logo-print

Υποχρεωτική δοκιμασία αυτοδιαγνωστικού ελέγχου Covid-19 (self-test) σε εργαζομένους στον Δημόσιο Τομέα (ΣτΕ 1386/2021)

Η υποχρεωτικότητα του αυτοδιαγνωστικού ελέγχου και η ηλεκτρονική καταγραφή του αποτελέσματος δεν παραβιάζουν τις διατάξεις του Συντάγματος και το δίκαιο της ΕΕ, ούτε την νομοθεσία περί προστασίας ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων υγείας

11/11/2021

11/11/2021

Κλινικές δοκιμές φαρμάκων - Συμβάσεις ευθύνη και ειδικά ζητήματα Αστικού Δικαίου

ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΣΚΟΥΤΕΛΗ

Κλινικές δοκιμές φαρμάκων - Συμβάσεις ευθύνη και ειδικά ζητήματα Αστικού Δικαίου

Mobbing Ευθύνη λόγω ηθικής παρενόχλησης στην εργασία

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΠΟΥΜΠΟΥΧΕΡΟΠΟΥΛΟΣ

Το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε αίτηση υπαλλήλου του δημοσίου, περί ακύρωσης της Κοινής Υπουργικής Απόφασης (υπ' αριθμ. Δ1α/Γ.Π.οικ.26390/24.4.2021) για την εφαρμογή της υποχρεωτικής δοκιμασίας αυτοδιαγνωστικού ελέγχου covid-19 (self-test) σε εργαζομένους στον Δημόσιο Τομέα ως προϋπόθεση προσέλευσης και παροχής εργασίας με φυσική παρουσία (ΣτΕ 1386/2021).

Πιο συγκεκριμένα, η αιτούσα δημόσια πολιτική υπάλληλος του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, απασχολούμενη σε στρατιωτικό εργοστάσιο και υποχρεούμενη να υποβάλλεται σε διαγνωστικό έλεγχο μία φορά την εβδομάδα ως προϋπόθεση για την προσέλευσή της στην εργασία της, προέβαλε ότι η υποχρέωση αυτή, επ’ απειλή περικοπής των αποδοχών της, καθώς και η επεξεργασία των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων υγείας της χωρίς την ελεύθερη συγκατάθεσή της παραβιάζει τα θεμελιώδη δικαιώματά της στην προσωπική ελευθερία, την προστασία των προσωπικών δεδομένων, την εργασία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, η μέριμνα για την προστασία της δημόσιας υγείας αποτελεί συνταγματική υποχρέωση του Κράτους, στο πλαίσιο της οποίας η Πολιτεία οφείλει, με γνώμονα την αρχή της προφύλαξης, να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για την πρόληψη της διάδοσης και την καταπολέμηση μεταδοτικών ασθενειών που συνιστούν σοβαρό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Κατά τη διαμόρφωση της δημόσιας πολιτικής υγείας στον τομέα αυτό, ο νομοθέτης, κοινός και κανονιστικός, διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης ως προς την επιλογή του χρόνου, της έντασης και του είδους των μέτρων αυτών, η λήψη των οποίων, ωστόσο, πρέπει (α) να τεκμηριώνεται υπό το φως των τρεχουσών υγειονομικών και επιδημιολογικών συνθηκών, (β) να στηρίζεται σε αξιόπιστα επιστημονικά δεδομένα και (γ) να σέβεται τα όρια που τίθενται από την αρχή της αναλογικότητας, όταν τα μέτρα αυτά ενέχουν περιορισμούς στα ατομικά δικαιώματα.

