logo-print

Πρόσληψη νομικών συμβούλων από δημόσιους φορείς: Αρχή αξιοκρατίας (ΣτΕ 90/2025)

Δεν δικαιολογείται η εξαίρεση του διορισμού των νομικών συμβούλων ή των προϊσταμένων των δικαστικών υπηρεσιών των δημοσίων φορέων από την αρχή της αξιοκρατίας, η οποία εφαρμόζεται γενικά για την κατάληψη κάθε θέσης ευθύνης στη δημόσια διοίκηση

20/03/2025

20/03/2025

Δίκαιο Δημοσίων Συμβάσεων
Επιτομή Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, 3η έκδ., 2024

Δεκτή έγινε αίτηση ακύρωσης κατά απόφασης πρόσληψης με σχέση έμμισθης εντολής σε οργανική θέση δικηγόρου στο Επιμελητήριο Κορινθίας (ΣτΕ 90/2025).

Το δικαστήριο έκρινε ότι στην ένδικη προκήρυξη παρατίθενται μεν τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του Κώδικα Δικηγόρων κριτήρια επιλογής, περαιτέρω, όμως, μη νομίμως ορίζονται σε αυτήν και έτερα κριτήρια με συντελεστή βαρύτητας, με αποτέλεσμα η προκήρυξη να έχει τεθεί καθ’ υπέρβαση της ως άνω εξουσιοδοτικής διάταξης του Κώδικα Δικηγόρων.

Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, η συνταγματική αρχή της αξιοκρατίας (άρθρο 5 παρ. 1 Συντάγματος) υπαγορεύει όπως η πρόσβαση κάθε Έλληνα πολίτη σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική του αξία και ικανότητα. Ο νομοθέτης μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να θεσπίζει ρυθμίσεις που αποκλίνουν από την αρχή αυτή, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι οι ρυθμίσεις αυτές δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, είναι πρόσφορες και αναγκαίες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας

Περαιτέρω, με το άρθρο 11 του ν. 1649/1986, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 18 παρ. 1 του ν. 1868/1989, καθιερώθηκε ειδική διοικητική διαδικασία πρόσληψης εμμίσθων δικηγόρων σε νομικά πρόσωπα του δημοσίου τομέα. Με τις διατάξεις αυτές, θεσπίσθηκε ειδική διοικητική διαδικασία, ώστε να επιτυγχάνεται κατά την επιλογή και πρόσληψη των δικηγόρων στα εν λόγω νομικά πρόσωπα του δημοσίου τομέα η τήρηση της διαφάνειας, της αμεροληψίας και της αξιοκρατίας, δοθέντος ότι υπό το προϊσχύσαν των ανωτέρω διατάξεων καθεστώς δεν υφίστατο οποιαδήποτε πρόβλεψη για την τήρηση ορισμένων κανόνων κατά τη διαδικασία επιλογής των δικηγόρων της συγκεκριμένης κατηγορίας, οι δε σχετικές προσλήψεις διενεργούντο χωρίς προκήρυξη των θέσεων και κατά την κρίση αποκλειστικά της διοίκησης του εκάστοτε δημοσίου φορέα.

Το δικαστήριο επεσήμανε, για την εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα Δικηγόρων για την ακολουθητέα διαδικασία πρόσληψης στους φορείς του δημοσίου τομέα, τη διάκριση μεταξύ εμμίσθων δικηγόρων που ασχολούνται με τη δικαστική εκπροσώπηση και τον χειρισμό δικαστικών υποθέσεων του εντολέα τους και εκείνων που έχουν αποκλειστικά την ιδιότητα του νομικού ή δικαστικού συμβούλου. Ο Κώδικας Δικηγόρων ρητώς εξαιρεί από τη διαδικασία που διαγράφεται στην παρ. 2 του άρθρου 43 την πρόσληψη των τελευταίων.

