logo-print

Η μεταρρύθμιση του νομοθετικού καθεστώτος παροχής έννομης προστασίας κατά το προσυμβατικό στάδιο των δημοσίων συμβάσεων

Εισαγωγή

Με την δημοσίευση του Ν. 4412/2016 «Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών – προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ» εισήχθη ριζική αναμόρφωση του εθνικού κανονιστικού πλαισίου επί της διαδικασίας πριν τη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων, μεταφέροντας στην εθνική έννομη τάξη νέες κοινοτικές οδηγίες πραγματώνοντας, έτσι, το σκοπό του ήδη καταργηθέντος Ν. 4281/2014, ήτοι την ενοποίηση του πολισχιδούς δικαίου των δημοσίων συμβάσεων. 

Μία από τις αλλαγές αυτές ήταν και η διαφοροποίηση της διαδικασίας παροχής έννομης προστασίας, εξωδικαστικής και δικαστικής, και η θέσπιση μιας νέας Ανεξάρτητης Αρχής, της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών (εφεξής ΑΕΠΠ).

Κατ’ αποτέλεσμα, καταργήθηκε, μεταξύ άλλων, ο Ν. 3886/2010, ενώ η ΑΕΠΠ έχει ήδη αναλάβει το θεσμικό της ρόλο αποφασίζοντας επί υποβληθέντων ενώπιόν της προδικαστικών προσφυγών.

Με το παρόν άρθρο επιχειρείται μία συνοπτική παρουσίαση των κυριότερων ρυθμίσεων του προϊσχύσαντος και του ισχύοντος νομοθετικού καθεστώτος παροχής έννομης προστασίας κατά τη διαδικασία πριν τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, εκκινώντας από το ευρωπαϊκό σύστημα παροχής σχετικής έννομης προστασίας.

Α. Το παλαιό νομοθετικό καθεστώς

Α1. Το ευρωπαϊκό πλαίσιο παροχής προστασίας

Προς εξασφάλιση των κρατών μελών θεσπίστηκαν κατάλληλες διαδικασίες παροχής επίκαιρης προσωρινής προστασίας, δυνατότητας ακύρωσης παράνομων αποφάσεων των αναθετουσών αρχών κατά την διαδικασία συνάψεως συμβάσεως δημοσίου έργου ή κρατικής προμήθειας1, καθώς και αποζημίωσης των προσώπων που υπέστησαν ζημία λόγω παραβάσεως της κοινοτικής νομοθεσίας στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων ή των εθνικών κανόνων που θέτουν σε εφαρμογή τη σχετική κοινοτική νομοθεσία, ήτοι η «δικονομική» οδηγία 89/665/ΕΟΚ2 του Συμβουλίου της 21ης Δεκεμβρίου 19893.

Σκοπός των ως άνω «δικονομικών οδηγιών» ήταν η θέσπιση αποτελεσματικών και όσο το δυνατόν ταχύτερων μέσων προσφυγής, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα την ταχεία διεκπεραίωσή τους, προκειμένου να μην κωλύεται η πρόοδος των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο.

Α2. Το εθνικό νομοθετικό καθεστώς

Η μεταφορά της ανωτέρω Οδηγίας 89/665/ΕΟΚ έλαβε χώρα στην εσωτερική έννομη τάξη με τον Ν. 2522/1997, ο οποίος καταργήθηκε με τον Ν. 3886/20104, με τον οποίο μεταφέρθηκε εκ νέου στην εσωτερική έννομη τάξη η ως άνω Οδηγία, όπως εν τω μεταξύ είχε τροποποιηθεί με την Οδηγία 2007/66/ΕΚ.

Με τον Ν. 3886/2010 οργανώθηκε σύστημα παροχής δικαστικής προστασίας για τις αναφυόμενες κατά τη διαδικασία που προηγείται της σύναψης των δημοσίων συμβάσεων διαφορές, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω νόμου, όπως ορίζεται από τα άρθρα 1 και 3 παρ. 3 αυτού, καθώς και τις διαφορές που, αν και ανακύπτουν μετά την σύναψη τέτοιας συμβάσεως, ανάγονται πάντως στην διαδικασία κατάρτισής της, εφόσον και στις δύο ως άνω περιπτώσεις εγείρονται από ενδιαφερόμενο, ο οποίος έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση του νόμου αυτού και έχει υποστεί ή ενδέχεται να υποστεί ζημία από παράνομη πράξη ή παράλειψη της αναθέτουσας αρχής.

