Κορωνοϊός, ΚΙΔ, καραντίνα, απομόνωση (ΑΜΑ)
Γνωμοδότηση για την Καραντίνα και την ιατρική Δεοντολογία Συμβουλίου του Αμερικανικού Ιατρικού Συλλόγου (ΑΜΑ)
09/04/2020
23/04/2020
Ο Αμερικανικός Ιατρικός Σύλλογος (AMA) υιοθέτησε τη γνωμοδότηση 2.25 του Council on Ethical and Judicial Affairs του AMA, χρόνια πριν την έναρξη της πανδημίας, αλλά εξαιρετικά επίκαιρη, λόγω της πανδημίας του COVID-19, που αφορά σε δεοντολογικούς κανόνες για τη χρήση καραντίνας ή απομόνωσης για λόγους δημόσιας υγείας.
Το κείμενο έχει ως εξής:
«Γνωμοδότηση 2.25 - Η χρήση της καραντίνας και της απομόνωσης ως παρεμβάσεις δημόσιας υγείας.
Η καραντίνα και η απομόνωση για την προστασία της υγείας του πληθυσμού ενδέχεται να έρχονται σε σύγκρουση με τα ατομικά δικαιώματα της ελευθερίας και της αυτοδιάθεσης.
Το ιατρικό επάγγελμα, σε συνεργασία με τους συναδέλφους της δημόσιας υγείας, πρέπει να αναλάβει ενεργό ρόλο στη διασφάλιση ότι αυτές οι παρεμβάσεις έχουν επιστημονικό έρεισμα και εφαρμόζονται σύμφωνα με συγκεκριμένες ηθικές και δεοντολογικές εκτιμήσεις και αξιολογήσεις.
1. Για το σκοπό αυτό, το ιατρικό επάγγελμα και οι ιατροί πρέπει:
α) να επιζητούν την κατάλληλη ισορροπία των δημόσιων αναγκών και των ατομικών περιορισμών, ώστε η καραντίνα και η απομόνωση να χρησιμοποιούν τα λιγότερο περιοριστικά διαθέσιμα μέτρα που θα ελαχιστοποιούν τις αρνητικές επιπτώσεις στην κοινότητα μέσω του ελέγχου των ασθενειών, παρέχοντας παράλληλα προστασία των ατομικών δικαιωμάτων.
β) να συμβάλλουν στη διασφάλιση ότι η καραντίνα και η απομόνωση βασίζονται σε έγκυρους επιστημονικούς κανόνες και δεν στοχεύουν αυθαίρετα στις κοινωνικοοικονομικές, φυλετικές ή εθνοτικές ομάδες.
γ) να συνηγορούν υπέρ του ύψιστου δυνατού επιπέδου εμπιστευτικότητας των προσωπικών υγειονομικών πληροφοριών κάθε φορά που μεταδίδονται κλινικές πληροφορίες στο πλαίσιο της υποβολής εκθέσεων για τη δημόσια υγεία.
δ) να συνηγορούν υπέρ της πρόσβασης στις υπηρεσίες δημόσιας υγείας, ώστε να εξασφαλίζεται έγκαιρη ανίχνευση των κινδύνων και να προλαμβάνονται μη δικαιολογημένες καθυστερήσεις στην εφαρμογή της καραντίνας και της απομόνωσης.
ε) να συμβάλλουν στην εκπαίδευση των ασθενών και του κοινού σχετικά με την καραντίνα και την απομόνωση μέσω ανάπτυξης εκπαιδευτικού υλικού και συμμετοχής σε εκπαιδευτικά προγράμματα.
στ) να συνηγορούν υπέρ της διαθεσιμότητας προστατευτικών και προληπτικών μέτρων για τους γιατρούς και άλλους υγειονομικούς που περιθάλπουν ασθενείς με μεταδοτικές ασθένειες.
2. Οι μεμονωμένοι ιατροί θα πρέπει να συμμετέχουν στην εφαρμογή κατάλληλων μέτρων καραντίνας και απομόνωσης ως μέρος της υποχρέωσής τους να παρέχουν ιατρική περίθαλψη κατά τη διάρκεια επιδημιών (βλ. Γνωμοδότηση E-9.067, "Υποχρέωση ιατρού για την προετοιμασία και αντιμετώπιση καταστροφών").
