logo-print

Επανεξετάζοντας την αμεσότητα του δημοψηφίσματος στη θεωρία

Χ. Μ. Ακριβοπούλου & Ν. Γαρυπίδης

Για καλύτερη κατανόηση, διαβάστε την εισαγωγή της μελέτης «Επανεξετάζοντας την αμεσότητα του δημοψηφίσματος στη θεωρία και την πράξη» και το πρώτο μέρος «Τα δημοψηφίσματα από τη σκοπιά του διεθνούς και του εθνικού δικαίου»

1. Δημοψηφίσματα: Ιστορική διαδρομή και συγκριτικό πλαίσιο

Δημοκρατία σημαίνει κυβέρνηση από τον λαό. Μολαταύτα στα φιλελεύθερα συστήματα ο θεσμικός ρόλος των πολιτών περιορίζεται κυρίως στις εκλογικές διαδικασίες. Δεν προξενεί συνεπώς εντύπωση το γεγονός ότι η σύγχρονη δημοκρατική και συνταγματική θεωρία έχει εστιάσει στη λειτουργία των αντιπροσωπευτικών θεσμών λήψης αποφάσεων, όπως τα κοινοβούλια και τα κόμματα, «υποτιμώντας» τις δημοψηφιστικές διαδικασίεςΒλ. P.-G. KIELMANSEGG, «Über direkte Demokratie – sechs Anmerkungen zu einer unbefriedigenden Debatte», Jahrbuch Extremismus und Demokratie, 2006, σ. 57-80, για το χαρακτηρισμό της σύγχρονης συζήτησης στο θέμα ως «μη ικανοποιητικής», (σ. 58).. Η ιστορία, ωστόσο, των δημοψηφισμάτων στα σύγχρονα κράτη είναι αρκετά μακρόχρονη.

Ξεκινώντας από την Ελβετία, διαδόθηκαν στη Γαλλία, την Ιταλία και σε αρκετές Πολιτείες των Η.Π.Α. Μολονότι αυταρχικές πολιτικές δυνάμεις από το βοναπαρτισμό μέχρι το ναζιστικό κόμμα έκαναν κατάχρηση του θεσμού προκειμένου να αποσπάσουν «λαϊκές εξουσιοδοτήσεις» στην κατεύθυνση της αλλοίωσης του δημοκρατικού χαρακτήρα των πολιτευμάτωνR. SCHIFFERS, «Schlechte Weimarer Erfahrungen?», σε H.-H. VON ARNIM (επιμ.), Direkte Demokratie, Dunker & Humblot, Berlin 2000, σ. 51-65, (55). , τουλάχιστον δεκατρείς δυτικές δημοκρατίες ενέταξαν μεταπολεμικά στα Συντάγματά τους ρυθμίσεις σχετικά με εθνικά δημοψηφίσματαΣτις οποίες περιλαμβάνεται ασφαλώς και η Ελλάδα, βλ. V. BOGNATOR, «Western Europe», σε D. BUTLER/ A. RANNEY (επιμ.), Referendums Around the World: The growing use of Direct Democracy, The AEI Press, Washington D.C. 1994, σ. 24-97, (26-27). . Παρόμοιες προβλέψεις «έχουν συμπεριληφθεί με διάφορες παραλλαγές σε όλα τα Συντάγματα των νέων δημοκρατιών στις χώρες της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης»Βλ. M. QVORTRUP, A Comparative Study of Referendums: Government by the People, Manchester University Press, Manchester/ New York 2002, σ. 1. Μια συνολική επισκόπηση ολόκληρης της ευρωπαϊκής πρακτικής επιχειρεί ο B. KAUFMANN/ M. DANE WATERS, «Country-by-country overview», σε των ίδιων (επιμ.), Direct Democracy in Europe: A comprehensive reference guide to the Initiative and Referendum Process in Europe, Carolina Academic Press, Durham 2004, σ. 33-122. . Η συχνότητα με την οποία τα δημοκρατικά συστήματα καταφεύγουν σε διαδικασίες άμεσης απόφασης έχει αυξηθεί θεαματικά. Εάν εξαιρεθεί η Ελβετία, τη δεκαετία του ’50 διεξήχθησαν επτά εθνικά δημοψηφίσματα παγκοσμίως, ενώ κατά τη δεκαετία του ’90 έχουν καταμετρηθεί πενήντα δύοΒλ. L. MOREL, «The rise of government-initiated referendums in consolidated democracies», σε M. MENDELSOHN/ A. PARKIN (επιμ.), Referendum Democracy: Citizens, Elites and Deliberations in Referendum Campaigns, Palgrave, New York 2001, σ. 47-64, (50)..

Η Ελβετία αναγνωρίζεται, και όχι άδικα, ως κοιτίδα και παραδειγματική περίπτωση συστηματικής χρήσης των διαδικασιών άμεσης ψηφοφορίαςΕπίσης και το γειτονικό κρατίδιο του Liechtenstein ακολουθεί αδιάκοπα παρόμοια πρακτική, K. KOBACH, «Switzerland», σε Referendums Around the World, ό.π., σ. 98-153, (98). Τα πρώτα ελβετικά δημοψηφίσματα άρχισαν να διενεργούνται τοπικά από το 1449 και αφορούσαν σε αποφάσεις για την επιβολή έκτακτων φόρων, καθώς και την σύναψη συμμαχιώνΒλ. J. ROURKE/ R. HISKES/ C.-E. ZIRAKZEDEH, Direct Democracy and International Politics: Deciding International Issues through Referendums, Lynne Rienner, Boulder 1992, σ. 32. . Μετά το 1700 τυραννικά καθεστώτα παραμέρισαν τις δημοψηφισματικές διαδικασίες για αρκετά χρόνια αλλά το έργο του J.J. Rousseau ανανέωσε το ενδιαφέρον γι’ αυτές. Υπό την επιρροή των ρουσσωικών αναλύσεων, αλλά και της Γαλλικής Επανάστασης, οι Ελβετοί κατέστησαν τη διαδικασία της άμεσης ψηφοφορίας εθνικό θεσμό στο Σύνταγμα του 1848 Βλ. B. KAUFMANN/ M. DANE WATERS, «Introduction», σε Direct Democracy in Europe, ό.π., σ. xix. . Έκτοτε, έχουν διεξάγει τουλάχιστον πεντακόσια εθνικά δημοψηφίσματα, περισσότερα δηλαδή από όσο όλες οι υπόλοιπες χώρες αθροιστικά Βλ. KOBACH, «Switzerland», ό.π., σ. 98. .

Μια σειρά γαλλικών Δήμων εισήγαν το μηχανισμό του δημοψηφίσματος ήδη από το 1555 Βλ. ROURKE/ HISKES/ ZIRAKZEDEH, Direct Democracy and International Politics, ό.π., σ. 32. . Κατά τη Γαλλική Επανάσταση, ρυθμίσεις για συνταγματικά και νομοθετικά δημοψηφίσματα λαϊκής πρωτοβουλίας σε εθνικό επίπεδο προβλέφθηκαν στο Σύνταγμα του 1793Βλ. KAUFMANN/ WATERS, «Introduction», ό.π., στο ίδιο. . Ο Ναπολέοντας εκμεταλλεύτηκε τις νεοεισαχθείσες διαδικασίες προκειμένου να επιβληθεί στο κοινοβουλευτικό σώμα και να ενισχύσει τη δικτατορική του εξουσία Βλ. BOGDANOR, «Western Europe», σε Referendums Around the World, ό.π., σ. 24-97, (47-48).. Μόλις το 1962, όταν ο Charles de Gaulle έθεσε άμεσα στο λαό το ζήτημα της διαδικασίας ανάδειξης του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο θεσμός επανεμφανίστηκε στη Γαλλία. Η δυνατότητα του Προέδρου να συγκαλεί δημοψήφισμα προβλέφθηκε ρητά στο Σύνταγμα της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας και έκτοτε εισήλθε δυναμικά στην πολιτική πρακτικήΌ.π., σ. 48-49. .

