logo-print

Απόρρητο επικοινωνιών: Το Σύνταγμα προστατεύει και τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας είτε αφορούν το μέλλον είτε το παρελθόν (ΟλΑΠ 4/2024)

Αντίθετη άποψη μειοψηφίας:Τα διατηρούμενα από τους παρόχους μεταδεδομένα των χρηστών των ηλεκτρονικών επικοινωνιών δεν υπάγονται στην προστατευτική εμβέλεια του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος

06/02/2025

28/02/2025

Πολιτειολογία
Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα - 5η έκδοση καλλιτεχνικό

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ & ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ / ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Δεκτή έγινε αναίρεση υπέρ του νόμου κατά βουλεύματος, λόγω υπέρβασης της από το άρθρο 8 παρ. 4 του Ν. 5002/2022 εξουσίας του εκδόσαντος αυτό Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών (ΟλΑΠ 4/2024).

Πιο συγκεκριμένα, κατά τη διενέργεια κύριας ανάκρισης για την κακουργηματική πράξη της κατοχής και εμπορίας περιστρόφων σε βάρος του κατηγορουμένου, αρχιφύλακα της Ελληνικής Αστυνομίας, μετά από αίτηση της αρμόδιας Ανακρίτριας, ζητήθηκε με το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών από συγκεκριμένες εταιρείες τηλεφωνίας να γνωστοποιήσουν στην Ανακρίτρια τα αναλυτικώς αναφερόμενα στο βούλευμα εξωτερικά στοιχεία - μεταδεδομένα των τηλεφωνικών επικοινωνιών, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα από τον έλεγχο της αποθήκης οπλισμού του επίδικου αστυνομικού τμήματος έως τη σύλληψη του κατηγορουμένου.

Τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας, ή άλλως μεταδεδομένα της επικοινωνίας, αποτελούν δεδομένα, που παράγονται ως συνέπεια της διενέργειας μιας επικοινωνίας και αποκαλύπτουν πληθώρα στοιχείων για το γεγονός της επικοινωνίας, όπως τα δεδομένα κίνησης και θέσης, τα ονοματεπώνυμα, η διεύθυνση, οι τηλεφωνικοί αριθμοί καλούντος και καλουμένου, η διεύθυνση IP για τις υπηρεσίες του διαδικτύου, η ημερομηνία, η ώρα έναρξης, λήξης καθώς και η διάρκεια της επικοινωνίας.

Κατά την κρίση της πλειοψηφίας του ανωτάτου δικαστηρίου, από τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 4 και 8 παρ. 4 του Ν. Ν. 5002/2022, στις οποίες ρητά αναφέρεται ότι για λόγους διακρίβωσης των αναφερομένων στον ως άνω νόμο εγκλημάτων και υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να υφίστανται οι λόγοι άρσης του απορρήτου, η χρονική διάρκεια της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 2 μήνες, ότι οι παρατάσεις της χρονικής διάρκειας άρσης απορρήτου δεν υπερβαίνουν τους 2 μήνες κάθε φορά και ότι, σε κάθε περίπτωση, οι παρατάσεις άρσης του απορρήτου δεν μπορούν να υπερβαίνουν συνολικά τους 10 μήνες, καταδεικνύεται η βούληση του νομοθέτη να προσδιορίσει την έναρξη και λήξη του χρονικού διαστήματος ισχύος της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, εφόσον η τελευταία αναφέρεται στα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας, τόσο για το μέλλον, όσο και για το παρελθόν.

Συνεπώς, η τήρηση του επιτρεπτού χρονικού διαστήματος διάρκειας της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, ως προς τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας, των τυχόν παρατάσεων αυτής και του ανώτατου επιτρεπόμενου χρονικού διαστήματος άρσης του απορρήτου αφορά τόσο στο μέλλον, όσο και στο παρελθόν.

