Οι εναλλακτικές ποινές και οι Υπηρεσίες Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής
Ενημερωτικό δελτίο από την Ένωση Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής
Με αφορμή τη συμπλήρωση ενός έτους λειτουργίας της ψηφιακής πλατφόρμας του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την ποινή της κοινωφελούς εργασίας, η Ένωση Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής (ΕΕΚΑ) επιμελήθηκε το κάτωθι ενημερωτικό δελτίο, σχετικά με τις Υπηρεσίες Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής και τις εναλλακτικές ποινές (κοινωφελής εργασία και λοιπές) στην Ελλάδα, από την ίδρυσή τους το 2007 μέχρι και σήμερα.
Στο ενημερωτικό αυτό δελτίο, πέρα από την ιστορική αναδρομή των Υπηρεσιών Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής και του θεσμού των εναλλακτικών ποινών, καθώς και την παρουσίαση του αντικειμένου τους, η Ένωση καταγράφει τις δυσκολίες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Επιμελητές/τριες, αναδεικνύοντας συγκεκριμένα ζητήματα προς όφελος των θεσμών και της ομαλότερης ενσωμάτωσης των καταδικασθέντων στον κοινωνικό ιστό, όσο και για τον εργασιακό βίο των επαγγελματιών:
«Με αφορμή τη συμπλήρωση ενός έτους λειτουργίας της ψηφιακής πλατφόρμας του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την κοινωφελή εργασία και με στόχο να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο πληρέστερης επικοινωνίας με τον πολίτη και τους συνεργαζόμενους φορείς, με διάθεση εξωστρέφειας και ανάδειξης του έργου, αλλά και των σοβαρών ζητημάτων που αντιμετωπίζουν οι Επιμελητές/τριες Κοινωνικής Αρωγής, το πρωτοβάθμιο συνδικαλιστικό όργανο του κλάδου, η Ένωση Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής, παραθέτει την εμπειρία των Υπηρεσιών μας, έπειτα από 19 χρόνια λειτουργίας τους στον τομέα της εφαρμογής της ποινής κοινωφελούς εργασίας ενηλίκων παραβατών και των λοιπών εναλλακτικών ποινών στην Ελλάδα. Οι Επιμελητές/τριες Κοινωνικής Αρωγής υπηρετούν τους θεσμούς των μη στερητικών της ελευθερίας ποινών από το 2007, όταν οι όροι «κοινωφελής εργασία» και «εναλλακτικές ποινές» ήταν ακόμα άγνωστες στη χώρα μας. Καθώς συχνά διαπιστώνουμε ότι, ακόμα και σήμερα, δεν είναι γνωστές, κρίνουμε σκόπιμο να τις αναδείξουμε με μια περιγραφή τους και με μια σύντομη ιστορική αναδρομή της λειτουργίας των Υπηρεσιών Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής.
Ιστορική Αναδρομή
Οι Υπηρεσίες Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής ιδρύθηκαν με το ν. 1941/1991, συστάθηκαν όμως ως δημόσιες υπηρεσίες με το π.δ. 195/2006 που προέβλεπε την ίδρυση συνολικά 26 Υπηρεσιών σε αντίστοιχα πρωτοδικεία. Άρχισαν όμως τη λειτουργία τους το 2007 σε μόλις 14 Πρωτοδικεία και σήμερα έχουν επεκταθεί στα 25. Πρόκειται για μια αμιγώς δημόσια υπηρεσία που υπάγεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Το 2014 οι ΥΕΚΑ συγχωνεύθηκαν με τις Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων δημιουργώντας μια ενιαία υπηρεσία, την Υπηρεσία Επιμελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής (ΥΕΑ&ΚΑ) (π. δ. 101/2014, και του ν. 4305/2014). Στελεχώνονται από 56 Επιμελητές/τριες Κοινωνικής Αρωγής (ΕΚΑ): κοινωνιολόγους, ψυχολόγους, νομικούς και κοινωνικούς λειτουργούς. Ελλείψει στελέχωσης όλων των υπηρεσιών από υπαλλήλους και των δυο κλάδων, 8 Επιμελητές/τριες ασκούν διπλά καθήκοντα, όπως συμβαίνει αντίστοιχα και με τους/τις Επιμελητές/τριες Ανηλίκων και οι 16 από τις 25 ΥΕΚΑ στελεχώνονται μόνο από έναν/μια ΕΚΑ. Είναι ιδιαίτερα χρήσιμο να διευκρινιστεί εξ αρχής ότι τα αντικείμενα των δυο επαγγελματικών κλάδων διαφέρουν εξ’ ολοκλήρου, διέπονται από διαφορετικά νομοθετικά πλαίσια (δίκαιο ανηλίκων και δίκαιο ενηλίκων παραβατών) και εξυπηρετούν εντελώς διαφορετικούς σκοπούς.