Στις Η.Π.Α., αντίθετα, η συνταγματική τάξη που καθιδρύθηκε από την Αμερικανική Επανάσταση εξέφραζε στις βασικές της διαρθρώσεις έναν σκεπτικισμό έναντι της άμεσης λαϊκής συμμετοχής και μια ιδιαίτερη μέριμνα για την πιθανότητα τυραννικής εκτροπής της δημοκρατικής εξουσίας. Για το λόγο αυτό, στην πρώιμη φάση ανάπτυξης της αμερικάνικης πολιτείας δεν εμφανίζονται δημοψηφισματικά στοιχεία Βλ. K.K. DUVIVIER, «The United States as a Democratic Ideal? International Lessons in Referendum Democracy», Temple Law Review, 2006, σ. 821-877, (825). Μόνον κατά τη φάση της μαζικοποίησης της δημοκρατικής συμμετοχής, τα πολιτικά κινήματα προώθησαν μορφές άμεσης συμμετοχής σε τοπικό και πολιτειακό επίπεδοΜια σε βάθος ιστορική ανάλυση του ζητήματος βλ. από τον T. Goebel, A Government by the People: Direct Democracy in America, 1890-1940, University of North Carolina Press, Chapel Hill/ London 2002. , ενώ ακόμη και σήμερα στις Η.Π.Α. οι δημοψηφισματικές διαδικασίες δεν έχουν εισαχθεί στους Ομοσπονδιακούς θεσμούςΒλ. D. MAGLEBY, «Direct Legislation in the American States», σε Referendums Αround the World, ό.π.,σ. 218-257, (218). .

Ως πρόταση, η χρήση των διαδικασιών άμεσης ψηφοφορίας υπερεθνικά εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τις αρχές της δεκαετίας του ’60. Η ιδέα αναβίωσε, όταν το μεγαλύτερο μέρος των μελών της ‘Συνέλευσης για το Μέλλον της Ευρώπης’ υπέγραψε δήλωση, με την οποία έθετε ζήτημα πανευρωπαϊκού δημοψηφίσματος για την έγκριση της προτεινόμενου Συντάγματος Βλ. B. KAUFMANN, «Prospects for Τransnational Direct Democracy: Exploring the new European Approach to Citizens’ Power beyond the Nation-State», σε Z.-T. PÁLLINGER κλπ. (επιμ.), Direct Democracy in Europe: Developments and Prospects, Verlag für Sozialwissenschaften, Wiesbaden 2007, σ. 143-162. Για μια ανάλυση που ανάγει τις μορφές άμεσης απόφασης σε κεντρικό άξονα εκδημοκρατισμού της Ε.Ε., βλ. L. FELD/ G. KIRCHGÖSSNER, «The role of Direct Democracy in the European Union, CESIFO Working Paper, No. 1083, November 2003 (http://papers.ssrn.com/ sol3/papers.cfm?abstract_id=466584) .

2. Δημοψηφίσματα. Μια ταξινόμηση με βάση τη στόχευση και τη δεσμευτικότητά τους

Τα δημοψηφίσματα είναι δυνατόν να κατηγοριοποιηθούν με βάση ποικίλα κριτήρια Βλ. P.-V. ULERI, «Introduction», σε M. GALLAGHER/ P. ULERI (επιμ.), The Referendum Experience in Europe, Macmillan Press, Basingstoke 1996, σ. 1-19, (12) και Η. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ο θεσμός της λαϊκής νομοθετικής και συνταγματικής πρωτοβουλίας: Συμβολή στο συγκριτικό συνταγματικό δίκαιο, Σάκκουλας, Αθήνα/Κομοτηνή 1997, σ. 59-66.. Ως προς την νομική τους ρύθμιση είναι δυνατό να διαχωριστούν τα προβλεπόμενα (preregulated) δημοψηφίσματα που η διεξαγωγή τους επιβάλλεται από συνταγματικούς ή άλλου τύπου κανόνες δικαίου, από τα ad hoc δημοψηφίσματα, η διενέργεια των οποίων συνιστά πολιτική απόφασηΒλ. M. SUKSI, Bringing in the People, Martinus Nijhof, Dordrecht 1993, σ. 12-13. . Από την άποψη της ισχύος του αποτελέσματος μπορεί να γίνει λόγος για συμβουλευτικά (advisory) δημοψηφίσματα, όταν η απόφαση τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον επικυρωθεί από συγκεκριμένο κρατικό όργανο και σε δεσμευτικά (binding) με άμεση ισχύ. Ως προς την αρμοδιότητα κινητοποίησης της διαδικασίας πρέπει να διαχωριστούν τα υποχρεωτικά (mandatory) από τα προαιρετικά (facultative) δημοψηφίσματα, ανάλογα με το εάν το Σύνταγμα τα επιβάλλει σε έναν συγκεκριμένο τύπο απόφασης ή η διεξαγωγή τους προϋποθέτει  σχετικό αίτημαΒλ. J. EULE, «Judicial Review of Direct Democracy», 1990, Yale Law Journal, σ. 1503-1586, (1512). Η διατύπωση του αιτήματος μπορεί να ανήκει στην αρμοδιότητα ενός κρατικού οργάνου5 Βλ. MOREL, «The rise of government-initiated referendums in consolidated democracies», ό.π. 50. (government-initiated) ή να υφίσταται ρύθμιση που επιτρέπει τη λαϊκή πρωτοβουλία (popular initiatives) Βλ. M. MENDELSOHN/ A. PARKIN, «Introduction: Referendum Democracy», σε Referendum Democracy, ό.π., σ. 1-12, (6). .

Ο Uleri προβαίνει σε μια περαιτέρω διάκριση ανάλογα με το όργανο που διαθέτει την αρμοδιότητα θεματικού προσδιορισμού του δημοψηφίσματος και του οργάνου που διαθέτει την αρμοδιότητα κινητοποίησης της δημοψηφισματικής διαδικασίας Βλ. ULERI, «Introduction», ό.π., σ. 16.. Έτσι, στα δημοψηφίσματα που προωθούν τη λήψη αποφάσεων (decision-promoting), ο προσδιορισμός της ημερήσιας διάταξης και η ενεργοποίηση της ψηφοφορίας γίνεται από τον ίδιο όργανο (Βουλή ή Κυβέρνηση), ενώ στα ελεγκτικά των αποφάσεων (decision-controlling) οι παράγοντες διαφέρουν (Πρόεδρος-Βουλή, Κυβέρνηση-Βουλή). Τα ελεγκτικά δημοψηφίσματα μπορούν να διακριθούν σε ακυρωτικά (abrogative) νόμων που έχουν ήδη τεθεί σε εφαρμογή και σε αρνησικυρίας (rejective), δηλαδή κοινοβουλευτικά ψηφισμένων αλλά μη εφαρμοζόμενων εν τέλει νόμων.

Ανάλογα με τη θεματολογία είναι δυνατό τα δημοψηφίσματα να διακριθούν σε αυτά που αφορούν:

α) Συνταγματικά ζητήματα. Τα συνταγματικά δημοψηφίσματα διεξάγονται για την ίδρυση ενός κράτους, για την σύνταξη μιας πολιτείας, τη συνολική αλλαγή ή τη μερική μεταβολή του Συντάγματός της, την παραχώρηση τοπικής αυτονομίας σε κάποια τοπική οντότητα ή την παραχώρηση κυριαρχίας σε υπερεθνικούς οργανισμούςΒλ. S. TIERNEY, «Constitutional Referendums: A Theoretical Enquiry», Modern Law Review, 2009, σ. 360-383. .

