logo-print

Διαβίβαση δεδομένων οφειλέτη δανείου σε δικηγόρο (ΑΠ 486/2024)

Σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο, τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων είναι ασυμβίβαστα με το δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη, ενώ το δικαίωμα ενημέρωσης υποχωρεί έναντι του δικαιώματος δικαστικής προστασίας του υπευθύνου επεξεργασίας

16/01/2025

22/01/2025

Γενικός Κανονισμός για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων και Ευθύνη για Αποζημίωση
Γενικός Κανονισμός για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων και Ευθύνη για Αποζημίωση

Στον Άρειο Πάγο έφτασε το ζήτημα της νομιμότητας της διαβίβασης δεδομένων δανειολήπτη προς δικηγορική εταιρεία, σε μια υπόθεση η οποία κρίθηκε υπό το προϊσχύσαν του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων νομοθετικό πλαίσιο του Ν. 2472/1997.

Ο Άρειος Πάγος εξέτασε αίτηση αναίρεσης του δανειολήπτη και υποκειμένου των δεδομένων κατά της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου που είχε σε δεύτερο βαθμό απορρίψει την αγωγή του, με το ανώτατο δικαστήριο να συντάσσεται με την προσβαλλόμενη απόφαση.

Σύμφωνα με την κρίση του Α2 Πολιτικού Τμήματος του ανωτάτου δικαστηρίου, για τις επίμαχες πράξεις επεξεργασίας της διαβίβασης των δεδομένων σε δικηγόρο και της περαιτέρω χρήσης αυτών από τον τελευταίο δεν απαιτείται η συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων, ούτε όμως και η ενημέρωσή του, αφού τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων, που πηγάζουν από το άρθρο 9Α του Συντάγματος, είναι ασυμβίβαστα με το δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη, ενώ το δικαίωμα ενημέρωσης υποχωρεί έναντι του δικαιώματος δικαστικής προστασίας του υπευθύνου επεξεργασίας.

Ιστορικό

Ο δανειολήπτης (ενάγων και ήδη αναιρεσείων) άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών την από 21-3-2018 αγωγή του κατά τράπεζας και δικηγορικής εταιρείας, ζητώντας να υποχρεωθούν να του καταβάλουν εις ολόκληρον 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που είχε αυτός υποστεί λόγω της παράνομης επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων του.

Η παράνομη αυτή επεξεργασία, κατά την αγωγή, έγκειτο στην άνευ ενημέρωσης και συγκατάθεσης του υποκειμένου των δεδομένων διαβίβαση των δεδομένων του από την πρώτη εναγόμενη τράπεζα στη δεύτερη εναγόμενη δικηγορική εταιρεία, η οποία δεύτερη «τον οχλούσε συνεχώς τηλεφωνικά διά των προστηθέντων της και τον απειλούσε με αναγκαστική εκτέλεση». Αιτία της διαβίβασης αυτής υπήρξε η διακοπή καταβολής των συμφωνημένων δόσεων σε δάνειο που είχε συναφθεί μεταξύ ενάγοντος και πρώτης εναγόμενης.

Η αγωγή έγινε σε πρώτο βαθμό δεκτή ως προς την πρώτη εναγόμενη τράπεζα, ενώ απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τη δικηγορική εταιρεία. Με την απόφασή του, το Ειρηνοδικείο Αθηνών υποχρέωσε την τράπεζα να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσόν των 5.869,40 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση.

Η τράπεζα άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και δικαιώθηκε. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, κρίνοντας ότι:  «Η αγωγή είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, διότι η επικαλούμενη προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος λόγω παράβασης των διατάξεων του ν. 2472/1997 εκ μέρους της εναγομένης δεν ερείδεται στο νόμο. Κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος έγινε από την ως άνω δικηγορική εταιρεία, η οποία δεσμεύεται από την υποχρέωση απορρήτου που προβλέπει o νόμος και αφορά στην παροχή νομικών υπηρεσιών στην εναγόμενη τράπεζα πελάτη τους, ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις του ως άνω νόμου, στην περίπτωση αυτή, ο υπεύθυνος επεξεργασίας απαλλάσσεται από την υποχρέωση γνωστοποίησης του άρθρου 6 και από την υποχρέωση λήψης άδειας του άρθρου 7 του παραπάνω νόμου, επιπλέον δε η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας, ήτοι η είσπραξη ληξιπρόθεσμης απαίτησης της εναγομένης τράπεζας, χωρίς να θίγονται θεμελιώδεις ελευθερίες του ενάγοντος, ενώ τα ιστορούμενα στην αγωγή περιστατικά δεν συνιστούν παράνομη προσβολή, με την οποία προσβάλλεται ορισμένη έκφανση της προσωπικότητας, όπως απαιτούν οι διατάξεις των 57, 59, 914, 932 ΑΚ, για γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας».

Την αναίρεση της απόφασης αυτής ζήτησε ο ενάγων από τον Άρειο Πάγο.