Κατά την κρίση του δικαστηρίου, ωστόσο, όταν συντρέχει η παραπάνω εξαίρεση, ο κοινός νομοθέτης υποχρεούται, σύμφωνα με τις συνταγματικώς κατοχυρωμένες αρχές της αξιοκρατίας, διαφάνειας και ισότητας, να προβλέπει διαδικασία και κριτήρια πρόσληψης που προσιδιάζουν στη φύση και το αντικείμενο των θέσεων αυτών και παρέχουν εχέγγυα διαφάνειας και αξιοκρατίας τουλάχιστον παρόμοια με εκείνα της διαδικασίας που διαγράφεται στο άρθρο 43 παρ. 2 του Κώδικα Δικηγόρων. Και ναι μεν οι θέσεις στις οποίες προσλαμβάνονται οι νομικοί σύμβουλοι ή οι προϊστάμενοι δικαστικής ή νομικής υπηρεσίας ενός δημοσίου φορέα είναι, σε οργανωτικό επίπεδο, θέσεις αυξημένης ευθύνης σε σχέση με τις θέσεις των εμμίσθων δικηγόρων που έχουν ως αποκλειστικό καθήκον τη δικαστική εκπροσώπηση του φορέα, τούτο μόνο όμως, δεν δικαιολογεί την εξαίρεση του διορισμού των νομικών συμβούλων ή των προϊσταμένων των δικαστικών υπηρεσιών των δημοσίων φορέων από την αρχή της αξιοκρατίας, η οποία εφαρμόζεται γενικά για την κατάληψη κάθε θέσης ευθύνης στη δημόσια διοίκηση.

Στην περίπτωση δε που οι σχετικές διατάξεις δεν καθορίζουν τη διαδικασία πρόσληψης, πρέπει να εφαρμόζεται η εγγύτερη και έχουσα γενική εμβέλεια διάταξη του άρθρου 43 παρ. 2 του Κώδικα Δικηγόρων, η οποία πληροί τα εχέγγυα της αξιοκρατίας, διαφάνειας και ισότητας, καθώς προβλέπει ειδική διαδικασία πλήρωσης των θέσεων εμμίσθων δικηγόρων, διενεργούμενη από ανεξάρτητη επιτροπή κατόπιν προκήρυξης και βάσει αντικειμενικών κριτηρίων επιλογής. Στην περίπτωση αυτή, είναι υποχρεωτική η πρόβλεψη στην οικεία προκήρυξη ότι, ως προς τον τρόπο επιλογής του νομικού συμβούλου ή προϊσταμένου δικαστικής ή νομικής υπηρεσίας, εφαρμοστέα τυγχάνει η διάταξη του άρθρου 43 του Κώδικα Δικηγόρων.

Εν προκειμένω, η σύσταση οργανικής θέσης επιστημονικού συνεργάτη – δικηγόρου στις ΥΓΕΜΗ των Επιμελητηρίων δεν αποσκοπεί στη δικαστική εκπροσώπηση και στον χειρισμό δικαστικών υποθέσεων των εν λόγω νπδδ, αλλά αποκλειστικά και μόνο στη κάλυψη των αναγκών της Υπηρεσίας του Γενικού Εμπορικού Μητρώου του Επιμελητηρίου. Με τα δεδομένα αυτά, η θέση αυτή αποτελεί, ενόψει και του αντικειμένου της εν λόγω μονάδας, θέση νομικού συμβούλου και, εφόσον δεν προβλέφθηκε ρητώς ο τρόπος επιλογής των υποψηφίων για τη θέση αυτή, εφαρμοστέα τυγχάνει η διάταξη του άρθρου 43 παρ. 2 του Κώδικα Δικηγόρων.