Προς τούτο, η προάσπιση των βέλτιστων εννόμων συμφερόντων των μεμονωμένων ασθενών παραμένει πρωταρχικής σημασίας (βλ. Γνωμοδότηση E-10.015, "Η σχέση ασθενούς-ιατρού").
Κατά συνέπεια, οι γιατροί πρέπει:
α) να ενθαρρύνουν τους ασθενείς να συμμορφώνονται με τη δική τους βούληση σε επιστημονικά τεκμηριωμένα μέτρα απομόνωσης και απομόνωσης, εκπαιδεύοντάς τους σχετικά με τη φύση της απειλής για τη δημόσια υγεία, τη δυνητική βλάβη που τίθεται για τον ασθενή και τρίτους, καθώς και τα προσωπικά και δημόσια οφέλη που προκύπτουν από την καραντίνα ή απομόνωση. Εάν ο ασθενής δεν συμμορφωθεί εθελοντικά με τέτοια μέτρα, ο γιατρός πρέπει να υποστηρίξει υποχρεωτική καραντίνα και απομόνωση για τον ασθενή που δεν συμμορφώνεται. [ΣΗΜ. Στην περίπτωση αυτή η Πολιτεία θέτει υπεύθυνο τον ιατρό για τη θέση του ασθενούς σε καραντίνα].
β) να συμμορφώνονται με τις υποχρεωτικές απαιτήσεις αναφορών κρουσμάτων και να ενημερώνουν τους ασθενείς σχετικά με αυτές τις εκθέσεις.
γ) να ελαχιστοποιούν τους κινδύνους μετάδοσης μολυσματικών ασθενειών από ιατρό σε ασθενή και διασφάλιση ότι παραμένουν διαθέσιμοι για την παροχή των απαραίτητων ιατρικών υπηρεσιών χρησιμοποιώντας κατάλληλα προστατευτικά και προληπτικά μέτρα, αναζητώντας ιατρική αξιολόγηση και θεραπεία εάν υποψιάζονται ότι έχουν μολυνθεί και να τηρούν τα υποχρεωτικά μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας.
3. Οι ιατροί της πρώτης γραμμής έχουν αυξημένη δεοντολογική υποχρέωση να κάνουν χρήση ασφαλών και αποτελεσματικών προστατευτικών και προληπτικών μέτρων (για
παράδειγμα εμβόλιο κατά της γρίπης).(Virtual Mentor. 2010;12(9):717-718. doi:10.1001/virtualmentor.2010.12.9.coet1-1009. Μετάφραση Χ. Πολίτη).
Πρόκειται για γενικές δεοντολογικές κατευθύνσεις.
Σύμφωνα με τον ελληνικό Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, Ν. 3418/2005, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 2, 3, και 4, άρθ. 3 παρ. 2, 4 παρ. 1, 8 παρ. 1, 9 παρ. 1, ιδίως 9 παρ. 5. «Ο ιατρός οφείλει, σε κάθε περίπτωση επέλευσης έκτακτης ανάγκης ή μαζικής καταστροφής, ανεξαρτήτως της ένταξής του σε σχέδιο αντιμετώπισης εκτάκτων αναγκών, να προσφέρει τις ιατρικές υπηρεσίες του, έστω και χωρίς αμοιβή ή αποζημίωση».
Επίσης (δεν αναφέρουμε ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις, αλλά μόνο στα πλαίσια του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας) αίρεται το ιατρικό απόρρητο, πάντοτε όμως με βάση τμ αρχή της αναλογικότητας (Συντ 25 παρ. 1), του ΓΚΠΔ ΕΕ 2016/616, Ν. 4624/2019, με ειδικές εξαιρέσεις που δεν είναι του παρόντος κλπ. άρθ. 13 παρ. 3 ΚΙΔ περ. α «Η άρση του απορρήτου αίρεται όταν α) ο ιατρός αποβλέπει στην εκπλήρωση νομικού καθήκοντος. Νομικό καθήκον συντρέχει, όταν η αποκάλυψη επιβάλλεται από ειδικό νόμο, όπως στις περιπτώσεις … μολυσματικών νόσων…» και περ. γ. «Συντρέχει κατάσταση ανάγκης ή άμυνας».