β) Συνοριακές διαφορέςΒλ. D. BUTLER/ A. RANNEY, «Practice», σε Referendums Around the World, ό.π., σ. 1-10, (2-3). . Η ιστορία των εδαφικών δημοψηφισμάτων ξεκινά μετά την διακήρυξη της αρχής της αυτοδιάθεσης από τον Woodrow Wilson το 1919, οπότε οι διακρατικές διαφορές σχετικά με τα όρια επικρατειών άρχισαν να επιλύονται μέσω της προσφυγής στη γενική ψηφοφορία των κατοίκων. Το ίδιο συνέβη στη φάση της κατάργησης της αποικιοκρατίας μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ πιο πρόσφατα παρόμοια διαδικασία εφαρμόστηκε κατά τη διάσπαση της Σοβιετικής Ένωσης και της Γιουγκοσλαβίας.

γ) Ηθικά θέματα. Πολλά πολιτικά συστήματα καταφεύγουν σε δημοψηφισματικές διαδικασίες, ιδιαίτερα για την επίλυση προβλημάτων που εμπλέκουν τις «πυρηνικές αξίες», την ταυτότητα των κοινωνιών, περιπτώσεις όπου οι σχετικές κοινωνικοπολιτικές διαμάχες διαπερνούν τις γραμμές των πολιτικών κομμάτων, έχοντας τη δυναμική να προκαλέσουν σοβαρές διαιρετικές τομές στο εσωτερικό των πολιτικών κοινωνιών. Τα θέματα αυτά άπτονται συνήθως των σχέσεων μεταξύ εθνοτήτων, φύλων, αφορούν θρησκευτικές ή ηθικές πεποιθήσεις, στάσεις ζωής κλπ.Βλ. D. L. SCHECTER, «Legislating morality outside of the legislature: Direct Democracy, Voter Participation and Morality Politics», The Social Sciences Journal, 2009, 89-110. .

δ) Διάφορα θέματαΒλ. QVORTRUP, A Comparative Study of Referendums, ό.π., σ. 88-90.. Η χρήση της πυρηνικής ενέργειας έγινε αντικείμενο άμεσης ψηφοφορίας σε αρκετές περιπτώσεις, ενώ τα ζητήματα δημοσιονομικής φύσης αποφασίζονται πιο σπάνια με δημοψηφίσματα. Κάποια μη πολιτικά θέματα, όπως η φορά της κίνησης των οχημάτων στο οδικό σύστημα πρώην αποικιών έχουν τεθεί σε τέτοιες διαδικασίες, ενώ τα γαλλικά δημοψηφίσματα για την ανεξαρτησία της Αλγερίας μπορούν να χαρακτηριστούν ως sui generis κατηγορία από την πλευρά της θεματολογίας.

ε) Εξουσιοδότηση προσώπων. Πρόκειται για διαδικασίες που ακολουθήθηκαν σε αυταρχικά συστήματα με στόχο την νομιμοποίηση της παραχώρησης εξουσιών σε ηγεμονικές προσωπικότητες. Τα βοναπαρτικά δημοψηφίσματα υπήρξαν αναμφίβολα οι πιο γνωστές ιστορικά περιπτώσεις αυτού του τύπου.

Τέλος από την πλευρά του υποκειμένου της απόφασης, τα δημοψηφίσματα μπορούν να διακριθούν σε τοπικά, σε πολιτειακά, που εμφανίζονται στα ομοσπονδιακά συστήματα, και σε εθνικά.

3. Συνιστούν τα δημοψηφίσματα μια μορφή άμεσης δημοκρατίας;

Χωρίς αμφιβολία η κατανόηση των δημοψηφισματικών θεσμών ως σύγχρονης «μαζικοποιημένης» εκδοχής της άμεσης δημοκρατίας αποτελεί μια σχεδόν αυτονόητη παραδοχή στις σύγχρονες συζητήσεις«Διατυπώνεται συχνά το επιχείρημα ότι το σύγχρονο κράτος-έθνος είναι εξαιρετικά εκτεταμένο για να γίνει στα σοβαρά λόγος περί άμεσης δημοκρατίας. Αυτό ισχύει πράγματι για μορφές άμεσης δημοκρατίας που προϋποθέτουν εγγύτητα… Αλλά όμως τα δημοψηφίσματα δεν απαιτούν κάτι τέτοιο. Δεν προϋποθέτουν πλέον ούτε καν οι πολίτες να βγουν από τις κατοικίες τους», M. SAWARD, The terms of Democracy, Polity Press, London 2003, σ. 85. . Ωστόσο, η σύνδεση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί αυτονόητη. Αντίθετα, χρίζει συστηματικής επεξεργασίας. Είναι δυνατό να θεωρηθεί, καταρχάς τουλάχιστον, ορθή από την πλευρά της οικογένειας των θεωριών «λαϊκής βούλησης», των συλλήψεων δηλαδή της δημοκρατικής αρχής ως διαδικασίας ανάδειξης της αυθεντικής θέλησης του πολιτικού σώματος Τις βασικές θέσεις αυτής της θεώρησης του δημοκρατικού ζητήματος εκθέτει κριτικά ο G. GAUS, Contemporary Theories of Liberalism: Public Reason as a Post-Enlightenment Project, Sage, London 2003, κεφ.6. . Εάν κάποιος πιστεύει ότι αυτό που «η δημοκρατία επιτάσσει είναι η μικρότερη δυνατή ασυμμετρία μεταξύ των επιθυμιών των πολιτών (ή της πλειοψηφίας τους) και των αποτελεσμάτων της πολιτικής διαδικασίας»4 Βλ. SAWARD, The terms of Democracy, ό.π., σ. 84, η άποψη πως μέσω των δημοψηφισμάτων «οι πολίτες λαμβάνουν περισσότερα από αυτό που επιθυμούν κάθε φορά, σε σχέση με τους αντιπροσώπους τους ή οποιουσδήποτε άλλους» Ό.π., σ. 83. καθίσταται μάλλον προφανής.

Μετά, ωστόσο, τη διαβουλευτική στροφή, η θεωρία της δημοκρατίας δε συρρικνώνει το ζήτημα της λαϊκής κυριαρχίας αποκλειστικά στη δυνατότητα των διαδικασιών να αποκαλύπτουν τις συλλογικές επιλογές της πολιτικής κοινότητας. Τουναντίον, η επικοινωνιακή διάδραση των υποκειμένων, που περιβάλλει και ταυτοχρόνως κινητοποιεί τις διαδικασίες ψηφοφορίας, θεωρείται πλέον αναπόσπαστο στοιχείο της δημοκρατικής νομιμοποίησης των αποφάσεων. Οι τελευταίες δεν κατανοούνται πλέον ως το αποτέλεσμα της άθροισης ατομικών επιλογών, αλλά «ως το έλλογα υποκινημένο, αλλά πλημμελές αποτέλεσμα μιας προσωρινά διακοπείσας… συζήτησης περί του ορθού»Βλ. J. HABERMAS, «Η λαϊκή κυριαρχία ως διαδικασία», σε ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Το πραγματικό και το ισχύον: Συμβολή στη διαλογική θεωρία του δικαίου και του δημοκρατικού κράτους δικαίου, Θ. ΛΟΥΠΑΣΑΚΗΣ (μετ.), Λιβάνης, Αθήνα 1996, [1992], σ. 645-676, (658). .

