Οι Συμφωνίες Ελευθέρων Συναλλαγών «Νέας Γενιάς» της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Συνέντευξη με την καθηγήτρια Ελευθερία Νεφράμη
Η κα. Ελευθερία Νεφράμη είναι καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Λουξεμβούργου και νομικός εγνωσμένου κύρους με ειδίκευση στον τομέα του θεσμικού Ευρωπαϊκού δικαίου και της εξωτερικής δράσης της Ένωσης
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με αφορμή τη θέση σε ισχύ της μείζονος σημασίας συμφωνίας ελευθέρων συναλλαγών μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ιαπωνίας την 1η-02-2019 και λαμβάνοντας υπόψη, αφενός, το μεγάλο ενδιαφέρον που επικρατεί στον νομικό κόσμο και, αφετέρου, τις αντιδράσεις ευρείας κλίμακας που έχουν προκληθεί στο εσωτερικό των κρατών μελών από τη σύναψη ανάλογων συμφωνιών μεταξύ της Ένωσης και τρίτων κρατών (π.χ. σύναψη CETA, πρόταση σύναψης TTIP), αποφασίσαμε να απευθυνθούμε σε μία εξέχουσα νομικό με υψηλό βαθμό εξειδίκευσης στον τομέα εξωτερικής δράσης της ΕΕ, προκειμένου να σχηματίσουμε μια καλύτερη εικόνα για το νομικό πλαίσιο που διέπει τις συμφωνίες ελευθέρων συναλλαγών «νέας γενιάς» που συνάπτει η ΕΕ, καθώς και να εμβαθύνουμε σε ορισμένα ζητήματα.
Η κα. Ελευθερία Νεφράμη είναι καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Λουξεμβούργου, Μέλος του Κέντρου Αριστείας Jean Monnet και είναι συγγραφέας πολλών σημαντικών άρθρων και μελετών στον τομέα της εξωτερικής δράσης της ΕΕ που έχουν δημοσιευθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη. Παράλληλα, πραγματοποίησε εισήγηση σχετικά με τις νομολογιακές εξελίξεις στον τομέα της εξωτερικής δράσης της ΕΕ στο Α’ Πανελλήνιο Συνέδριο Ευρωπαϊκού Δικαίου της Ελληνικής Ένωσης Ευρωπαϊκού Δικαίου, το οποίο διεξήχθη στη Θεσσαλονίκη στις 2-3 Νοεμβρίου 2018.
*****
Κυρία Καθηγήτρια,
Καταρχάς, θα θέλαμε να σας ευχαριστήσουμε για την πολύ μεγάλη τιμή να μας παραχωρήσετε αυτή τη συνέντευξη. Είστε μία εξέχουσα νομικός στον τομέα του θεσμικού Ευρωπαϊκού Δικαίου και της εξωτερικής δράσης της Ένωσης, με πολλές σημαντικές διακρίσεις και πλούσιο ακαδημαϊκό έργο σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Σύναψη συμφωνιών ελεύθερων συναλλαγών «νέας γενιάς» από την ΕΕ
1. Τα τελευταία χρόνια, η εξωτερική δράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χαρακτηρίζεται από έντονες διεργασίες με στόχο την απόκτηση πρωταγωνιστικού ρόλου στην παγκόσμια οικονομία. Προς αυτό το σκοπό, έχουν εντατικοποιηθεί οι διαδικασίες διαπραγμάτευσης και σύναψης διεθνών σφαιρικών συμφωνιών εμπορικής φύσεως, οι οποίες αποκαλούνται συμφωνίες «νέας γενιάς» και των οποίων αντικείμενο είναι η εξασφάλιση ελευθέρων συναλλαγών μεταξύ της ΕΕ και τρίτων κρατών. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η συμφωνία ΕΕ-Καναδά (CETA), η οποία προκάλεσε σωρεία αντιδράσεων μεταξύ των κρατών μελών και δη στο Βέλγιο, η προτεινόμενη συμφωνία ΕΕ-ΗΠΑ (TTIP), η συμφωνία ΕΕ-Σιγκαπούρης και φυσικά η συμφωνία ΕΕ-Ιαπωνίας η οποία ισχύει από τις 1-02-2019. Σαν μία πρώτη προσέγγιση, θα μπορούσατε να μας μιλήσετε για τα βασικά χαρακτηριστικά αυτών των συμφωνιών, όπως ο ορισμός, η νομική φύση και η νομική βάση τους; Γιατί αποκαλούνται συμφωνίες «νέας γενιάς»;
Οι συμφωνίες αυτές αποκαλούνται «νέας γενιάς» γιατί εκφράζουν για πρώτη φορά τη συνολική προσέγγιση της εξωτερικής δράσης της ΕΕ, όπως αυτή κατοχυρώθηκε στη Συνθήκη της Λισαβόνας, με τελικό σκοπό την απόκτηση πρωταγωνιστικού ρόλου στην παγκόσμια οικονομία. Συγκεκριμένα, με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, το άρθρο 21 ΣΕΕ δίνει τη λίστα των στόχων της ΕΕ στην εξωτερική της δράση. Κάθε στόχος αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη αρμοδιότητα, ωστόσο η παράγραφος 2 θέτει τον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο κάθε επιμέρους αρμοδιότητα ασκείται στο πλαίσιο των αρχών και των στόχων της εξωτερικής δράσης της Ένωσης.
