logo-print

Η συλλογή προσωπικών δεδομένων του αντιδίκου ελέγχεται από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων (ΑΠΔΠΧ 5/2024)

Η Αρχή διευθετεί ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει έντονα τους πολίτες στο πλαίσιο δικαστικών διενέξεων και διευκρινίζει πως η αναρμοδιότητά της παύει με την προσκόμιση στο δικαστήριο

29/02/2024

19/03/2024

Το δίκαιο της ψηφιακής οικονομίας

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΑΙΟ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΉΣ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΉΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ & ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΙΔΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΙΓΓΛΕΖΑΚΗΣ

Δίκαιο πληροφορικής - E έκδοση

Επιμέλεια: Δημήτρης Βέρρας

Τυπικά, η υπ’ αριθμ. 5/2024 απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα δεν είναι παρά μια απορριπτική απόφαση επί αιτήσεως θεραπείας. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, πρόκειται για μια από τις πολύ σημαντικές αποφάσεις της Αρχής, με την οποία τίθενται (ή διευκρινίζονται) τα όρια της αρμοδιότητας της Αρχής στην επεξεργασία δεδομένων για δικαστική χρήση.

Το ιστορικό

Η υπόθεση ξεκινά μετά από καταγγελία υποκειμένου κατά Δήμου για παράνομη συλλογή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, τα οποία προσκομίστηκαν ενώπιον δικαστηρίου. Σύμφωνα με την καταγγελία, ο καταγγέλλων άσκησε αγωγή ενώπιον Διοικητικού Πρωτοδικείου κατά του Δήμου για παράνομη διαβίβαση έκθεσης πορισμάτων επί φορολογικών υποθέσεων σε τρίτα πρόσωπα, τα οποία την προσκόμισαν ως αποδεικτικό στοιχείο «σε διάφορα Δικαστήρια».

Ενώπιον του δικαστηρίου, ο εναγόμενος Δήμος ισχυρίστηκε πως δεν ήταν αυτός εκείνος που διαβίβασε τα επίμαχα δεδομένα στους αντιδίκους του ενάγοντος και καταγγέλλοντος, καθώς τα δεδομένα αυτά θα μπορούσαν να έχουν ληφθεί από άλλα φυσικά πρόσωπα, τα οποία και κατονόμασε, που είχαν αντιδικία με τον ενάγοντα.

Προς απόδειξη των ισχυρισμών του αυτών, ο Δήμος προσκόμισε ως σχετικά έγγραφα δύο αποφάσεις δικαστηρίων επί αγωγών των φυσικών προσώπων αυτών κατά του ενάγοντος και καταγγέλλοντος.

Ο καταγγέλλων διαμαρτυρήθηκε ενώπιον της Αρχής για τη συλλογή και δικαστική χρήση των προσωπικών δεδομένων του από τον Δήμο, προβάλλοντας τον ισχυρισμό πως «ο καθ΄ ου Δήμος στερείτο νομικής βάσης για τη συλλογή και περαιτέρω επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων που τον αφορούσαν και περιλαμβάνονταν στις εν λόγω δικαστικές αποφάσεις, καθώς δεν είχε κάποια εμπλοκή/συνάφεια ούτε με τους διαδίκους των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκαν οι σχετικές αποφάσεις ούτε και με τις εν λόγω υποθέσεις εν γένει».

Παράλληλα, ισχυρίστηκε πως οι αποφάσεις αυτές δεν είχαν καμία συνάφεια με την εκκρεμή δικαστική διένεξη που είχε με τον Δήμο, προσθέτοντας πως σε αυτές περιλαμβάνονταν και ειδικών κατηγοριών δεδομένα και δη δεδομένα που αφορούν τον σεξουαλικό προσανατολισμό του.

Τέλος, ο καταγγέλλων διαμαρτυρήθηκε και για την απουσία ενημέρωσής του από τον Δήμο, σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 14 ΓΚΠΔ, από τη στιγμή απόκτησης των αποφάσεων, καθώς γνώση για τη λήψη αυτή δεν έλαβε παρά μόνο όταν αυτές κοινοποιήθηκαν στο Διοικητικό Πρωτοδικείο.

Η πράξη αρχειοθέτησης και η αίτηση θεραπείας

Η Αρχή εξέτασε την καταγγελία και ακολούθως εξέδωσε πράξη αρχειοθέτησης, λόγω έλλειψης αρμοδιότητάς της. Όπως κρίθηκε, «η καταγγελία αφορά αποκλειστικά τη συλλογή και τη δικαστική χρήση εγγράφων (και συγκεκριμένα των αναφερόμενων δικαστικών αποφάσεων) εκ μέρους του καθ’ ου στο πλαίσιο μεταξύ τους δίκης ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Χ, και δεδομένου ότι τα επίμαχα έγγραφα έχουν ήδη περιληφθεί σε φάκελο δικογραφίας και αποτελούν ή αποτέλεσαν ήδη αντικείμενο δικαστικής εκτίμησης, το δε παράπονο αφορά τη συλλογή και την καθαυτή δικαστική χρήση των εν λόγω δικαστικών αποφάσεων, η Αρχή έκρινε ότι το ζήτημα εκφεύγει της αρμοδιότητάς της, συμφώνως προς τις διατάξεις του άρθρου 55 παρ. 3 ΓΚΠΔ και του άρθρου 10 παρ. 5 ν. 4624/2019».