Το πεδίο εφαρμογής του νόμου αφορά διαγωνιστικές διαδικασίες, των οποίων η προϋπολογισθείσα δαπάνη, μη περιλαμβανομένου Φ.Π.Α., υπερβαίνει το κατώφλι που ορίζεται στις κοινοτικές οδηγίες.

Με τις διατάξεις του ανωτέρω νόμου ρυθμίζεται τόσο η προδικασία της άσκησης προδικαστικής προσφυγής, όσο και η προσωρινή και η οριστική δικαστική προστασία στις εν λόγω διαφορές με την πρόβλεψη των αντίστοιχων ενδίκων βοηθημάτων.

Προδικαστική προσφυγή

Καταρχάς, ορίζεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του νόμου ως απαραίτητη διαδικαστική προϋπόθεση για την άσκηση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων την προηγούμενη άσκηση προδικαστικής προσφυγής.

Η προθεσμία άσκησης της προδικαστικής προσφυγής διαφοροποιείται ως εξής:

  • κατά της διακήρυξης: δέκα ημέρες από τότε που ο προσφεύγων έλαβε πλήρη γνώση της διακήρυξης, η οποία συνάγεται από τα δεδομένα της υπόθεσης, και σε καμία περίπτωση δεν εκκινεί πριν από την δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης.
  • κατά ατομικής πράξης: δέκα ημέρες από την πλήρη γνώση της πράξης και της αιτιολογίας αυτής, η οποία συνάγεται ασφαλώς από την κοινοποίησης της πράξης στον προσφεύγοντα, ακόμα και με τηλεομοιοτυπία (fax).

Το άρθρο 4 παρ. 4 του νόμου ορίζει δεκαπενθήμερη προθεσμία απάντησης στην αναθέτουσα αρχή, η οποία, όμως, δεν είναι αποκλειστική. Σε περίπτωση δε που η αναθέτουσα αρχή δεχτεί εν όλω ή εν μέρει την προδικαστική προσφυγή μέχρι την προτεραία της πρώτης ορισθείσας δικασίμου της ασκηθείσας αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, η δίκη καταργείται κατά το μέρος που η προδικαστική προσφυγή έγινε δεκτή.

Σε περίπτωση που η αναθέτουσα αρχή απορρίψει, ρητά ή σιωπηρά, την προδικαστική προσφυγή, τότε ο προσφεύγων δικαιούται να προσφύγει με άσκηση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του κατά τόπον αρμόδιου Διοικητικού Εφετείου, η οποία κατατίθεται βάσει του άρθρου 5 παρ. 1 του νόμου εντός δέκα ημερών από τη ρητή ή σιωπηρή απόρριψη της προδικαστικής προσφυγής, άλλως αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

Τελευταία τροποποίηση του νόμου αποτέλεσε η εισαγωγή προϋπόθεσης παραδεκτού για την άσκηση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, ήτοι η κατάθεση παραβόλου μέχρι τη συζήτηση της αίτησης, ανερχόμενου σε ποσοστό 1% επί της προϋπολογισθείσας αξίας, περιλαμβανομένου Φ.Π.Α., και μη δυναμένου να υπερβεί τις 50.000 ευρώ. Κατόπιν αποφάσεως της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο νομοθέτης μεταρρύθμισε5 την ως άνω διάταξη, προβλέποντας πλέον την απόρριψη της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων σε περίπτωση που δεν καταβληθεί το 1/3 του παραβόλου κατά την κατάθεση της αίτησης και τα υπόλοιπα 2/3 έως την πρώτη συζήτηση αυτής.

Οριστική δικαστική προστασία

Ως προς την παροχή οριστικής δικαστικής προστασίας, με το άρθρο 2 του νόμου προβλέπεται ότι ο ενδιαφερόμενος μπορεί να επιδιώξει την ακύρωση της παράνομης πράξης ή παράλειψης της αναθέτουσας αρχής με την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7 του νόμου, την ακύρωση της υπογραφείσης συμβάσεως, με το ένδικο βοήθημα του άρθρου 8 του νόμου, ή την επιδίκαση αποζημίωσης κατά τις διατάξεις του άρθρου 9 του νόμου.