Εν προκειμένω, λοιπόν, κρίθηκε πως το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών διατάσσοντας με το προσβαλλόμενο βούλευμά του την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών της αναφερομένης σ' αυτό συνδέσεως κινητής τηλεφωνίας, ως προς τα εξωτερικά στοιχεία επικοινωνίας αυτής, για το παρελθόν εφάπαξ, για χρονικό διάστημα πέραν των δύο 2 μηνών επιλήφθηκε και αποφάνθηκε καθ' υπέρβαση της προαναφερόμενης από το άρθρο 8 παρ.4 του Ν. 5002/2022 εξουσίας του,

Περαιτέρω, κρίθηκε πως το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν διέλαβε παραδοχές περί της τυχόν ύπαρξης λόγων για την θεμελίωση της εξακολούθησης της άρσης του απορρήτου των επίμαχων τηλεφωνικών συνδέσεων για το πέραν του πρώτου διμήνου χρονικό διάστημα άρσης του απορρήτου.

Η γνώμη της μειοψηφίας

Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί πως κατά τη μειοψηφούσα γνώμη ενός Αρεοπαγίτη, ο σχετικός λόγος αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας είναι αβάσιμος και, συνακόλουθα, η αίτηση αναίρεσης υπέρ του νόμου έπρεπε να απορριφθεί στο σύνολό της.

Σύμφωνα με το σκεπτικό της μειοψηφούσας γνώμης, δεν θεωρήθηκε από τον συνταγματικό νομοθέτη ότι έχρηζαν αυξημένης συνταγματικής προστασίας τα εξωτερικά στοιχεία των επικοινωνιών και, συνεπώς, στην έννοια του απορρήτου εμπίπτει κατ' αρχήν μόνο το περιεχόμενο της επικοινωνίας, με όποιο τρόπο και αν αυτή διεξάγεται. Αυτό γινόταν δεκτό από την κυρίαρχη συνταγματική θεωρία, που ακολουθήθηκε και από την πάγια πλέον νομολογία του Αρείου Πάγου. Παρά το γεγονός ότι, στην πορεία, έχει σχετικοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό η διάκριση μεταξύ περιεχομένου και εξωτερικών στοιχείων - μεταδεδομένων των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ωστόσο, αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει σε υπαγωγή στη ρύθμιση του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος και των εξωτερικών στοιχείων της επικοινωνίας ούτε η λεγόμενη "δυναμική ερμηνεία" του Συντάγματος, που συνίσταται στην αλλαγή του νοήματος των συνταγματικών διατάξεων στο πέρασμα του χρόνου, παρότι δεν έχει συντελεσθεί συνταγματική αναθεώρηση και στην επιτρεπτή μεταβολή του νοήματος των συνταγματικών διατάξεων, χωρίς μεταβολή της γραμματικής τους διατύπωσης λόγω μεταβολής των συνθηκών.

Όμως, η μη συμπερίληψη των εξωτερικών στοιχείων - μεταδεδομένων των επικοινωνιών στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν μπορεί να θεσμοθετηθεί η προστασία του απορρήτου αυτών από τον κοινό νομοθέτη.

Τα διατηρούμενα από τους παρόχους, σύμφωνα με τον νόμο, εξωτερικά στοιχεία - μεταδεδομένα των χρηστών των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, που δεν υπάγονται στην προστατευτική εμβέλεια του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος, βάσει της κοινής νομοθεσίας, που εισήχθη σε συμμόρφωση προς το ενωσιακό δίκαιο, υπάγονται στο απόρρητο των επικοινωνιών, όπως ακριβώς το περιεχόμενο της επικοινωνίας, η δε άρση του απορρήτου αυτών, για όσο χρονικό διάστημα διατηρούνται, γίνεται υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και κατά την ίδια, καταρχήν, διαδικασία, που ορίζεται στον σχετικό εφαρμοστικό νόμο του Συντάγματος, ήτοι προηγουμένως του ν. 2225/1994 και ήδη του ν. 5002/2022. Η συνταγματική προστασία του απορρήτου εντοπίζεται κατά το στάδιο της επικοινωνίας, δηλαδή κατά τον χρόνο που αυτή πραγματοποιείται και λήγει με το πέρας της. Συγκεκριμένα, η προστασία του απορρήτου τελειώνει από την στιγμή που ο παραλήπτης λάβει γνώση του περιεχομένου του μηνύματος. 

Από το χρονικό σημείο της λήξης της επικοινωνίας και έπειτα, κάθε στοιχείο (μήνυμα και εξωτερικά στοιχεία) μπορεί να εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της συνταγματικής προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων ή του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού (άρθρα 9 και 9Α του Συντάγματος αντιστοίχως) και της προστασίας της ιδιωτικής ζωής του ατόμου, κατά το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, αλλά το μεν μήνυμα δεν καλύπτεται πλέον από τη συνταγματική προστασία του απορρήτου, τα δε εξωτερικά στοιχεία, όπως προεκτέθηκε, δεν υπάγονται στη συνταγματική αυτή προστασία.