Σχετικά με την ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας, η αντικατάσταση του Ποινικού Κώδικα που ψηφίστηκε στη Βουλή την 6 η Ιουνίου 2019, έθεσε νέα δεδομένα. Η κοινωφελής εργασία έγινε κύρια ποινή και καταργήθηκε ο θεσμός της μετατροπής της ποινής σε χρηματική. Όμως, οι νέες ρυθμίσεις δεν εφαρμόστηκαν, καθώς με το άρθρο 98 του ν. 4623/2019 ανεστάλη η κοινωφελής εργασία και συνέχισαν να εφαρμόζονται, μεταβατικά, τα προβλεπόμενα στον παλαιό Ποινικό Κώδικα. Η υπ΄ αρ. 56169/12-12-2022 ΚΥΑ ρυθμίζει εκ νέου το πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα για την παροχή κοινωφελούς εργασίας από ενήλικες, είτε ως κύρια, είτε ως εναλλακτική ποινή.
Ο τροποποιητικός νόμος 5090/2024, του Ποινικού Κώδικα του 2019, που πλέον εφαρμόζεται, καταργεί το άρθρο 98 του ν.4623/2019 και περιλαμβάνει πληθώρα αλλαγών. Σύμφωνα με τις διατάξεις του τροποποιητικού νόμου, οι ποινές από ένα έως δύο έτη μετατρέπονται σε χρηματικές ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, ενώ, εάν η ποινή που θα επιβληθεί, ανέρχεται από δύο έως τρία έτη, οι καταδικασθέντες/σθείσες οδηγούνται στη φυλακή, εκτίοντας μέρος της ποινής. Για αδικήματα, στα οποία οι ποινές που επιβάλλονται ανέρχονται έως ένα έτος, δίνεται αναστολή.
Αντικείμενο
Οι Υπηρεσίες Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής έχουν ως αντικείμενό τους: να μεριμνούν για τη συνδρομή και επίβλεψη ενηλίκων ατόμων, τα οποία έχουν καταδικασθεί με αναστολή εκτέλεσης της ποινής τους υπό επιτήρηση ή των οποίων η ποινή έχει μετατραπεί σε υποχρέωση παροχής κοινωφελούς εργασίας ή έχουν απολυθεί υπό όρους, να διενεργούν κοινωνική έρευνα σε προσωρινά κρατουμένους ή σε άτομα στα οποία έχουν επιβληθεί περιοριστικοί όροι μετά από απόφαση δικαστηρίου ή παραγγελία του εισαγγελέα εκτέλεσης ποινών.
Οι αξίες στις οποίες στηρίζεται η εργασιακή προσέγγιση των ΕΚΑ είναι ανθρωποκεντρικές και βασίζονται στην ισότητα και την ισονομία, στις ίσες ευκαιρίες που δίνονται στους δράστες/ιδες να εκτίουν την ποινή τους ενταγμένοι στο κοινωνικό σύνολο, καθώς και στην απάλειψη των διακρίσεων. Στόχος είναι η εξατομίκευση και η παροχή ολιστικής συνδρομής στο άτομο-δράστη/ιδα, με σκοπό την ομαλή επανένταξη και τη μείωση της υποτροπής. Η έκτιση των βραχυχρόνιων ποινών στην κοινότητα, αποφεύγοντας τον εγκλεισμό και τη στέρηση της ελευθερίας, έχει ποικίλα οφέλη όπως θα δούμε και στη συνέχεια.
α) Αναστολή υπό επιτήρηση-υφ’ όρων απόλυση
Η συνδρομή και επίβλεψη ατόμων τα οποία έχουν καταδικαστεί με αναστολή εκτέλεσης της ποινής τους υπό επιτήρηση ή έχουν απολυθεί υπό όρους, πραγματοποιείται με ατομικές συνεδρίες στον χώρο των ΥΕΚΑ, αλλά και με όποιον άλλο τρόπο επιλέξει ο/η Επιμελητής/τρια σύμφωνα με το εξατομικευμένο πλάνο παρέμβασης (κατ’ οίκον επισκέψεις, παραπομπή και συνεργασία με φορείς ψυχοκοινωνικής στήριξης, συμβουλευτικούς σταθμούς και κέντρα απεξάρτησης και άλλα) για την καλύτερη έκβαση των περιπτώσεων και την κάλυψη των αναγκών τους. Η συμβουλευτική υποστήριξη στον χώρο των ΥΕΚΑ, προϋποθέτει ειδική αίθουσα ατομικών συνεντεύξεων, χώρος που δεν έχει διατεθεί σε όλες τις υπηρεσίες.
