Απόρριψη αγωγής ιδιοκτητών οικιακών φωτοβολταϊκών συστημάτων κατά Ελληνικού Δημοσίου, ΛΑΓΗΕ ΑΕ, ΡΑΕ και ΔΕΗ ΑΕ (ΣτΕ 2077/2024)
Αίτημα η αποκατάσταση της ζημίας των ιδιοκτητών οικιακών φωτοβολταϊκών συστημάτων από τη μείωση της σταθερής τιμής αναφοράς/αποζημιώσεως για την παραχθείσα ηλεκτρική ενέργεια για διαφορετικές περιόδους παραγωγής
Το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε αγωγή, κατ’ άρθρο 105 και 106 ΕισΝΑΚ, ιδιοκτητών οικιακών φωτοβολταϊκών συστημάτων κατά του Ελληνικού Δημοσίου, της ΛΑΓΗΕ ΑΕ, της ΡΑΕ και της ΔΕΗ ΑΕ (ΣτΕ 2077/2024).
Οι ιδιοκτήτες οικιακών φωτοβολταϊκών συστημάτων είχαν συνάψει με τη ΔΕΗ Α.Ε. συμβάσεις συμψηφισμού για τη συμμετοχή τους στο “Ειδικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης Φωτοβολταϊκών Συστημάτων σε κτιριακές εγκαταστάσεις και ιδίως σε δώματα και στέγες κτιρίων” και, με την αγωγή τους, ζητούσαν την αποκατάσταση της ζημίας από την κατ’ αυτούς παράνομη μείωση της σταθερής τιμής αναφοράς/αποζημιώσεως για την παραχθείσα ηλεκτρική ενέργεια για διαφορετικές περιόδους παραγωγής εξαιτίας (α) της θεσπίσεως από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο και της εφαρμογής από τους λοιπούς εναγομένους (ΛΑΓΗΕ Α.Ε., ΡΑΕ και ΔΕΗ Α.Ε.) των διατάξεων των υποπαρ. ΙΓ.1 και ΙΓ.8 της παρ. ΙΓ άρθρ. πρώτου ν. 4254/2014 και (β) παράνομων κατ’ αυτούς παραλείψεων των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου, της ΡΑΕ και της ΛΑΓΗΕ Α.Ε. οι οποίες κατά τους ισχυρισμούς τους συνετέλεσαν στη διεύρυνση του ελλείμματος του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ, για την εξάλειψη του οποίου επιβλήθηκαν τα επίμαχα μέτρα που θεσπίσθηκαν με τον ν. 4254/2014.
Ως προς το δικονομικό σκέλος, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε, μεταξύ άλλων, τα εξής:
Α) Απαράδεκτη για έλλειψη δικαιοδοσίας η αγωγή κατά το μέρος που στρέφεται κατά της ΔΕΗ Α.Ε. (κατ’ άρθρ. 12 παρ. 1 και 2 ΚΔΔ), διότι η αξίωση εναντίον της ΔΕΗ Α.Ε., ήτοι ν.π.ι.δ., για καταβολή της διαφοράς μεταξύ της μειωμένης τιμής που καθορίσθηκε με τον ν. 4254/2014 και της συμβατικώς συμφωνηθείσας τιμής βάσει της από 4.6.2009 κ.υ.α θεμελιώνεται στις συναφθείσες κατ’ ιδίαν συμβάσεις συμψηφισμού, οι οποίες δεν είναι δημόσιες συμβάσεις κατά την έννοια του ενωσιακού δικαίου, αλλά αποτελούν συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου. Επομένως, κρίθηκε πως η επίλυση της διαφοράς που ανακύπτει εκ των συναφθεισών κατ’ ιδίαν συμβάσεων ανήκει στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, τα οποία είναι αρμόδια να εξετάζουν τη συμφωνία ή μη των επίμαχων διατάξεων του ν. 4254/2014 προς υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις και αρχές.
Β) Νομίμως παρέστη κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο η ανώνυμη εταιρεία ΔΑΠΕΕΠ Α.Ε. ως εναγομένη.