Αυτό σημαίνει ότι οι εν λόγω συμφωνίες, ενώ είναι ως προς τον κύριο σκοπό τους εμπορικές, καλύπτουν και άλλους τομείς, όπως προστασία των επενδύσεων (οι άμεσες επενδύσεις υπάγονται με τη Συνθήκη της Λισαβόνας στο πλαίσιο της κοινής εμπορικής πολιτικής σύμφωνα με το άρθρο 207 ΣΛΕΕ), επενδύσεις χαρτοφυλακίου, μεταφορές, αειφόρο ανάπτυξη. Δεδομένης της συνολικής προσέγγισης των στόχων εξωτερικής δράσεις, ο εμπορικός στόχος θεωρείται ότι απορροφά κάποιες από τις μη καθαρά εμπορικές διατάξεις.
Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει για όλες τις διατάξεις των συμφωνιών αυτών. Καθώς θεωρούνται κυρίως εμπορικές, εξετάζεται καταρχάς αν όλες οι διατάξεις μπορούν να συμπεριληφθούν στην έννοια της κοινής εμπορικής πολιτικής, ώστε η νομική τους βάση να είναι το άρθρο 207 ΣΛΕΕ. Όπως όμως προκύπτει από τη Γνωμοδότηση 2/15, σχετικά με τη συμφωνία με τη Σιγκαπούρη, οι διατάξεις που έχουν αυτόνομο ρυθμιστικό αντικείμενο, όπως οι σχετικές με τις μεταφορές, ή με τις μη άμεσες επενδύσεις, χρήζουν αυτοτελούς νομικής βάσης.
Συνεπώς, οι εμπορικές συμφωνίες νέας γενιάς είναι καταρχήν εμπορικές συμφωνίες που εμπίπτουν στο άρθρο 207 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι με τη συνολική προσέγγιση των στόχων εξωτερικής δράσης το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 207 ΣΛΕΕ διευρύνεται (σε αυτό θα επανέλθω στην επόμενη ερώτηση). Όταν όμως περιέχουν και κανόνες που αφορούν σε άλλους τομείς αρμοδιότητας, αυτοί δεν μπορούν να απορροφηθούν από το άρθρο 207 ΣΛΕΕ. Τίθεται λοιπόν το θέμα της φύσης της αρμοδιότητας της Ένωσης, δεδομένου ότι θα πρέπει να εξεταστεί αν η σιωπηρώς συναγόμενη εξωτερική της αρμοδιότητα είναι αποκλειστική ή συντρέχουσα.
