logo-print

Αίτηση ακυρώσεως - Ζήτημα κατάργησης της δίκης λόγω επιγενόμενης νομοθετικής ρύθμισης του αντικειμένου της επίδικης κανονιστικής πράξης (ΣτΕ Ολομ. 685/2019)

Έλεγχος της αντισυνταγματικότητας του νέου νόμου

Σύχρονα και κρίσιμα θέματα της συνταγματικής νομολογίας του ελεγκτικού συνεδρίου

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ & ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ / ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Το δικαίωμα ιδιοκτησίας και η αναγκαστική απαλλοτρίωση -Κατ άρθρο ερμηνεία

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Πηγή: humanrightscaselaw.gr

ΣτΕ Ολομ. 685/2019 (κατόπιν παραπομπής της ΣτΕ Ε΄ Τμ. 1942/2017)

Ένδικη προστασία – Αίτηση ακυρώσεως – Ζήτημα κατάργησης της δίκης λόγω επιγενόμενης νομοθετικής ρύθμισης του αντικειμένου της επίδικης κανονιστικής πράξης – Έλεγχος της αντισυνταγματικότητας του νέου νόμου 

(Α) Με την 1942/2017 παραπεμπτική απόφαση του Ε΄ Τμήματος προς την Ολομέλεια οι διατάξεις του άρθρου 23 παρ. 4 του ν. 3889/2010, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 153 παρ. ΙΑ΄ του ν. 4389/2016, κατ’ εξουσιοδότηση των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη ΚΥΑ (περί ορισμού των κριτηρίων προσδιορισμού της οικιστικής πύκνωσης), κρίθηκαν ως αντίθετες προς το Σύνταγμα από δύο απόψεις. 

(Β) Όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 522-4/2015 Ολομ., 2307/2014 Ολομ., 4754-5/2012 Ολομ.), σε περίπτωση που διάταξη τυπικού νόμου επηρεάζει το αντικείμενο της δίκης και τίθεται ζήτημα εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 32 παρ. 1-2 του π.δ. 18/1989, το Δικαστήριο εξετάζει το ζήτημα αυτό χωρίς, κατ’ αρχήν, να ερευνά την συνταγματικότητα της νεότερης αυτής διάταξης νόμου. Η συμφωνία ή μη της τελευταίας αυτής διάταξης προς τα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1, 26 και 95 παρ. 1, εδάφιο α΄ του Συντάγματος ερευνάται μόνον σε περιπτώσεις που με το νεότερο νόμο ο νομοθέτης επεμβαίνει προς ρύθμιση, υπέρ της διαδίκου διοικητικής αρχής, διαφοράς που είναι ήδη εκκρεμής ενώπιον του Δικαστηρίου, είτε καταργώντας αναδρομικά ή μη την πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση, θεσπίζοντας, ενδεχομένως, ο ίδιος ατομική ρύθμιση προς επίτευξη του σκοπού που επεδίωκε με την επίμαχη πράξη, είτε κυρώνοντας την πράξη αυτή (ΣτΕ 522-4/2015 Ολομ., πρβλ. ΣτΕ 1661/2009 Ολομ., 1847/2008 Ολομ., 3633/2004 Ολομ., 4362/1997 Ολομ.), είτε, ακόμη, θεραπεύοντας την πλημμέλεια που θα οδηγούσε στην αποδοχή της αιτήσεως και την ακύρωση της προσβληθείσης πράξεως.

(Γ) Οι νεότερες διατάξεις του ν. 4489/2017 ρυθμίζουν το ίδιο θέμα με την προσβαλλόμενη ΚΥΑ και, μάλιστα, με πανομοιότυπο περιεχόμενο με αυτήν. Η ισχύς, εξάλλου, των διατάξεων αυτών ανατρέχει, κατά ρητή πρόβλεψή τους, στις 20.7.2016, δηλαδή στο χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης ΚΥΑ, με την οποία το θέμα ρυθμίστηκε για πρώτη φορά. Υπό τα δεδομένα αυτά, οι διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 4489/2017, νέας, δηλαδή, πολιτειακής πράξης που ρυθμίζει το ίδιο ζήτημα, δεν θα κατέλειπαν, πάντως, πεδίο ισχύος και εφαρμογής της προσβαλλόμενης κανονιστικής πράξης, αφού η επισήμανση με ιώδες περίγραμμα των οικιστικών πυκνώσεων επί των χαρτογραφικών υποβάθρων των δασικών χαρτών, με τα ουσιαστικά κριτήρια και τη διαδικασία που προέβλεπε η προσβαλλόμενη κανονιστική απόφαση, θα διενεργείται εφεξής βάσει των διατάξεων του άρθρου 39 του ν. 4489/2017, οι οποίες, μάλιστα, παρέχουν αναδρομικώς νέο νομικό έρεισμα και στην αποτύπωση των οικιστικών πυκνώσεων που έχει ήδη διενεργηθεί κατ’ εφαρμογή της προσβαλλόμενης πράξης. Ενόψει τούτων, οι διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 4489/2017 εγείρουν ζήτημα εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 32 παρ. 1 και 2 του π.δ. 18/1989 (πρβλ. ΣτΕ 522-4/2015 Ολομ.), οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην κατάργηση της παρούσας δίκης.