Γ) Απαράδεκτη για έλλειψη παθητικής νομιμοποιήσεως κατ’ άρθρ. 72 ΚΔΔ η αγωγή καθ’ ο μέρος αποδίδεται στη ΡΑΕ παρανομία εκ του ότι εφάρμοσε τις επίμαχες διατάξεις του ν. 4254/2014, δεδομένου ότι κατά νόμον η ΡΑΕ δεν έχει αρμοδιότητα να συνάπτει συμβάσεις πωλήσεως ηλεκτρικής ενέργειας με παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ.
Δ) Απαράδεκτη για έλλειψη παθητικής νομιμοποιήσεως κατ’ άρθρ. 72 ΚΔΔ η αγωγή καθ’ ο μέρος αποδίδεται στη ΛΑΓΗΕ. Α.Ε. παρανομία εκ του ότι εφάρμοσε τις διατάξεις της υποπαρ. ΙΓ.1 της παρ. ΙΓ άρθρ. πρώτου ν. 4254/2014, δεδομένου ότι η ΛΑΓΗΕ Α.Ε. δεν έχει κατά νόμον αρμοδιότητα να συνάπτει συμβάσεις συμψηφισμού με ιδιοκτήτες φ/σ στέγης ούτε μπορούσε να εφαρμόσει τις επίμαχες νομοθετικές διατάξεις στις υπό εκτέλεση συμβάσεις συμψηφισμού του Ειδικού Προγράμματος φ/σ στέγης, αλλά μόνον ο αντισυμβαλλόμενος προμηθευτής ηλεκτρικής ενέργειας, δηλαδή εν προκειμένω η εναγόμενη ΔΕΗ Α.Ε.
Ε) Ποσοτική αοριστία της αγωγής διότι δεν εκτίθεται στο δικόγραφο πότε ακριβώς συνήφθη κάθε μία από τις κατ’ ιδίαν συμβάσεις συμψηφισμού ούτε πότε ακριβώς ενεργοποιήθηκε η σύνδεση των φωτοβολταϊκών συστημάτων των εναγόντων με το δίκτυο χαμηλής τάσεως.
ΣΤ) Δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της δυνητικής παθητικής ομοδικίας κατ’ άρθρ. 115 παρ. 2 ΚΔΔ ως προς τους εναγομένους Ελληνικό Δημόσιο, ΛΑΓΗΕ Α.Ε. και ΡΑΕ, ως προς τους οποίους η υπόθεση υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, διότι τα νομικά αυτά πρόσωπα δεν συνδέονται με κοινή υποχρέωση ούτε οι υποχρεώσεις τους πηγάζουν από την ίδια νομική και πραγματική αιτία. Δεν αρκεί για τη δημιουργία σχέσεως δυνητικής παθητικής ομοδικίας μεταξύ των συνεναγομένων ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι οι εναγόμενοι ευθύνονται εις ολόκληρον κατ' άρθρ. 926 ΑΚ, αφού η προϋπόθεση της εις ολόκληρον ευθύνης περισσοτέρων κατά τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρ. 926 ΑΚ δεν είναι η κοινή εναγωγή από τον ζημιωθέντα περισσοτέρων προσώπων, φερόμενων ως συνυποχρέων-συνυπευθύνων, αλλά η πραγματική συνδρομή των νόμιμων όρων ευθύνης για τον κάθε συνυπόχρεο χωριστά.
Ζ) Απαράδεκτη η παρέμβαση της ανώνυμης εταιρείας «Διαχειριστής Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας» (ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.) υπέρ των τεσσάρων εναγομένων και κατά των εναγόντων και των υπέρ αυτών παρεμβαινόντων κατ’ επίκληση της ιδιότητάς της του διαχειριστή του Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΔΔΗΕ) κατ’ άρθρ. 127 ν. 4001/2011, του διαχειριστή και λειτουργού της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας των Μη Διασυνδεδεμένων Νησιών (ΜΔΝ) κατ’ άρθρ. 129 ν. 4001/2011 καθώς και του ex lege αντισυμβαλλομένου των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ στα ΜΔΝ στις οικείες συμβάσεις πωλήσεως ηλεκτρικής ενέργειας κατ’ άρθρ. 129 παρ. 2 περ. η΄ ν. 4001/2011 και 12 ν. 3468/2006.
Ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι:
Α) Οι ρυθμίσεις των υποπαρ. ΙΓ. 1, ΙΓ. 4 και ΙΓ. 8 της παρ. ΙΓ. άρθρ. πρώτου ν. 4254/2014, δυνάμει των οποίων επιβλήθηκε (α) επανακαθορισμός (με μείωση από 1.4.2014) των τιμών αναφοράς/αποζημιώσεως οι οποίες είχαν ορισθεί με το προγενέστερο νομικό καθεστώς (ήτοι την από 4.6.2009 κ.υ.α., όπως αυτή είχε τροποποιηθεί) και αποτελούν όρο των υπό εκτέλεση συμβάσεων συμψηφισμού που έχουν ήδη συναφθεί υπό το κράτος ισχύος του προγενέστερου καθεστώτος (δηλαδή προ της 1.4.2014) και (β) αυτοδίκαιη επέκταση της διάρκειας των εν λόγω συμβάσεων η οποία είχε καθορισθεί με το προγενέστερο αυτό καθεστώς και αποτελεί συμβατικό όρο (με παροχή δυνατότητας επιλογής του τρόπου υπολογισμού της αποζημιώσεως κατά το διάστημα της επεκτάσεως), καταργήθηκε δε (γ) η ετήσια αναπροσαρμογή της κανονιστικώς καθορισθείσας και συνομολογηθείσας τιμής αναφοράς/αποζημιώσεως, αναπροσαρμογή που προέβλεπε το προγενέστερο καθεστώς και αποτελεί συμβατικό όρο των παλαιών συμβάσεων, αποτελούν παρέμβαση σε καταρτισθείσες ιδιότυπες αναγκαστικές συμβάσεις με σκοπό την εξάλειψη του ελλείμματος του Ειδικού Λογαριασμού άρθρ. 40 ν. 2773/1999 (και μετέπειτα άρθρ. 143 ν. 4001/2011) και τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς του και εντεύθεν του μηχανισμού στηρίξεως των ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ, καθώς και τον εξορθολογισμό των τιμών αποζημιώσεως των παραγωγών ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ.
Μόνη όμως η θέσπιση των διατάξεων αυτών δεν αρκεί αφ’ εαυτής να επιφέρει την περιουσιακή ζημία που επικαλούνται οι ενάγοντες με την αγωγή τους καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου (ήτοι θετική ζημία που συνίσταται στη διαφορά μεταξύ του καταβληθέντος ανταλλάγματος με βάση τη μειωμένη τιμή του νεότερου καθεστώτος του ν. 4254/2014 και του ανταλλάγματος που έπρεπε, κατά τους ισχυρισμούς τους, να λάβουν με βάση την τιμή του προγενέστερου καθεστώτος που είχε συμφωνηθεί για καθέναν από αυτούς με τη σύμβαση συμψηφισμού που έχουν συνάψει με τη ΔΕΗ Α.Ε.). Και τούτο, διότι οι κατ’ αυτούς επιζήμιες συνέπειες των επίμαχων διατάξεων δεν επέρχονται ευθέως από τη θέσπιση με τον ν. 4254/2014 των ως άνω μέτρων, αλλά από τη διαφοροποιημένη (κατ’ εφαρμογή των μέτρων αυτών) εκτέλεση των κατ’ ιδίαν συμβάσεων συμψηφισμού που καταρτίσθηκαν βάσει των προϊσχυουσών ρυθμίσεων (όσον αφορά την τιμολόγηση και τη διάρκεια).