Εν προκειμένω, ο επίδικο μέτρο εισήχθη με την προσβαλλόμενη απόφαση προς αντιμετώπιση επιτακτικών λόγων δημόσιας υγείας, κατ' εκτίμηση των επιδημιολογικών και επιστημονικών δεδομένων, κατόπιν εισηγήσεων επιτροπών από ειδικούς. Σύμφωνα με την επιστημονική κρίση των τελευταίων, ο υποχρεωτικός διαγνωστικός έλεγχος αποτελεί προληπτικό μέτρο πρόσφορο και αναγκαίο, σε συνδυασμό με τα ήδη υφιστάμενα μέτρα δημόσιας υγείας, για την εύρυθμη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών με τους μέγιστους όρους ασφάλειας και υγείας των εργαζομένων και των χρηστών, ώστε να αποτραπεί η εισαγωγή του ιού στον χώρο εργασίας και η περαιτέρω διασπορά του στην κοινότητα. Η δε ανάγκη διατήρησής του επανεξετάζεται σε τακτά χρονικά διαστήματα, βάσει της τρέχουσας επιδημιολογικής κατάστασης, δυνάμει των εκδιδομένων, κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 1 του ν. 4682/2020 κοινών υπουργικών αποφάσεων, κατόπιν επίκαιρης γνώμης της Εθνικής Επιτροπής Δημόσιας Υγείας.

Περαιτέρω, το δικαστήριο επεσήμανε πως οι διατάξεις τόσο του Συντάγματος όσο και της Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική δεν απαγορεύουν την επιβολή περιορισμών στο δικαίωμα περί μη υποβολής σε ιατρικές πράξεις χωρίς την ελεύθερη συναίνεση, ως έκφανση της αρχής της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας, εφόσον οι περιορισμοί τίθενται εντός των διαγραφομένων από την αρχή της αναλογικότητας ορίων και σταθμίσεων για την εξυπηρέτηση επιτακτικού σκοπού δημοσίου συμφέροντος.

Εν προκειμένω, κατά την κρίση του δικαστηρίου, η υποχρέωση υποβολής σε διαγνωστικό έλεγχο, ακόμη και σε μη νοσούντες, ως προϋπόθεση για την προσέλευση και παροχή της εργασίας, αποτελεί νόμιμο περιορισμό του δικαιώματος συναίνεσης σε ιατρικά θέματα, δεδομένου ότι τίθεται για την προστασία της δημόσιας υγείας ως κοινωνικό αγαθό, αλλά και ατομικώς της ζωής και υγείας όλων (συμπεριλαμβανομένης της αιτούσας) από τη διασπορά της νόσου Covid-19 και συνιστά αποτελεσματικό και αναγκαίο μέτρο, κατά την επιστημονικώς τεκμηριωμένη κρίση του νομοθέτη, εν όψει της επιδημιολογικής κατάστασης και των υφιστάμενων επιστημονικών δεδομένων σχετικά με τη νόσο.

Το δικαστήριο τόνισε πως με την προσβαλλόμενη απόφαση παρέχεται εναλλακτικώς η δυνατότητα στον εργαζόμενο να απευθύνεται σε ειδικό υγείας για τον διαγνωστικό του έλεγχο, είτε σε δημόσια δομή δωρεάν ή σε ιδιωτική δομή με επιβάρυνσή του, εφόσον αδυνατεί ή για οποιονδήποτε λόγο δεν επιθυμεί να συναινέσει στη χρήση των δωρεάν αυτοδιαγνωστικών δοκιμασιών που του έχουν διατεθεί, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς της αιτούσας περί διακινδύνευσης της υγείας και της σωματικής της ακεραιότητας από τη χρήση των αυτοδιαγνωστικών δοκιμασιών.

Όσον αφορά δε στο ζήτημα της επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων υγείας, το δικαστήριο έκρινε πως η ανάγκη προστασίας της υγείας των εργαζομένων και των χρηστών κατά την επάνοδο των δημοσίων υπηρεσιών σε καθεστώς κανονικής λειτουργίας, υπό συνθήκες πανδημίας, και αποτροπής της περαιτέρω διασποράς του μεταδοτικού ιού στην κοινότητα προς διαφύλαξη της δημόσιας υγείας, αποτελεί επαρκή νομική βάση για την επεξεργασία δεδομένων, απλών και υγείας, των απασχολουμένων στο Δημόσιο κατά τη δήλωση του αποτελέσματος του διαγνωστικού ελέγχου στην ηλεκτρονική πλατφόρμα και τη διαχείρισή του προς τον σκοπό του προσδιορισμού των υποχρέων, της διανομής των αυτοδιαγνωστικών μέσων, αλλά και της άμεσης ενημέρωσης των οικείων διευθύνσεων προσωπικού για την κατάσταση της υγείας τους και τη δυνατότητά τους να παράσχουν εργασία με φυσική παρουσία υπό όρους υγειονομικής ασφάλειας.