Μεταξύ άλλων, επισημάνθηκε ιδίως η διαφορά μεταξύ αιτήματος άρσης του απορρήτου εξωτερικών στοιχείων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, που ανάγονται στο παρελθόν, σε σχέση με εκείνων για το μέλλον. Στην πρώτη περίπτωση, επιβάλλεται εξαρχής η άρση του απορρήτου για όλη την αναγκαία χρονική περίοδο, που μπορεί να εκτείνεται μέχρι τη μέγιστη χρονική διάρκεια, που υποχρεούνται να διατηρούν οι πάροχοι τηλεπικοινωνιών μεταδεδομένα, και όχι μόνο των 10 μηνών, που προβλέπεται στον νόμο για τις αναγόμενες στο μέλλον άρσεις του απορρήτου, καθόσον πρόκειται για διαφορετικές καταστάσεις, αφού, στην τελευταία περίπτωση, επιδιώκεται να έχει την ελάχιστη δυνατή διάρκεια το επαχθές μέτρο της διενεργούμενης άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών (παρακολούθησης), ενώ, στην πρώτη περίπτωση, οι επικοινωνίες έχουν ήδη λάβει χώρα και, απλώς, για την άρση του απορρήτου πρέπει να ληφθεί υπόψη η αρχή της αναλογικότητας, έτσι ώστε να ζητηθούν εξαρχής εξωτερικά στοιχεία των επικοινωνιών μόνο για όσο χρονικό διάστημα είναι αναγκαίο για τη διενεργούμενη έρευνα.

Εν προκειμένω, είναι φανερό ότι η Ανακρίτρια, με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας, χρειαζόταν τα αιτούμενα στοιχεία για όλη την ανωτέρω χρονική περίοδο. Η εκδοχή, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αίτηση αναίρεσης, ότι η Ανακρίτρια έπρεπε να αιτηθεί και το Συμβούλιο να αποφασίσει την άρση του απορρήτου αρχικά για το πρώτο δίμηνο και, μόνο αν εξακολουθούσαν να συντρέχουν οι απαιτούμενοι όροι, να προέβαιναν στην άρση του απορρήτου για το επόμενο δίμηνο, παραβλέπει το γεγονός ότι, είτε ανευρίσκονταν είτε δεν ανευρίσκονταν κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία από την άρση του απορρήτου του πρώτου διμήνου, αναγκαία ήταν και η έρευνα του υπόλοιπου χρονικού διαστήματος.

Η υιοθέτηση της ως άνω εκδοχής, πέραν της απουσίας οποιασδήποτε εύλογης αιτίας, της καθυστέρησης, που θα συνεπαγόταν για την ανακριτική διαδικασία και της ανώφελης απασχόλησης των εμπλεκόμενων εισαγγελικών και δικαστικών παραγόντων, θα είχε και μια ακόμη δυσμενέστατη συνέπεια. Συγκεκριμένα, όπως προεκτέθηκε, βάσει του ν. 3917/2011, μετά την πάροδο του δωδεκαμήνου, τα αποθηκευμένα από τους παρόχους των τηλεπικοινωνιών μεταδεδομένα καταστρέφονται με αυτοματοποιημένο τρόπο. Επομένως, στην υπό κρίση υπόθεση, όταν, μετά την άρση του απορρήτου και του τρίτου διμήνου, η Ανακρίτρια θα επιδίωκε την άρση του απορρήτου και του υπόλοιπου χρονικού διαστήματος, που εξαρχής είχε κρίνει αναγκαία, θα διαπίστωνε ότι δεν θα μπορούσε να λάβει γνώση των στοιχείων αυτών, διότι θα είχαν καταστραφεί.