Κατά συνέπεια, η αξίωση κατά του Ελληνικού Δημοσίου για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που, κατά τους ισχυρισμούς τους, έχουν υποστεί οι ενάγοντες (ως προς τους οποίους εξετάζεται η αγωγή κατ’ ουσίαν) από νομοθέτηση κατά παράβαση (κατά τους ισχυρισμούς τους) διατάξεων υπέρτερης τυπικής ισχύος του εθνικού, ενωσιακού και εν γένει ευρωπαϊκού δικαίου, δεν μπορεί να θεμελιωθεί στο άρθρ. 105 ΕισΝΑΚ, καθόσον δεν συντρέχει εν προκειμένω μία από τις σωρευτικώς απαιτούμενες από το ενωσιακό και το εσωτερικό δίκαιο προϋποθέσεις για την ευθύνη του κράτους προς αποζημίωση και, συγκεκριμένα, η προϋπόθεση της υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παραβάσεως και της ζημίας.
Β) Απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη κρίθηκε η αγωγή καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου προς αποκατάσταση της θετικής ζημίας την οποία κατά τους ισχυρισμούς τους υπέστησαν οι ενάγοντες, εξαιτίας της παραβιάσεως των κανόνων του ενωσιακού δικαίου για τις κρατικές ενισχύσεις εκ μέρους των οργάνων της Διοικήσεως και του κοινού νομοθέτη. Σύμφωνα με την τελική απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής C (2018) 6777 της 10.10.2018 στην υπόθεση S.A. 38967 (2014/ΝΝ-2) “Greece - National Operating aid scheme for renewable energy sources and highly efficient combined heat and power installations”, η ενίσχυση που χορηγήθηκε στους δικαιούχους με βάση την τιμή του ν. 4254/2014 -μειωμένη σε σχέση με την αρχικώς προβλεφθείσα (όπως είχε εν τω μεταξύ αναπροσαρμοσθεί) και άρα μειωμένη σε σχέση με την τιμή που είχε συνομολογηθεί με τις συναφθείσες πριν από την 1.4.2014 συμβάσεις πωλήσεως και συμβάσεις συμψηφισμού όσον αφορά τους εν λειτουργία κατά την ημερομηνία αυτή σταθμούς ΑΠΕ- για την υπόλοιπη περίοδο εκτελέσεως των συμβάσεων αυτών, συνιστά κρατική ενίσχυση υπέρ των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται κατά την Επιτροπή οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις στέγης. Κατά την Επιτροπή, η εν λόγω ενίσχυση είναι μεν παράνομη, διότι το σχετικό μέτρο θεσπίσθηκε χωρίς προηγουμένως να κοινοποιηθεί σ’ αυτήν και εφαρμόσθηκε κατά παράβαση της υποχρεώσεως αναστολής που απορρέει από το άρθρ. 108 παρ. 3 της ΣΛΕΕ, αλλά είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά.