Κατόπιν των ανωτέρω, το δικαστήριο διαπίστωσε πως στην ένδικη προκήρυξη, έχουν μεν τεθεί τα κριτήρια επιλογής που ορίζει το άρθρο 43 παρ. 2 του Κώδικα Δικηγόρων, ωστόσο έχουν τεθεί και έτερα κριτήρια, ήτοι ο βαθμός πτυχίου, ο βαθμός μεταπτυχιακού διπλώματος, ο επιπλέον μεταπτυχιακός τίτλος και η γνώση Η/Υ. Συνεπώς, η επίμαχη προκήρυξη, κατά το προαναφερθέν μέρος της, έχει τεθεί καθ’ υπέρβαση της ως άνω εξουσιοδοτικής διάταξης του Κώδικα Δικηγόρων. Η πλημμέλεια αυτή, λόγω της φύσης της, καθιστά την όλη διαδικασία μη νόμιμη καθόσον επηρεάζει το συνολικό σύστημα μοριοδότησης και, κατ’ ακολουθίαν, την επίδικη βαθμολόγηση των υποψηφίων, δεδομένου ότι η μη νόμιμη θέσπιση συντελεστών βαρύτητας για τα ως άνω αυτοτελή κριτήρια έχει ως συνέπεια τη μείωση της επιρροής των λοιπών νόμιμων κριτηρίων, καθόσον, καθίσταται άδηλο το αποτέλεσμα της βαθμολογίας των υποψηφίων για την κατάληψη της επίδικης θέσης στην περίπτωση που η Επιτροπή Αξιολόγησης ελάμβανε υπόψη μόνο τα προβλεπόμενα από τον νόμο κριτήρια. 

