logo-print

Άφεση χρέους - Συυναινετικό διαζύγιο - Συμφωνία για συμμετοχή στα αποκτήματα (ΟλΑΠ 6/2019)

28/08/2019

12/09/2019

Η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων ΕΠολΔ 31
Δικαιοδοσία και Εκτέλεση επί διασυνοριακών ευρπωαϊκών οικογενειακών διαφορών

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Με την 514/2018 απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, το ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος ως προς τη φύση και το κύρος της συμβατικής παραίτησης από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, που γίνεται από τον δικαιούχο σύζυγο στο πλαίσιο της γενικότερης ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεών του με τον υπόχρεο σύζυγο, πριν όμως από τη γέννηση της αξίωσης, δηλαδή πριν λυθεί ή ακυρωθεί αμετακλήτως ο γάμος ή πριν συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση, ενόψει κοινής συμφωνίας αυτών για τη λύση του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο και υπό την προϋπόθεση ότι ο γάμος θα λυθεί πράγματι με συναινετικό διαζύγιο.

Με την απόφαση 6/2019 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου κρίθηκε ότι δεν αποκλείεται η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα να αποτελεί αντικείμενο ενός γενικότερου διακανονισμού περιουσιακών σχέσεων των συζύγων στις διαπραγματεύσεις τους για να καταλήξουν στη συμφωνία συναινετικού διαζυγίου.

Αφού μόνη η κοινή συναίνεση σε διαζύγιο συνιστά αυτοτελή και δεσμευτικό για τον δικαστή λόγο διαζυγίου, πολύ περισσότερο θα είναι ισχυρή και η υπό αίρεση ρύθμιση στο στάδιο αυτό της ενοχικής αξίωσης για τα αποκτήματα, ακόμη και διά παραιτήσεως, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι γενικοί όροι ακυρότητας της δήλωσης βουλήσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ.

Σύμφωνα με την απόφαση, η ρυθμιστική αυτή για τα αποκτήματα συμφωνία, εφόσον δεν πληρωθεί η αναβλητική αίρεση, υπό την οποία τελεί, δηλαδή της λύσης του γάμου με συναινετικό διαζύγιο, δεν επιφέρει αποτελέσματα και δεν μπορεί ως εκ τούτου, να θεμελιώσει ανατρεπτική ένσταση υπέρ του άλλου (υποχρέου) συζύγου.

Η ως άνω παραίτηση δεν έχει νομικό έρεισμα τη διάταξη του άρθρου 454 ΑΚ (σύμβαση άφεσης χρέους), εφόσον η σχετική απαίτηση ανάγεται στο μέλλον και δεν έχει γεννηθεί κατά τον χρόνο που εκείνη (παραίτηση) λαμβάνει χώρα.

Απόσπασμα της απόφασης

Κατά τη διάταξη του άρθρου 454 ΑΚ, όταν ο δανειστής συμφωνήσει με τον οφειλέτη την άφεση του χρέους ή με σύμβαση μαζί του αναγνωρίσει ότι δεν υπάρχει χρέος, επέρχεται απόσβεση της ενοχής. Εκ των ανωτέρω παρέπεται ότι η σύμβαση της άφεσης χρέους, που αφορά παραίτηση από ενοχικό και μόνο δικαίωμα, ήτοι από απαίτηση, προϋποθέτει υπάρξαν ή υπαρκτό, κατά τον χρόνο της σύναψής της, χρέος και όχι μελλοντικό, αόριστο ή εντελώς άγνωστο. Αν η σύμβαση αφορά χρέος που έχει αποσβεσθεί ή δεν έχει συσταθεί ποτέ, τότε πρόκειται για δικαιοπραξία βεβαιωτική της απόσβεσης ή για αρνητική αναγνωριστική σύμβαση αντίστοιχα, ενώ αν αφορά απαίτηση υπό αίρεση ή ακόμη μη γεννηθείσα, αλλά μέλλουσα, τότε πρόκειται για συμφωνία εκ των προτέρων προσδιοριστική της έκτασης της ενοχής.

Περαιτέρω, η κατά το άρθρο 1400 ΑΚ αξίωση του συζύγου για συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι ενοχική και προσωποπαγής, γεννάται δε από τη στιγμή που θα λυθεί ή θα ακυρωθεί αμετακλήτως ο γάμος ή που θα συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση των συζύγων, ενώ, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων του ανωτέρω άρθρου και των άρθρων 3, 174, 178, 871 και 1441 ΑΚ, ναι μεν η διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ έχει τον χαρακτήρα κανόνα αναγκαστικού δικαίου, και συνεπώς παραίτηση του δικαιούχου ή σύναψη αντιθέτων συμφωνιών εκ των προτέρων, πριν δηλαδή γεννηθεί η σχετική αξίωση απαγορεύεται και είναι άκυρη, δεν αποκλείεται, όμως, από τη διάταξη αυτή, όπως το ζήτημα των αποκτημάτων γίνει αντικείμενο ενός γενικότερου διακανονισμού των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, στις διαπραγματεύσεις αυτών για να καταλήξουν στην κατά το άρθρο 1441 ΑΚ συμφωνία συναινετικού διαζυγίου, οπότε, κατ' εξαίρεση, η συμφωνία αυτή είναι ισχυρή, με τον όρο ότι η τελευταία (συμφωνία των συζύγων για τα αποκτήματα) τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της, εξ αυτού αποκλειστικά του λόγου διαζυγίου, λύσης του γάμου.

