ΣτΕ: Ασφάλιση πρόνοιας έμμισθων δικηγόρων παλαιών ασφαλισμένων
Μη εξαίρεση από τον γενικό κανόνα αντιμετωπίσεώς τους από ασφαλιστικής απόψεως ως μισθωτών (άρ. 96 ν. 4461/2017)
ΣτΕ Α΄ Τμ. 7μ 1096/2023
Πρόεδρος: Σπ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Τ. Κόμβου, Σύμβουλος
Ασφάλιση πρόνοιας έμμισθων δικηγόρων παλαιών ασφαλισμένων. Μη εξαίρεση από τον γενικό κανόνα αντιμετωπίσεώς τους από ασφαλιστικής απόψεως ως μισθωτών (άρθρ. 96 ν. 4461/2017). Ερμηνεία άρθρ. 35 παρ. 2 περ. β΄ ν. 4387/2016, όπως η περ. αυτή αντικαταστάθηκε με άρθρ. 96 ν. 4461/2017, σε συνδ. με άρθρ. 1, 3, 8 περ. α και 42 επ. Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013), 24 παρ. 2 ν. 1868/1989, όπως η παρ. αυτή τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με άρθρ. 37 παρ. 1 ν. 2145/1993 και 18 παρ. 8 ν. 3232/2004, καθώς και Φ. 135/345/1.8.1990 κοινή υπουργική απόφαση. Γενικός κανόνας ο επιμερισμός των ασφαλιστικών εισφορών μεταξύ έμμισθου δικηγόρου-ασφαλισμένου και εντολέα-εργοδότη για τις εισφορές κύριας και επικουρικής ασφαλίσεως και υγειονομικής περιθάλψεως (άρθρ. 38, 41 και 97 ν. 4387/2016). Από το άρθρ. 96 ν. 4461/2017 δεν προκύπτει βούληση του νομοθέτη να αντιμετωπίσει με διαφορετικό τρόπο τους έμμισθους δικηγόρους παλαιούς ασφαλισμένους ειδικώς για τις ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του κλάδου εφάπαξ παροχών του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. εισάγοντας εξαίρεση από τη ρύθμιση που αφορά τους παλαιούς ασφαλισμένους μισθωτούς. Οι προσβαλλόμενες πράξεις Φ.80020/34576/Δ15.537/7.8.2017 του Υφυπουργού Εργασίας, Κοιν. Ασφάλισης και Κοιν. Αλληλεγγύης και η 28/Δ.ΕΙΣΦ.Μ./160/20.6.2017 του Ε.Φ.Κ.Α. κατά το μέρος που αποκλείουν τους ανωτέρω δικηγόρους από την εφαρμογή του τρίτου εδαφίου του άρθρ. 96 ν. 4461/2017 θέτουν νέους αντίθετους προς την ισχύουσα από 1.1.2017 (και έως 31.12.2018) νομοθετική ρύθμιση κανόνες δικαίου και δεν έχουν δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ενόψει του ανυποστάτου των προσβαλλομένων πράξεων, μη κατάργηση της δίκης κατ΄ άρθρ. 32 παρ. 2 π.δ. 18/1989 λόγω της θέσεως σε ισχύ νεότερων διατάξεων ως προς τις ασφαλιστικές εισφορές πρόνοιας των έμμισθων δικηγόρων. Δεκτή η αίτηση ακυρώσεως. Ακυρώνονται εν μέρει οι πράξεις αυτές.
Από τη συστηματική ερμηνεία των διατάξεων του ν. 4387/2016 προκύπτει ότι ο νομοθέτης αντιμετωπίζει κατά πλάσμα δικαίου τους έμμισθους δικηγόρους ως μισθωτούς ως προς τις ασφαλιστικές υποχρεώσεις τους σε σχέση με το εισόδημα από την πάγια αντιμισθία, που ρητώς εξομοιώνεται από ασφαλιστικής απόψεως με εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες (άρθρ. 38 παρ. 3 περ. στ΄ εδ. πρώτο) και όσον αφορά το εισόδημα αυτό ισχύει ο κανόνας του επιμερισμού των ασφαλιστικών εισφορών μεταξύ έμμισθου δικηγόρου-ασφαλισμένου και εντολέα-εργοδότη τόσον για τον κλάδο κύριας συντάξεως (άρθρο 38), όσον και για τους κλάδους επικουρικής ασφαλίσεως (άρθρο 97) και υγειονομικής περιθάλψεως (άρθρ. 41). Το ασφαλιστικό αυτό καθεστώς διατηρείται και υπό το κράτος ισχύος του ν. 4670/2020, με τα άρθρ. 34, 37 και 45 του οποίου τροποποιήθηκαν αντιστοίχως τα άρθρ. 38, 41 και 97 ν. 4387/2016. Αντιθέτως, δεν προκύπτει ότι βούληση του νομοθέτη ήταν να αντιμετωπίσει με διαφορετικό τρόπο τους έμμισθους δικηγόρους παλαιούς ασφαλισμένους ειδικώς για τις ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του κλάδου εφάπαξ παροχών του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., διότι αν το ήθελε θα το όριζε ρητώς, ότι δηλαδή οι έμμισθοι δικηγόροι παλαιοί ασφαλισμένοι καταλαμβάνονται από τη ρύθμιση που αφορά παλαιούς και νέους ασφαλισμένους αυτοαπασχολούμενους, εισάγοντας έτσι εξαίρεση, ειδικώς ως προς την ασφάλιση πρόνοιας, των έμμισθων δικηγόρων από τη ρύθμιση που αφορά τους παλαιούς ασφαλισμένους μισθωτούς. Η ερμηνεία αυτή των διατάξεων της περ. β΄ της παρ. 2 του άρθρ. 35 ν. 4387/2016, όπως η περίπτωση αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 96 ν. 4461/2017, ως προς την αντιμετώπιση των έμμισθων δικηγόρων παλαιών ασφαλισμένων ως μισθωτών συνάγεται και εξ αντιδιαστολής από τη διάταξη του τρίτου εδαφίου αυτής, με το οποίο εισήχθη ρητώς εξαίρεση για τους μισθωτούς παλαιούς ασφαλισμένους των τομέων πρόνοιας του πρώην Ε.