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του δικογράφου της αγωγής, οι ενάγοντες με την ιδιότητα του παραγωγού ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε. έχουν ήδη λάβει την ως άνω κρατική ενίσχυση του νεότερου ν. 4254/2014 (ήτοι το νεότερο οικονομικό πλεονέκτημα) που χορηγήθηκε κατά παράβαση της υποχρεώσεως αναστολής και, επομένως, κατά το χρονικό διάστημα της παρανομίας, ήτοι το χρονικό διάστημα από την καταβολή της ενισχύσεως την 1.4.2014 έως την κήρυξη της συμβατότητάς της στις 10.10.2018, ελάμβαναν τη νέα αυτήν ενίσχυση κατά παράβαση των διατάξεων της παρ. 3 άρθρ. 108 ΣΛΕΕ. Ως αποδέκτες δε της παράνομης κρατικής ενισχύσεως του νεότερου νόμου 4254/2014 οι ενάγοντες δεν δικαιούνται επικαλούμενοι παράβαση του άρθρ. 108 παρ. 3 ΣΛΕΕ να αξιώνουν ως αποζημίωση με βάση το εθνικό δίκαιο (άρθρ. 105 ΕισΝΑΚ) το ποσό της διαφοράς μεταξύ του ποσού της παράνομης κρατικής ενισχύσεως που έλαβαν κατά παράβαση της υποχρεώσεως αναστολής και του ποσού της ενισχύσεως με βάση την εγγυημένη τιμή που είχε καθορισθεί με το προγενέστερο νομικό καθεστώς, διαφορά που ανάγεται στο ανωτέρω χρονικό διάστημα της παρανομίας. Και τούτο, διότι τα διεκδικούμενα ποσά έχουν την ίδια φύση με εκείνα που έχουν εισπράξει κατ’ εφαρμογή του νεότερου ν. 4254/2014 για το κρίσιμο χρονικό διάστημα (το οποίο περιλαμβάνεται στο ως άνω χρονικό διάστημα της παρανομίας της ενισχύσεως του νεότερου νόμου). Το αιτούμενο ανά ενάγοντα με την αγωγή ποσό της διαφοράς μεταξύ της ενισχύσεως με βάση την τιμή η οποία δυνάμει του προϊσχύσαντος κανονιστικού καθεστώτος είχε καθορισθεί ως το συμβατικό αντάλλαγμα στις ήδη καταρτισθείσες συμβάσεις συμψηφισμού και εκείνης που πράγματι εισέπραξαν με βάση τη νέα, μειωμένη, τιμή του νεότερου νόμου έχει χαρακτήρα κρατικής ενισχύσεως (και όχι «αποζημιώσεως» κατά τη σχετική νομολογία του ΔΕΕ).
Όμως, τυχόν επιδίκαση από το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο των ποσών που αξιώνουν οι ενάγοντες θα ισοδυναμούσε με θέσπιση άλλης κρατικής ενισχύσεως υπέρ των παραγωγών με δικαστική απόφαση, πράγμα ανεπίτρεπτο ως μη ανήκον στη δικαστική εξουσία.
Γ) Απορριπτέος κρίθηκε και ο λόγος της αγωγής ότι η τροποποίηση των συμβάσεων των εναγόντων με τις επίμαχες διατάξεις του ν. 4254/2014 συνιστά κρατική ενίσχυση και προς τις μονάδες ΣΗΘΥΑ, η οποία είναι παράνομη κατ’ άρθρ. 108 παρ. 3 εδ. γ΄ ΣΛΕΕ και συνίσταται στη διακριτική μεταχείριση υπέρ των μονάδων αυτών, διότι στο δικόγραφο της αγωγής δεν αναφέρεται το ακριβές ύψος του ποσού στο οποίο μειώθηκαν με τις διατάξεις του ν. 4254/2014 οι εγγυημένες τιμές για τις εν λειτουργία μονάδες ΣΗΘΥΑ που χρησιμοποιούν φυσικό αέριο ως καύσιμο, δεδομένου ότι οι τιμές αυτές καθορίζονται κατά την υποπερ. δ΄ της περ. 1 της υποπαρ. ΙΓ. 1 της παρ. ΙΓ άρθρ. πρώτου ν. 4254/2014 από σταθερό τμήμα και από «προσαρμογή τιμής φυσικού αερίου (ΠΤ)», η οποία προστίθεται στο σταθερό τμήμα και αποτελεί μέγεθος που καλύπτει τις μεταβολές του κόστους του φυσικού αερίου, υπολογίζεται δε με βάση τον αναφερόμενο στον νόμο μαθηματικό τύπο.