Πράγματι, αφού μόνη η κοινή συναίνεση σε διαζύγιο συνιστά αυτοτελή και δεσμευτικό για τον δικαστή λόγο διαζυγίου, πολύ περισσότερο θα είναι ισχυρή και η υπό αίρεση ρύθμιση στο στάδιο αυτό της ενοχικής αξίωσης για τα αποκτήματα, ακόμη και δια παραιτήσεως, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι γενικοί όροι ακυρότητας της δήλωσης βουλήσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ.

Η ρυθμιστική αυτή για τα αποκτήματα συμφωνία, εφόσον δεν πληρωθεί η αναβλητική αίρεση, υπό την οποία τελεί, δηλαδή της λύσης του γάμου με συναινετικό διαζύγιο, δεν επιφέρει αποτελέσματα και δεν μπορεί ως εκ τούτου, να θεμελιώσει ανατρεπτική ένσταση υπέρ του άλλου (υποχρέου) συζύγου. Η, ως άνω, παραίτηση έχει νομικό έρεισμα στις προαναφερόμενες διατάξεις και όχι σ' αυτήν του άρθρου 454 ΑΚ, εφόσον, κατά τα προεκτιθέμενα, η σχετική απαίτηση ανάγεται στο μέλλον και δεν έχει γεννηθεί κατά τον χρόνο που εκείνη (παραίτηση) λαμβάνει χώρα. Αντίθετο επιχείρημα δεν δύναται να αντληθεί από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του ν. 4356/2015, η οποία για τους συνάπτοντες σύμφωνο συμβίωσης ορίζει ότι " τα μέρη δεν μπορούν να παραιτηθούν από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα πριν από τη γέννησή τους", διότι αν ο νομοθέτης ήθελε να ισχύει η απαγόρευση αυτή και στην περίπτωση του άρθρου 1400 ΑΚ θα το όριζε σ' αυτό ρητά. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (ημεδαπού ή αλλοδαπού) στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 4/2005). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (ΟλΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις αιτιολογίες (Ολ ΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίους, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται πλήρως, σαφώς και χωρίς αντιφάσεις, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΟλΑΠ 24/1992). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 578 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, αν το αιτιολογικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, ο Άρειος Πάγος απορρίπτει την αναίρεση εκτός αν υπάρχει έννομο συμφέρον να αποτραπεί το δεδικασμένο, οπότε αναιρείται η απόφαση μόνο ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της. Εσφαλμένο αιτιολογικό υπάρχει όταν κριθεί ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση υπάγονται σε άλλον κανόνα δικαίου, εφόσον η υπαγωγή αυτή απολήγει σε πόρισμα όμοιο προς το διατακτικό της απόφασης. Ως αιτιολογικό δηλαδή νοείται εδώ η νομική αιτία, ήτοι οι διατάξεις του νόμου που αποτελούν τη μείζονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και δεν ταυτίζονται με την αιτιολογία της απόφασης που ανάγονται στην ελάσσονα πρόταση του συλλογισμού αυτού (ΟλΑΠ 32/2002, ΟλΑΠ 30/1998).

Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, μετ' ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στην Αθήνα στις 27-8-1999, από τον οποίο δεν απέκτησαν τέκνα, ενώ ήδη με την υπ' αριθμό 3040/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και κατέστη αμετάκλητη, μετά την παραίτηση αμφοτέρων των διαδίκων από την άσκηση των κατ' αυτής τακτικών και εκτάκτων ενδίκων μέσων.... απαγγέλθηκε η συναινετική λύση του μεταξύ τους τελεσθέντος γάμου. Προς απόκρουση της αγωγικής απαιτήσεως της ενάγουσας προς απόδοση της αναλογούσας σ' αυτήν συμβολής στα αποκτήματα του πρώην συζύγου της, ο εναγόμενος.....ισχυρίσθηκε ότι αυτή (η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα) παραιτήθηκε από την ένδικη αξίωση της, δηλαδή της συμμετοχής της στην επελθούσα κατά τη διάρκεια του γάμου επαύξηση της περιουσίας του, με την από μηνός Ιανουαρίου δήλωση της, που του απηύθυνε και την οποία και αυτός αποδέχθηκε, στα πλαίσια ενός γενικότερου διακανονισμού των περιουσιακών τους σχέσεων, ενόψει λύσης του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο.