Τ.Α.Π.-Μ.Μ.Ε. (τομείς στους οποίους ασφαλίζονταν μισθωτοί και αυτοαπασχολούμενοι) και μάλιστα προβλέφθηκε απόκλιση από τις καταστατικές διατάξεις αυτών μόνον ως προς τη βάση υπολογισμού (όχι και ως προς το ύψος και τον τρόπο καταβολής) της εισφοράς. Περαιτέρω, με τις νεότερες διατάξεις των άρθρ. 5 ν. 4578/2018 και 31 ν. 4670/2020 (με τις οποίες αντικαταστάθηκε διαδοχικώς η περ. β΄ της παρ. 2 του άρθρ. 35 ν. 4387/2016) εισήχθησαν διαφορετικές ρυθμίσεις για τους έμμισθους δικηγόρους σχετικά με το ύψος, τη βάση υπολογισμού και το ποσοστό του επιμερισμού (μεταξύ εντολέα και ασφαλισμένου) της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς υπέρ του κλάδου εφάπαξ παροχών του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. για τα έτη 2019 και 2020 και εφεξής. Πάντως και με τις ως άνω νεότερες ρυθμίσεις διατηρείται η από ασφαλιστικής πλευράς αντιμετώπιση των έμμισθων δικηγόρων ως μισθωτών, αφού προβλέπεται επιμερισμός (κατά το ήμισυ) της ασφαλιστικής εισφοράς μεταξύ εντολέα και έμμισθου δικηγόρου. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, όσον αφορά την εισφορά για την ασφάλιση πρόνοιας των έμμισθων δικηγόρων για τα έτη 2017 και 2018 είναι εφαρμοστέο το καθεστώς του ν. 4461/2017 και διά παραπομπής από το άρθρ. 96 του νόμου αυτού καλούνται σε εφαρμογή οι προβλέπουσες επιμερισμό 2/3 και 1/3 μεταξύ εντολέα-εργοδότη και ασφαλισμένου διατάξεις της παρ. 2 του άρθρ. 24 ν. 1868/1989 και της ως άνω κατ’ εξουσιοδότηση αυτής εκδοθείσας κοινής υπουργικής αποφάσεως (κ.υ.α., η οποία εφαρμόζεται σε όλους τους έμμισθους δικηγόρους, δηλαδή τους απασχολούμενους τόσον στο δημόσιο και στα ν.π.δ.δ. όσον και στον ιδιωτικό τομέα), καθώς και το πλέγμα των διατάξεων που ρύθμιζαν την ετήσια ασφαλιστική εισφορά των έμμισθων δικηγόρων υπέρ του κλάδου πρόνοιας του π. Τ.Π.Δ.Α.
Οι προσβαλλόμενες πράξεις Φ.80020/34576/Δ15.537/7.8.2017 του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και 28/Δ.ΕΙΣΦ.Μ./160/20.6.2017 του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης, κατά το μέρος τους με το οποίο προβλέπεται ρητώς ότι το τρίτο εδάφιο του άρθρ. 96 ν. 4461/2017 δεν εφαρμόζεται στους παλαιούς ασφαλισμένους στον κλάδο πρόνοιας του π. Ε.Τ.Α.Α. έμμισθους δικηγόρους και συνεπώς αυτοί από 1.1.2017 υποχρεούνται να καταβάλλουν την προβλεπόμενη για τους αυτοτελώς απασχολούμενους εισφορά 4% με βάση υπολογισμού τις κατ’ άρθρ. 38 ν. 4387/2016 αποδοχές, θέτουν νέους αντίθετους προς την ισχύουσα από 1.1.2017 (και έως 31.12.2018) νομοθετική ρύθμιση της περ. β΄ της παρ. 2 του άρθρ. 35 ν. 4387/2016 κανόνες δικαίου. Οι πράξεις αυτές δεν έχουν δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αλλά έχουν αναρτηθεί μόνο στο διαδίκτυο [στον ιστότοπο «ΔΙΑΥΓΕΙΑ»]. Κατά το πληττόμενο μέρος τους έχουν κανονιστικό χαρακτήρα και είναι ανυπόστατες λόγω της μη δημοσιεύσεώς τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ενόψει του ανυποστάτου των προσβαλλομένων πράξεων, δεν τίθεται ζήτημα καταργήσεως της δίκης κατ’ άρθρ. 32 παρ. 2 π.δ. 18/1989, λόγω της ισχύος για τα έτη 2019 και 2020 και εφεξής των νεότερων διατάξεων των άρθρ. 5 ν. 4578/2018 και 31 ν. 4670/2020, αντιστοίχως, ως προς τις ασφαλιστικές εισφορές πρόνοιας των έμμισθων δικηγόρων, καθόσον δεν νοείται παύση ισχύος πράξεως η οποία ουδέποτε απέκτησε νόμιμη υπόσταση. Προεχόντως για τον λόγο αυτόν, ο οποίος βασίμως προβάλλεται και εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως, οι πράξεις αυτές είναι ακυρωτέες κατά το ως άνω μέρος τους για λόγους ασφάλειας δικαίου, δεδομένου ότι έχουν ήδη εφαρμοσθεί και πρόκειται να εφαρμοσθούν όσον αφορά τον έλεγχο και την εκκαθάριση των εισφορών για τα έτη 2017 και 2018.