Δ) Δεν στοιχειοθετείται παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας από την εκ μέρους της ΛΑΓΗΕ Α.Ε. και της ΡΑΕ παράλειψη τροποποιήσεως των ΚΣΗΕ και ΚΔΣ (οι οποίοι καταρτίσθηκαν από τη ΔΕΣΜΗΕ ΑΕ και εγκρίθηκαν από τη ΡΑΕ με τις 56/2012, Β΄ 104 και 57/2012, Β΄ 103 αποφάσεις της, αντιστοίχως) στον χρόνο και με τον τρόπο που κατά τους ενάγοντες είναι οι ενδεδειγμένοι, ήτοι παράλειψη τροποποιήσεως κανονιστικών πράξεων που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση διατάξεων νόμου. Και τούτο, διότι με τη νομοθετική εξουσιοδότηση (άρθρ. 96 παρ. 1 και 120 παρ. 2 ν. 4001/2011, αντιστοίχως) προβλέπεται δυνατότητα τροποποιήσεως των εν λόγω Κωδίκων είτε με πρωτοβουλία της ΡΑΕ είτε κατόπιν αιτήματος του Διαχειριστή του Ε.Σ.Μ.Η.Ε. (όσον αφορά τον ΚΔΣ) ή της ΛΑΓΗΕ Α.Ε. (όσον αφορά τον ΚΣΗΕ) είτε αιτήματος τρίτων προσώπων που έχουν έννομο συμφέρον και η τροποποίηση εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Διοικήσεως ύστερα από στάθμιση τεχνοοικονομικών κριτηρίων. Από τον νόμο, επομένως, δεν καθιερώνεται άνευ ετέρου υποχρέωση τροποποιήσεως των εν λόγω Κωδίκων, ήτοι κανονιστικών πράξεων της ΡΑΕ.
Ε) Απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη είναι η αγωγή ως προς την αποδιδόμενη στη ΛΑΓΗΕ Α.Ε. (πρώην ΔΕΣΜΗΕ Α.Ε.) υπό την ιδιότητά της ως διαχειριστή του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ παρανομία που έγκειται στο ότι αυτή συνέχισε να συνάπτει συμβάσεις πωλήσεως ηλεκτρικής ενέργειας με παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκούς σταθμούς κατά το χρονικό διάστημα (από Ιούλιο 2011 έως Αύγουστο 2012) κατά το οποίο οι υπογεγραμμένες συμβάσεις είχαν υπερβεί τους εθνικούς στόχους σύμφωνα με το ενωσιακό και το εσωτερικό δίκαιο, καθόσον από τον νόμο ρητώς προβλέπεται υποχρέωση της ΛΑΓΗΕ Α.Ε. να συνάπτει συμβάσεις πωλήσεως ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ΑΠΕ με τους κατόχους άδειας παραγωγής για την ένταξη των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ στο Σύστημα ή το Δίκτυο, εφόσον οι οικείες εγκαταστάσεις παραγωγής συνδέονται στο Σύστημα είτε απευθείας είτε μέσω του Δικτύου και οι κάτοχοι άδειας παραγωγής έχουν υποβάλει αίτηση με πλήρη φάκελο για σύναψη συμβάσεως πωλήσεως ηλεκτρικής ενέργειας.
ΣΤ) Η μη έκδοση κανονιστικής (υπουργικής) αποφάσεως περί αναστολής αδειοδοτήσεως φωτοβολταϊκών σταθμών κατά την περίοδο που επικαλούνται οι ενάγοντες και η έκδοση της σχετικής υπουργικής αποφάσεως μεταγενεστέρως, η οποία έγινε στο πλαίσιο της κυβερνητικής ενεργειακής πολιτικής, ήταν ελεύθερη επιλογή του κανονιστικού νομοθέτη ενόψει της ευρείας ευχέρειας εκτιμήσεως που καταλείπει στα κράτη μέλη ο ενωσιακός νομοθέτης με την Οδηγία 2009/28/ΕK. Επομένως, δεν στοιχειοθετείται εν προκειμένω παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας της κανονιστικώς δρώσας Διοικήσεως.