Διαβάστε επίσης: Η διαβίβαση δεδομένων οφειλέτη σε δικηγορική εταιρεία μπορεί να αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας

Η κρίση του Αρείου Πάγου

Επικαλούμενο την πάγια νομολογία του ως προς την ερμηνεία των άρθρων 11 (δικαίωμα ενημέρωσης) και 12 (δικαίωμα πρόσβασης) του Ν. 2472/1997, το ανώτατο δικαστήριο παρατήρησε πως η ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων του αποτελεί βασική υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας (άρθρο 11), αλλά και δικαίωμα του υποκειμένου (άρθρο 12).

Η υποχρέωση και το δικαίωμα αυτό «αποσκοπούν αφενός στην με ελεύθερη, ρητή, ειδική και με πλήρη επίγνωση δήλωση βουλήσεως του υποκειμένου των δεδομένων για παροχή της συγκατάθεσής του να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, και γι' αυτό άλλωστε πρέπει να προηγείται της συγκατάθεσης, αφετέρου για την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων του υποκειμένου», ήτοι του δικαιώματος για πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικές με την επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων, σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 12 του νόμου, και του δικαιώματος για την προβολή αντίρρησης, κατά το άρθρο 13.

Ειδικά μάλιστα ως προς τα στοιχεία των αποδεκτών των δεδομένων, ο ΑΠ επανέλαβε την πάγια άποψή του πως «ο υπεύθυνος επεξεργασίας, πρέπει να ενημερώνει το υποκείμενο είτε ως προς το συγκεκριμένο πρόσωπο του αποδέκτη, του οποίου έτσι θα προκύπτει η ταυτότητα, είτε, κατά ρητή αναφορά του νόμου, ως προς την κατηγορία των αποδεκτών, οπότε, σ' αυτή την περίπτωση, δεν προσδιορίζεται κάθε πρόσωπο της κατηγορίας, ώστε να προκύπτει η ταυτότητά του, πληροί δε την απαιτούμενη προϋπόθεση της ενημέρωσης του υποκειμένου των δεδομένων η αναφορά της κατηγορίας των αποδεκτών των δεδομένων».

Ακολούθως, ο ΑΠ ερμήνευσε το άρθρο 36 παρ.1 του Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013), σύμφωνα με το οποίο «στο έργο του δικηγόρου περιλαμβάνεται η διαμεσολάβηση για την αναζήτηση συμβιβαστικής λύσης, στο πλαίσιο νόμου ή κοινά αποδεκτής διαδικασίας, για την επίτευξη δε της λύσης αυτής, ο δικηγόρος επικοινωνεί και με τον οφειλέτη του εντολέα ή τον δικηγόρο αυτού στο μέτρο των εκάστοτε αναγκών και πάντα σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Επαγγέλματος».

Από τη διάταξη αυτή, σύμφωνα με το ανώτατο δικαστήριο προκύπτει πως η διαβίβαση δεδομένων οφειλέτη από τον υπεύθυνο επεξεργασίας σε δικηγόρο, καθώς και η εν συνεχεία χρήση των δεδομένων αυτών από τον δικηγόρο, αποτελούν περίπτωση «επιτρεπόμενης κατ’ εξαίρεση, επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου κατ’ άρθρο 5 παρ.2 περ. ε’ Ν. 2472/1997». Η επεξεργασία αυτή είναι νόμιμη «προκειμένου αυτός να ασκήσει τα νόμιμα καθήκοντά του, δηλαδή την αντιπροσώπευση και υπεράσπιση του εντολέα του σε δικαστήριο ή δημόσια αρχή, αλλά και τη διαμεσολάβηση για την αναζήτηση συμβιβαστικής λύσης, στο πλαίσιο της οποίας ο δικηγόρος έχει την εξουσία να επικοινωνεί με τον οφειλέτη στο μέτρο των εκάστοτε αναγκών».

Τουτέστιν, ο ΑΠ έκρινε πως στην προκείμενη περίπτωση η επίμαχη επεξεργασία δεν βασίζεται στη νομική βάση της συγκατάθεσης του υποκειμένου, η οποία αποτελούσε τον κανόνα νομιμότητας του προϊσχύσαντος νομοθετικού πλαισίου, αλλά θεμελιώνεται στην εξαίρεση του εννόμου συμφέροντος. Υπενθυμίζεται πως υπό το εφαρμοστικό πλαίσιο του ΓΚΠΔ, η νομική βάση της συγκατάθεσης δεν αποτελεί πλέον τον κανόνα για τη νομιμότητα της επεξεργασίας, αλλά μια νομική βάση απολύτως ισόκυρη με όλες τις υπόλοιπες. Υπενθυμίζεται επίσης πως ήδη από την απόφαση της 4-5-2017 στην υπόθεση C-13/16  (Rīgas satiksme), το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει κρίνει πως το έννομο συμφέρον του άρθρου 7 στοιχ. στ’ της Οδηγίας 95/46 δεν τεκμαίρεται αυτοδικαίως από τη διαπίστωση τυχόν ύπαρξης εννόμων συμφερόντων, αλλά προϋποθέτει την πλήρωση τριών σωρευτικών προϋποθέσεων, οι οποίες πρέπει να εξετάζονται από το δικαστήριο.

