Η έννοια της πλήρους αποζημίωσης στην αναγκαστική απαλλοτρίωση
15/11/2024
04/12/2024
Στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε το ζήτημα σχετικά με τη νομιμότητα ή μη της αξίωσης για επιδίκαση διαφυγόντων κερδών από επιχείρηση, που λειτουργεί σε ακίνητο, το οποίο απαλλοτριώνεται, ή σε τμήμα αυτού, που απομένει μετά την απαλλοτρίωση (ΟλΑΠ 1/2024).
Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε πως περιλαμβάνεται και η ζημία του ιδιοκτήτη από την απολεσθείσα πρόσοδο του απαλλοτριωθέντος ακινήτου του, όταν η εν λόγω ζημία είναι συνέπεια της κηρυχθείσας απαλλοτρίωσης, διότι έτσι ικανοποιείται πλήρως το δικαίωμα αποζημίωσης και διασφαλίζεται ο σεβασμός στην περιουσία του ιδιοκτήτη. Ο Άρειος Πάγος στηρίχθηκε στη συνταγματική και υπερνομοθετική προστασία της ιδιοκτησίας (ΕΣΔΑ).
Η έννοια της πλήρους αποζημίωσης
Το άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος προβλέπει ότι «η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος». Το ίδιο το Σύνταγμα, λοιπόν, αναγνωρίζει ότι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας δεν είναι απόλυτο, αλλά μπορεί να περιοριστεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Επομένως, πρέπει εκάστοτε να εξεταστεί αν η δυσμενής περιουσιακή μεταβολή συνιστά προσβολή του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 παρ. 1 ή θεμιτό περιορισμό αυτής που πληροί τα κριτήρια της αρχής της αναλογικότητας. Κατά τη μάλλον κρατούσα γνώμη στη νομολογία, προασπίζεται συνταγματικώς η ιδιωτική περιουσία και η ιδιωτική περιουσία των ΝΠΔΔ.
Ειδικά για τη στέρηση της ιδιοκτησίας, που διαφοροποιείται από τον απλό περιορισμό της, βάσει του άρθρου 17 παρ. 2 εδ. α’ Συντάγματος «κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να ανταποκρίνεται στην αξία που είχε το απαλλοτριούμενοκατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισμό της απαλλοτρίωσης». Μάλιστα στην παρ. 4 του ίδιου άρθρου προβλέπεται καταβολή αποζημίωσης μέσα σε ενάμισι (1,5) έτος από τον προσδιορισμό της από τα πολιτικά δικαστήρια και επιπλέον η απαλλαγή αυτής από οποιονδήποτε φόρο, κράτηση ή τέλος. Βάσει δε της παρ. 5 του άρθρου 17 Συντάγματος, ο εκάστοτε νομοθέτης φέρει την υποχρέωση να ρυθμίσει την υποχρεωτική ικανοποίηση των δικαιούχων αποζημίωσης για αναγκαστική απαλλοτρίωση. Το άρθρο 17 εφαρμόζεται και σε απαλλοτριώσεις που κηρύσσονται σε εφαρμογή των εκάστοτε ισχυουσών πολεοδομικών διατάξεων, λόγω κιόλας της υπερίσχυσης του Συντάγματος έναντι παντός νόμου.
Τα εμπράγματα δικαιώματα, όπως η κυριότητα, προστατεύονται στο πλαίσιο του προορισμού του εκάστοτε ακινήτου, ο οποίος προσδιορίζεται εκάστοτε με βάση τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες και δεν συνιστά περιορισμό του περιεχομένου της προστατευόμενης ιδιοκτησίας.
Τέλος, απαιτείται η προηγούμενη καταβολή πλήρους αποζημίωσης, που πρέπει να συντελεστεί εντός 1,5 έτους από τη δημοσίευση της απόφασης και μέχρι την πλήρη καταβολή της ο ιδιοκτήτης του απαλλοτριούμενου διατηρεί στο ακέραιο κάθε δικαίωμά του. Η πλήρης αποζημίωση καλύπτει την πραγματική αξία του ακινήτου κατά τον χρόνο υπολογισμού της και καλύπτει τόσο την εμπράγματη όσο και κάθε άλλου είδους ζημία που υπέστη ο θιγόμενος. Ο κανόνας της αυτοδίκαιης άρσης των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων στην περίπτωση της μη συντέλεσής τους εντός 1,5 έτους από τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης προσωρινού ή οριστικού καθορισμού της σχετικής αποζημίωσης ισχύει και επί ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων, ανεξαρτήτως του ειδικότερου χαρακτηρισμού του ακινήτου από την άποψη της αρχαιολογικής λ.χ. νομοθεσίας, για τα οποία, όμως, και τον νυν ισχύοντα Ν. 4759/2020.