Περαιτέρω, με το άρθρο 3 παρ. 1 και 3 ορίζονται τα διοικητικά εφετεία ως αρμόδια για την εκδίκαση όλων των διαφορών του Ν. 3886/2010 και, κατ’ εξαίρεση, το Συμβούλιο της Επικρατείας προκειμένου περί των διαφορών του νόμου που αφορούν συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων ή υπηρεσιών, συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/17/ΕΚ ή συμβάσεις με προϋπολογισμό μεγαλύτερο των 15.000.000 ευρώ, περιλαμβανομένου Φ.Π.Α., ενώ στην παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι οι σχετικές με την επιδίκαση αποζημίωσης διαφορές εκδικάζονται από τα δικαστήρια που είναι αρμόδια κατά τις γενικές διατάξεις.

Δεν θίγεται, πάντως, με το ως άνω άρθρο 3 η αρμοδιότητα του δικαστή της συμβάσεως, ήτοι του διοικητικού εφετείου, ως δικαστηρίου επί διαφορών ουσίας, προκειμένου περί των διοικητικών συμβάσεων και του αρμοδίου κατά τις οικείες διατάξεις πολιτικού δικαστηρίου προκειμένου περί των συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου που εμπίπτουν στο Ν. 3886/2010, εν σχέσει με τις διαφορές εκ της συμβάσεως, ήτοι τις διαφορές που έχουν ως αιτία τη σύμβαση και αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στην ερμηνεία, την εκτέλεση, την τροποποίηση και τη λύση αυτής.

Β. Το νέο νομοθετικό καθεστώς

Β1. Το ευρωπαϊκό πλαίσιο

Στα χρόνια που ακολούθησαν, η µεταρρύθµιση, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, της νοµοθεσίας σχετικά µε τις δηµόσιες συµβάσεις αποτέλεσε µία από τις δώδεκα δράσεις προτεραιότητας6 για την ενιαία αγορά. Έτσι, η πολιτική στον τοµέα των δηµοσίων συµβάσεων και η αναθεώρηση των σχετικών οδηγιών εντάχθηκε σε συνολικό πρόγραµµα µε σκοπό τον ριζικό εκσυγχρονισµό των δηµοσίων συµβάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συµβάλλοντας στην υλοποίηση των στόχων της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» που περιλαµβάνεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 3ης Μαρτίου 2010 µε τίτλο «Ευρώπη 2020, µια στρατηγική για µια έξυπνη, βιώσιµη και χωρίς αποκλεισµούς ανάπτυξη»7.

Για όλα τα κράτη µέλη, ο βαθµός απόδοσης των δηµόσιων συµβάσεων κατέστη προτεραιότητα για την αντιµετώπιση της τρέχουσας δηµοσιονοµικής στενότητας. Για τον λόγο ακριβώς αυτό αναγνωρίστηκε η ανάγκη να διατίθενται ευέλικτα και απλά µέσα, τα οποία να επιτρέπουν στις δηµόσιες αρχές και στους αναδόχους των αρχών αυτών να συνάπτουν διαφανείς και ανταγωνιστικές συµβάσεις κατά το δυνατόν ευκολότερα, ώστε οι αγορές να πραγµατοποιούνται στην καλύτερη σχέση ποιότητας προς τιµή ("value for money").

Στο πλαίσιο αυτό, υιοθετήθηκαν, τον Ιανουάριο του 2014, και δηµοσιεύθηκαν στην Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις 28.03.2014, τρεις νέες Οδηγίες8:

  • 2014/23/ΕΕ (L 94), για την ανάθεση συµβάσεων παραχώρησης έργων και υπηρεσιών9,
  • 2014/24/ΕΕ (L 94), για τις δηµόσιες συµβάσεις (στον κλασσικό τοµέα) προς αντικατάσταση της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ και
  • 2014/25/ΕΕ (L 94), για τις συµβάσεις που συνάπτονται από φορείς στους τοµείς του ύδατος, της ενέργειας, των µεταφορών και των ταχυδροµικών υπηρεσιών (ΟΚΩ) προς αντικατάσταση της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ.