Απόσπασμα απόφασης

Συνεπώς, η τήρηση του επιτρεπτού χρονικού διαστήματος διάρκειας της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, που καθορίζεται από το νόμο, ως προς τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας, σε δύο (2) μήνες, των τυχόν παρατάσεων αυτής σε δύο (2) μήνες εκάστη, και υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να συντρέχουν οι λόγοι άρσης του απορρήτου, και του ανώτατου επιτρεπόμενου χρονικού διαστήματος άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών σε δέκα (10) μήνες, αφορά τόσο στο μέλλον, όσο και στο παρελθόν. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ.στ' του ΚΠΔ "Λόγοι για να αναιρεθεί το βούλευμα είναι μόνο: α)...., β)...., γ)..., δ)..., ε)..., στ) η υπέρβαση εξουσίας. Υπέρβαση εξουσίας υπάρχει, όταν το συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδιαίτερα όταν αποφάνθηκε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του ή έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που με ρητή διάταξη του νόμου υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων ή αποφάνθηκε πέρα από την εξουσία του κατά τα άρθρα 307, 310 και 318 ή, τέλος, παρέπεμψε σε δίκη τον κατηγορούμενο για έγκλημα για το οποίο δεν υποβλήθηκε νόμιμα έγκληση (άρθρα 41 και 53) ή για το οποίο δεν δόθηκε άδεια δίωξης (άρθρο 56) ή για το οποίο δεν έχει επιτραπεί ρητά η έκδοση (άρθρο 438)". Στην προκειμένη περίπτωση από την, παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το προσβαλλόμενο υπ'αρ. 479/2024 βούλευμα του, έκανε δεκτό το με αρ. πρωτ. 81/1-2-2024 αίτημα άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών της Ανακρίτριας του 24ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, που υποβλήθηκε στα πλαίσια διενεργείας κυρίας ανάκρισης σε βάρος του κατηγορούμενου Θ. Α. του Μ., μεταξύ άλλων, και για την κακουργηματική πράξη της κατοχής και εμπορίας πιστολιών και περιστρόφων με σκοπό τη διάθεσή του σε τρίτους για διάπραξη κακουργήματος, δοθέντος ότι: α) αφενός μεν υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του ανωτέρω κατηγορούμενου, β) αφετέρου δε υπήρχε αδυναμία ή ιδιαίτερη δυσχέρεια διακρίβωσης με άλλον τρόπο του ανωτέρω εγκλήματος, και διέταξε την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών επί της αναφερόμενης συσκευής κινητού τηλεφώνου και των εντός αυτής αναφερομένων κάρτας μνήμης και κάρτας sim, η οποία (συσκευή) βρέθηκε και κατασχέθηκε στην κατοχή του ως άνω κατηγορούμενου, δυνάμει της αναφερόμενης έκθεσης σωματικής έρευνας -σε άνδρα- των αστυνομικών προανακριτικών υπαλλήλων της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφαλείας, στο πλαίσιο προηγηθείσας αυτεπάγγελτης αστυνομικής προανάκρισης, κατ' άρ. 245 παρ.2 ΚΠΔ, προκειμένου να πραγματοποιηθεί ενδελεχής έλεγχος από την Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών/Τμήμα Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων, αναφορικά με το σύνολο των ανωτέρω κατασχεθέντων πειστηρίων, για το χρονικό διάστημα από 3-7-2023 [προηγούμενος έλεγχος αποθήκης οπλισμού του ΑΤ' ...] έως τις 17-1-2024 [σύλληψη του ανωτέρω κατηγορούμενου], και συγκεκριμένα η Δ.Ε.Ε./Τμήμα Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων (συντασσομένης σχετικής εκθέσεως εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης): 1] Να προβεί στην εξέταση των προαναφερομένων ψηφιακών πειστηρίων, και ειδικότερα στην εξαγωγή του συνόλου των δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων φωτογραφιών και αρχείων video, του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, των λογισμικών ανταλλαγής μηνυμάτων, δεδομένων επικοινωνίας μέσω δικτύων κινητής τηλεφωνίας και διαδικτύου, καθώς και πάσης φύσεως δεδομένων που θα προκύψουν κατά την εξέταση και 2] Να διακριβώσει, για το ίδιο χρονικό διάστημα: α) εάν στα ανωτέρω κατασχεμένα πειστήρια υπάρχουν αποθηκευμένοι αριθμοί τηλεφώνων, αποθηκευμένες εισερχόμενες και εξερχόμενες κλήσεις, μηνύματα κάθε είδους και να προβεί στην εκτύπωση του περιεχομένου των μηνυμάτων, και β) εάν υπάρχουν διαγραμμένα αρχεία εισερχομένων και εξερχομένων κλήσεων, καθώς και μηνυμάτων κάθε είδους και σε θετική περίπτωση να προβεί σε ανάκτηση και στην εκτύπωσή του περιεχομένου τους. Γ) Οι εταιρίες κινητής τηλεφωνίας COSMOTE, VODAFONE και NOVA Μ.