Ο καταγγέλλων επανήλθε και άσκησε αίτηση θεραπείας, προβάλλοντας τον ισχυρισμό πως «δεν εφαρμόζονται οι μνημονευόμενες στην προσβαλλόμενη πράξη αρχειοθέτησης διατάξεις, καθ’ όσον αντικείμενο της επίμαχης καταγγελίας δεν αποτελούσε η επεξεργασία δεδομένων από δικαστική αρχή, αλλά η συλλογή και περαιτέρω επεξεργασία ενώπιον του δικαστηρίου των επίμαχων δικαστικών αποφάσεων από τον καταγγελλόμενο Δήμο».

Η απόφαση της Αρχής

Μνημονεύοντας τις σχετικές με την αίτηση θεραπείας διατάξεις, η Αρχή επεσήμανε πως βάσει της πάγιας νομολογίας της, οι αιτήσεις θεραπείας απορρίπτονται εφόσον δεν γίνεται επίκληση ή προσκόμιση νέων και κρίσιμων για την υπόθεση πραγματικών στοιχείων.

Με την υπό κρίση αίτηση θεραπείας δεν γίνεται επίκληση τέτοιων στοιχείων, αλλά μόνο νομικών ισχυρισμών, καθώς «προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή» των διατάξεων του άρθρου 55 παρ.3 ΓΚΠΔ και 10 παρ.5 Ν.4624/2019.

Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψιν της τον σημαντικό αριθμό καταγγελιών και αιτημάτων που εκκρεμούν ενώπιον της Αρχής επί ζητημάτων αφενός συλλογής, αφετέρου επίκλησης προσωπικών δεδομένων στο πλαίσιο δικαστικών διαφορών, η Αρχή αποφάσισε να κάνει κάτι που δεν κάνει συχνά.

Να επιληφθεί της κρινόμενης αίτησης θεραπείας και να εξετάσει εκ νέου, γνωμοδοτώντας ατύπως, «το γενικότερου ενδιαφέροντος νομικό ζήτημα που τίθεται με την αίτηση αυτή».

Η Αρχή αναφέρθηκε και πάλι, εισαγωγικώς, στην πάγια νομολογία της, σύμφωνα με την οποία «δεν έχει αρμοδιότητα κρίσης επί δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία ευρίσκονται στο φάκελο της δικογραφίας, καθώς ο φάκελος της δικογραφίας εκκρεμούς δίκης δεν αποτελεί αρχείο, το οποίο υπάγεται στις αρμοδιότητες και τον έλεγχο της Αρχής». Επικαλέστηκε μάλιστα την απόφαση C-245/20 του ΔΕΕ (Autoriteit Persoonsgegevens) για την ερμηνεία του άρθρου 55 παρ.3 ΓΚΠΔ και τον αποκλεισμό από την αρμοδιότητα της εποπτικής αρχής των πράξεων επεξεργασίας, ο έλεγχος των οποίων θα μπορούσε, άμεσα ή έμμεσα, να επηρεάσει την ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών και να βαρύνει στις αποφάσεις τους.

Με βάση τα ανωτέρω, και υπό το φως της ερμηνείας του ΔΕΕ, η Αρχή έκρινε πως ο έλεγχος της νομιμότητας της επίκλησης και προσκόμισης προσωπικών δεδομένων ενώπιον δικαστηρίου ή εισαγγελικής αρχής εναπόκειται στην κρίση της αρμόδιας δικαστικής εισαγγελικής αρχής, ενώπιον της οποίας εκκρεμεί η σχετική υπόθεση και εκφεύγει των αρμοδιοτήτων της Αρχής. Όπως ειδικότερα παρατηρήθηκε, «εφόσον τα δεδομένα έχουν ήδη περιληφθεί σε φάκελο δικογραφίας, η κρίση της Αρχής περί της νομιμότητας της επεξεργασίας αυτών από τους διαδίκους ενώπιον των δικαστικών ή εισαγγελικών αρχών, με έλεγχο της τήρησης των οριζόμενων από τον ΓΚΠΔ προϋποθέσεων, θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη συνταγματικά και νομοθετικά παρέμβαση σε αρμοδιότητες που ανήκουν σε δικαστικές ή εισαγγελικές αρχές στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής τους λειτουργίας και κατ’ αποτέλεσμα εκ πλαγίου παράβαση του άρθρου 55 παρ. 3 ΓΚΠΔ».