Απόσπασμα απόφασης

Επειδή, με τις προεκτεθείσες διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013), όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου, «προβλέπεται μια δικαιοκρατική και ανοικτή σε όλους τους δικηγόρους διαδικασία» επιλογής για την πρόσληψή τους στους φορείς του δημόσιου τομέα. Η εν λόγω διαδικασία πρόσληψης εμμίσθων δικηγόρων θεσπίσθηκε για λόγους δημοσίου συμφέροντος ως ενιαία ρύθμιση για ολόκληρο τον δημόσιο τομέα, κατ’ εφαρμογή των συνταγματικών αρχών της ισότητας, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας, υπό τις οποίες πρέπει κατ’ αρχήν να διέπεται η πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις (πρβλ. ΣτΕ 2115/2022, 2790, 427/2020). Η επιλογή γίνεται από πενταμελή επιτροπή, ύστερα από προκήρυξη, βάσει προβλεπόμενων στον νόμο κριτηρίων αξιολόγησης των υποψηφίων (προσωπικότητα, επιστημονική κατάρτιση, εξειδίκευση στο αντικείμενο της απασχόλησης, επαγγελματική πείρα, επάρκεια, γνώση ξένων γλωσσών, συνεκτιμωμένης της οικογενειακής κατάστασης και της πρόβλεψης εξέλιξής τους). Όπως συνάγεται από τις παραπάνω διατάξεις, έμμισθος δικηγόρος είναι αυτός που προσφέρει αποκλειστικά τις νομικές του υπηρεσίες ως νομικός σύμβουλος ή ως δικηγόρος σε ορισμένο εντολέα σταθερά και μόνιμα, αμειβόμενος με πάγια περιοδική αμοιβή. Ως νομικός ή δικαστικός σύμβουλος θεωρείται εκείνος, ο οποίος, άσχετα με τον τίτλο της θέσης που κατέχει και την ονομασία που έλαβε κατά την πρόσληψή του ή μεταγενέστερα, δεν ασχολείται με τη δικαστική εκπροσώπηση και τον χειρισμό δικαστικών υποθέσεων του εντολέα του προς τρίτους, αλλά περιορίζεται αποκλειστικά στην παροχή νομικών συμβουλών και γνωμοδοτήσεων σε αυτόν και στα όργανα του ή και στην κατεύθυνση του χειρισμού των υποθέσεων από άλλους δικηγόρους (ΑΠ 1103/2021, 1372, 1101/2017, 1619/2011 κ.ά.). Η διάκριση αυτή μεταξύ εμμίσθων δικηγόρων που ασχολούνται με τη δικαστική εκπροσώπηση και τον χειρισμό δικαστικών υποθέσεων του εντολέα τους και εκείνων που έχουν αποκλειστικά την ιδιότητα του νομικού ή δικαστικού συμβούλου έχει σημασία για την ακολουθητέα διαδικασία πρόσληψής τους στους φορείς του δημοσίου τομέα. Τούτο δε διότι, ο Κώδικας Δικηγόρων (όπως και το προϊσχύον άρθρο 11 του ν. 1649/1986) ρητώς εξαιρεί από τη διαδικασία που διαγράφεται στην παρ. 2 του άρθρου 43 την πρόσληψη των τελευταίων. Εντούτοις, όταν συντρέχει η παραπάνω εξαίρεση, η οποία, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 2115/2022), είναι στενώς ερμηνευτέα, ο κοινός νομοθέτης (τυπικός ή κανονιστικός) υποχρεούται, σύμφωνα με τις συνταγματικώς κατοχυρωμένες αρχές της αξιοκρατίας, διαφάνειας και ισότητας, να προβλέπει διαδικασία και κριτήρια πρόσληψης που προσιδιάζουν στη φύση και το αντικείμενο των θέσεων αυτών και παρέχουν εχέγγυα διαφάνειας και αξιοκρατίας τουλάχιστον παρόμοια με εκείνα της διαδικασίας που διαγράφεται στο άρθρο 43 παρ. 2 του Κώδικα Δικηγόρων. Και ναι μεν οι θέσεις στις οποίες προσλαμβάνονται οι νομικοί σύμβουλοι ή οι προϊστάμενοι δικαστικής ή νομικής υπηρεσίας ενός δημοσίου φορέα είναι, σε οργανωτικό επίπεδο, θέσεις αυξημένης ευθύνης σε σχέση με τις θέσεις των εμμίσθων δικηγόρων που έχουν ως αποκλειστικό καθήκον τη δικαστική εκπροσώπηση του φορέα, τούτο μόνο όμως, δεν δικαιολογεί την εξαίρεση του διορισμού των νομικών συμβούλων ή των προϊσταμένων των δικαστικών υπηρεσιών των δημοσίων φορέων από την αρχή της αξιοκρατίας, η οποία εφαρμόζεται γενικά για την κατάληψη κάθε θέσης ευθύνης στη δημόσια διοίκηση (βλ. λ.χ. άρθρα 84-86 ν. 3528/2007 - Α´ 26, για τους προϊσταμένους οργανικών μονάδων). Στην περίπτωση δε που οι σχετικές διατάξεις δεν καθορίζουν τη διαδικασία πρόσληψης, πρέπει να εφαρμόζεται η εγγύτερη και έχουσα γενική εμβέλεια διάταξη του άρθρου 43 παρ. 2 του Κώδικα Δικηγόρων, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, πληροί τα εχέγγυα της αξιοκρατίας, διαφάνειας και ισότητας, καθώς προβλέπει ειδική διαδικασία πλήρωσης των θέσεων εμμίσθων δικηγόρων, διενεργούμενη από ανεξάρτητη επιτροπή κατόπιν προκήρυξης και βάσει αντικειμενικών κριτηρίων επιλογής. Στην περίπτωση αυτή, είναι υποχρεωτική η πρόβλεψη στην οικεία προκήρυξη ότι, ως προς τον τρόπο επιλογής του νομικού συμβούλου ή προϊσταμένου δικαστικής ή νομικής υπηρεσίας, εφαρμοστέα τυγχάνει η διάταξη του άρθρου 43 του Κώδικα Δικηγόρων. Από δε την αμφισβήτηση πράξεων που εκδίδονται κατά τη διαδικασία πλήρωσης της θέσης αυτής γεννώνται ακυρωτικές διοικητικές διαφορές, υπαγόμενες στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο dsanet.gr

Αντίθεση στα χρηστά ήθη και αδικοπρακτική ευθύνη
Επιρροές του Οθωμανικού Νόμου περί Γαιών στο νόμο περί Εθνικού Κτηματολογίου, 2024
send