Διαπραγμάτευση και σύναψη εμπορικών συμφωνιών νέας γενιάς και συνέπειες ως προς την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της ΕΕ και κρατών μελών
2. Πέραν των όποιων συνεπειών σε οικονομικό-πολιτικό επίπεδο, ποιες συνέπειες μπορεί να έχουν η διαπραγμάτευση και η σύναψη τέτοιων συμφωνιών σε νομικό επίπεδο; Συγκεκριμένα, πώς μπορούν οι διαδικασίες διαπραγμάτευσης και σύναψης τέτοιων συμφωνιών να επηρεάσουν, αφενός, τις ισορροπίες στο τρίγωνο των θεσμικών οργάνων της ΕΕ που εμπλέκονται στις ως άνω διαδικασίες (Επιτροπή, Συμβούλιο και Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) και, αφετέρου, τις σχέσεις της ΕΕ με τα κράτη μέλη της;
Καταρχάς, το γεγονός ότι πρόκειται κατά κύριο λόγο για εμπορικές συμφωνίες επέτρεψε στο Δικαστήριο, στη Γνωμοδότηση 2/15, να επιβεβαιώσει την ευρεία εφαρμογή του άρθρου 207 ΣΛΕΕ που καθιερώνει αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΕ. Ακολουθώντας το κριτήριο του βασικού σκοπού αλλά και των συνεπειών της διεθνούς συμφωνίας επί των εμπορικών συναλλαγών, το Δικαστήριο έκρινε ότι αναφορικά με τη συμφωνία με τη Σιγκαπούρη, εμπίπτουν στο άρθρο 207 ΣΛΕΕ οι δεσμεύσεις οι σχετικές με την πρόσβαση στην αγορά, με την προστασία των επενδύσεων, με την προστασία της διανοητικής ιδιοκτησίας, καθώς και οι σχετικές με τον ανταγωνισμό. Κυρίως όμως, η συνολική προσέγγιση των στόχων εξωτερικής δράσης οδήγησε το ΔΕΕ, επίσης στη Γνωμοδότηση 2/15, να θεωρήσει ότι το σκέλος του άρθρου 207 ΣΛΕΕ, σύμφωνα με το οποίο «[η] κοινή εμπορική πολιτική ασκείται στο πλαίσιο των αρχών και των στόχων της εξωτερικής δράσης της Ένωσης», απορροφά τις σχετικές με την αειφόρο ανάπτυξη διατάξεις. Οι σχετικές με την αειφόρο ανάπτυξη οι δεσμεύσεις της συμφωνίας με τη Σιγκαπούρη δεν εξετάζονται μεμονωμένα, ως προς την αναζήτηση αυτοτελούς νομικής βάσης ώστε να εξεταστεί η αρμοδιότητα της ΕΕ ως προς αυτές, αλλά απορροφούνται από το στόχο της εμπορικής πολιτικής: ο στόχος της αειφόρου αναπτύξεως αποτελεί πλέον αναπόσπαστο τμήμα της κοινής εμπορικής πολιτικής. Συνεπώς, με τη σφαιρική προσέγγιση των στόχων εξωτερικής δράσης, επωφελείται η αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΕ.
Ωστόσο, η κοινή εμπορική πολιτική δεν καλύπτει το σύνολο των διατάξεων των συμφωνιών νέας γενιάς. Διατάξεις όπως αυτές που αφορούν στις μεταφορές, ή στην προστασία επενδύσεων πλην των άμεσων, εμπίπτουν στη σιωπηρώς συναγόμενη εξωτερική αρμοδιότητα της ΕΕ. Όμως δεδομένου του στόχου που χαρακτηρίζει αυτές τις συμφωνίες, δηλαδή να καθιερωθεί ο πρωταγωνιστικός ρόλος της Ένωσης, το Δικαστήριο προέβη σε διασταλτική ερμηνεία του κριτηρίου επηρεασμού των κοινών κανόνων, σύμφωνα με το οποίο η σιωπηρώς συναγόμενη εξωτερική αρμοδιότητα της Ένωσης είναι αποκλειστική (άρθρο 3, παράγραφος 2 ΣΛΕΕ) σύμφωνα με τη νομολογία AETR (απόφαση του Δικαστηρίου της 31.3.1971, Επιτροπή κατά Συμβουλίου). Θεωρήθηκε έτσι ότι οι σχετικές με τις μεταφορές διατάξεις άπτονται τομέα ο οποίος καλύπτεται ήδη εν πολλοίς από τους κοινούς κανόνες της Ένωσης, συνεπώς η Ένωση έχει αποκλειστική αρμοδιότητα ως προς αυτές, όχι όμως και ως προς τις διατάξεις τις σχετικές με την προστασία επενδύσεων πλην των άμεσων. Αυτές εμπίπτουν σε συντρέχουσα αρμοδιότητα της Ένωσης και των κρατών μελών, κατά συνέπεια, και σύμφωνα με τη Γνωμοδότηση 2/15, δεν μπορούν να εγκριθούν από μόνη την Ένωση.
