Επιχορήγηση Erasmus+, δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στην Ένωση και φορολογία εισοδήματος (ενδιαφέρουσα απόφαση του ΔΕΕ)
Υπολογισμός της βασικής προσωπικής έκπτωσης για το εξαρτώμενο τέκνο που έλαβε οικονομική στήριξη για την κινητικότητα – Οικονομική στήριξη η οποία υπερβαίνει το ανώτατο προβλεπόμενο από εθνική νομοθεσία όριο – Κινητικότητα προς κράτος μέλος με υψηλότερο μέσο κόστος διαβίωσης – Απαγόρευση δυσμενών διακρίσεων
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 16.01.2025 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι το ποσό που καταβάλλεται σε σπουδαστή στο πλαίσιο επιχορήγησης Erasmus+ δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του φόρου εισοδήματος του γονέα που τον συντηρεί.
Ιστορικό της υπόθεσης
Ένας Κροάτης σπουδαστής έλαβε οικονομική στήριξη για την κινητικότητα για εκπαιδευτικούς σκοπούς στο πλαίσιο του προγράμματος Erasmus+ προκειμένου να παρακολουθήσει πανεπιστημιακές σπουδές στη Φινλανδία. Η κροατική φορολογική αρχή ενημέρωσε τη μητέρα του ότι η προσαύξηση της βασικής προσωπικής έκπτωσης για εξαρτώμενο τέκνο, την οποία η ίδια λάμβανε μέχρι τότε, καταργήθηκε για το αντίστοιχο έτος. Συγκεκριμένα, η ενδιαφερόμενη εισέπραξε ποσά καθ’ υπέρβαση του ορίου που προβλέπει η κροατική νομοθεσία λόγω του ότι το τέκνο της ελάμβανε στήριξη για την κινητικότητα στο πλαίσιο του προγράμματος Erasmus+.
Το κροατικό Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο επελήφθη της διαφοράς, διερωτάται αν η επίμαχη εθνική φορολογική νομοθεσία είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο απαντά αρνητικά.
Επισημαίνει κατ’ αρχάς ότι, άπαξ και ένα κράτος μέλος συμμετέχει στο πρόγραμμα Erasmus+, οφείλει να μεριμνά ώστε οι όροι χορήγησης και φορολόγησης των επιχορηγήσεων για τη στήριξη της κινητικότητας των δικαιούχων να μη συνεπάγονται αδικαιολόγητο περιορισμό του δικαιώματος κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών.
Εν προκειμένω, η στήριξη για την κινητικότητα δεν φορολογούνταν μεν, αυτή καθεαυτήν, στην Κροατία κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών. Εντούτοις, ελήφθη υπόψη για τον υπολογισμό του φόρου εισοδήματος της μητέρας, γεγονός που την περιήγαγε σε μειονεκτική θέση.
Το γεγονός ότι η στήριξη για την κινητικότητα την οποία έλαβε εξαρτώμενο τέκνο συνεκτιμάται για τον καθορισμό του ποσού της βασικής έκπτωσης την οποία δικαιούται ο φορολογούμενος γονέας για το τέκνο αυτό, με συνέπεια να στερείται ο γονέας το δικαίωμα προσαύξησης της εν λόγω έκπτωσης στο πλαίσιο του υπολογισμού του φόρου εισοδήματος, συνιστά περιορισμό του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής.
Το Δικαστήριο κρίνει ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, ενόψει ιδίως των οικονομικών δεσμών που συνδέουν το τέκνο με τον γονέα του, τα αποτελέσματα του ως άνω περιορισμού μπορεί να επικαλεστεί όχι μόνον το εξαρτώμενο τέκνο που άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας, αλλά και ο φορολογούμενος γονέας του, ο οποίος περιέρχεται άμεσα σε μειονεκτική θέση λόγω των αποτελεσμάτων αυτών.
Τέλος, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ένας περιορισμός του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής μπορεί να δικαιολογηθεί από πλευράς δικαίου της Ένωσης μόνον αν στηρίζεται σε αντικειμενικές εκτιμήσεις γενικού συμφέροντος, ανεξάρτητες της ιθαγένειας των ενδιαφερομένων. Επιπλέον, ο περιορισμός πρέπει να είναι ανάλογος προς τον σκοπό που θεμιτώς επιδιώκει το εθνικό δίκαιο και κατάλληλος για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Όσον αφορά ειδικότερα την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η χρηματοδοτική στήριξη στο πλαίσιο του προγράμματος Erasmus+ προορίζεται να συμβάλει στα συμπληρωματικά έξοδα τα οποία δεν θα πραγματοποιούνταν αν δεν υπήρχε η κινητικότητα αυτή. Κατά συνέπεια, η στήριξη δεν μειώνει τις δαπάνες των φορολογούμενων γονέων στο πλαίσιο της υποχρέωσής τους να συντηρούν τα εξαρτώμενα τέκνα ούτε αυξάνει τη φοροδοτική ικανότητά τους από φορολογικής απόψεως. Η φορολογική μεταχείριση της εν λόγω στήριξης ενδέχεται να οδηγήσει σε επαχθέστερες φορολογικές επιβαρύνσεις για τους φορολογούμενους γονείς, χωρίς να έχουν αυξηθεί οι διαθέσιμοι πόροι τους για να αντεπεξέλθουν στις επιβαρύνσεις αυτές. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο κρίνει ότι η επίμαχη εθνική ρύθμιση μπορεί να προκαλέσει ακόμη και τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA