Πόθεν έσχες: «Συνταγματικώς ανεκτή» η καταγραφή μετρητών σε θυρίδες - Τι ισχύει για τα κινητά μεγάλης αξίας
Τι αναφέρει η γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα για τα νέα οικονομικά στοιχεία που ζητούνται από τους υπόχρεους υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης
Με την υπ’ αριθμ. 6/2016 γνωμοδότησή της η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα διατύπωσε την άποψή της σχετικά με την νομιμότητα επεξεργασίας των πρόσθετων οικονομικών στοιχείων που ζητούνται με τις διατάξεις του άρθρου 173 του ν. 4389/2016 από τους υπόχρεους υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης.
Ειδικότερα, με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 173 του ν. 4389/2016 αντικαθίσταται η περίπτωση α΄ της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, και ως περιουσιακά στοιχεία των υπόχρεων υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης θεωρούνται επιπρόσθετα
α) η μίσθωση θυρίδων σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύµατα, καθώς και το σύνολο των μετρητών που δεν περιλαµβάνονται στην περίπτωση iv (καταθέσεις σε τράπεζες, ταµιευτήρια και άλλα πιστωτικά ιδρύματα), εφόσον το συνολικό ποσό υπερβαίνει τις δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ (περίπτωση v) και
β) τα κινητά μεγάλης αξίας, εφόσον η αξία αυτών υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων ευρώ, συµπεριλαµβανοµένου ΦΠΑ (περίπτωση vi).
Στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης η Αρχή ζήτησε από το Υπουργείο ∆ικαιοσύνης διευκρινίσεις σχετικά με την αναγκαιότητα και προσφορότητα της συλλογής και επεξεργασίας των αιτούμενων πρόσθετων στοιχείων σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.
Με απάντησή το Υπουργείο του ανέφερε ότι:
α) επειδή τα τελευταία χρόνια πραγματοποιήθηκε μαζική εκροή καταθέσεων και στροφή των καταθετών σε εναλλακτικές μορφές επενδύσεων όπως σε πολύτιµα μέταλλα και έργα τέχνης, η συμπλήρωση της δήλωσης «πόθεν έσχες» με τα πρόσθετα πεδία είναι απαραίτητη, προκειµένου να μην μείνουν εκτός ρύθµισης σηµαντικά περιουσιακά στοιχεία, που ενδεχοµένως υποκρύπτουν παράνοµο πλουτισµό των υπόχρεων,
β) η δήλωση των κινητών που υπερβαίνουν τα 30.000 ευρώ αποτελεί απλή επανάληψη (i) φορολογικής υποχρέωσης είναι δε περιορισµένη κατά περιεχόµενο, αφού αρκείται στα κινητά μεγάλης αξίας που υπερβαίνουν τα 30.000 ευρώ και όχι σε όσα σύµφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32 του ν. 4172/2013 υπερβαίνουν τα 10.000 ευρώ, και (ii) της δήλωσης που έχει ήδη υποβληθεί στην αρµόδια εφορία για την επιβολή του φόρου που αφορά κινητά τα οποία αποκτήθηκαν αιτία θανάτου, δωρεάς, γονικής παροχής ή προίκας, σύµφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 13 του ν. 2691/2001 και
γ) η προσθήκη των νέων πεδίων κρίνεται απαραίτητη προκειµένου να εναρµονιστούν σε περιεχόµενο με τις διατάξεις του ν. 3691/2008 για το ξέπλυµα βρώμικου χρήµατος, νόμου αυξημένης τυπικής ισχύος αφού αποτελεί ενσωμάτωση οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μεταξύ άλλων, η Αρχή αναφέρει στη γνωμοδότησή της ότι όσον αφορά τα μετρητά που βρίσκονται σε τραπεζικές θυρίδες καθώς και το σύνολο των μετρητών που δεν περιλαµβάνονται σε καταθέσεις, σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα πιστωτικά ιδρύµατα, η συλλογή τους από τα αρµόδια προς έλεγχο «πόθεν έσχες» όργανα που επιβάλλεται ρητώς από τις ανωτέρω διατάξεις είναι συνταγματικώς ανεκτή, εφόσον επιλέγεται από τον νοµοθέτη ως καταρχήν πρόσφορη και δεν εξέρχεται των ορίων του επιδιωκόμενου με αυτήν σκοπού του δημοσίου συµφέροντος, καθώς εξυπηρετεί τη διαφάνεια του πολιτικού και δημόσιου βίου.
Αντιθέτως, η συλλογή από τα αρµόδια προς έλεγχο «πόθεν έσχες» όργανα των πρόσθετων περιουσιακών στοιχείων των κινητών μεγάλης αξίας, εφόσον η αξία αυτών υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων ευρώ και των κινητών που φυλάσσονται εντός θυρίδων συνιστά περιορισµό του ατοµικού δικαιώµατος στην προστασία των προσωπικών δεδοµένων (άρθρο 9Α Συντάγματος) μη επιβαλλόµενο από σαφείς και προβλέψιµες κατά τον τρόπο υπολογισµού και τις συνέπειες διατάξεις.
Ειδικότερα για τις δύο αυτές κατηγορίες των κινητών υπάρχει το ζήτηµα της αδυναµίας πρόβλεψης και εκτίμησης της πραγµατικής τους αξίας, οπότε σύµφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 στοιχ. β’ του ν. 2472/1997, η συλλογή τους καθίσταται απρόσφορη και μη κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκόµενου σκοπού της πλήρους καταγραφής και αποτύπωσης της περιουσιακής κατάστασης των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων.
Κατά συνέπεια, η συλλογή τους είναι νόµιµη μόνον για τις περιπτώσεις που υπάρχει αποδεικτικό της αξίας αυτών, όπως παραστατικό αγοράς ή πράξη φορολογικής αρχής για την επιβολή φόρου αιτία θανάτου, δωρεάς, γονικής παροχής, ή ασφαλιστική σύµβαση σε περίπτωση ασφάλισής τους κ.λπ. και εφόσον δεν πρόκειται περί οικογενειακών κειµηλίων που έχουν συνήθως από διαθέσεως αξία για τους υπόχρεους.
Παράλληλα, όσον αφορά την ανάρτηση στο διαδίκτυο για τα κινητά μεγάλης αξίας, εφόσον η αξία αυτών υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων ευρώ και για τα μετρητά που δεν περιλαµβάνονται σε καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα πιστωτικά ιδρύµατα εφόσον το σύνολό τους υπερβαίνει το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ 7 (περιπτώσεις v και vi του άρθρου 173 παρ. 1 του ν. 4389/2016), η δηµοσίευσή τους στο διαδίκτυο συνιστά επίσης περιορισµό του ατομικού δικαιώµατος στην προστασία των προσωπικών δεδοµένων (άρ. 9Α Σ.) που δεν δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος και όπως και η σχετική διάταξη σημειώνει, εκθέτει σε κίνδυνο την περιουσία και την ζωή των υπόχρεων.
Συνεπώς η ανάρτηση των ως άνω στοιχείων στο διαδίκτυο προβλέπεται ως ευχέρεια σε νομοθετική διάταξη, πλην όμως υπερβαίνει τα όρια της αναλογικότητας δεδομένου ότι εκθέτει τα πρόσωπα αυτά σε πρόδηλο κίνδυνο της προσωπικής ασφάλειας αυτών και των μελών της οικογένειας τους, καθώς και της ασφάλειας της ιδιωτικής και οικογενειακής τους ζωής και περιουσίας.
Ολόκληρη τη γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα μπορείτε να βρείτε εδώ.