Επίσης, το Δικαστήριο θεώρησε, στη Γνωμοδότηση 2/15, ότι οι σχετικές με την επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών διατάξεις, δεν αποτελούν θεσμικές διατάξεις, καθώς η προσφυγή στη διαιτησία αφαιρεί διαφορές από τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων των κρατών μελών, συνεπώς οι εν λόγω διατάξεις απαιτούν τη συναίνεση των κρατών μελών.
Κατά συνέπεια, οι συμφωνίες νέας γενιάς δεν εμπίπτουν στο σύνολό τους στο πεδίο της αποκλειστικής αρμοδιότητας της ΕΕ. Αυτό σημαίνει ότι καταρχήν θα πρέπει να συναφθούν ως μικτές συμφωνίες, εκτός αν η ΕΕ ασκήσει τη συντρέχουσα αρμοδιότητά της απευθείας στον εξωτερικό τομέα (θα επανέλθω στην ερώτηση 3). Οι μικτές συμφωνίες εγείρουν το ζήτημα επικύρωσής τους από τα κράτη μέλη με όλες τις δυσκολίες που έχουμε ήδη διαπιστώσει (πχ, ως προς τη σύναψη της συμφωνίας με τον Καναδά όπου η αντίδραση της Βαλλονίας ξεπεράστηκε μόνο κατόπιν πολιτικού συμβιβασμού). Επίσης, είναι δυνατή και η προσωρινή εφαρμογή των διατάξεων που εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΕ, όμως και αυτό μπορεί να προκαλέσει την αντίδραση των κρατών μελών. Μία λύση η οποία ήδη εφαρμόστηκε (ως προς τη Σιγκαπούρη) συνίσταται στη διαίρεση της συμφωνίας, σε μία εμπορική, και μία προστασίας επενδύσεων, στην περίπτωση όμως αυτή δε μιλάμε πλέον για συμφωνία νέας γενιάς. Μπορεί έτσι κανείς να συμπεράνει ότι οι συμφωνίες νέας γενιάς, και μόνο λόγω των διατάξεων των σχετικών με την επίλυση διαφορών, συνάπτονται ως μικτές συμφωνίες.
Ως προς τη θεσμική ισορροπία, οι συμφωνίες νέας γενιάς χαρακτηρίζονται από την ανάμειξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που έχει ως συνέπεια αφενός την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης, αφετέρου την θέση σε προσωρινή εφαρμογή των μικτών συμφωνιών υπό τον έλεγχό του. Η θεσμική ισορροπία θα μπορούσε να επηρεαστεί από κάποια διαφωνία μεταξύ των θεσμών ως προς τη νομική βάση, φαίνεται όμως ότι το ζήτημα αυτό έχει επιλυθεί με τη Γνωμοδότηση 2/15.
Νομολογιακές εξελίξεις ως προς τις συμφωνίες ελευθέρων συναλλαγών «νέας γενιάς»
3. Με βάση το άρθρο 218, παράγραφος 11 ΣΛΕΕ, το ΔΕΕ μπορεί να επιληφθεί διαφωνιών που ανακύπτουν κατά τις διαδικασίες διαπραγμάτευσης και σύναψης συμφωνιών ελευθέρων συναλλαγών «νέας γενιάς» γνωμοδοτώντας σχετικά. Μάλιστα, η εν λόγω διάταξη παρέχει στο ΔΕΕ το δικαίωμα να ανατρέψει ολόκληρη τη διαδικασία σε περίπτωση που η γνώμη του είναι αρνητική ως προς τη συμβατότητα της σχεδιαζόμενης συμφωνίας με τις Συνθήκες. Πώς επιλύει τις διαφωνίες μεταξύ των εμπλεκόμενων παραγόντων το –ας μας επιτραπεί ο όρος- «Συνταγματικό Δικαστήριο» της Ένωσης; Με άλλα λόγια, ποια είναι η στάση που τηρεί το ΔΕΕ κατά την επίλυση των διαφωνιών που ανακύπτουν;
Το ΔΕΕ καλείται με βάση το άρθρο 218, παράγραφος 11, ΣΛΕΕ, να αποφανθεί σχετικά με το αν η ΕΕ έχει αποκλειστική εξωτερική αρμοδιότητα για τη σύναψη των συμφωνιών ελευθέρων συναλλαγών «νέας γενιάς». Σε αυτό το πλαίσιο το Δικαστήριο αποφάνθηκε με τη Γνωμοδότηση 2/15 σχετικά με τη συμφωνία με τη Σιγκαπούρη. Χαρακτηριστικό είναι ότι το ΔΕΕ περιορίστηκε στο θέμα της αρμοδιότητας, στο οποίο και αφορούσε η ερώτηση και δεν επεκτάθηκε στο ζήτημα της συμβατότητας της συμφωνίας με την αρχή της αυτονομίας της έννομης τάξης της ΕΕ.
Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι το Δικαστήριο εξετάζει πρώτα το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 207 ΣΛΕΕ, και στη συνέχεια την αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.
Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι το ΔΕΕ στη Γνωμοδότηση 2/15 δε διευκρίνισε το ερώτημα υποχρεωτικής σύναψης μικτής συμφωνίας, καθώς διατάξεις της συμφωνίας με τη Σιγκαπούρη θεωρήθηκαν ως συντρέχουσας αρμοδιότητας. Το θέμα διευκρινίστηκε στο πλαίσιο προσφυγής ακύρωσης, στην απόφαση Γερμανία κατά Συμβουλίου (COTIF), της 5ης Δεκεμβρίου 2017 (C-600/14), κατά της απόφασης του Συμβουλίου ως προς τον καθορισμό των θέσεων της ΕΕ στο πλαίσιο της Διακυβερνητικής Οργάνωσης Διεθνών Σιδηροδρομικών Μεταφορών (OTIF) για τις τροποποιήσεις της Συμβάσεως περί των διεθνών σιδηροδρομικών μεταφορών (COTIF). Με την απόφαση αυτή το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ένωση δύναται να ασκήσει συντρέχουσα αρμοδιότητα, σε τομέα στον οποίο δεν έχουν θεσπιστεί ακόμη κοινοί κανόνες, αν αυτό δικαιολογείται για την επίτευξη του στόχου που εντάσσεται στο πλαίσιο πολιτικής της Ένωσης.
4. Στις 6 Μαρτίου 2018, το ΔΕΕ δημοσίευσε την απόφασή του στην υπόθεση Achmea (C- 284/16), με την οποία αποφάνθηκε ότι ρήτρα διαιτησίας σε διμερή επενδυτική συμφωνία μεταξύ της Ολλανδίας και της Σλοβακίας, η οποία εξαιρεί από τον μηχανισμό δικαστικού ελέγχου του δικαίου της Ένωσης διαφορές που ενδέχεται να αφορούν την εφαρμογή ή την ερμηνεία του δικαίου αυτού, δεν είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης. Είναι αξιοσημείωτο δε πως, κατά το ΔΕΕ, η εν λόγω διμερής επενδυτική συμφωνία καθιερώνει έναν μηχανισμό επιλύσεως διαφορών ο οποίος δεν δύναται να διασφαλίσει ότι η επίλυση τέτοιων διαφορών θα γίνεται από δικαστήριο ενταγμένο στο δικαιοδοτικό σύστημα της Ένωσης, δεδομένου ότι μόνο ένα τέτοιο δικαστήριο δύναται να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης. Με βάση, λοιπόν, το σκεπτικό της απόφασης αυτής, ποια πιστεύετε ότι θα είναι η τύχη της CETA όσον αφορά την εγκυρότητα των διατάξεών της που καθιερώνουν ένα σύστημα επενδυτικού δικαστηρίου επίλυσης διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών (ICS: Investment Court System); Σε περίπτωση αρνητικής γνώμης του ΔΕΕ1 ως προς τη συμβατότητα της CETA* με τις Συνθήκες, πιστεύετε ότι τα τρίτα κράτη και τα κράτη-εταίροι της ΕΕ θα αποθαρρυνθούν από το να συνάπτουν μελλοντικά συμφωνίες ελευθέρων συναλλαγών «νέας γενιάς» με την Ένωση;
Πιστεύω ότι η απόφαση ACHMEA της 6ης Μαρτίου 2018 έχει συνταγματικές προεκτάσεις, όμως πέρα από το χώρο των διεθνών επενδυτικών συμφωνιών. Αφορά στο δικαιοδοτικό σύστημα της Ένωσης, ως προς το ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να διαφυλάξουν το δικαιοδοτικό αυτό σύστημα, διαφυλάσσοντας τη θέση του εθνικού δικαστή ως προς την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Με την προσφυγή σε διαιτησία και συνεπώς με την παραβίαση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας ως προς τη διασφάλιση του δικαιοδοτικού συστήματος της Ένωσης, τα κράτη μέλη θίγουν την αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και, ακολούθως, την αυτονομία του δικαίου της ΕΕ.
