναι απαραίτητη.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν είναι εξωτερικός φορέας. Είναι ο νομικός βραχίονας του Συμβουλίου της Ευρώπης — δημιουργήθηκε από τα κράτη μέλη μας, ιδρύθηκε με κυρίαρχη επιλογή και δεσμεύεται από μια σύμβαση που έχουν υπογράψει και κυρώσει ελεύθερα και τα 46 μέλη. Υπάρχει για να προστατεύει τα δικαιώματα και τις αξίες που έχουν δεσμευτεί να υπερασπίζονται.

Η διαφύλαξη της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας του Δικαστηρίου αποτελεί θεμέλιο λίθο για εμάς.

Ο διάλογος είναι υγιής, αλλά η πολιτικοποίηση του Δικαστηρίου δεν είναι. Σε μια κοινωνία που διέπεται από το κράτος δικαίου, κανένα δικαστικό σώμα δεν πρέπει να υφίσταται πολιτικές πιέσεις. Οι θεσμοί που προστατεύουν τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν μπορούν να υποκύπτουν στους πολιτικούς κύκλους. Εάν το κάνουν, κινδυνεύουμε να υπονομεύσουμε την ίδια τη σταθερότητα που έχουν κληθεί να διασφαλίζουν. Το Δικαστήριο δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως όπλο — ούτε εναντίον των κυβερνήσεων, ούτε από αυτές.

Φέτος, η Σύμβαση συμπληρώνει 75 χρόνια από την υπογραφή της. Το Δικαστήριο έχει υλοποιήσει τις αρχές της, καθοδηγώντας τα ευρωπαϊκά κράτη σε περιόδους απειλών για τη δικαστική ανεξαρτησία, πολιτικών αναταραχών, ακόμη και πολέμου. Σε κάθε περίπτωση, έχει λειτουργήσει ως σταθερή πυξίδα, υπερασπιζόμενο το κράτος δικαίου και προστατεύοντας τα ατομικά δικαιώματα στο πλαίσιο του συστήματος ελέγχων και ισορροπιών που τα κράτη μας επέλεξαν να οικοδομήσουν από κοινού.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είναι το μόνο διεθνές δικαστήριο που εκδικάζει παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο πλαίσιο του ρωσικού πολέμου επιθετικής επιθετικότητας κατά της Ουκρανίας. Αυτό δεν πρέπει ποτέ να υπονομευθεί.

Καθώς αντιμετωπίζουμε τις σύνθετες προκλήσεις της σημερινής εποχής, το καθήκον μας δεν είναι να αποδυναμώσουμε τη Σύμβαση, αλλά να την διατηρήσουμε ισχυρή και σχετική, ώστε να διασφαλίσουμε την ισορροπία μεταξύ ελευθερίας και ασφάλειας, δικαιοσύνης και ευθύνης. Αυτή είναι η κληρονομιά που παραλάβαμε. Και αυτό είναι το καθήκον που μοιραζόμαστε.

Τα τεκμήρια του κτηματολογικού δικαίου στην πολιτική δίκη, 2025
Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας, 7η έκδ., 2024
send