Ο εν λόγω ισχυρισμός του εναγομένου.... είναι νομικά βάσιμος, στηρίζεται δε στη διάταξη του άρθρου 454 ΑΚ, και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Πράγματι, με το από Ιανουαρίου 2007 ιδιωτικό συμφωνητικό, που υπεγράφη από αμφοτέρους τους διαδίκους " οι κάτωθι συμβαλλόμενοι: α) αφενός μεν ο Δ. Χ. του Μ., Δικηγόρος...β) αφετέρου δε η Κ. Π. του Γ., σύζυγος του Δ. Χ., Δικηγόρος, συμφώνησαν και έκαναν αμοιβαίως αποδεκτά, τα ακόλουθα: "Οι ως άνω συμβαλλόμενοι....... με το παρόν σήμερα αποφασίζουν και συμφωνούν ρητά να λύσουν το γάμο τους με τη διαδικασία του συναινετικού διαζυγίου....

Οι ως άνω συμβαλλόμενοι δηλώνουν προς αλλήλους ότι - με την επιφύλαξη των ανωτέρω - δεν έχουν ούτε διατηρούν καμία άλλη αξίωση ή απαίτηση κατ' αλλήλων από οποιαδήποτε αιτία, ούτε υπάρχει αξίωση ή απαίτηση από οικονομική συνεισφορά εκατέρωθεν στην επίτευξη της περιουσίας του άλλου κατά τη διάρκεια του γάμου τους και πάντως παραιτούνται αμοιβαία και χωρίς καμία επιφύλαξη τυχόν άλλων αξιώσεων τους κατ' αλλήλων.

Οι ως άνω συμβαλλόμενοι δηλώνουν ρητώς ότι παραιτούνται από κάθε δικαίωμα διάρρηξης, ακύρωσης και γενικώς προσβολής του παρόντος ιδιωτικού συμφωνητικού για οποιοδήποτε ουσιαστικό ή τυπικό λόγο ή αιτία και για όσα αναφέρονται στα άρθρα 178, 179 και 388 του Α.Κ.". Αμφότεροι οι διάδικοι, υπογράφοντας το ως άνω συμφωνητικό και γνωρίζοντας άριστα, ως δικηγόροι και οι δύο, το περιεχόμενό του και τις συνέπειες των δηλώσεών τους, προέβησαν σε ένα γενικότερο διακανονισμό των περιουσιακών τους σχέσεων και των εκατέρωθεν αξιώσεων τους, ενόψει της λύσης του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο.

Έτσι, στα πλαίσια αυτά και ενόψει της κοινής τους επιθυμίας για λύση του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο, οι διάδικοι, όπως ήδη προαναφέρθηκε, κατόπιν κοινής αίτησής τους, την οποία απηύθυναν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, και σε δύο συνεδριάσεις, που έγιναν στις 16.3.2007 και στις 29.10.2007 αντίστοιχα, δήλωσαν νομότυπα ότι συμφωνούν να λυθεί ο γάμος τους με συναινετικό διαζύγιο, οπότε και εκδόθηκε η 3040/2007 απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου, με την οποία απαγγέλθηκε η λύση του μεταξύ τους γάμου, η οποία ήδη κατέστη αμετάκλητη.

Συνεπώς, με την πλήρωση της αίρεσης, δηλαδή της έκδοσης του συναινετικού τους διαζυγίου, επήλθε αυτοδίκαια η απόσβεση της αξίωσης της ενάγουσας της συμμετοχής της στην επελθούσα κατά τη διάρκεια του γάμου επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου, από την οποία παραιτήθηκε με δήλωση ισχυρή, σοβαρή και έγκυρη. Σημειώνεται δε, ότι στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα δεν παραιτήθηκε από χρέος μελλοντικό, όπως η ίδια αβάσιμα ισχυρίζεται με το σχετικό λόγο της έφεσής της, αλλά τουναντίον προέβη σε έγκυρη σύμβαση άφεσης χρέους (άρθρα 361 και 454 Α.Κ.), υπό αναβλητική αίρεση, με την οποία τόσο η ίδια, όσο και ο εφεσίβλητος συμφώνησαν ότι παραιτούνται αμοιβαία από τις οποιεσδήποτε απαιτήσεις τους στις εκατέρωθεν οικονομικές συνεισφορές τους στην επαύξηση της περιουσίας του καθενός από αυτούς, υπό την αίρεση λύσεως του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο.

Έτσι, με την πλήρωση της αιρέσεως αυτής, η οποία επήλθε με λύση του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο, επήλθε και απόσβεση των εκατέρωθεν αξιώσεών τους από τη συμμετοχή τους στα αποκτήματα του αντιδίκου τους.

Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr

Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο - 3η έκδοση
Η Διαμεσολάβηση
send