logo-print

Ο θεσμός της ποινικής διαταγής: Σύμφωνος με το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ΑΠ 933/2023)

Η έκδοση της ποινικής διαταγής από Δικαστή σε δημόσια συνεδρίαση καθώς και η εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με την τακτική διαδικασία, εφόσον το ζητήσει ο κατηγορούμενος με την υποβολή των αντιρρήσεων, διασφαλίζουν τη συνταγματικότητα του νέου θεσμού

20/11/2024

12/12/2024

Υπηρεσιακά Εγκλήματα, 3η έκδ., 2024
Ποινικός Κώδικας Ι

Δεκτή έγινε αίτηση αναίρεσης, η οποία ασκήθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά απόφασης Μονομελούς Πλημμελειοδικείου που κατέληξε στην "κρίση περί προφανούς αντίθεσης του θεσμού της ποινικής διαταγής (άρθρα 409 επ. ΚΠΔ) τόσο προς τις επιταγές του εγχωρίου Συντάγματος όσο με αυτές της Ε.Σ.Δ.Α., πάντοτε υπό το πρίσμα της υπό κρίση υπόθεσης" (ΑΠ 933/2023).

Συγκεκριμένα, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο, από το οποίο ζητήθηκε η έκδοση ποινικής διαταγής, έκρινε ως αντισυνταγματικές τις διατάξεις των άρθρων 409 επ. ΚΠΔ και ακολούθως παρέπεμψε την υπόθεση στην τακτική διαδικασία. Κατά την κρίση του Αρείου Πάγου, ωστόσο, ο θεσμός τη ποινικής διαταγής είναι πλήρως εναρμονισμένος με το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και διασφαλίζει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου για ανεμπόδιστη πρόσβαση στο δικαστήριο, εμφάνιση, εκπροσώπηση, ακρόαση, άσκηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του, το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη και το τεκμήριο αθωότητας και δεν αντιβαίνει στις αρχές της δημοσιότητας και προφορικότητας της ποινικής δίκης.

Σύμφωνα με το σκεπτικό του ανωτάτου δικαστηρίου, η συνοπτική διαδικασία της ποινικής διαταγής, που σκοπεύει στην αποσυμφόρηση των δικαστηρίων από ποινικές υποθέσεις ήσσονος σημασίας και στην εξ αυτής επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας, εισήχθη με τις διατάξεις των άρθρων 409 έως 416 του ισχύοντος ΚΠΔ. Υπό τις ρυθμίσεις αυτές, γεννάται το ερώτημα αν ο θεσμός της ποινικής διαταγής είναι εναρμονισμένος με το σύνταγμα (άρθρα 2 παρ. 1, 20, 93 παρ. 1, 2, 3 και 96 παρ. 1), την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 6), το έβδομο Πρωτόκολλο αυτής (άρθρο 2 παρ. 1) και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (άρθρο 14 παρ. 1), τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και διασφαλίζει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου για ανεμπόδιστη πρόσβαση στο Δικαστήριο, εμφάνιση, εκπροσώπηση, ακρόαση, άσκηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του, το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη και το τεκμήριο αθωότητάς του, καθώς επίσης αν συμβαδίζει με τις αρχές της προφορικότητας και δημοσιότητας της ποινικής δίκης.

Όπως προκύπτει από τις ως άνω διατάξεις, η ποινική διαταγή αφορά συνοπτική διαδικασία σε περιπτώσεις αδικημάτων ήσσονος σημασίας, συνιστά απόφαση με προσωρινή ισχύ εκδιδόμενη από Δικαστή, επιδίδεται στον κατηγορούμενο, ο οποίος μπορεί να υποβάλει αντιρρήσεις οποιουδήποτε περιεχομένου κατ' αυτής, εντός της οριζόμενης στον ΚΠΔ προθεσμίας των 15 ημερών από την επίδοσή της, με αποτέλεσμα την άνευ ετέρου ανατροπή της, αφού ο δικαστής των αντιρρήσεων δεν εξετάζει την ουσία της υπόθεσης, αν δηλαδή πράγματι ήταν ή όχι δικαιολογημένη η έκδοση της ποινικής διαταγής, αλλά αρκείται στην έρευνα των τυπικών μόνο στοιχείων των αντιρρήσεων που προβλήθηκαν. Επομένως, ναι μεν ο κατηγορούμενος δεν μετέχει, ούτε ακούγεται κατά οιοδήποτε τρόπο στην διαδικασία έκδοσης της ποινικής διαταγής, ωστόσο διασφαλίζεται απόλυτα η δυνατότητα ακολουθίας της τακτικής διαδικασίας και η άσκηση κατ' αυτή των ανωτέρω δικαιωμάτων του.