Υπό το παραπάνω θεωρητικό πρίσμα, οι δημοψηφισματικές διαδικασίες μπορούν να χαρακτηριστούν στοιχείο της άμεσης δημοκρατίας μόνον με μια τεχνική- διαδικαστική έννοια. Συνιστούν αναμφίβολα περιπτώσεις «άμεσης ψηφοφορίας»Ο όρος χρησιμοποιείται με ευρύτερη έννοια από αυτήν που συνηθίζεται στο εκλογικό δίκαιο, όπου δηλώνει τη χωρίς τη διαμεσολάβηση πληρεξουσίου εκδήλωση της ατομικής επιλογής του ψηφοφόρου. , θεσμούς δηλαδή που επιτρέπουν στους πολίτες να προωθήσουν ή να ακυρώσουν συγκεκριμένες αποφάσεις, ανεξάρτητα ή και ενάντια στην θέληση των αντιπροσώπων τους. Μολαταύτα, από την άποψη της διαλογικής τους ποιότητας οι δημοψηφισματικές διαδικασίες αντλούν τη νομιμοποίηση τους, αλληλεπιδρώντας με επικοινωνιακά fora που συγκροτούνται στα πλαίσια των αντιπροσωπευτικών συστημάτων. Δε δημιουργούν κάποια ιδιαίτερη θεσμική σφαίρα άμεσης διαλογικής επικοινωνίας μεταξύ των πολιτών που αποφασίζουν. Όπως παρατηρεί ο πολιτικός επιστήμονας Giovvani Sartori «το υποκείμενο των δημοψηφισμάτων δεν διαφέρει από το εκλογικό: δρα σε συνθήκες απομόνωσης, χωρίς να εμπλέκεται σε συμμετοχικό διάλογο»Βλ. G. SARTORI, The theory of democracy revisited, Chatham House, New Jersey 1987, σ. 112. Παρόμοια και K. ARMINGEON, «Direkte Demokratie und Demokratie in Europa», σε L. MADER (επιμ.), The Participation of Civil Society in the Legislative Process, Nomos, Baden-Baden 2005, σ. 88-100. .

Τα δημοψηφίσματα δε συνιστούν συνεπώς τη συνέχεια των αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών της αρχαίας ελληνικής πόλεως, όπου τα πληθυσμιακά μεγέθη και οι θεσμοί καθιστούσαν περιττή τη χρήση τέτοιων διαδικασιών, όπως πιστεύουν πολλοίΒλ. G. SARTORI, The theory of democracy revisited, Chatham House, New Jersey 1987, σ. 112. Παρόμοια και K. ARMINGEON, «Direkte Demokratie und Demokratie in Europa», σε L. MADER (επιμ.), The Participation of Civil Society in the Legislative Process, Nomos, Baden-Baden 2005, σ. 88-100. νεοτέρων χρόνων», βλ. Α. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, Οργάνωση και λειτουργία του κράτους: Σύστημα συνταγματικού δικαίου, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2009, σ. 177. . Είναι μάλλον πιο πιθανό ότι οι διαφορές στις διαδικασίες λήψης απόφασης μεταξύ αρχαίας και σύγχρονης δημοκρατίας κατοπτρίζουν ριζικά διαφορετικές αντιλήψεις για την ουσία της λαϊκής κυριαρχίας, παρά απλές αποκλίσεις στις αντικειμενικές περιστάσεις άσκησης της συλλογικής αυτοκυβέρνησηςΒλ. B. MANIN, The principles of Representative Government, Cambridge University Press, New York 1997, όπου και στο πρώτο κεφάλαιο αναλύει την άποψη αυτή. . Ομοιότροπα, τα δημοψηφίσματα δεν πρέπει να συνδέονται με τη θεώρηση των οπαδών της συμμετοχικής δημοκρατίας, τουλάχιστον στην ριζοσπαστική εκδοχή, που αναπτύχθηκε στην πολιτική παράδοση των τοπικών και εργοστασιακών συμβουλίωνΒλ. T. SCHILLER, «Direct Democracy and theories of Participatory Democracy: Some observations», σε Direct Democracy in Europe, ό.π., σ. 52-63.. Πράγματι, εάν η συμμετοχική αντίληψη παραπέμπει σε ένα υποκείμενο που «λαμβάνει μέρος αυτοπρόσωπα» και όχι στον πολίτη, ο οποίος «απλώς εμπλέκεται σε κάτι που προέκυψε»Βλ. SARTORI, The theory of democracy revisited, ό.π., σ. 113. , τότε τα δημοψηφίσματα δεν αποτελούν θεσμικό της στοιχείο.

Στην κλασική θεωρία οι δημοψηφισματικές διαδικασίες κατανοήθηκαν ως μορφές συμπλήρωσης των αντιπροσωπευτικών θεσμών και ποτέ ως εναλλακτικοί τύποι δημοκρατίας σε σχέση με αυτούςΟι αντιλήψεις που αναπτύχθηκαν κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στα πλαίσια των λαϊκιστικών κινημάτων στις Η.Π.Α. υπήρξαν αναμφίβολα εξαιρέσεις, B. CAIN/ K. MILLER, «The populist legacy: Initiatives and the undermining of representative government», σε L. SABATO κλπ. (επιμ.), Dangerous Democracy? 2001, σ. 33-52, (33). Βλ. στην προβληματική, Δ. Θ. ΤΣΑΤΣΟΣ, Συνταγματικό δίκαιο: Oργάνωση και λειτουργία της πολιτείας, Τόμος Β΄, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1992, σ. 93-96. Ο Dicey, o πιο σημαντικός οπαδός της κυριαρχίας του κοινοβουλίου στη συνταγματική θεωρία, για παράδειγμα, δεν ένιωθε καθόλου αμήχανα για την εξαιρετικά θετική στάση του έναντι των δημοψηφισματικών διαδικασιώνA.V. DICEY, Introduction to the study of the law of the Constitution, McMillan & Co, London 1927, [1885], σ. 91-100. .

Λόγω της προτίμησης του στις άμεσες νομοθετικές ψηφοφορίες, ο Rousseau θεωρείται γενικά εισηγητής του συμμετοχικού υποδείγματος δημοκρατίας στη φιλελεύθερη σκέψηΜε επιφυλάξεις διατυπωμένη η άποψη αυτή, βλ. Β. ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟΥ, «Επίμετρο», σε J. J. ROUSSEAU, Το κοινωνικό συμβόλαιο, Β. ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟΥ/ Α. ΣΤΑΪΝΧΑΟΥΕΡ (μετ.), Πόλις, Αθήνα 2006, [1762], σ. 247-307, (280-82). . Προσεκτικότερη ωστόσο εξέταση των αναλύσεων του οδηγεί μάλλον σε διαφορετικά συμπεράσματα. Είναι ασφαλώς αληθές, ότι ο Rousseau διατηρούσε μια αντίληψη περί κυριαρχίας κληρονομημένη από τους οπαδούς της απολυταρχίας και καταφανώς προσανατολισμένη στη φυσική παρουσία του κυρίαρχου. Αυτό αναμφίλεκτα εξηγεί την επιμονή του στην αδιαμεσολάβητη από αντιπροσώπους επικύρωση των νόμων από το συγκεντρωμένο στη ‘Γενική Συνέλευση’ πολιτικό σώμα.