Ειδικότερα, οι Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ αποβλέπουν10 στην αναθεώρηση, την απλούστευση και τον εκσυγχρονισµό των κανόνων και διαδικασιών σχετικά µε τις δηµόσιες συµβάσεις και προµήθειες, µε σκοπό να διασφαλισθεί το άνοιγµα στον ανταγωνισµό µε την εφαρµογή ιδίως των αρχών της ίσης µεταχείρισης, της αποφυγής των διακρίσεων, της αµοιβαίας αναγνώρισης, της αναλογικότητας και της διαφάνειας, οι οποίες απορρέουν από τις αρχές της ελεύθερης κυκλοφορίας των εµπορευµάτων, της ελεύθερης εγκατάστασης και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

Η εφαρµογή τους αποβλέπει στην αύξηση της αποδοτικότητας των δηµοσίων δαπανών, µε τη διευκόλυνση της συµµετοχής των µικροµεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ), τον εκσυγχρονισµό των διοικητικών διαδικασιών επιλογής αναδόχου, τη βελτίωση της συνεκτίµησης κοινωνικών και περιβαλλοντικών κριτηρίων και την ενίσχυση της καινοτοµίας, συµβάλλοντας στην υλοποίηση των στόχων της στρατηγικής «Ευρώπη 2020». Τέλος, οι εν λόγω Οδηγίες αποβλέπουν στη επίτευξη µεγαλύτερης ασφάλειας δικαίου µε τη διευκρίνιση βασικών εννοιών και την ενσωµάτωση στο εθνικό δίκαιο της σχετικής πάγιας νοµολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης11.

Β2. Το εθνικό νομοθετικό καθεστώς

Σε προσαρµογή της εσωτερικής νοµοθεσίας προς τις διατάξεις των ανωτέρω Οδηγιών 2014/24/EE και 2014/25/EE περί σύναψης δηµοσίων συµβάσεων και προµηθειών των φορέων που δραστηριοποιούνται στους τοµείς του ύδατος, της ενέργειας, των µεταφορών και των ταχυδροµικών υπηρεσιών αντιστοίχως, καθώς και προς τις διατάξεις των Οδηγιών 86/665/ΕΟΚ και 92/13/ΕΚ, όπως ισχύουν, περί των διαδικασιών προσφυγής στον τοµέα σύναψης των δηµοσίων συµβάσεων, εκδόθηκε ο Ν. 4412/201612, με τον οποίο αναμορφώθηκε το εθνικό σύστημα παροχής έννομης προστασίας κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων (Βιβλίο ΙV, άρθρα 345-374).

Αρχή Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών

Σύμφωνα με το άρθρο 347 του Ν. 4412/2016, συστάθηκε η Αρχή Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών ως ένα κεντρικό διοικητικό όργανο με όλα τα εχέγγυα ανεξαρτησίας τόσο σε επίπεδο οργάνου όσο και στο επίπεδο των μελών που το απαρτίζουν, με στόχο να συμβάλλει στην επαύξηση της αποτελεσµατικότητας των διαδικασιών ανάθεσης.

Σκοπός αποτέλεσε η κατοχύρωση των εχέγγυων µιας αντικειµενικής κρίσης και ταυτόχρονα, ο εξορθολογισµός της διαδικασίας παροχής έννοµης προστασίας, η επιτάχυνση της διαδικασίας επίλυσης διαφορών που αναφύονται κατά το προσυμβατικό στάδιο, η βελτίωση της αποτελεσµατικότητας του συστήµατος έννοµης προστασίας και η ελάφρυνση του φόρτου εργασίας των δικαστηρίων.

Το θεσμικό πλαίσιο της οργάνωσης και της λειτουργίας της ΑΕΠΠ διέπεται, επίσης, από τα κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθέντα προεδρικά διατάγματα, ήτοι το π.δ. 38/2017 «Κανονισμός Λειτουργίας ΑΕΠΠ»13, το π.δ. 39/2017 «Κανονισμός Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών»14, το π.δ. 57/2017 (Α΄ 88) «Οργανισμός της ΑΕΠΠ» και το π.δ. 58/2017 «Ειδικός Κανονισμός Οικονομικής Διαχείρισης ΑΕΠΠ».15

Νέο σύστηµα έννοµης προστασίας στο στάδιο που προηγείται της σύναψης των δηµοσίων συµβάσεων