Πότε θεωρείται ότι συντελείται η ρυμοτομική απαλλοτρίωση
Η καταβολή της δικαστικώς προσδιορισθείσας αποζημίωσης ή η δημοσίευση στο ΦΕΚ της γνωστοποίησης για τη γενόμενη εμπρόθεσμη παρακατάθεση της αποζημίωσης επιφέρουν συντέλεση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης (άρθρο 17 παρ. 4 Σ και 7, 8, 11 Ν. 2882/2001).
Eιδικώς, κατά το άρθρο 7 Ν. 2882/2001, εάν υπόχρεος για την καταβολή της αποζημίωσης είναι ΟΤΑ Α` ή Β` βαθμού, η αναγκαστική απαλλοτρίωση συντελείται και με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως γνωστοποίησης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων ότι, κατ` εντολή και για λογαριασμό του υπόχρεου, παρακατέθεσε το ίδιο την αποζημίωση, «την επιδικασθείσα κατά το άρθρο 18 παράγραφος 4 δικαστική δαπάνη, καθώς και την αμοιβή των πληρεξουσίων δικηγόρων», κατά τους όρους και τα αποτελέσματα που ορίζονται στο επόμενο άρθρο 8 Ν. 2882/2001.
Η παρακατάθεση της αποζημίωσης στο Ταμείο Παρακαταθηκών αποτελεί δημόσια κατάθεση του άρθρου 427 ΑΚ και χαρακτηρίζεται ως γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου. Η κατάθεση της αποζημίωσης είναι εκτελεστή διοικητική πράξη και προσβάλλεται με αίτηση ακύρωσης όταν δημοσιεύεται στο ΦΕΚ και εφόσον κατατίθεται από το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ (όχι από ιδιώτη ή ΝΠΙΔ), ενώ η προθεσμία ξεκινά από την κοινοποίηση ή την πλήρη γνώση της κατάθεσης. Απαιτείται ολική παρακατάθεση για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, όχι μερική/τμηματική: μερική θεωρείται η παρακατάθεση μόνο για το έδαφος και όχι για τα επικείμενα αυτού.
Η αποζημίωση δέον να είναι πλήρης και καταλαμβάνει και τα συστατικά (βλ. 954 ΑΚ) που συναπαλλοτριώνονται. Πλήρης σημαίνει να παρέχει τη δυνατότητα στον κύριο να αποκαταστήσει το δικαίωμα που απαλλοτριώθηκε με άλλο ισάξιο. Δεν έχει ουδεμία σχέση η αποζημίωση αυτή με την προβλεπόμενη στα άρθρα του ΕισΝΑΚ για την αστική ευθύνη του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ. Κατά το άρθρο 4 ΚΑΑΑ, ως συστατικά θεωρούνται τα μόνιμα κτίσματα, τα δέντρα και οι φυτείες. Επίσης, ως πλήρης νοείται η αποζημίωση με την οποία θα μπορέσει ο κύριος να αντικαταστήσει το απαλλοτριούμενο με άλλο ισάξιο, στην ίδια ή παρεμφερή περιοχή, που θα παρέχει σ’ αυτόν ισόποσα περιουσιακά ωφελήματα.