Μολαταύτα, οι διαδικασίες άμεσης ψηφοφορίας στον Rousseau δεν παρουσιάζουν συμμετοχικά χαρακτηριστικά, τουλάχιστον εάν η δημοκρατική συμμετοχή δεν περιοριστεί συνολικά στην νομική της πτυχή, δηλαδή στην τυπική αρμοδιότητα επικύρωσης των νόμων. Στο ρουσσωικό υπόδειγμα η εξουσία διαμόρφωσης της ημερήσιας διάταξης στο νομοθετικό σώμα ανήκει αποκλειστικά στη «μυστηριακή» μορφή του νομοθέτη και σε καμιά περίπτωση στους πολίτεςΒλ. ROUSSEAU, Το κοινωνικό συμβόλαιο, ό.π., σ. 91-96. Επίσης, βλ. E. PUTTERMAN, «Rousseau on agenda-setting and majority rule», American Political Science Review, 2003, σ. 459-469.. Στην πραγματικότητα, η ιδέα ότι «προκειμένου να αποφευχθούν τα συμφεροντολογικά και ανόητα εγχειρήματα, και όλοι αυτοί οι επικίνδυνοι νεοτερισμοί που τελικά κατέστρεψαν την Αθήνα, κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να μπορεί από μόνος του να προτείνει νόμους, αλλά αυτό το προνόμιο πρέπει να ανήκει στους αξιωματούχους»Βλ. J. J. ROUSSEAU, Discourse on the origins of inequality, D. CRESS (μετ.), Hackett Publishing Company, Indianapolis 1992, [1755], σ. 6. , υπήρξε από τις πιο βασικές στην πολιτική θεωρία του RousseauΒλ. J. SHKLAR, Men and citizens: A study of Rousseau’s social theory, Cambridge University Press, Cambridge 1969, σ. 170 και 188. . Σε κάποια σημεία δείχνει μάλιστα να αντιλαμβάνεται την οριζόντια επικοινωνία και δράση των υποκειμένων ως παράγοντα παραμόρφωσης των διαδικασιών ανάδειξης της λαϊκής θέλησης«Όταν ένας λαός διαβουλεύεται, αφού ενημερωθεί ικανοποιητικά για τα ζητήματα του και χωρίς οι πολίτες να έχουν προηγουμένως συνεννοηθεί μεταξύ τους, τότε από τον μεγάλο αριθμό των μικρών διαφορών θα προκύπτει πάντα η γενική βούληση και η απόφαση θα είναι πάντα σωστή», ROUSSEAU, Το κοινωνικό συμβόλαιο, ό.π., σ. 91-96. . Μπορεί κανείς, χωρίς υπερβολή, να διατυπώσει την άποψη ότι η δημοψηφισματική δημοκρατία είναι, ήδη από τον Rousseau, η θεσμική μορφή της άμεσης συμμετοχής ενός κυρίαρχου που πράττει τα ελάχιστα Βλ. N. Urbinati, Representative Democracy: Principles and Genealogy, University of Chicago Press, Chicago 2006, σ. 77..

4. Τα δημοψηφίσματα μεταξύ αυτοκυβέρνησης και διαβουλευτικής δημοκρατίας

Στα φιλελεύθερα πολιτικά συστήματα, κατά την αντίληψη περί δημοκρατίας που επικρατεί, τουλάχιστον μεταξύ των πολιτών, η αυθεντική έκφραση της λαϊκής θέλησης παραπέμπει ευθέως στα δημοψηφίσματαΕίναι πάντως άξιο προσοχής, ότι την πιο επιφυλακτική στάση έναντι των διαδικασιών αυτών διατηρούν οι πολιτικοποιημένοι και ενημερωμένοι ψηφοφόροι. Βλ. Τ. DONOVAN/ J. A. KARP, «Popular support for direct democracy», Party Politics, 2006, σ. 671–688 και C. ANDERSON/ E. GOODYEARGRANT, «Why are highly informed citizens skeptical of referenda?», Electoral Studies, 2010, σ. 227– 238. . Κάθε φορά που τίθεται ένα κρίσιμο για το μέλλον της πολιτικής κοινότητας ζήτημα, ο «λαός» πρέπει, κατά την άποψη αυτή, να εκφραστεί άμεσα, μέσω δηλαδή της πλειοψηφίας που θα σχηματιστεί σε μια άμεση διαδικασία ψηφοφορίαςΜόνο με βάση μια τέτοια σκέψη είναι δυνατό ο Vernon Bogdanor να υποστηρίζει: «Η Ελβετία, μια εξαίρεση σε κάθε γενίκευση, μπορεί να θεωρηθεί πράγματι ως δοκιμαστική περίπτωση (test case) από την οποία είναι δυνατό να αντληθούν συμπεράσματα, για το τι μπορεί να σημαίνει το να λαμβάνουμε την ιδέα της λαϊκής κυριαρχίας στα σοβαρά», «Western Europe», ό.π., σ. 24. . Τα δημοψηφίσματα διεξάγονται, ωστόσο, σε ποικίλες θεσμικές μορφές και ενεργοποιούνται για να αντιμετωπίσουν πολιτικές περιστάσεις. Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατό να θεωρηθούν στο σύνολό τους ως αυθεντικές στιγμές έκφρασης της λαϊκής θέλησης, χωρίς περαιτέρω διακρίσεις όσον αφορά την ουσιαστική δημοκρατική τους ποιότητα. Η παραπάνω σύλληψη θα καθιστούσε σίγουρα αδύνατη την κριτική έναντι δημοψηφισματικών διαδικασιών βοναπαρτικού ή χιτλερικού τύπου.

Οι επιφυλάξεις λοιπόν που διατυπώνει μέρος της θεωρίας σχετικά με τη δυνατότητα των δημοψηφισμάτων να νομιμοποιούν συνολικά τις πολιτικές αποφάσεις μιας πολιτικής κοινότητας συνιστούν το αναγκαίο έδαφος για έναν γόνιμο προβληματισμό ο οποίος δεν είναι δυνατόν να αγνοηθεί. Από την άλλη πλευρά όμως, οι αξιολόγηση των εν λόγω διαδικασιών δεν πρέπει να στηρίζεται σε προκείμενες απαξιωτικές για την ίδια την ιδέα και την πρακτική της δημοκρατικής αυτοκυβέρνησης Μια κριτική προσέγγιση των κλασικών θεωρήσεων περί τυραννίας της πλειοψηφίας από την πλευρά αυτή επιχειρεί ο J. WALDRON, Law and Disagreement, Oxford University Press, New York 1999, σ. 220-222. Είναι πράγματι αληθές, ότι πολλές φορές ο σκεπτικισμός έναντι των άμεσων ψηφοφοριών θεμελιώνεται σε επιχειρήματα που εάν γίνονταν αποδεκτά, «θα οδηγούσαν στην άρνηση της δημοκρατίας σε όλες τις μορφές της»Βλ. I. BUDGE, The challenge of Direct Democracy, Polity Press, Cambridge 1996, σ. 62. .

Οι βασικές κατηγορίες επιχειρημάτων υπέρ της προσφυγής σε δημοψηφισματικές διαδικασίες είναι οι ακόλουθες:

(α) Το πιο βασικό επιχείρημα αφορά φυσικά στη δυνατότητα των δημοψηφισμάτων να αντανακλούν την θέληση του λαού. Θεμέλιο της αντίληψης αυτής αποτελεί η ιδέα ότι «η αρχή της πλειοψηφίας…συνιστά τον πυρήνα κάθε συνταγματικού συστήματος» και συνεπώς τα προβλήματα της δημοκρατικής νομιμοποίησης προκύπτουν, καθώς «το νομοθετικό σώμα πολλές φορές δεν εκφράζει τη γνώμη της πλειοψηφίας»Βλ. EULE, «Judicial review of Direct Democracy», ό.π., σ. 1513-1514. . Συνεπώς, οι οπαδοί των άμεσων ψηφοφοριών υποθέτουν πως η χρήση τους γενικά συμβάλλει στην ενίσχυση και βελτίωση της δημοκρατικής διακυβέρνησης Βλ. D. MAGLEBY, «Direct legislation in the American states», σε Referendums Αround the World, ό.π., σ. 218-257, (218). .

