logo-print

«Τεχνητή» Δικαιοσύνη: Η παρουσία της τεχνητής νοημοσύνης στον χώρο της απονομής δικαιοσύνης

Το δίκαιο της ψηφιακής οικονομίας

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΑΙΟ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΉΣ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΉΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ & ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΙΔΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΙΓΓΛΕΖΑΚΗΣ

Γενικός Κανονισμός για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων και Ευθύνη για Αποζημίωση

Επιμέλεια: Δαλιάνη Φωτεινή, Μεταπτυχιακη Φοιτήτρια Νομικής Σχολής Αθηνών

Με αφορμή το πρόσφατο περιστατικό στην Κολομβία όπου, ο δικαστικός λειτουργός ονόματι Χουάν Μανουέλ Παντίγια Γκαρσία , χρησιμοποιώντας το εργαλείο τεχνητής νοημοσύνης Chat GPT, εξέδωσε δικαστική απόφαση για το ζήτημα της κάλυψης ιατρικών εξόδων ενός παιδιού με αυτισμό από ασφαλιστική εταιρεία, έφτασε ο καιρός να μιλήσουμε για την παρουσία της τεχνητής νοημοσύνης στον χώρο της απονομής δικαιοσύνης.

Μπορεί την δεδομένη στιγμή η τεχνητή νοημοσύνη να μην έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο σύνθεσης συγκροτημένων απόψεων για την ερμηνεία αφηρημένων εννοιών, την κατανόηση και επίλυση πολύπλοκων κοινωνικών προβλημάτων1, παρά το σχετικά “πρωτόγονο” στάδιο που ακόμα βρίσκεται, είδαμε πως μπορεί στην πράξη να επηρεάσει και ίσως τελικά να διαμορφώσει ένα αποτέλεσμα τόσο σύνθετο όπως είναι αυτό του νομικού συλλογισμού. Στην πορεία θα αναλύσουμε το επίπεδο επιρροής που μπορεί να φτάσει να έχει η τεχνητή νοημοσύνη στο χώρο της δικαιοσύνης και τις πιθανές συνέπειες που μπορεί να επιφέρει στο περιεχόμενο των δικαστικών αποφάσεων.

Τα ηπειρωτικά νομικά συστήματα έχουν απομακρυνθεί πολύ από ιδανικές αντιλήψεις του ορθολογισμού που ενσάρκωνε, για παράδειγμα, ο Αστικός Κώδικας του 1804 στη Γαλλία. Υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός πηγών και περιστάσεων που δεν ταιριάζουν απόλυτα μεταξύ τους και αφορούν ένα σύνολο κανόνων, η σημασία των οποίων παραμένει ακαθόριστη, κάτι που ο θεωρητικός του δικαίου Herbert L.A. Hart χαρακτήρισε ως «ανοιχτή υφή του Δικαίου» (open texture of law)2. Έτσι η νομική διαδικασία καθίσταται μια σύνθετη εξίσωση με πολλούς άγνωστους μεταβλητές.

Όπως τονίζεται στη θεωρία του δικαίου, το σκεπτικό των δικαστών είναι πάνω απ’ όλα ένα θέμα αξιολόγησης και ερμηνείας των αποδεδειγμένων κρίσιμων γεγονότων και πραγματικών περιστατικών σε μια υπόθεση, των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου (γραπτών κειμένων ή νομολογιακών προηγουμένων) - το νόημα των οποίων παραμένει, όπως ήδη λέχθηκε, ακαθόριστο3 αλλά και της υποκειμενικής ερμηνείας από τους δικαστές της έννοιας της επιείκειας, η οποία υπόκειται σε περαιτέρω αλλαγές στην Ευρώπη μέσω των απαιτήσεων του ελέγχου αναλογικότητας που υποστηρίζεται από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου4. Ταυτόχρονα, η έννοια της αρχής της αναλογικότητας βρίσκεται σαφώς και στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Θεσπίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ τα κριτήρια για την εφαρμογή της αρχής απαριθμούνται στο πρωτόκολλο (αριθ. 2)5 για την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας που προσαρτάται στις συνθήκες. Συνέπεια παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, είναι η αμφισβήτηση της εγκυρότητας των σχετικών μέτρων ενώπιον του εκάστοτε αρμοδίου Δικαστηρίου.