Κομβικό παραμένει το πρόβλημα του αν η πλήρης αποζημίωση καλύπτει την αποζημίωση της ασκούμενης επιχείρησης εντός του απαλλοτριούμενου. Κατά την απόφαση του ΕΔΔΑ Van Marle, η «πελατεία» αντιστοιχεί σε περιουσιακό αγαθό που εντάσσεται στην έννοια της ιδιοκτησίας και της περιουσίας, άρα εμπίπτουν εδώ και η εμπορική φήμη, η οικονομική αξία της επιχείρησης και η ζημία του ιδιοκτήτη από την παύση της λειτουργίας της που επέρχεται ως άμεση συνέπεια της απαλλοτρίωσης και μάλιστα πρέπει αυτά να υπολογίζονται κατά την επιδίκαση από το δικαστήριο της σχετικής αποζημίωσης. Τούτο δε εκφράζει την εύλογη και δίκαιη ισορροπία μεταξύ των συγκρουόμενων δικαιωμάτων. Ωστόσο, η νομολογία του Αρείου Πάγου δεν συμμερίζεται τη θέση αυτή, αφού κρίνει ότι στην πλήρη αποζημίωση εντάσσεται μόνο η αξία του εδάφους και των συστατικών του και όχι η αποκατάσταση διαφυγόντων κερδών. Σημειωτέον, πάντως, είναι πως η άυλη οικονομική αξία μιας επιχείρησης που λειτουργεί στο ακίνητο δεν αποτελεί αυτοτελές απαλλοτριούμενοπεριουσιακό στοιχείο. Δεν αποκαθίσταται κάθε ζημία του ιδιοκτήτη που αποτελεί άμεση συνέπεια της απαλλοτρίωσης, έστω και αν συνδέεται άμεσα με την αξία του απαλλοτριουμένου. Η αποζημίωση αυτοτελώς της άυλης οικονομικής αξίας της επιχείρησης που ασκείται στο απαλλοτριούμενο ακίνητο αποκλείεται. Οι διατάξεις των άρθρων 13 και 25 του Ν. 2882/2001 δεν είναι αντίθετες στις διατάξεις του Συντάγματος ούτε της ΕΣΔΑ. Η αποζημίωση δεν υπόκειται σε κανένα φόρο, κράτηση ή τέλος (άρθρο 17 παρ. 4 Συντάγματος).
Για τον προσδιορισμού πλήρους αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη η αξία του απαλλοτριούμενου κατά τον χρόνο της πρώτης συζήτησης ενώπιον του δικαστηρίου της αίτησης καθορισμού (προσωρινού/οριστικού) της αποζημίωσης. Αν η συζήτηση για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης διεξαχθεί μετά την παρέλευση έτους από τη συζήτηση για τον προσωρινό προσδιορισμό, τότε για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά τον χρόνο της συζήτησης για τον οριστικό προσδιορισμό (άρθρο 17 παρ. 2 γ Συντάγματος και ισχύει από την ισχύ του Συντάγματος). Αν πριν την παρακατάθεση του ποσού της προσωρινής τιμής μονάδας εκδοθεί απόφαση οριστικού προσδιορισμού, τίθεται ένα ζήτημα λυσιτέλειας, ενώ δεν μπορεί να επέλθει συντέλεση της απαλλοτρίωσης με μόνο το ποσό του προσωρινού προσδιορισμού, γιατί θα παραβιαζόταν ο πλήρης χαρακτήρας της αποζημίωσης.
Το σκεπτικό του Αρείου Πάγου
Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος κάνει ένα τολμηρό βήμα προς τα εμπρός, ανατρέποντας τη μέχρι τώρα (παρουσιασθείσα ως άνω) νομολογία του για την έννοια της πλήρους αποζημίωσης.
Το δικαίωμα της αποζημίωσης περιλαμβάνει την αποκατάσταση τόσο της θετικής, όσο και της αποθετικής ζημίας, κατά το άρθρο 298 ΑΚ, έτσι ώστε να ικανοποιείται ο ανωτέρω κανόνας της πλήρους αποκατάστασης της ζημίας του δικαιούμενου προσώπου, η μη τήρηση του οποίου επιφέρει προσβολή του δικαιώματος του σεβασμού της περιουσίας του, αφού απομειώνει την δυναμικότητά της.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του ανωτάτου δικαστηρίου, λοιπόν, επί απαλλοτρίωσης ακινήτου, στην έννοια της πλήρους αποζημίωσης περιλαμβάνεται η αξία του απαλλοτριουμένου ακινήτου, αλλά και η περαιτέρω ζημία του ιδιοκτήτη, η οποία δεν συνδέεται μεν άμεσα με την αξία του απαλλοτριουμένου, είναι όμως συνέπεια της απαλλοτρίωσης της ιδιοκτησίας του. Επομένως, περιλαμβάνεται και η ζημία του ιδιοκτήτη από την απωλεσθείσα πρόσοδο του απαλλοτριωθέντος ακινήτου του και του, μετά την απαλλοτρίωση, εναπομένοντος τμήματος αυτού, όταν η εν λόγω ζημία είναι συνέπεια της κηρυχθείσας απαλλοτρίωσης, διότι έτσι το δικαίωμα αποζημίωσης ικανοποιείται πλήρως και εντεύθεν διασφαλίζεται ο σεβασμός στη περιουσία του ιδιοκτήτη.