(β) Σύμφωνα με μια άλλη άποψη οι άμεσες διαδικασίες λήψης απόφασης είναι λιγότερο επιρρεπείς στην επίδραση των ειδικών, συντεχνιακών ή συμφερόντων ομάδων σε σχέση με την αντιπροσωπευτική πολιτική. Κατά την έκφραση του Rousseau «το κοινό… μπορεί κάποιες φορές να εξαπατηθεί αλλά ποτέ να διαφθαρεί»Βλ. ROUSSEAU, Discourse on the origins of inequality, ό.π., σ. 51, υπoσ. 8. . Κατά τους οπαδούς αυτής της αντίληψης, οι αποφάσεις των αντιπροσωπευτικών σωμάτων επηρεάζονται συχνά από δυνάμεις που διαβουλεύονται «στη σκιά των θεσμών», σε αντίθεση με τις διαδικασίες άμεσης απόφασης που διατηρούν εκ των πραγμάτων υψηλά επίπεδα δημοσιότητας.

(γ) Ασφαλώς το πιο σημαντικό επιχείρημα συνδέεται με την συμμετοχή των ψηφοφόρων στις διαδικασίες. Σύμφωνα με αυτόν τον προβληματισμό, τα κόμματα κυριαρχούν στις αντιπροσωπευτικές διαδικασίες απόφασης προκαλώντας τάση απόσυρσης των πολιτών από τη δημόσια ζωή. Αντίθετα, οι άμεσες ψηφοφορίες προκαλούν μια «ανοιχτή, παιδευτική συζήτηση»Βλ. T. CRONIN, Direct democracy: The politics of initiative, referendum and recall, Harvard University Press, Cambridge 1989, σ. 11.  που ελκύει το ενδιαφέρον, ενεργοποιώντας τα συλλογικά αποθέματα πολιτικής αρετής. Για πολλούς, τα δημοψηφίσματα μπορούν να λειτουργήσουν και ως αντιστάθμισμα στην ευρύτερη τάση δικαστικοποίησης των πολιτικών ζητημάτων στα αντιπροσωπευτικά συνταγματικά συστήματα, διότι εάν δεν οδηγηθούν στο «λαό», το πιο πιθανό είναι ότι πολλά από τα «αμφιλεγόμενα κοινωνικά ζητήματα θα επιλυθούν τελικά από τον δικαστικό κλάδο» Ό.π., σ. 10. .

Αντίστοιχα, τα επιχειρήματα κατά της προσφυγής σε δημοψηφίσματα θα μπορούσαν να κατηγοριοποιηθούν ως ακολούθως:

(α) Για μεγάλη μερίδα της θεωρίας τα δημοψηφίσματα πολύ συχνά δεν παρέχουν ουσιαστικές δυνατότητες ενημερωμένης επιλογής0 Βλ. EULE, «Judicial review of Direct Democracy», ό.π., σ. 1514. Στην κλασική θεωρία ο Robert Michels διατύπωσε την πιο συνολική κριτική ενάντια στους δημοψηφισματικούς θεσμούς με βάση την υπόθεση της απαθούς μάζας που δε διαθέτει τη γνώση και τον χρόνο να ασχοληθεί με τα πολιτικά ζητήματα, ούτως ώστε να διαμορφώσει μια ουσιαστική συλλογική γνώμη. Υποστήριξε επίσης ότι οι πολίτες στα φιλελεύθερα συστήματα είναι εξαιρετικά κοντόφθαλμοι για να στηρίξουν μακρόπνοες πολιτικές, όταν αυτές συγκρούονται με τα άμεσα συμφέροντά τουςΒλ. R. MICHELS, Political parties: A sociological study of the oligarchical tendencies of modern democracy, E. PAUL/ C. PAUL (μετ.), Batoche Books, Kitchener/Ontario 2001, σ. 201-204, [1915]. . Γενικά πάντως ο σκεπτικισμός των ελιτίστικων θεωριών ενάντια στα δημοψηφίσματα στηρίζεται σε προκείμενες που πλήττουν το ίδιο το εγχείρημα του δημοκρατικού αυτοκαθορισμού. Από τη σκοπιά τους φαίνεται εξαιρετικά αμφίβολο ότι οι εγγενώς «απαθείς» και «επιρρεπείς στη χειραγώγηση» μάζες μπορούν να αποδειχθούν αξιόπιστες και ικανές για ευθυκρισία στις εκλογικές διαδικασίες. Χωρίς ωστόσο μια πειστική λύση σε αυτό το δίλλημα, η κριτική στις άμεσες ψηφοφορίες στρέφεται μοιραία και ενάντια στις συνήθεις διαδικασίες εκλογής κοινοβουλίου.

Στο πλαίσιο αυτό, υποστηρίζεται ότι οι ψηφοφόροι συνηθισμένοι στην επιλογή κομμάτων και υποψηφίων δεν είναι σε θέση καν να αντιληφθούν το ερώτημα που τίθεται στην κάλπη. Μολονότι οι εμπειρικές έρευνες στο ζήτημα δεν καταλήγουν σε συγκεκριμένα συμπεράσματαΓια ευρήματα που οδηγούν σε απολύτως αντίθετες κατευθύνσεις βλ. για παράδειγμα QVORTRUP, A Comparative Study of Referendums, ό.π., σ. 36-40, D. BUTLER/ A. RANNEY, «Theory», σε Referendums Around the World, ό.π., σ. 11-20, (18-19) και CRONIN, Direct Democracy, ό.π., σ. 70-77. , για πολλούς οι παρατηρούμενες στα αντιπροσωπευτικά συστήματα ασυμμετρίες στις ευκαιρίες πολιτικής συμμετοχής και έκφρασης, διευρύνονται εξαιρετικά στις άμεσες ψηφοφορίεςΒλ. M. CARTER, «Regulating abortion through direct democracy: The liberty of all versus the moral code of the majority», Boston University Law Review, 2011, σ. 305-341, (320). . Σε κάθε περίπτωση, οι επικριτές τους καταγγέλλουν μια φυσική τάση των δημοψηφισμάτων να απλουστεύουν τα πολιτικά ζητήματα, ανάγοντας τις δυνατές λύσεις σε δυαδικές επιλογές (τύπου ναι/ όχι)Βλ. EULE, «Judicial review of Direct Democracy», ό.π., σ. 1520-1521. .