Δεδομένων αυτών των στοιχείων, ο νομικός συλλογισμός είναι περισσότερο ένας τρόπος παρουσίασης του νομικού τρόπου αντίληψης των περιστατικών μιας υπόθεσης μέσω της διαδικασίας της υπαγωγής, με την χρήση των “λεξικών” που στην περίπτωσή μας είναι ο νόμος. Aντικατοπτρίζει το σκεπτικό του δικαστή, το οποίο στην πραγματικότητα αποτελείται από ένα πλήθος μικρο- παραγόντων που οδηγούν στην απόφαση. Συνεπώς, δεν μπορεί να διαμορφωθεί εκ των προτέρων, ενώ μερικές φορές βασίζεται στην διακριτική ευχέρεια του δικαστικού λειτουργού. Την στιγμή κατά την οποία ο δικαστικός λειτουργούν διαμορφώνει την δικανική του πεποίθηση, έχει μετέλθει ορισμένα στάδια, κατά τα οποία περισσότερο ή λιγότερο τον έχουν οδηγήσει στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα, ειδικά αν η διαδικασία τελείται ενώπιον ακροατηρίου. Αυτό το οποίο πρέπει να επισημανθεί είναι ότι για την έκδοση δικαστικής απόφασης, αναγκαία καθίσταται η διαμόρφωση δικανικής πεποίθησης η οποία να βαίνει προς στην βεβαιότητα. Αυτό σημαίνει ότι, δεν είναι δυνατό ακόμα και στα πιο εμφανή περιστατικά η διαμορφωθείσα πεποίθηση υπέρ ή κατά ενός περιστατικού να αγγίζει το 100% και αυτό συμβαίνει διότι όπως αναφέραμε προηγουμένως, η εξίσωση που καλείται να επιλύσει η δικαστής είναι πολυπαραγοντική. Η συνολική συνοχή των δικαστικών αποφάσεων δεν επιτυγχάνεται μόνο με την “στεγνή” ανάγνωση ενός νομικού κειμένου ενώ συνιστά ζήτημα εκ των υστέρων ελέγχου της αιτιολόγησης που ο δικαστής χρησιμοποιεί στο σκεπτικό του, της οποίας η λειτουργία είναι να απονείμει την ορθή κατά τις περιστάσεις λύση, παρά να περιγράψει αυστηρά και αντικειμενικά όλα τα στάδια που οδήγησαν στην απόφαση που ελήφθη. Τα αποτελέσματα που επιτυγχάνονται με την χρήση της τεχνητής νοημοσύνης δεν συνδέονται με το ερώτημα της πραγματικής συμμόρφωσης μιας συγκεκριμένης λύσης προς το δίκαιο αλλά περισσότερο μιας ξύλινης μεταφοράς του νόμου γύρω από τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης.

Σύμφωνα με την μελέτη του University College of London (UCL) επί της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, επιβεβαιώνει αυτή τη διαπίστωση. Η μελέτη του UCL θεώρησε ότι ένα απλό μοντέλο αυτόματης νοημοσύνης ήταν ικανό να προβλέψει το αποτέλεσμα μιας υπόθεσης με ακρίβεια της τάξης του 79% σε ένα συγκεκριμένο δικαστήριο. Το μοντέλο που προήλθε από μηχανική μάθηση αποδείχθηκε πιο ακριβές ως προς την περιγραφή των πραγματικών περιστατικών σε σχέση με το σκεπτικό που αναφέρεται στην εφαρμογή της Σύμβασης στις αποφάσεις που μελετήθηκαν6.

Η μελέτη του UCL πιθανολόγησε το αποτέλεσμα της υπόθεσης βάσει των λέξεων που χρησιμοποιήθηκαν κατά κύριο λόγο στο σκεπτικό και την αιτιολογία του δικαστή, και όχι από το υλικό που προέρχεται από τον αιτούντα βάσει της συχνότητας εμφάνισής του. Στο πλαίσιο αυτό η τεχνητή νοημοσύνη εντόπισε μια σοβαρή πιθανότητα αντιστοίχισης μεταξύ κάποιων ομάδων λέξεων και ορισμένων αποφάσεων και εκτίμησε ότι εν προκειμένω μπορούσε να προκύψει ένας περιορισμένος αριθμός αποτελεσμάτων. Σε καμία περίπτωση - τουλάχιστον μέχρι στιγμής- δεν μπορεί από μόνη της να αναπαραγάγει το σκεπτικό των Ευρωπαίων δικαστών και δεν μπορεί να προβλέψει ένα αποτέλεσμα, βάσει π.χ. λέξεων που θα χρησιμοποιούσε κάποιος αιτών ενώπιον του δικαστηρίου, η προσφυγή του οποίου θα υπόκειται σε αυστηρή εξέταση ως προς το παραδεκτό της, κυρίως βάσει της εφαρμογής των προτύπων αξιολόγησης, αφήνοντας ευρύ περιθώριο στη λήψη της απόφασης.