β) Κοινωνική έρευνα
Η διενέργεια κοινωνικής έρευνας από τον/την ΕΚΑ, ως προς τον τρόπο ζωής ή άλλα προσωπικά στοιχεία προσωρινά κρατουμένων ή ατόμων στα οποία έχουν επιβληθεί περιοριστικοί όροι σύμφωνα με το άρθρο 282 ΚΠΔ, αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο στα χέρια των δικαστικών αρχών και συνεκτιμάται από το δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής ή την κρίση για την μετατροπή της σε εναλλακτική ή την αναστολή της υπό όρους (άρθρο 15, ν.1941/91).
γ) Κοινωφελής εργασία
Η κοινωφελής εργασία, η οποία αποτελεί το βασικότερο, σε πλήθος υποθέσεων, αντικείμενο των υπηρεσιών, παρέχεται από τον καταδικασθέντα χωρίς αμοιβή, εξυπηρετεί κοινωνικούς, πολιτιστικούς και επιστημονικούς σκοπούς και πραγματοποιείται προς όφελος της κοινότητας που υπέστη την εγκληματική προσβολή (άρθρο 1, υπ΄ αρ. 56169/12-12-2022 ΚΥΑ).
Η κοινωφελής εργασία υλοποιούταν από το 2007 έως τον Μάιο 2024 σε συνεργασία με Δήμους, Νοσοκομεία, ΜΚΟ, Υπουργεία και άλλους φορείς δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου. Από τον Μάιο 2024 δημιουργήθηκε μια Ψηφιακή Πλατφόρμα Θέσεων Κοινωφελούς Εργασίας, στην οποία εντάσσονται σταδιακά Δημόσιοι Φορείς με συγκεκριμένες κωδικοποιημένες θέσεις εργασίας, όμως, σε πολλούς νομούς της χώρας, οι θέσεις εργασίας δεν είναι ακόμα επαρκείς και υπάρχουν προβλήματα στην τοποθέτηση των καταδικασθέντων.
Οι ΕΚΑ, μετά τη λήψη του κοινωνικού ιστορικού του καταδικασθέντα/σθείσας, υποβάλλουν στον αρμόδιο Εισαγγελέα αιτιολογημένη πρόταση σχετικά με τους όρους της παροχής της κοινωφελούς εργασίας. Στη συνέχεια, ελέγχουν και επιτηρούν την ορθή υλοποίησή της στους χώρους παροχής της και σε συνεργασία με τον Υπεύθυνο Κοινωφελούς Εργασίας που ορίζει ο εκάστοτε Φορέας. Επιλύει πιθανά προβλήματα, είτε προσωπικά, που αφορούν τη κοινωνική επανένταξη του ωφελούμενου, είτε θέματα που προκύπτουν από την κοινωφελή εργασία, όπως εφαρμόζεται.
Η πολυετής εμπειρία
Αξίζει να σημειωθεί ότι πανελλαδικά, από το 2007 έως σήμερα, έχουν υλοποιηθεί και ολοκληρωθεί με επιτυχία πάνω από 15.000 ποινές κοινωφελούς εργασίας και αν συγκρίνουμε αυτόν τον αριθμό με την χωρητικότητα μιας μέσης φυλακής, περίπου 800 ατόμων, μπορούμε να υποθέσουμε ότι έχουν αποσυμφορηθεί πάνω από 18 μεσαίες φυλακές, γεγονός που αποτελούσε ζητούμενο κατά την αρχική οργάνωση του θεσμού, τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όσο και στην χώρα μας. Επίσης, πάνω από 2.500 άτομα έχουν υποστηριχθεί στις Υπηρεσίες στο πλαίσιο της αναστολής της ποινής τους με επιμέλεια και επιτήρηση.
Η κοινωφελής εργασία ως εναλλακτική σωφρονιστική ποινή αποτελεί τη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ της κοινωνίας και του/της καταδικασθέντα/σθείσας και μια πιο αποτελεσματική εναλλακτική προσέγγιση συγκριτικά με το παραδοσιακό σωφρονιστικό σύστημα για την επανένταξη των παραβατών στην κοινωνία.