Συνεπώς, η έκδοση της ποινικής διαταγής από Δικαστή σε δημόσια συνεδρίαση, καθώς και η εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με την τακτική διαδικασία, εφόσον τούτο ζητήσει ο κατηγορούμενος με την υποβολή των αντιρρήσεων, διασφαλίζουν τη συνταγματικότητα του νέου θεσμού του οποίου η μη αντίθεση με την ΕΣΔΑ και το ΔΣΑΠΔ αναγνωρίζεται από τη νομολογία και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής 'Ένωσης. Επισημαίνεται ότι η διαδικασία της έκδοσης ποινικής διαταγής, παρά την ιδιαιτερότητά της, είναι ευρύτατα διαδεδομένη στον ευρωπαϊκό χώρο, ενώ η συμβατότητα του θεσμού της ποινικής διαταγής με την ΕΣΔΑ και το ΔΣΑΠΔ αναγνωρίζεται από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής 'Ένωσης (βλ. αποφάσεις του ΔΕΕ στις με αριθμ. υποθέσεις C-615/18, C-216/14 και C-124/2016).

Απόσπασμα απόφασης

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 1/2022 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου ... και των εγγράφων της δικογραφίας, κατά του κατηγορουμένου A. H. του S., γεν. στην ..., κατοίκου ..., ασκήθηκε ποινική δίωξη από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ... για το πλημμέλημα της παράβασης των διατάξεων του άρθρου 94 παρ.1 και 4 Ν. 2696/1999 όπως ισχύει (οδήγηση οχήματος χωρίς την απαιτούμενη άδεια οδήγησης), που φέρεται ότι τέλεσε στην ... την 17.11.2021. Με την υποβολή αίτησης του ως άνω Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών προς το Μονομελές Πλημμελειοδικείο ..., κατά τη δικάσιμο 4.2.2022, ζητήθηκε η έκδοση ποινικής διαταγής σε βάρος του κατηγορουμένου (άρθρα 43 παρ.1 εδ. α' και 409 επ. ΚΠΔ), διότι κρίθηκε ότι το υφιστάμενο αποδεικτικό υλικό δεν καθιστά αναγκαία την διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας, το δε πλημμέλημα υπάγεται στην αρμοδιότητα του Μονομελούς πλημμελειοδικείου και απειλείται γι' αυτό ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος και χρηματική ποινή. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο ... με την ως άνω προσβαλλομένη απόφασή του, κατά τον αυτεπάγγελτο, διάχυτο και παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητας της ένδικης ποινικής διαταγής και στο νομικό και πραγματικό πλαίσιο της κρινόμενης υπόθεσης, ήχθη μετά από παράθεση εκτενών νομικών σκέψεων σε κρίση περί της αντισυνταγματικότητα των διατάξεων των άρθρων 409, 410 και 411 ΚΠΔ και παρέπεμψε την υπόθεση στην τακτική διαδικασία με το ακόλουθο κατά πιστή αντιγραφή σκεπτικό:
Στην προκείμενη περίπτωση ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών ... άσκησε ποινική δίωξη (με υποβολή αίτησης για έκδοση ποινικής διαταγής κατά τα άρθρα 43 παρ.1 εδ. α και 409 επ. ΚΠΔ) κατά του κατηγορουμένου (κ.ον.) A. (επ.) H. του S. και της L., κατοίκου ..., για το πλημμέλημα της παράβασης των διατάξεων του άρθρου 94 παρ.1 και 4 ν.2696/1999, που φέρεται να τελέστηκε στην ... την 17.11.2021.
Ενόψει του ότι η υπό κρίση υπόθεση, που εισήχθη με Α.Β.Μ. Α21/1647 (A.B.Ω. Α22/108), αφορά σε πλημμέλημα υπαγόμενο στην καθ' ύλη αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, το οποίο τιμωρείται με ποινή φυλάκισης από έναν (1) έως δώδεκα (12) μήνες, βάσει τις διάταξης του άρθρου 94 παρ.4 ν.2696/19S9, και φέρεται να τελέστηκε στην ..., το παρόν Δικαστήριο είναι καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδιο προς έκδοση της αιτούμενης ποινικής διαταγής (άρθρα 115 και 122 επ. ΚΠΔ), ενώ το ως άνω πλημμέλημα υπάγεται σε αυτά, για τα οποία κατ1 άρθρο 409 ΚΠΔ επιτρέπεται η έκδοση ποινικής διαταγής. Ωστόσο, για όλους τους προρρηθέντες λόγους, κατά τov αυτεπάγγελτο, διάχυτο και παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητας της ένδικης ποινικής διαταγής και στο νομικό και πραγματικό πλαίσιο της κρινόμενης υπόθεσης, το Δικαστήριο άγεται σε κρίση περί της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων των άρθρων 409,410 και 411 ΚΠΔ.