Κατά συνέπεια, περιλαμβάνονται στην έννοια της πλήρους αποζημίωσης, ως διακεκριμένο οικονομικό μέγεθος, τα διαφυγόντα κέρδη από την εκμετάλλευση των επικειμένων εντός του απαλλοτριουμένου ακινήτου και του, μετά την απαλλοτρίωση, εναπομένοντος τμήματος αυτού, όταν η απώλεια του είναι συνέπεια της απαλλοτρίωσης και ανάγεται μόνο σε αυτήν. Συνεπώς, κατά την κρίση του δικαστηρίου είναι νόμιμη η αξίωση του καθ' ου η απαλλοτρίωση για επιδίκαση διαφυγόντων κερδών από την εκμετάλλευση των επικειμένων εντός του απαλλοτριουμένου ακινήτου και του, μετά την απαλλοτρίωση, εναπομένοντος τμήματος αυτού, εφόσον τα αιτούμενα διαφυγόντα κέρδη αποτελούν συνέπεια της απαλλοτρίωσης και έχουν ως μόνη αιτία αυτή.Ειδικότερα, είναι νόμιμη η αξίωση του καθ' ου η απαλλοτρίωση για επιδίκαση διαφυγόντων κερδών από επιχείρηση, η οποία λειτουργεί στο ακίνητο που απαλλοτριώνεται, ή στο τμήμα αυτού, που απομένει μετά την απαλλοτρίωση, εφόσον τα διαφυγόντα αυτά κέρδη συνιστούν άμεση συνέπεια της απαλλοτρίωσης και η αιτία τους ανάγεται σε αυτήν. Η δε μη εξέταση, λόγω του χαρακτηρισμού της ως μη νόμιμης, της αξίωσης αυτής για επιδίκαση διαφυγόντων κερδών αντιτίθεται προς τον πρόσφορο χαρακτήρα της αποζημίωσης, εξασθενεί την επάρκεια αυτής και διαταράσσει τη δίκαιη ισορροπία, η οποία πρέπει να υφίσταται μεταξύ του γενικού και του ατομικού συμφέροντος, κατά τρόπο ασυμβίβαστο με τη έννοια του ως άνω άρθρου 1 παρ. 1 του ως άνω Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου τη ΕΣΔΑ. Το δικαστήριο επεσήμανε ότι το δικαίωμα όμως του ιδιοκτήτη για αποκατάσταση της ζημίας του από την, συνεπεία της απαλλοτρίωσης, απώλεια της προσόδου του απαλλοτριωθέντος ακινήτου και την επιδίκαση για την αιτία αυτή διαφυγόντων κερδών, δεν μπορεί να επεκταθεί πέρα από το χρόνο συντέλεσης της απαλλοτρίωσης, η οποία προϋποθέτει καταβολή στο δικαιούχο της δικαστικώς προσδιορισθείσας αποζημίωσης ή νόμιμη κατάθεση αυτής.
Εν προκειμένω, λοιπόν, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα του αναιρεσείοντος για επιδίκαση διαφυγόντων κερδών από την κτηνοτροφική επιχείρηση που λειτουργεί στο ακίνητό του, μέρος του οποίου απαλλοτριώθηκε, με την αιτιολογία ότι η αποκατάσταση αυτών δεν περιλαμβάνεται στην έννοια της πλήρους αποζημίωσης των άρθρων 13 παρ. 1 του Ν. 2882/2001 και 17 παρ. 2 του Συντάγματος, παραβίασε την διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου τη ΕΣΔΑ. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, είναι νόμιμη η αξίωση του καθ' ου η απαλλοτρίωση για επιδίκαση διαφυγόντων κερδών από την εκμετάλλευση των επικειμένων εντός του απαλλοτριουμένου ακινήτου και του, μετά τη απαλλοτρίωση, εναπομένοντος τμήματος αυτού, εφόσον τα αιτούμενα διαφυγόντα κέρδη αποτελούν συνέπεια της απαλλοτρίωσης και έχουν ως μόνη αιτία αυτή. Επιπρόσθετα, με την ως άνω διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 2882/2001 ο νομοθέτης αποβλέπει στη ρύθμιση της προεκτεθείσας περίπτωσης απώλειας προσόδου και όχι στον αποκλεισμό κάθε άλλου δικαιώματος αναζήτησης διαφυγόντος κέρδους, που είναι συνέπεια της απαλλοτρίωσης.
Πρόκειται για μία κομβικής σημασίας απόφαση του Αρείου Πάγου με πολλαπλές συνέπειες, που ανατρέπει τη μέχρι στιγμής παγιωθείσα νομολογία του δικαστηρίου.