Επιπροσθέτως, μείζον ζήτημα συνιστά ο έλεγχος της τήρησης των κανόνων σε περίπτωση λήψεως αποφάσεως με τη συμμετοχή της τεχνητής νοημοσύνης, καθώς είναι δυσχερής η επαλήθευση του τρόπου διαμόρφωσης αυτής. Αν επί παραδείγματι, ο διάδικος δεν έχει στη διάθεση του τις κρίσιμες πληροφορίες όπως τον αριθμό και την προέλευση των αποφάσεων που ελήφθησαν στατιστικά υπόψη για να εξαχθεί η κλίμακα για τον καθορισμό του ύψους αποζημίωσης δεν μπορεί να προβάλλει τυχόν αντιρρήσεις ενώπιον του φυσικού δικαστή.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης του Συμβουλίου της Ευρώπης7, κατανοώντας την αυξανόμενη λειτουργία της τεχνητής νοημοσύνης στο χώρο της δικαιοσύνης συνέταξε τον πρώτο ολοκληρωμένο «Χάρτη Δεοντολογίας για τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης στα δικαστικά συστήματα και το περιβάλλον τους», ο οποίος υιοθετήθηκε κατά την 31η σύνοδο της Ολομέλειάς της στο Στρασβούργο ήδη στις 3-4 Δεκεμβρίου 2018. Ο Χάρτης περιέχει πέντε αρχές με οδηγίες και χρήσιμες συστάσεις. Στο Παράρτημα ΙΙ αυτού εξετάζεται η εφαρμογή των διαφόρων χρήσεων της τεχνητής νοημοσύνης στα ευρωπαϊκά δικαστικά συστήματα υπό το φως των ως άνω αρχών. Οι αρχές αυτές είναι οι εξής: Αρχή του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, αρχή της μη διακριτικής μεταχείρισης, αρχή της ποιότητας και της ασφάλειας, αρχή της διαφάνειας, της αμεροληψίας και της δίκαιης μεταχείρισης και τέλος, αρχή του «ελέγχου του χρήστη».

Εν κατακλείδι, μια δικαστική απόφαση, η οποία θα είχε εκδοθεί, χρησιμοποιώντας ως εξωτερικό παράγοντα την τεχνητή νοημοσύνη, θα μπορούσε κατ’ αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί ακόμη και ως ανυπόστατη. Σύμφωνα με το άρθρο 313 παρ. 1 περ. α ΚΠολΔ [περίπτωση] ανυπαρξίας μιας δικαστικής απόφασης [υπάρχει] αν την εξέδωσαν πρόσωπα που δεν είχαν δικαστική ιδιότητα. Εν προκειμένω, μπορεί μεν και σύμφωνα με την άποψη του ΑΠ 481/ 2015, η δικαστική απόφαση κατά τα φαινόμενα να απέκτησε νομική υπόσταση από τον χρόνο δημοσίευσης του σχεδίου, παρόλα αυτά το σχέδιο, κάνοντας τελεολογική διαστολή του άρθρου 313 ΚΠολΔ, δεν αποτύπωνε (είτε πλήρως είτε μερικώς) την δικανική πεποίθηση του δικαστηρίου, αλλά την περιορισμένως διαμορφωθείσα -όπως αναπτύξαμε άνωθεν- αντίληψη μιας τεχνητής νοημοσύνης.

Η διαδικασία γραφής και έκδοσης των δικαστικών αποφάσεων είναι μια σύνθετη ενέργεια η οποία οφείλει, τουλάχιστον στον πυρήνα της να περιέχει την έννοια του ανθρώπου. Οποιοδήποτε άλλο εξωτερικό στοιχείο μπορεί να λειτουργεί μόνο ως παρελκόμενο και μόνο εφόσον δεν δυσχεραίνει την ομαλή έκβαση του κυρίου αντικειμένου, το οποίο είναι η ορθή απονομή της δικαιοσύνης. 

  • 1. βλ. T. Sourdin σελ. 1124. Australian Law Reform Commission “Technology: What It Means for Federal Dispute Resolution” Issues Paper No 23 (1998) 101.
  • 2. Herbert L.A. Hart (1976), Le concept de droit, Saint Louis university departments, Brussels.
  • 3. Βλ. Επίσης Michel Troper (2001), La théorie du droit, le droit, l’ Etat, PUF, Paris, spec. σελ. 69-84
  • 4. Ορισμένα προστατευόμενα από την ΕΣΔΑ δικαιώματα (βλ. άρθρα 8, 9, 10 και 11) δεν είναι απόλυτα αλλά περιορίζονται λόγω εφαρμογής άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων. Σε τέτοιες περιπτώσεις εφαρμογής της δίκαιης ισορροπίας, η λήψη απόφασης μέσω συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης είναι προς το παρόν αδύνατη, καθόσον στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για εφαρμογή συλλογισμών
  • 5. https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:12016E/PR...
  • 6. Μελέτη σε ένα δείγμα 584 αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: Νικόλαος Αλετράς, Δημήτριος Τσαραπατσάνης, Daniel Preotiuc-Pietro, Βασίλειος Λάμπος, “Predicting judicial decisions of the European Court of Human Rights: a Natural Language Processing perspective”, δημοσιεύθηκε στις 24 Οκτωβρίου 2016 [Οnline], https://peerj.com/articles/cs-93/ .
  • 7. Το Συμβούλιο της Ευρώπης αριθμεί 47 κράτη-μέλη και 6 κράτη-παρατηρητές (Βατικανό, ΗΠΑ, Ιαπωνία, Ισραήλ, Καναδάς και Μεξικό) https://www.coe.int/el/web/about-us/our-member-states
Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ - Ερμηνεία Κατ΄άρθρο - 5η έκδοση
Η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων ΕΠολΔ 31
send