Συνακόλουθα, το παρόν δικαστήριο κρίνει ότι θα πρέπει η παρούσα υπόθεση να παραπεμφθεί στην τακτική διαδικασία, ώστε να διεξαχθεί η ποινική δίκη σύμφωνα με τις αρχές της αμεσότητας, της δημοσιότητας και της προφορικότητας της διαδικασίας ενώπιον του αρμόδιου τακτικού ποινικού δικαστηρίου κατά το άρθρο 410 ΚΠΔ".
Με ταύτα που δέχθηκε το ως άνω Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, εσφαλμένα έκρινε ως αντισυνταγματικές τις διατάξεις των άρθρων 409 επ. ΚΠΔ και ακολούθως, χωρίς εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων της οικείας δικογραφίας, παρέπεμψε την υπόθεση στην τακτική διαδικασία, διότι σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη ο θεσμός τη ποινικής διαταγής είναι πλήρως εναρμονισμένος με το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και διασφαλίζει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου για ανεμπόδιστη πρόσβαση στο δικαστήριο, εμφάνιση, εκπροσώπηση, ακρόαση, άσκηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του, το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη και το τεκμήριο αθωότητας και δεν αντιβαίνει στις αρχές της δημοσιότητας και προφορικότητας της ποινικής δίκης. Ενόψει των ανωτέρω το δικαστήριο όφειλε να προβεί στην εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων και εφόσον τα έκρινε επαρκή για την ενοχή του κατηγορουμένου, να εκδώσει ποινική διαταγή και να επιβάλει την αρμόζουσα, με βάση τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία, προβλεπόμενη μειωμένη ποινή, άλλως, αν έκρινε μη επαρκή τα στοιχεία για την ενοχή του κατηγορουμένου, να παραπέμψει την υπόθεση στην τακτική διαδικασία. Επομένως, το Δικαστήριο υπέπεσε στην πλημμέλεια της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας, αφού παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα για το οποίο είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του (ΑΠ 303/2020). 'Ετσι, κατέστησε αναιρετέα την προσβαλλόμενη απόφασή του, σύμφωνα με τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Θ' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης της υπέρβασης εξουσίας, κατά παραδοχή του μοναδικού σχετικού λόγου αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Κατόπιν τούτων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 1/2022 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου ... και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, συγκροτούμενο από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνο που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).

Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr

Γενικός Κανονισμός για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων και Ευθύνη για Αποζημίωση
Ο δικαστικός έλεγχος της δράσης των ανεξάρτητων αρχών

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ & ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ / ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

send