Με το Βιβλίο ΙV του Ν. 4412/2016 εισήχθη νέο σύστηµα έννοµης προστασίας κατά τη σύναψη δηµοσίων συµβάσεων. Σύµφωνα µε αυτό, κάθε ενδιαφερόµενος που έχει ή είχε συµφέρον να του ανατεθεί συγκεκριµένη δημόσια σύµβαση και θίγεται από πράξη ή παράλειψη της αναθέτουσας αρχής δύναται να προσφύγει µε προδικαστική προσφυγή ενώπιον της ΑΕΠΠ και να ζητήσει την ακύρωσή της, καθώς και προσωρινά µέτρα προστασίας. Επιπλέον, ενώπιον του ίδιου οργάνου δύναται να ζητηθεί η ακύρωση παρανόµως συναφθείσας σύµβασης.

Βασική διαφορά του νέου κανονιστικού πλαισίου σε σχέση με το παλαιό είναι ότι στο διάστηµα που προηγείται της συζήτησης του κύριου ένδικου βοηθήµατος, ο οικονοµικός φορέας δύναται πλέον να ζητήσει την αναστολή ή/και ακύρωση των παράνοµων πράξεων της αναθέτουσας αρχής ενώπιον ενός μόνο οργάνου και µε µια προσφυγή, σε αντίθεση µε τα ισχύοντα υπό τον Ν. 3886/2010, σύµφωνα µε τον οποίο, της συζήτησης του κύριου ένδικου βοηθήµατος προηγούντο: α) η προδικαστική προσφυγή ενώπιον της αναθέτουσας αρχής (άρθρο 4) και β) η αίτηση ασφαλιστικών µέτρων ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου (άρθρο 5).

Πεδίο εφαρμογής

Οι διατάξεις του Βιβλίου IV περί της έννομης προστασίας κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων (άρθρα 345-374) διέπουν τις διαφορές που αναφύονται από πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες εκδίδονται ή συντελούνται από την αναθέτουσα αρχή στο πλαίσιο διαγωνιστικής διαδικασίας που ξεκινά (παρ. 7 του άρθρου 379 Ν. 4412/2016, όπως ισχύει κατόπιν της τροποποιήσεώς του από το άρθρο 43 του Ν. 4487/2017):

α) για τις δημόσιες συμβάσεις γενικών υπηρεσιών και τις δημόσιες συμβάσεις προμηθειών, μετά την 26η Ιουνίου 2017,

β) για τις δημόσιες συμβάσεις έργων, τις δημόσιες συμβάσεις εκπόνησης μελετών και παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών, με εκτιμώμενη αξία σύμβασης (χωρίς Φ.Π.Α.) ίση ή ανώτερη των 5.225.000 ευρώ (ήτοι του κατώτατου ορίουτων άρθρων 5 και 235 του 4412/2016, όπως κάθε φορά ισχύουν), καθώς και των συμβάσεων παραχώρησης έργων και υπηρεσιών με εκτιμώμενη αξία σύμβασης ίση ή ανώτερη των 5.225.000 ευρώ (ήτοι το κατώτατο όριο του άρθρου 1 παρ. 2 περίπτωση α` του ν. 4413/2016, όπως κάθε φορά ισχύει), μετά την 1η Ιανουαρίου 2018,

γ) για τις δημόσιες συμβάσεις έργων, τις δημόσιες συμβάσεις εκπόνησης μελετών, παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών, με εκτιμώμενη αξία ανώτερη των εξήντα χιλιάδων (60.000) και κατώτερη των 5.225.000 ευρώ (ήτοι του κατώτατου ορίου των άρθρων 5 και 235 του 4412/2016, όπως ισχύουν κάθε φορά), καθώς και των συμβάσεων παραχώρησης έργων και υπηρεσιών με εκτιμώμενη αξία σύμβασης κατώτερη των 5.225.000 ευρώ (ήτοι το κατώτατο όριο του άρθρου 1 παρ. 2 περίπτωση α` του ν. 4413/2016, όπως ισχύει κάθε φορά), μετά την 1η Μαρτίου 2018.

Προστασία κατά το προσυμβατικό στάδιο των δημοσίων συμβάσεων

Σύμφωνα με το άρθρο 360 του νόμου, κάθε ενδιαφερόμενος, ο οποίος έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί σύμβαση του Ν. 4412/2016 και έχει υποστεί ή ενδέχεται να υποστεί ζημία από εκτελεστή πράξη ή παράλειψη της αναθέτουσας αρχής/αναθέτοντος φορέα κατά παράβαση της ευρωπαϊκής ή εσωτερικής νομοθεσίας, έχει δικαίωμα να προσφύγει στην ΑΕΠΠ και να ζητήσει προσωρινή προστασία, ακύρωση παράνομης πράξης ή παράλειψης της αναθέτουσας αρχής ή ακύρωση σύμβασης η οποία έχει συναφθεί παράνομα.

Επίσης, κάθε ενδιαφερόμενος, ο οποίος έχει υποστεί ή ενδέχεται να υποστεί ζημία από απόφαση της ΑΕΠΠ επί της προδικαστικής προσφυγής, μπορεί να ασκήσει αίτηση για την αναστολή εκτέλεσης και αίτηση για την ακύρωση της απόφασής της ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 345 του νόμου, η ΑΕΠΠ αποτελεί το καθ’ύλην αρμόδιο όργανο παροχής έννομης προστασίας στο πεδίο των διαφορών που αναφύονται από πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες εκδίδονται ή συντελούνται από την αναθέτουσα αρχή/αναθέτοντα φορέα κατά τη διαδικασία ανάθεσης των δημοσίων συμβάσεων, καθώς και τροποποίησης αυτών, με εκτιμώμενη αξία ανώτερη των 60.000 ευρώ. Ομοίως είναι αρμόδια και για τις διαφορές που ανακύπτουν κατά τη διαδικασία ανάθεσης συμφωνιών-πλαίσιο, συμβάσεων παραχώρησης και δυναμικών συστημάτων αγορών.

Δικαίωμα άσκησης προδικαστικής προσφυγής

Κάθε ενδιαφερόμενος που έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση του νόμου και έχει ή είχε υποστεί ή ενδέχεται να υποστεί ζημία από εκτελεστή πράξη ή παράλειψη της αναθέτουσας αρχής/αναθέτοντος φορέα κατά παράβαση της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της εθνικής νομοθεσίας, υποχρεούται σύμφωνα με το άρθρο 360, πριν από την υποβολή των προβλεπόμενων στα άρθρα 372 - 373 ένδικων βοηθημάτων, να ασκήσει προδικαστική προσφυγή ενώπιον της ΑΕΠΠ κατά της σχετικής πράξης ή παράλειψης, καθώς αυτή αποτελεί απαραίτητη διαδικαστική προϋπόθεση.

Για το παραδεκτό της άσκησης προδικαστικής προσφυγής κατατίθεται παράβολο από τον προσφεύγοντα υπέρ του Δημοσίου, το ύψος του οποίου ανέρχεται σε ποσοστό 0,50% της προϋπολογισθείσας αξίας, χωρίς Φ.Π.Α., της σχετικής σύμβασης και δεν μπορεί να είναι κατώτερο των 600 ευρώ και ανώτερο των 15.000 ευρώ. 

Περαιτέρω, δεν επιτρέπεται η άσκηση άλλης διοικητικής προσφυγής κατά των εκτελεστών πράξεων ή παραλείψεων της αναθέτουσας αρχής/αναθέτοντος φορέα κατά τη διαδικασία της ανάθεσης δημόσιων συμβάσεων εκτός από την προδικαστική προσφυγή ενώπιον της ΑΕΠΠ.

Σε περίπτωση προσφυγής κατά πράξης της αναθέτουσας αρχής, η προθεσμία για την άσκηση της προδικαστικής προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 361 είναι:

  • 10 ημέρες από την κοινοποίηση της προσβαλλόμενης πράξης στον ενδιαφερόμενο οικονομικό φορέα αν η πράξη κοινοποιήθηκε με ηλεκτρονικά μέσα ή τηλεομοιοτυπία ή
  • 15 ημέρες από την κοινοποίηση της προσβαλλόμενης πράξης στον ενδιαφερόμενο οικονομικό φορέα, αν χρησιμοποιήθηκαν άλλα μέσα επικοινωνίας, άλλως,
  • 10 ημέρες από την πλήρη, πραγματική ή τεκμαιρόμενη, γνώση της πράξης που βλάπτει τα συμφέροντα του ενδιαφερόμενου οικονομικού φορέα. Για την άσκηση προσφυγής κατά προκήρυξης, η πλήρης γνώση τεκμαίρεται μετά την πάροδο 15 ημερών από τη δημοσίευση στο ΚΗΜΔΗΣ.
  • κατά παράλειψης, 15 ημέρες από τη συντέλεση της προσβαλλόμενης παράλειψης.