Ζ) Μεταξύ των κατά νόμον αρμοδιοτήτων της ΡΑΕ, δεν προκύπτει αρμοδιότητα της ΡΑΕ να αναδεικνύει στα αρμόδια κρατικά όργανα υπερκάλυψη των στόχων αναπτύξεως φωτοβολταϊκών σταθμών. Σύμφωνα δε με τις ειδικές διατάξεις των οποίων γίνεται επίκληση στο προοίμιο της από 9.8.2012 υπουργικής αποφάσεως, η ΡΑΕ δεν συμπράττει στην έκδοση υπουργικής αποφάσεως περί αναστολής της διαδικασίας αδειοδοτήσεως φωτοβολταϊκών σταθμών λόγω υπερβάσεως του ορίου ισχύος που προβλέπεται στο άρθρ. 1 της από 1.10.2010 υπουργικής αποφάσεως ούτε έχει συμπράξει στην έκδοση της από 9.8.2012 υπουργικής αποφάσεως, η οποία εκδόθηκε κατόπιν εισηγήσεως της Υπηρεσίας Εξυπηρέτησης Επενδυτών για Έργα ΑΠΕ και με βάση στοιχεία που είχαν περιέλθει στην Υπηρεσία αυτή και όχι κατόπιν γνώμης της ΡΑΕ.
Η) Ο προσδιορισμός του ύψους του Ειδικού Τέλους ΑΠΕ και ήδη ΕΤΜΕΑΡ εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Διοικήσεως και ήδη της ΡΑΕ, η οποία αποφασίζει με βάση ορισμένα κριτήρια στο πλαίσιο των κατά νόμον αρμοδιοτήτων της. Ο κοινός νομοθέτης δεν εγγυάται ότι το ΕΤΜΕΑΡ θα προσδιορίζεται κανονιστικώς σε ορισμένο ύψος ή σε συγκεκριμένο εύρος τιμών ούτε ότι θα βαίνει υποχρεωτικώς αυξανόμενο για την κάλυψη των τυχόν ελλειμμάτων του Ειδικού Λογαριασμού. Ενόψει τούτων, δεν στοιχειοθετείται εν προκειμένω παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας από τη σταδιακή αύξηση του ΕΤΜΕΑΡ πριν από τη θέσπιση των μέτρων του ν. 4254/2014, αύξηση η οποία υπολείπεται αφενός της θετικής αναπροσαρμογής του τέλους αυτού σε ποσό 19,73 ευρώ/MWh που, κατά τους ισχυρισμούς των εναγόντων, ήταν αναγκαία από το έτος 2012, ώστε να επιτευχθεί ο ισοσκελισμός του Ειδικού Λογαριασμού πριν από το τέλος του 2013, και αφετέρου οιασδήποτε άλλης αναπροσαρμογής που κατά τους ενάγοντες έπρεπε να είναι υψηλότερη από τις θεσπισθείσες με τις διαδοχικές υπουργικές αποφάσεις και αποφάσεις της ΡΑΕ.
Θ) Τέλος, η αγωγή είναι απορριπτέα και κατά την επικουρική βάση της, δηλ. κατά το μέρος της με το οποίο επιχειρείται η θεμελίωση της αξιώσεως αποζημιώσεως στο άρθρ. 4 παρ. 5 Συντ. Και τούτο, διότι δεν εξειδικεύεται στην αγωγή εάν το επίμαχο νομοθετικό μέτρο της μειώσεως των εγγυημένων τιμών (ήτοι του, κατά τους ενάγοντες, συμβατικού ανταλλάγματος) σε ήδη καταρτισθείσες συμβάσεις, κατά την υποπερ. α΄ της περ. 1 της υποπαρ. ΙΓ.1 της παρ. ΙΓ άρθρ. πρώτου ν. 4254/2014), δημιούργησε στους ενάγοντες τόσο δυσμενείς συνθήκες, ώστε αυτοί δεν μπορούσαν πλέον να διατηρήσουν τη δραστηριότητα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από τα φωτοβολταϊκά συστήματά τους και αναγκάσθηκαν είτε να διακόψουν ολοσχερώς τη δραστηριότητά τους αυτή κατά τρόπο ανεπανόρθωτο γι’ αυτούς είτε να τη διατηρήσουν μεν αλλά κατά τρόπο τόσο δαπανηρό ώστε να πλήττονται υπερμέτρως καθ’ ον χρόνον οι λοιποί παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας μη τελούντες υπό τις ιδιάζουσες αυτές συνθήκες δεν υφίσταντο τέτοια ζημία.
Δείτε την περίληψη της απόφασης στο adjustice.gr.