Ωστόσο, η Αρχή προχώρησε σε μια θεμελιώδη διάκριση των πράξεων επεξεργασίας, αποσυνδέοντας την προσκόμιση και επίκληση των δεδομένων από τη συλλογή τους και εξαιρώντας τις προκαταρκτικές αυτές πράξεις επεξεργασίας από την κρίση της περί αναρμοδιότητάς της.

Σύμφωνα με το σκεπτικό της Αρχής, «αναφορικά με τη συλλογή σε σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιεί ο υπεύθυνος επεξεργασίας, η Αρχή κρίνει, κατά πλειοψηφία, ότι οι εν λόγω πράξεις επεξεργασίας συνιστούν πράξεις διακριτές από τις πράξεις επίκλησης και προσκόμισης δεδομένων ενώπιον δικαστικών ή εισαγγελικών αρχών και δεν εμποδίζεται, για λόγους αρμοδιότητας, να προβεί σε κρίση για τη νομιμότητα της επεξεργασίας και την τήρηση των οριζόμενων από τον ΓΚΠΔ προϋποθέσεων».

Για την κρίση της αυτή, η Αρχή παρατηρεί πως δεν είναι η πρώτη φορά που προβαίνει σε διάκριση της αρμοδιότητάς της για τον έλεγχο νομιμότητας της συλλογής σε αντιπαραβολή με την έλλειψη αρμοδιότητάς της επί της επεξεργασίας στο πλαίσιο δίκης, μνημονεύοντας τις αποφάσεις ΑΠΔΠΧ 58/2003 και 37/2008.

Με βάση τις σκέψεις αυτές, η Αρχή κρίνει πως «είναι κατ’ αρχήν αρμόδια να κρίνει επί της νομιμότητας της συλλογής σε σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τρίτων από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, με σκοπό τη μελλοντική επίκληση και προσκόμιση αυτών ενώπιον δικαστικής/ εισαγγελικής αρχής, προβαίνοντας σε έλεγχο μεταξύ άλλων, του τρόπου συλλογής των επίμαχων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και της κατ’ αρχήν συνάφειας τους, με την έννοια ότι δεν είναι προδήλως απρόσφορα για την απόδειξη ισχυρισμών στο πλαίσιο της επίδικης διαφοράς, συμφώνως προς το άρθρο 5 παρ. 1 εδ. β’) και γ) ΓΚΠΔ.». Όπως μάλιστα παρατηρείται, η αρμοδιότητα αυτή δεν καταλαμβάνει μόνο τον έλεγχο νομιμότητας της συλλογής, αλλά και της διαβίβασης (κοινοποίησης/χορήγησης) δεδομένων προς τρίτο πρόσωπο, με σκοπό την επίκληση και προσκόμιση από το πρόσωπο αυτό.

Η Αρχή οριοθετεί την αρμοδιότητά της αυτή, παρατηρώντας πως «με την προσκόμιση και χρήση των επίμαχων δεδομένων ενώπιον δικαστικής/εισαγγελικής αρχής, αποκλειστικά αρμόδια για την κρίση επί της επεξεργασίας τους, καθίσταται η αρμόδια δικαστική/ εισαγγελική αρχή συμφώνως προς το άρθρο 55 παρ. 3 ΓΚΠΔ και συνακόλουθα παύει η σχετική αρμοδιότητα της Αρχής».

Τέλος, η Αρχή δεν παραλείπει να αναφέρει πως επί της γνώμης αυτής υπήρξε και μειοψηφούσα γνώμη ενός μέλους της, σύμφωνα με το οποίο η συλλογή των δεδομένων συνδέεται με την προσκόμιση και θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται με τρόπο ενιαίο. Όπως ειδικότερα διατυπώθηκε στη γνώμη αυτή, «η αξιολόγηση της συλλογής των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, συνδέεται λογικά και αναγκαστικά με την αξιοποίηση αυτών από την αρμόδια δικαστική ή εισαγγελική αρχή και, κατά συνέπεια η Αρχή, δεν έχει αρμοδιότητα κρίσης ούτε επί του τρόπου συλλογής, καθώς η σχετική κρίση θα συνιστούσε έμμεση παρέμβαση στο δικαιοδοτικό έργο».

Υπό το ως άνω παρατεθέν σκεπτικό η Αρχή δέχεται την αίτηση θεραπείας και προχωρά σε επανεξέταση της καταγγελίας, την οποία και απορρίπτει εκ νέου, καθώς κρίνει πως «δεν αποδεικνύονται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία επικαλείται ο καταγγέλλων, διότι δεν υποβλήθηκαν σχετικά στοιχεία για την τεκμηρίωση της καταγγελίας ούτε στη συνέχεια στο πλαίσιο της υποβολής της αίτησης θεραπείας, ώστε να προκύπτει η συνδρομή πραγματικών περιστατικών που θα συνιστούσαν παραβίαση των προσωπικών δεδομένων του καταγγέλλοντος και των δικαιωμάτων του ως υποκειμένου των δεδομένων».

Η έναρξη της εκτέλεσης κατά τον ΚΠολΔ
Ποινικός Κώδικας Ι