Ανασταλτικό αποτέλεσμα

Η προθεσμία για την άσκηση της προδικαστικής προσφυγής και η άσκησή της, σύμφωνα με το άρθρο 364, κωλύουν τη σύναψη της σύμβασης επί ποινή ακυρότητας, εκτός εάν η ΑΕΠΠ κατά τη διαδικασία χορήγησης προσωρινών μέτρων, σύμφωνα με το άρθρο 15 του Κανονισμού Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών, αποφανθεί διαφορετικά. Κατά τα λοιπά, η άσκηση της προδικαστικής προσφυγής, δεν κωλύει την πρόοδο της διαγωνιστικής διαδικασίας, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί προσωρινών μέτρων του άρθρου 366.

Προσωρινά μέτρα

Σύμφωνα με το άρθρο 366, ο σχηματισμός της ΑΕΠΠ, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η εξέταση της προσφυγής, μπορεί, ύστερα από αίτημα του προσφεύγοντος ή ακόμη και αυτεπαγγέλτως, και μετά από κλήση της αναθέτουσας αρχής προ τριών ημερών, να εκδώσει εντός δέκα ημερών από την επομένη της χρέωσης της υπόθεσης σε αυτόν, πράξη αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης και να ορίσει τα κατάλληλα μέτρα που πρέπει να ληφθούν έως ότου αποφανθεί για την προδικαστική προσφυγή και, πάντως, όχι πέραν της αποκλειστικής εικοσαήμερης προθεσμίας που τίθεται από το νόμο.

Με την απόφαση αναστολής εκτέλεσης, μπορεί να διατάσσονται προσωρινά μέτρα για να επανορθωθεί η εικαζόμενη παράβαση ή να αποτραπεί η ζημία των θιγόμενων συμφερόντων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται μέτρα που αναστέλλουν τη διαδικασία ανάθεσης δημόσιας σύμβασης ή την εκτέλεση οποιοσδήποτε απόφασης λαμβάνει η αναθέτουσα αρχή. Με την ίδια απόφαση, μπορεί να διατάσσεται και η άρση της απαγόρευσης σύναψης της σύμβασης. Λόγο άρσης της απαγόρευσης αυτής συνιστά το προδήλως απαράδεκτο ή το προδήλως αβάσιμο της προδικαστικής προσφυγής.

Δικαστική Προστασία

Σύμφωνα με το άρθρο 372, όποιος έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ζητήσει την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης της ΑΕΠΠ και την ακύρωσή της ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου της έδρας της αναθέτουσας αρχής, το οποίο αποφαίνεται αμετακλήτως. Δικαίωμα άσκησης των ίδιων ενδίκων βοηθημάτων έχει και η αναθέτουσα αρχή, αν η ΑΕΠΠ κάνει δεκτή την προδικαστική προσφυγή.

Η αίτηση αναστολής κατατίθεται στο αρμόδιο δικαστήριο μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών από την έκδοση της απόφασης επί της προδικαστικής προσφυγής. Για την άσκηση της αιτήσεως αναστολής κατατίθεται παράβολο 0,1% της προϋπολογισθείσας αξίας (από 500 έως 5.000 ευρώ). Με την κατάθεση της αιτήσεως αναστολής η προθεσμία άσκησης της αίτησης ακύρωσης διακόπτεται και αρχίζει εκ νέου από την επίδοση της σχετικής απόφασης.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το ίδιο άρθρο 372, η αίτηση ακύρωσης ασκείται ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου της έδρας της αναθέτουσας αρχής μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών από τον διάδικο που πέτυχε υπέρ αυτού την αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης από την επίδοση της απόφασης αυτής, διαφορετικά αίρεται αυτοδικαίως η ισχύς της αναστολής.