Η καραντίνα και η απομόνωση μετά τη μεταπολίτευση δεν εφαρμόστηκε ποτέ, επειδή άλλωστε δεν υπήρχε λόγος και ο HIV δεν μεταδιδόταν παρά μόνο υπό ειδικές προϋποθέσεις, η ατομική δε ευθύνη κυρίως των σεξουαλικών συντρόφων με χρήση ελαστικού προφυλακτικού μιας χρήσης, ο έλεγχος της αποφυγής μόλυνσης του νεογνού από τη μητέρα μέσω κάθετης μετάδοσης, κυρίως με την παράλειψη θηλασμού, και οι εξελιγμένες τεχνικές μοριακής τεχνολογίας (PCR), αλλά και ανοσοενζυμικές, νεότερων γενεών, περιόρισαν αισθητά τον κίνδυνο στο γενικό πληθυσμό.
Η καραντίνα απειλήθηκε το 2002-2003 με την εμφάνιση του ιού SARS, το 2014 με την εμφάνιση του συγγενούς ιού MERS και βεβαίως με τον H1N1, κατά τα έτη 2009-2010, ιδίως όταν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας είχε υπερεκτιμήσει την επιθετικότητα της νόσου H1N1, (δυστυχώς το αντίθετο με τον COVID-19, όπου φαίνεται ότι υποεκτιμήθηκε η επιθετικότητα, μεταδοτικότητα και θνησιμότητα της νόσου).
Θα θέλαμε να τελειώσουμε το παρόν με ορισμένες διαπιστώσεις.
Το δίκαιο Δημόσιας Υγείας δεν έχει ιδιαίτερη νομική θεωρία και πολύπλοκες νομικές κατασκευές.
Θέτει όμως προβλήματα ιδιαίτερης φύσης σε μακροεπίπεδο και έχει να κάνει με εκατοντάδες χιλιάδες, ίσως και εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές. Χαρακτηριστικό του δικαίου Δημόσιας Υγείας είναι ότι χρειάζεται από τα κράτη παρεμβάσεις που έχουν δύο κύρια χαρακτηριστικά.
Είναι άμεσες και στοχευμένες.
Είναι ακριβώς σαν την πυρκαγιά. Για να είναι η παρέμβαση αποτελεσματική χρειάζεται να είμαι άμεση και στοχευμένη, στην εστία, ώστε να αποφευχθεί η μετάδοση. Αν η πυρκαγιά εξαπλωθεί είναι εξαιρετικά δύσκολη η αντιμετώπισή της.
Είναι φανερό σε παγκόσμιο επίπεδο ότι στα κράτη που έλαβαν έγκαιρα μέτρα η διάδοση του ιού περιορίστηκε.
Σε εκείνα τα κράτη, ακόμη και ισχυρά, ακόμη και με στέρεα εθνικά συστήματα υγείας, που τα μέτρα καθυστέρησαν για οποιουσδήποτε λόγους, ιδεολογικούς, οικονομικούς, πολιτικούς (με ένα μεγάλο ερώτημα τη Σουηδία, όπου όμως κυριαρχεί η αυτοπειθαρχία, η εμπιστοσύνη προς το κράτος, η συλλογικότητα, ο σεβασμός της προσωπικότητας του άλλου και του κοινωνικού συνόλου, αλλά και η έλλειψη συνωστισμού) το πρόβλημα πήρε, δυστυχώς, ανεξέλεγκτες διαστάσεις.
Είμαστε από τις τυχερές ή διορατικές χώρες, για την ώρα, που λάβαμε έγκαιρα μέτρα και η εξάπλωση περιορίστηκε δραστικά.
Είναι και στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί, η συνέχιση της συμμόρφωσης των πολιτών προς τα μέτρα του κράτους μετά από εισηγήσεις των ειδικών εμπειρογνωμόνων μέχρι η καμπύλη να γίνει επίπεδη, μέχρι να ευρεθούν ικανοποιητικά θεραπευτικά σχήματα και μέχρι την επιθυμητή εξεύρεση εμβολίου.
ΣΗΜ. Για συστηματική ερμηνεία ΚΙΔ βλ. Χ. Πολίτη, ΕρμΚΙΔ, 2006, Εμ. Λασκαρίδη (επιμ.) ΕρμΚΙΔ, 2013, Παπαχρήστου/Βιδάλη (επιμ.) ΕρμΚΙΔ, 2013.