Α.Ε. και οι εταιρίες σταθερής τηλεφωνίας O.T.E.-A.E., VODAFONE και NOVA Μ.Α.Ε. να γνωρίσουν στην Ανακρίτρια του 24ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, το ταχύτερο δυνατό, σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή: 1) Οι μεν εταιρίες κινητής τηλεφωνίας COSMOTE, VODAFOΝΕ και NOVA Μ.Α.Ε.: Α) τις τηλεφωνικές συνδέσεις που ενεργοποιήθηκαν στην ανωτέρω κατασχεμένη τηλεφωνική συσκευή με αριθμούς IMEI 1: ... και IMEI 2: ..., για το χρονικό διάστημα από τις 03-7-2023 έως τις 17-01-2024, Β) τις εισερχόμενες και εξερχόμενες κλήσεις των συνδρομητών των τηλεφωνικών συνδέσεων που θα προκύψουν από την προηγούμενη παράγραφο "1-Α", για το ίδιο χρονικό διάστημα (03/7/2023 - 17/01/2024), τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας των συνδρομητών τους που κάλεσαν ή κλήθηκαν από τις προαναφερόμενες τηλεφωνικές συνδέσεις, τις κεραίες που ενεργοποιήθηκαν στις συνομιλίες που πραγματοποιήθηκαν και τους αριθμούς ΙΜΕΙ των τηλεφωνικών συσκευών που χρησιμοποιήθηκαν στις προαναφερόμενες συνομιλίες και Γ) τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας και τις διευθύνσεις κατοικίας των συνδρομητών των τηλεφωνικών συνδέσεων των προηγούμενων παραγράφων "1-Α" και "1-Β", καθώς και τυχόν άλλες τηλεφωνικές συνδέσεις που αυτοί έχουν ενεργοποιήσει στο όνομά τους και 2) Οι δε εταιρίες σταθερής τηλεφωνίας Ο.T.Ε. Α.E., VODAFONE και NOVA Μ.Α.Ε. τις εισερχόμενες και εξερχόμενες κλήσεις των συνδρομητών τους με τις τηλεφωνικές συνδέσεις των προηγούμενων παραγράφων "1-Α" και "1-Β", καθώς και τα στοιχεία ταυτότητας αυτών των συνδρομητών τους, για το χρονικό διάστημα από τις 03-7-2023 έως τις 17-01-2024. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών διατάσσοντας με το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμά του (479/2024) την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών της αναφερομένης σ' αυτό συνδέσεως κινητής τηλεφωνίας, ως προς τα εξωτερικά στοιχεία επικοινωνίας αυτής, για το παρελθόν, εφάπαξ, για το χρονικό διάστημα από 3-7-2023 έως 17-1-2024, επιλήφθηκε και αποφάνθηκε καθ' υπέρβαση της προαναφερόμενης από το άρθρο 8 παρ.4 του Ν. 5002/2022 εξουσίας του, καθόσον καθόρισε το χρονικό εύρος της διαταχθείσας άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, που αναφερόταν σε εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας, εφάπαξ, για χρονικό διάστημα πέραν των δύο (2) μηνών, παρά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρ. 8 παρ.4 του Ν. 5002/2022, που σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, προβλέπουν ότι η διάρκεια άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες και ότι οι παρατάσεις αυτής μπορούν να διατάσσονται για διάστημα δύο (2) μηνών, κάθε φορά, με την ίδια διαδικασία και υπό τον όρο της εξακολούθησης συνδρομής των λόγων άρσης του απορρήτου, έως το μέγιστο επιτρεπόμενο χρονικό διάστημα των δέκα (10) μηνών. 

Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr

O τόπος παροχής - Συμβολές Αστικού Δικαίου Νο 11

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Εργατικό Δίκαιο - Ατομικές εργασιακές σχέσεις και το δίκαιο της ευελιξίας της εργασίας, 10η έκδ., 2024
send