Όσον αφορά, όμως, τις διαφορές από την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης έργων ή υπηρεσιών, δημόσιων συμβάσεων οι οποίες υλοποιούνται ως Συμπράξεις Δημόσιου-Ιδιωτικού Τομέα (Σ.Δ.Ι.Τ.), δημόσιων συμβάσεων των εξαιρούμενων τομέων (Οδηγία 2014/25/ΕΕ), αρμοδιότητα έχει το Συμβούλιο της Επικρατείας. Το αυτό ισχύει και για τις διαφορές από την ανάθεση δημόσιων συμβάσεων του πεδίου εφαρμογής της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ με προϋπολογισμό μεγαλύτερο των 15.000.000 ευρώ.

  • 1. Σύμφωνα με τις τότε ισχύουσες οδηγίες 71/305/ΕΟΚ και 77/62/ΕΟΚ του Συμβουλίου, ΕΕ L 185 και L 13 αντιστοίχως, όπως είχαν τροποποιηθεί.
  • 2. «για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων», ΕΕ L 395, βλ. το προοίμιο αυτής.
  • 3. Η Οδηγία 89/665/ΕΟΚ τροποποιήθηκε με το άρθρο 41 της Οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18ης Ιουνίου 1992 (ΕΕ L 209), προκειμένου να καταλάβει και τις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών. Ακολούθως, με την οδηγία 2007/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Δεκεμβρίου 2007 «για την τροποποίηση των οδηγιών 89/665/ΕΟΚ και [της σχετικής με τους «ειδικούς τομείς» του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών] 92/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης δημόσιων συμβάσεων» (ΕΕ L 335), μεταξύ άλλων, αντικαταστάθηκαν τα άρθρα 1 και 2 της ανωτέρω Οδηγίας 89/665/ΕΟΚ.
  • 4. «Δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων - Εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με την Οδηγία 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Ιουνίου 1989 (L 395) και την Οδηγία 92/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 25ης Φεβρουαρίου 1992 (L 76), όπως τροποποιήθηκαν με την Οδηγία 2007/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Δεκεμβρίου 2007 (L 335)», Α΄ 173/30.09.2010, άρθρο 12.
  • 5. Η διάταξη του Ν. 4111/2013 τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 74 του Ν. 4146/2013 (ΦΕΚ Α’ 90/18.04.2013)
  • 6. Απρίλιος 2011
  • 7. βλ. Προοίµιο της Οδηγίας 2014/25/ΕΕ παρ. (2), (4), ΕΕΕΕ L 94/243 της 28.03.2014
  • 8. Οι οδηγίες τέθηκαν σε ισχύ στις 17 Απριλίου 2014 και δόθηκαν στα κράτη µέλη είκοσι τέσσερις (24) µήνες για την ενσωµάτωση των διατάξεων των νέων οδηγιών στο εθνικό δίκαιο, ενώ ειδικά για τις διαδικασίες σύναψης συµβάσεων µε ηλεκτρονικά µέσα τριάντα (30) µήνες επιπλέον. Συνεπώς, η Ελλάδα υποχρεούτο να εναρµονίσει τις ρυθµίσεις της εσωτερικής της έννοµης τάξης µε αυτές των νέων Οδηγιών της Ε.Ε. µέχρι την 18η Απριλίου 2016.
  • 9. Για πρώτη φορά θεσπίζεται χωριστή οδηγία για τις παραχωρήσεις.
  • 10. Εισηγητική έκθεση του ν. 4412/2016, διαθέσιμη στις 16/11/2016 στην ιστοσελίδα της Βουλής των Ελλήνων, http://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/2f026f42-950c-4efc-b950-340c4... .
  • 11. βλ. Προοίµιο της ανωτέρω Οδηγίας 2014/25/ΕΕ παρ. (4), ΕΕΕΕ L 94/243 της 28.03.2014
  • 12. Α’ 147
  • 13. Α’ 63
  • 14. Α’ 64
  • 15. Α΄ 88
Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας - 4η έκδοση

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΓΕΝΙΚΑ​

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΝΙΚΑΣ

Δικαστικός Έλεγχος της Συνταγματικότητας των Νόμων και Ερμηνεία του Συντάγματος

Ευάγγελος Βενιζέλος

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ & ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ / ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

send