Η πολυετής πλέον εμπειρία των Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής στην Ελλάδα έχει αποφέρει πολλά χρήσιμα συμπεράσματα. Οι ωφελούμενοι/ες από την κοινωφελή εργασία έχουν θετικότερη στάση προς την κοινωνία και την αποφυγή της εγκληματικότητας, συνεχίζουν να αποτελούν μέρος του κοινωνικού συνόλου και δεν εθίζονται στην απομόνωση και την περιθωριοποίηση, σε σύγκριση με όσους/ες εκτίουν ποινές φυλάκισης. Έχουν την δυνατότητα να συνεχίσουν την καθημερινή ζωή τους, την εργασία τους, να παραμείνουν στην οικία τους και την οικογένεια τους, προσφέροντας -αμισθί- εργασία σε Φορείς του Δημοσίου.
Η υποχρέωση σε κοινωφελή εργασία βελτιώνει τις κοινωνικές σχέσεις των παραβατών, καθώς ενισχύει την αίσθηση του κοινωνικού καθήκοντος και την αλληλεπίδραση με τα μέλη της κοινότητας. Η θετική αυτή επίδραση μπορεί να οδηγήσει στη βελτίωση της κοινωνικής θέσης τους και στη μείωση του στιγματισμού που συχνά συνοδεύει την παραβατική ταυτότητα.
Αποτελεί τη βάση για την μη υποτροπή, μειώνει τη ροπή για εκδίκηση και δεν ευνοεί τον συγχρωτισμό των παραβατών. Επιπλέον, αποτρέπει τον συγχρωτισμό παραβατών με ελαφριές ποινές με παραβάτες με μεγάλες ποινές και πολυετείς ποινές φυλάκισης, ενισχύοντας την αυταξία.
Η σχέση εμπιστοσύνης, η εχεμύθεια, η εξειδικευμένη και εξατομικευμένη προσέγγιση, η γνώση του αντικειμένου, η σωστή διασύνδεση και συνεργασία με τοπικούς φορείς, είναι εργαλεία που χρησιμοποιεί ο/η Επιμελητής/τρια σε όλα τα επίπεδα κι αντικείμενα της εργασίας του, αποδίδοντας μέχρι και σήμερα τα μέγιστα αποτελέσματα για τον ωφελούμενο και την κοινότητα.
Η εξατομίκευση των ποινών, ανάλογα με το είδος του αδικήματος και τα προσωπικά χαρακτηριστικά του/της δράστη/ιδας, αποτελεί βασικό συστατικό της ορθής εφαρμογής τους.
Δυσκολίες και προβλήματα
Οι δυσκολίες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Επιμελητές/τριες είναι πολλά και δυσεπίλυτα, πρακτικά και θεσμικά και χρήζουν παρεμβάσεων πολιτικής βούλησης και οργάνωσης στρατηγικής με σκοπό τις αποτελεσματικότερες εναλλακτικές ποινές και τη μεγαλύτερη αποσυμφόρηση και βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στα ήδη υφιστάμενα καταστήματα κράτησης, δεδομένης μάλιστα της διεθνούς εμπειρίας που αποδεικνύει περίτρανα ότι η φυλάκιση δεν αποτελεί σωφρονιστικό μέτρο, ειδικά για αδικήματα που επισύρουν μικρές ποινές.
Ενδεικτικά αναφέρουμε κάποια ζητήματα που χρήζουν ανάδειξης, τόσο προς όφελος των θεσμών που υπηρετούμε και της ομαλότερης ενσωμάτωσης των καταδικασθέντων στον κοινωνικό ιστό, όσο και για τον εργασιακό βίο των επαγγελματιών:
- η συγχώνευση των Υπηρεσιών Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής με τις Υπηρεσίες Ανηλίκων και η άσκηση διπλών καθηκόντων σε υπηρεσίες με έναν/μια υπάλληλο, προκαλεί αμηχανία στους επαγγελματίες καθώς πρέπει να «χτίσουν» δυο διαφορετικές υπηρεσίες, δυο διαφορετικά επαγγελματικά προφίλ και δυο διαφορετικές επαγγελματικές προσεγγίσεις, καθώς τα αντικείμενα, όπως ήδη αναφέρθηκε, είναι εξ ολοκλήρου διαφορετικά. Το γεγονός αυτό, αφενός μεν επιφέρει τεράστιο όγκο εργασίας, αφετέρου δεν συνάδει με την αδήριτη ανάγκη να αποφεύγεται με κάθε τρόπο ο συγχρωτισμός ανήλικων και ενήλικων παραβατών και όχι να ενισχύεται, για να επιτύχουμε στο μέλλον μικρότερα ποσοστά παραβατικότητας σε όλες τις ηλικίες. Η υποστελέχωση των Υπηρεσιών Επιμελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής θα έπρεπε να αποτελεί ζήτημα ύψιστης σημασίας και προτεραιότητας και να αντιμετωπίζεται ως κοινωνική επένδυση, με μακροπρόθεσμο όραμα.