Σε αναμονή της Γνωμοδότησης 1/17, σχετικά με την προσφυγή στη διαιτησία και το διαιτητικό σύστημα που προβλέπεται στη CETΑ, λαμβάνοντας υπόψη και τις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα της 29ης Ιανουαρίου 2019, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η απόφαση ACHMEA συνδέεται λιγότερο με τις διεθνείς σχέσεις της ΕΕ και περισσότερο με τις υποχρεώσεις των κρατών μελών στο εσωτερικό της. Ο Γενικός Εισαγγελέας θεωρεί ότι η απόφαση ACHMEA δεν προδικάζει τη συμβατότητα του δικαστικού συστήματος για τις επενδύσεις με την επιταγή αυτονομίας της έννομης τάξεως της Ένωσης.
Το μέλλον σύναψης συμφωνιών ελεύθερων συναλλαγών «νέας γενιάς»
5. Εν κατακλείδι, θεωρείτε ότι το ισχύον πλαίσιο σε επίπεδο πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης για τις διαδικασίες διαπραγμάτευσης και σύναψης συμφωνιών ελεύθερων συναλλαγών «νέας γενιάς», ήτοι οι διατάξεις των άρθρων 207 και 218 ΣΛΕΕ, ανταποκρίνεται στις προκλήσεις της σύγχρονης και σε σημαντικό βαθμό ψηφιακής ευρωπαϊκής οικονομίας, όπου ζητούμενο είναι η ταχύτητα και η αμεσότητα στην επίλυση όποιων ζητημάτων ανακύπτουν; Μήπως, λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω και με αφορμή το επικείμενο Brexit, απαιτείται αναθεώρηση των Συνθηκών σχετικά;
Είναι προφανές ότι η εξωτερική δράση της ΕΕ θέτει ή αποτελεί το πλαίσιο για καίρια ζητήματα θεμελιώδους σημασίας και καθοριστικά για την πορεία της Ευρωπαϊκής ενοποίησης. Συνεπώς, θα πρέπει η νομολογία που διευκρινίζει τα θέματα αρμοδιότητας, εκπροσώπησης και συμβατότητας του συστήματος επίλυσης διαφορών, να ενταχθεί στις Συνθήκες, ώστε να αποφευχθούν στο μέλλον οι διαφωνίες μεταξύ των θεσμικών οργάνων ή μεταξύ αυτών και των κρατών μελών.
- Κυρία Καθηγήτρια, σας ευχαριστούμε και πάλι για τον χρόνο που μας αφιερώσατε και τις αναλυτικές απαντήσεις σας. Σας ευχόμαστε καλή συνέχεια στο ακαδημαϊκό σας έργο.
*Να σημειωθεί ότι η συνέντευξη ελήφθη λίγο καιρό μετά τη δημοσίευση των προτάσεων του γεν. εισαγγελέα ΔΕΕ Yves Bot επί της υπόθεσης και ενώ εκκρεμούσε ακόμα η έκδοση της Γνωμοδότησης του ΔΕΕ, η οποία δημοσιεύθηκε μόλις στις 30-04-2019 (βλ. σχετικό άρθρο στο Lawspot)
- 1. Βλ. και άρθρο Lawspot, σχετικά με τις από 29 Ιανουαρίου 2019 δημοσιευθείσες προτάσεις του γεν. εισαγγελέα ΔΕΕ Yves Bot επί της υπόθεσης.