Διαβάστε επίσης: Η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων από το δικηγόρο σύμφωνα με τον ΓΚΠΔ

Η δεύτερη από τις προϋποθέσεις αυτές είναι η αναγκαιότητα της επεξεργασίας για την επίτευξη του επιδιωκόμενου συμφέροντος, με το Δικαστήριο να παρατηρεί συναφώς πως τα δεδομένα που διαβιβάζονται και χρησιμοποιούνται περαιτέρω από τον δικηγόρο «πρέπει να είναι τα απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για τις ως άνω ενέργειες, και να μην είναι περισσότερα από τα απολύτως απαραίτητα για την υπεράσπιση του δικαιώματος του εντολέα».

Με βάση την κρίση αυτή και εφόσον η συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων δεν αποτελούσε προϋπόθεση για τη διαβίβαση δεδομένων σε δικηγόρο, ο ΑΠ δέχθηκε πως από τη στιγμή που δεν απαιτείται συγκατάθεση «παρέπεται ότι δεν απαιτείται ούτε η προηγούμενη ενημέρωση αυτού, η οποία παρέχεται, άλλωστε, ακριβώς για να εξασφαλιστεί η συγκατάθεσή του, όταν αυτή απαιτείται». Προς τούτο, το ανώτατο δικαστήριο επικαλέστηκε την «ιδιαίτερη σχέση απόλυτης προσωπικής εμπιστοσύνης μεταξύ εντολέα και δικηγόρου», η οποία «επιβάλλει την ελεύθερη και ακώλυτη παροχή από τον πρώτο στο δεύτερο όλων των στοιχείων που απαιτούνται για την υπεράσπιση της υπόθεσης», αλλά και «το ασυμβίβαστο» μεταξύ του δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη και της άσκησης των δικαιωμάτων πρόσβασης και αντίρρησης των άρθρων 12 και 13 Ν. 2472/1997, «που πηγάζουν από το άρθρο 9Α του Συντάγματος».

Όπως παρατηρήθηκε χαρακτηριστικά, το ασυμβίβαστο αυτό έχει ως συνέπεια «το δικαίωμα ενημέρωσης του υποκειμένου της επεξεργασίας να υποχωρεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, έναντι του από το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος δικαιώματος δικαστικής προστασίας του υπεύθυνου επεξεργασίας, δεδομένου ότι το εν λόγω δικαίωμα του τελευταίου δεν μπορεί να νοηθεί ως εξαρτώμενο τόσο από την προηγούμενη ενημέρωση, όσο και τη συγκατάθεση του πρώτου (υποκειμένου της επεξεργασίας)».

Η απόφαση του Αρείου Πάγου

Υπό τον ως άνω μείζονα συλλογισμό, το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναίρεσης , κρίνοντας πως το Μονομελές Πρωτοδικείο «δεχόμενο ότι η επεξεργασία ήταν απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση έννομου συμφέροντος του υπευθύνου επεξεργασίας, ήτοι της είσπραξης της ληξιπρόθεσμης απαίτησης της αναιρεσίβλητης τράπεζας, δεν παραβίασε τις προεκτεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 5 §§ 1 και 2 περ. ε', και 11 §§ 1 και 3 του ν. 2472/1997, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε».

Όπως αναλυτικότερα κρίθηκε από το ανώτατο δικαστήριο, «πρόκειται για περίπτωση επιτρεπόμενης, κατ' εξαίρεση, επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την αναιρεσίβλητη, χωρίς την προηγούμενη ενημέρωση και συγκατάθεση του υποκειμένου της επεξεργασίας, και συγκεκριμένα για διαβίβαση από την αναιρεσίβλητη τράπεζα νομίμως συλλεγέντων και αποθηκευθέντων προσωπικών δεδομένων του αναιρεσείοντος οφειλέτη της σε δικηγορική (και όχι εισπρακτική) εταιρία, προκειμένου η τελευταία να ασκήσει τα καθήκοντά της που προβλέπονται από τον Κώδικα Δικηγόρων, στα οποία περιλαμβάνεται, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, όχι μόνο η αντιπροσώπευση και υπεράσπιση της αναιρεσίβλητης σε δικαστήριο ή δημόσια αρχή, αλλά και η διαμεσολάβηση για την αναζήτηση συμβιβαστικής λύσης, στο πλαίσιο της οποίας η δικηγορική εταιρία είχε την εξουσία να επικοινωνεί τηλεφωνικά με τον αναιρεσείοντα, ήταν δε τα εν λόγω προσωπικά δεδομένα του αναιρεσείοντος, που έγιναν αντικείμενο διαβίβασης, απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για τις ανωτέρω ενέργειες, μη αναιρουμένου τούτου από το γεγονός ότι η τηλεφωνική όχληση μπορούσε να γίνει και από υπάλληλο της αναιρεσίβλητης, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων».

Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο του Αρείου Πάγου

Η χρηματοοικονομική ασφάλεια, 2024
Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ΙΙ