(Δ) Η αιτιολογική έκθεση του ν. 4489/2017 δεν υποδηλώνει, καθ’ εαυτή, πρόθεση του νομοθέτη να επέμβει στην παρούσα δίκη, και μάλιστα υπέρ της διάδικης διοικητικής αρχής, αφού καμία αναφορά δεν γίνεται στην εκκρεμή αυτή δίκη, η δε νομοθετική επιλογή φαίνεται να υπαγορεύεται από την ανάγκη επίσπευσης της διαδικασίας κατάρτισης των δασικών χαρτών, έστω και με την εξαίρεση των περικλειομένων από ιώδη περιγράμματα περιοχών. Η ίδια έκθεση, όμως, δεν περιλαμβάνει, όπως ευλόγως θα αναμενόταν, τους λόγους για τους οποίους, ενώ η ίδια ανάγκη επίσπευσης των δασικών χαρτών είχε οδηγήσει στη θέσπιση του άρθρου 23 παρ. 4 του ν. 3889/2010, όπως η παράγραφος αυτή είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 153 παρ. ΙΑ, και, κατ’ εξουσιοδότησή του, στην έκδοση της προσβαλλόμενης ΚΥΑ, δηλαδή, πλέγματος διατάξεων με πανομοιότυπο περιεχόμενο με αυτό του άρθρου 39 του ν. 4489/2017, κατέστη, κατά την αντίληψη του νομοθέτη, αναγκαία και, μάλιστα, σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, η επανάληψη των ίδιων ακριβώς ρυθμίσεων με νεότερο τυπικό νόμο. Οι λόγοι αυτοί προκύπτουν από τις οικείες συζητήσεις στη Βουλή και από σχετικά προηγούμενα δελτία τύπου του Αναπλ. Υπουργού Περιβάλλοντος). Από τα στοιχεία αυτά όμως, προκύπτει ότι με το άρθρο 39 του ν. 4489/2017 αποσκοπήθηκε πράγματι επέμβαση στην παρούσα, μεταξύ άλλων, δίκη, η οποία έχει δύο πλευρές. Με τις εν λόγω διατάξεις επιχειρήθηκε, αφ’ ενός, η θεραπεία της πρώτης νομικής πλημμέλειας της προσβαλλόμενης πράξης, η οποία διαγνώσθηκε με την 1942/2017 παραπεμπτική απόφαση και συνίσταται στη μη νόμιμη, κατά το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, έκδοσή της υπό τον τύπο της κανονιστικής υπουργικής απόφασης. Επιχειρήθηκε, αφ’ ετέρου, η διατήρηση των ίδιων ουσιαστικών ρυθμίσεων περί οικιστικών πυκνώσεων και εξαίρεσής τους από την ήδη προβλεπόμενη για τις λοιπές εκτάσεις ανάρτηση των δασικών χαρτών, παρ’ ότι η συνταγματικότητα των τελευταίων είχε επίσης αμφισβητηθεί από το αιτούν και εξ επόψεως του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος, η δε παραπεμπτική 1942/2017 απόφαση του Δικαστηρίου είχε αχθεί, κατά πλειοψηφία, προς την αποδοχή και των λόγων αυτών ακυρώσεως και το ζήτημα αυτό εκκρεμούσε, επίσης, ενώπιον της Ολομελείας. Υπό τα δεδομένα αυτά, οι διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 4489/2017, με τις οποίες επιχειρείται η υποκατάσταση του νομικού ερείσματος, και μάλιστα αναδρομικώς, της εφαρμογής περιγραμμάτων οικιστικών πυκνώσεων επί των δασικών χαρτών και εξαίρεσής τους από την ανάρτηση και την περαιτέρω διαδικασία κύρωσης των τελευταίων, κατά τρόπο που θα αποστερούσε το Δικαστήριο από τη δυνατότητα επίλυσης του ζητήματος και το αιτούν από τη δικαστική προστασία που δικαιούται, είναι αντίθετες με τα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1, 26 και 95 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις αυτές, ως ανίσχυρες, δεν επιφέρουν, κατά το άρθρο 32 παρ. 1 και 2 του π.δ. 18/1989, την κατάργηση της παρούσας δίκης, η οποία διατηρεί το αντικείμενό της [με μειοψηφία ενός Συμβούλου]. 

Τεχνητή νοημοσύνη, μεταφορές & ευθύνη των μεταφορέων στο Ελληνικό Δίκαιο
Διεθνής εμπορική διαιτησία - Τόμος Ι -Β έκδοση
send