(β) Τα εμπειρικά ευρήματα εμφανίζονται επίσης αντιφατικά και στο ζήτημα των φαινομένων «τυραννίας της πλειοψηφίας». Έτσι, στη δημοκρατική θεωρία συνιστά ένα ανοιχτό ερώτημα το κατά πόσο οι άμεσες ψηφοφορίες θέτουν σε κίνδυνο τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των μειονοτήτωνΒλ. C. BOLLIGER, «Minderheiten in der direkten Demokratie: Die Medaille hat auch eine Vorderseite» και E. GINDULIS/ O. HERBERT, «Direktdemokratie und individuelle Rechte: Das Beispiel Schwangerschaftsabbruch», σε M. FREITAG/ U. WAGSCHAL (επιμ.), Direkte Demokratie: Bestandsaufnahmen und Wirkungen im internationalen Vergleich, LIT, Munster, σ. 419-446 και 447- 472 αντίστοιχα. Βλ. επίσης, D. BOCHSLER/ H. SIMON, «How minorities fare under referendums: Α cross-national study», Εισήγηση που παρουσιάστηκε στο 5 ο Γενικό Συνέδριο της ECPR, 10-12 Σεπτεμβρίου 2009, Potsdam (http://www.bochsler.eu/ publ. html#conference).. Περιπτωσιολογικές αναφορές, όπως το σχετικά πρόσφατο ελβετικό δημοψήφισμα για την απαγόρευση της οικοδόμησης μιναρέδων ή παλαιότερα το Ιρλανδικό δημοψήφισμα για την απαγόρευση των αμβλώσεων, δεν είναι πειστικές, εφόσον και οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί οδηγούνται συχνά σε αποφάσεις που αποδεικνύονται καταπιεστικές για συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες Βλ. QVORTRUP, A comparative study of referendums, ό.π., σ. 39-40..

Σίγουρα πάντως οι δημοψηφισματικές διαδικασίες κυοφορούν κινδύνους όταν η κινητοποίησή τους εδράζεται σε μια πλειοψηφική σύλληψη για τη δημοκρατική νομιμοποίηση ή όταν εμβάλλει στα υποκείμενα μια τέτοια αντίληψη. Από την πλευρά αυτή, είναι όντως σκόπιμο να αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό η χρήση δημοψηφισμάτων στην συνταγματική πολιτική, τουλάχιστον όταν αυτή αφορά σε ζητήματα δικαιωμάτων των μειονοτήτωνΒλ. B. GAMBLE, «Putting civil rights to a popular vote», American Journal of Political Science, 1997, σ. 245-269, (67-68). . Από αυτήν την άποψη ο Manfred Schmidt έχει δίκιο ότι «η άμεση δημοκρατία είναι ένα κοφτερό πλειοψηφικό ξίφος και γι’ αυτό και μόνο το λόγο ενδεχομένως εξαιρετικά επικίνδυνη για τις μειοψηφίες»Βλ. M. SCHMIDT, Θεωρίες δημοκρατίας, Ε. ΔΕΚΑΒΑΛΑ (μετ.), Σαββάλας, Αθήνα 2004, [2000], σ. 407. .

(γ) Μια από τις πιο βασικές κριτικές που δέχονται οι άμεσες ψηφοφορίες, ιδιαίτερα μετά τη λεγόμενη «διαβουλευτική» στροφή στη θεωρία της δημοκρατίας, αφορά στα διαλογικά τους χαρακτηριστικά και ειδικότερα στην απουσία τους.

Οι άμεσες διαδικασίες απόφασης έχουν καταστεί τα τελευταία χρόνια, αρκετά συστηματικά, αντικείμενο επεξεργασίας υπό το πρίσμα της διάκρισης μεταξύ στρατηγικής, κατευθυνόμενης δηλαδή στην υπερίσχυση, δράσης και επικοινωνιακής πράξης, που είναι προσανατολισμένη στην μέσω επιχειρημάτων συνεννόηση«Κάνω λόγο για επικοινωνιακή πράξη, όταν τα δρώντα υποκείμενα δε συντονίζονται μέσω εγωκεντρικών υπολογισμών επιτυχίας, αλλά μέσω εγχειρημάτων συνεννόησης. Οι συμμετέχοντες δηλαδή δεν κατευθύνονται στη δική τους επιτυχία, αλλά επιδιώκουν τους ατομικούς τους σκοπούς υπό τον όρο ότι μπορούν να συντονίσουν τα σχέδιά τους με βάση κοινές κατανοήσεις της κατάστασής τους», J. HABERMAS, Theorie des kommunikativen Handelns, Suhrkamp, Frankfurt 1981, σ. 385. Για το «διαβουλευτικό ιδεώδες» σε σχέση με τις δημοκρατικές διαδικασίες απόφασης βλ. S. CHAMBERS, «Discourse and democratic practices», σε S. WHITE (επιμ.), The Cambridge Companion to Habermas, Cambridge University Press, Cambridge 1995, σ. 233–259. Για κάποιους θεωρείται μάλλον προφανές, ότι οι εκστρατείες στα πλαίσια των δημοψηφισμάτων προσεγγίζουν το ιδεώδες του επικοινωνιακού πράττειν, καθώς διαχέουν στην ευρύτερη πολιτική δημοσιότητα τις διαδικασίες διαλόγου και ανταλλαγής επιχειρημάτωνΒλ. B. FREY/ K. GEBHARD, «Diskursethik, politische ökonomie und Volksabstimmungen», Analyse und Kritik, 1993, σ. 129-49.. Πολλοί μελετητές αντίθετα πιστεύουν ότι στα αντιπροσωπευτικά σώματα, στα κοινοβούλια, οι συνθήκες είναι εξαιρετικά πιο ευνοϊκές για τις δημοκρατικές διαβουλεύσειςΒλ. M. BAURMANN/ K. HARTMUT, «Volksabstimmungen, Verhandlungen und der Schleier der Insignifikanz», Analyse und Kritik, 1993, σ. 150-67. Η Simone Chambers, για παράδειγμα, δείχνει ελάχιστα πεπεισμένη για τη διαλογική δυναμική των δημοψηφισμάτων. Κατά την άποψή της, ο στηριζόμενος στη διπολική ψήφο (ναι/όχι) πλειοψηφικός κανόνας εμποδίζει την ανάπτυξη στάσεων αμοιβαιότητας και αλληλεγγύης που απαιτούν οι περιεκτικοί διάλογοι: «Τα δημοψηφίσματα καλούν τους συμμετέχοντες να προσεγγίσουν τον διάλογο στρατηγικά και όχι επικοινωνιακά, τους κινητοποιεί στο να αναζητήσουν επιχειρήματα που απλώς θα επηρεάσουν τον αναγκαίο αριθμό ψηφοφόρων»Βλ. S. CHAMBERS, «Constitutional referendums and democratic deliberation», σε M. MENDELSOHN/ A. PARKIN (επιμ.): Referendum Democracy: Citizens, Elites, and Deliberation Referendum Campaigns, Palgrave, Basingstoke 2001, σ. 231-255, (241). . Εμπειρικά ευρήματα δείχνουν μάλιστα να δικαιώνουν την απαισιοδοξία της ανάλυσής τηςΒλ. J. Parkinson, «Deliberative democracy and referendums», Εισήγηση για το 50ο Ετήσιο Συνέδριο της Political Studies Association-UK, London 10-13 April 2000 (http://www.psa.ac.uk/cps/2000/Parkinson%20John.pdf). .

(δ) Τέλος και σε παρόμοια φορά, ένας έντονος προβληματισμός έχει διατυπωθεί σχετικά με την απουσία θεσμικών διαρρυθμίσεων δημοκρατικής λογοδοσίας και απόδοσης πολιτικής ευθύνης στα πλαίσια των δημοψηφισματικών διαδικασιών. Στα αντιπροσωπευτικά συστήματα, η υποχρέωση λογοδοσίας αποτελεί βασικό μοχλό επιρροής της βάσης, του εκλογικού σώματος, στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων. Η ευθύνη απονέμεται στους αντιπροσώπους αναδρομικά, καθώς οι πολίτες εκφράζουν την αποδοκιμασία ή επιδοκιμασία τους μέσω των εκλογών. Στην πράξη αυτό προϋποθέτει θεσμούς λήψης αποφάσεων ενισχυμένους με δομές δημοσιότητας και διαφάνειας, που αποτρέπουν τη χειραγώγηση και «τιμωρούν» τις ατομικιστικές στρατηγικές των πολιτικών υποκειμένωνΒλ. S. RUMMERS, «Staging deliberation: The role of representative institutions in the deliberative democratic process», The Journal of Political Philosophy, 2012, σ. 23–44. .

Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις, οι σκεπτικιστικές προς τις δημοψηφισματικές διαδικασίες θεωρήσεις εύλογα διατυπώνουν τον φόβο, ότι «σε αντίθεση με τους νομοθέτες που καθίστανται υπεύθυνοι έναντι των πολιτών, οι ίδιοι οι ψηφοφόροι δεν διαθέτουν τα απαραίτητα κίνητρα για να πληροφορηθούν και να συνυπολογίσουν τις σχετικές με το υπό ψήφιση ζήτημα απόψεις»Βλ. J. DAAR, «Direct democracy and bioethical choices: Voting life and death at the ballot box», University of Michigan Journal of Law Reform, 1995, τ. 29, σ. 779-859, (800).. Το έλλειμμα αυτό διευρύνεται περεταίρω κατά τους σκεπτικιστές, καθώς οι πολιτικές ελίτ συχνά καταφεύγουν σε δημοψηφισματικές διαδικασίες προκειμένου να απαλλαγούν από την ευθύνη για την επίλυση δυσχερών προβλημάτων, μεταθέτοντάς την στο εκλογικό σώμαΓια τα δημοψηφίσματα ως «ηγεμονικό» θεσμό βλ. G. SMITH, «The functional properties of the referendum», European Journal of Political Research, 1976, τ. 4, σ. 1–23..

Ο Ελβετός καθηγητής Alexander Trechsel έχει αντιτάξει στους ισχυρισμούς περί έκλειψης της πολιτικής ευθύνης στις άμεσες ψηφοφορίες μια ρηξικέλευθη ανασύνθεση της παραδοσιακής θεώρησης του ζητήματος. Κατά την άποψή του, τα δημοψηφίσματα συνιστούν στιγμές μιας διαχρονικής προσπάθειας, για την έκβαση της οποίας οι πολίτες είναι υπεύθυνοι σε οριζόντιο επίπεδο. Έτσι, όταν οι συνταγματικές διαρθρώσεις επιτρέπουν την επανάληψη των δημοψηφισμάτων στο μέλλον, το εκλογικό σώμα καθίσταται υπεύθυνο έναντι του λαού ως διαχρονικής ολότητας, εφόσον οι αποφάσεις του πρώτου μπορούν να ανακληθούν από μελλοντικές πλειοψηφίεςΒλ. ALEXANDER TRECHSEL, «Reflexive Αccountability and Direct Democracy», West European Politics, 2010, σ. 1050-1064.. Ωστόσο, οι σχέσεις λογοδοσίας που εντοπίζει ο Trachsel είναι καθαρά ηθικοπολιτικές και χωρίς θεσμικό αντίκρισμα από πλευράς συνεπειώνΟ ίδιος κάνει λόγο για «ήπιους» μηχανισμούς λογοδοσίας, στο ίδιο, ο.π., σ. 1060-61. . Συνεπώς, η ανησυχία ότι η διάχυση της ευθύνης κατά τη δημοψηφισματική διαδικασία οδηγεί σε καταστάσεις ανευθυνότητας τους συμμετέχοντες πολίτες θα πρέπει να θεωρηθεί ως υποστηρίξιμη.

Συμπεράσματα. Ο ουσιαστικός πολιτικός διάλογος ως αναγκαίος όρος για τη διενέργεια ουσιαστικών δημοψηφισμάτων

Είναι συχνή στην πολιτική πρακτική η επίκληση της διεξαγωγής δημοψηφίσματος για την υποστήριξη επιμέρους πολιτικών επιχειρημάτων. Μέσω της επίκλησης της δημοψηφισματικής διαδικασίας, τα πολιτικά υποκείμενα επιδιώκουν συχνά τη δημοκρατική νομιμοποίηση των απόψεων που εκφέρουν ή την επιβεβαίωση των όποιων δημοκρατικών προθέσεών τους. Η παρούσα ανάλυση με την κριτική στάση που υιοθετεί έναντι των δημοψηφισμάτων υποδεικνύει ότι οι πρακτικές αυτές θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερη περίσκεψη στις σύγχρονες δημοκρατίες. Ένα ζήτημα είναι αυτό το οποίο αφορά τη διασύνδεση των δημοψηφισμάτων με την άμεση δημοκρατία. Όπως προκύπτει από την ανάλυση που προηγήθηκε τα δημοψηφίσματα ουσιαστικά συνιστούν έναν ακόμη συμπληρωματικό θεσμό της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ενώ στοχεύουν στην ενίσχυση της άμεσης συμμετοχής των πολιτών στη λήψη αποφάσεων. Η εξαγγελία τους κατά συνέπεια σε επίπεδο πολιτικό ως επαγγελία μιας εναλλακτικής ή νέας μορφής δημοκρατικής λειτουργίας των θεσμών θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με κριτική διάθεση.

Περαιτέρω, όπως προκύπτει ιδίως από την ανάγνωση του Κώδικα της Επιτροπής της Βενετίας, τα δημοψηφίσματα συνιστούν έναν θεσμό συμπληρωματικό προς την κλασική εκλογική διαδικασία, ο οποίος όμως διαθέτει μια κρίσιμη ιδιαιτερότητα. Τη δυνατότητα των δημοψηφισμάτων να λειτουργήσουν ως μέσο για τη χειραγώγηση και κατεύθυνση του εκλογικού σώματος προς τη λήψη συγκεκριμένων πολιτικών αποφάσεων. Απέναντι σε αυτή την ιδιαιτερότητα τόσο ο Κώδικας της Επιτροπής της Βενετίας όσο και η ανάγνωση της κλασικής και σύγχρονης δημοκρατικής θεωρίας θέτουν ένα σαφές και αδιαπραγμάτευτο όριο. Η προσφυγή στη δημοψηφισματική διαδικασία προσλαμβάνει ουσιαστική σημασία μόνο υπό τον όρο ότι λαμβάνει χώρα εντός ενός πολιτικού πλαισίου που να εγγυάται την πλήρη πληροφόρηση, τον ελεύθερο πολιτικό διάλογο, την ανταλλαγή απόψεων και την ελευθερία διαμόρφωσής τους από τους ψηφοφόρους. Μόνο υπό τους αναγκαίους αυτούς όρους, τα δημοψηφίσματα είναι δυνατόν να συμβάλουν με τρόπο ουσιαστικό στην άμεση συμμετοχή των πολιτών και στη νομιμοποίηση των κρίσιμων πολιτικών αποφάσεων που λαμβάνονται στο πλαίσιο των σύγχρονων αντιπροσωπευτικών δημοκρατιών. Με την παρατήρηση αυτή στην πράξη υπογραμμίζεται το ακόλουθο: η άμεση συμμετοχή των πολιτών σε αντίθεση με ότι 32 συχνά δηλώνεται στην πολιτική διαμάχη δε συνιστά πανάκεια για τη θεραπεία κάθε πολιτικού κακού αλλά μία μόνον από τις περισσότερες αγωνιστικές προϋποθέσεις της πορείας μιας πολιτικής κοινωνίας προς τη δημιουργία και απόλαυση μιας γνήσιας δημοκρατίας. Μιας δημοκρατίας που επιτυγχάνει να εγγυάται με τρόπο αυθεντικό την ισότητα και την αυτονομία των μελών-πολιτών της.

Δίκαιο πληροφορικής - E έκδοση
Ενοχικό Δίκαιο Ειδικό Μέρος