-η ποικιλόμορφη υποτίμηση του ρόλου των ΕΚΑ και των θεσμών που υπηρετούν με βασικότερη την μη ορατότητα και ανάδειξη του σημαντικού έργου τους στο χώρο της δικαιοσύνης
-παράλληλα με την έλλειψη θεσμοθέτησης αποζημίωσης για τις αναγκαίες μηνιαίες μετακινήσεις των ΕΚΑ, υποβιβάζει το έργο τους και τους οδηγεί σε οικονομική εξουθένωση, καθώς αναγκάζονται να καλύπτουν μόνοι τους τα έξοδα μετακίνησή τους για την άσκηση των καθηκόντων τους
-θέματα επιβάρυνσης των επαγγελματιών με όλες τις διοικητικές εργασίες των υπηρεσιών τους ελλείψει θέσεων διοικητικών υπαλλήλων, θέματα στέγασης, έλλειψης μηχανοργάνωσης, γραφειοκρατίας και πολλά άλλα
-θέματα που απαιτούν πρακτικές λύσεις κατά την εφαρμογή της κοινωφελούς εργασίας, όπως για παράδειγμα η εξεύρεση τρόπου έκτισης της ποινής παράλληλα με την εργασία των καταδικασθέντων, η μετέπειτα μέριμνα για την κοινωνικοοικονομική επανένταξή τους και θέματα ηθικής προέλευσης, όπως η καθημερινή προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η καταπολέμηση βαθιά ριζωμένων στερεοτύπων και προκαταλήψεων.
Οι Επιμελητές/τριες Κοινωνικής Αρωγής από το 2007, με μεγάλη προσήλωση και επιστημονική υπευθυνότητα ασκούν τα καθήκοντά τους σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια, με οικονομική αυταπάρνηση και κόπο, έχοντας άλυτα, εδώ και 19 χρόνια, δομικά και ουσιαστικά προβλήματα, παρά το γεγονός ότι αποτελούν τις μοναδικές υπηρεσίες που ασχολούνται με τα εν λόγω σοβαρότατα αντικείμενα και παρόλο που πρόκειται για εξειδικευμένα στελέχη με πολυετή εκπαίδευση και επιμόρφωση και που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της αποκαταστατικής δικαιοσύνης, αρωγοί στο έργο των εισαγγελικών και δικαστικών αρχών και στον Άνθρωπο. Η αναβάθμιση του ρόλου τους και η ανάδειξη του έργου που επιτελούν, η ενδυνάμωση των πρωτοβουλιών, αλλά και η αξιοποίηση της εμπειρίας τους, μπορούν να αποδειχθούν σοβαρά εργαλεία αναβάθμισης του τομέα της Δικαιοσύνης στη χώρα μας, σε μια προσπάθεια να συμβαδίσουμε με τις ευρωπαϊκές χώρες, στις οποίες οι αντίστοιχες υπηρεσίες κατέχουν εξέχουσα θέση.
Οι μη στερητικές της ελευθερίας ποινές αποτελούν σημαντικό κομμάτι του συστήματος απονομής δικαιοσύνης και μέσο σωφρονισμού για δράστες/ιδες πράξεων μικρής κοινωνικοηθικής απαξίας, τους/τις οποίους/ες η Πολιτεία οφείλει να αντιμετωπίσει ισότιμα. Η αντεγκληματική πολιτική κάθε χώρας και οι στρατηγικές καταπολέμησης της εγκληματικότητας είναι αναγκαίο να συμπεριλαμβάνουν στο δύσκολο, πολυπαραγοντικό και ποικιλόμορφο έργο τους τις έννοιες της πρόληψης, της εξατομίκευσης, του εξορθολογισμού πράξης και ποινής και της επανένταξης, παρέχοντας στον πολίτη και στους επαγγελματίες όλα τα απαραίτητα μέσα για την επίτευξή τους.»