Απόσπασμα απόφασης

Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Χάρτη, οι διατάξεις του εφαρμόζονται από τα κράτη μέλη μόνο όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης και δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης πέραν των αρμοδιοτήτων της. Εν προκειμένω, η κρινόμενη διαφορά ανεφύη από την επιβολή υποχρεωτικού διαγνωστικού ελέγχου στους απασχολούμενους στο Δημόσιο, δηλαδή μέτρου εντασσόμενου στη διαμόρφωση της δημόσιας πολιτικής στον τομέα της υγείας και ειδικότερα της εθνικής διαγνωστικής στρατηγικής για τη νόσο Covid-19, η οποία εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών (βλ. την προαναφερθείσα σύσταση του Συμβουλίου της Ε.Ε. 2021/C24/01, πρβλ. C-459/2013 διάταξη, Siroka) και δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο ρύθμισης με πράξη ενωσιακού δικαίου. Ισοδύναμη, πάντως, προστασία σε σχέση με τα άρθρα 3 (παρ. 1 και 2) και 6 σε συνδυασμό με το άρθρο 52 (που επιτρέπει αναλογικούς περιορισμούς για λόγους γενικότερους ενδιαφέροντος) του Χάρτη, παρέχουν στην αιτούσα οι παρατεθείσες στη σκέψη 8 διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 5 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και των άρθρων 5 και 26 της Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική.

Οι διατάξεις, όμως, αυτές δεν απαγορεύουν την επιβολή περιορισμών στο δικαίωμα του ενδιαφερομένου να μην υποβάλλεται σε ιατρικές πράξεις χωρίς την ελεύθερη συναίνεσή του, ως έκφανση της αρχής της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας (άρθρο 5 παρ. 1 και 2 παρ. 1 του Συντάγματος), όταν οι περιορισμοί τίθενται εντός των διαγραφομένων από την αρχή της αναλογικότητας ορίων και σταθμίσεων για την εξυπηρέτηση επιτακτικού σκοπού δημοσίου συμφέροντος. Κατ' αρχάς, η υποχρέωση υποβολής σε διαγνωστικό έλεγχο, που επιβάλλεται με την προσβαλλόμενη απόφαση, ακόμη και σε μη νοσούντες, ως προϋπόθεση για την προσέλευση και παροχή της εργασίας, αποτελεί νόμιμο περιορισμό του δικαιώματος συναίνεσης σε ιατρικά θέματα, δεδομένου ότι τίθεται για την προστασία της δημόσιας υγείας ως κοινωνικό αγαθό, αλλά και ατομικώς της ζωής και υγείας όλων (συμπεριλαμβανομένης της αιτούσας) από τη διασπορά της νόσου Covid-19 και συνιστά αποτελεσματικό και αναγκαίο μέτρο, κατά την επιστημονικώς τεκμηριωμένη κρίση του νομοθέτη, εν όψει της επιδημιολογικής κατάστασης και των υφιστάμενων επιστημονικών δεδομένων σχετικά με τη νόσο. Η αιτούσα, χωρίς να αμφισβητεί την αναγκαιότητα του μέτρου αυτού, προβάλλει ότι το δικαίωμα ελεύθερης συναίνεσης στην υποβολή σε ιατρική πράξη και προστασίας της υγείας και της σωματικής της ακεραιότητας πλήττεται από το γεγονός ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση της επιβάλλεται η υποχρέωση να υποβάλλεται σε διαγνωστικό έλεγχο μέσω αυτοδιαγνωστικών δοκιμασιών, την ασφάλεια των οποίων αμφισβητεί. Ανεξαρτήτως, όμως, εάν ο αυτοδιαγνωστικός έλεγχος, χωρίς δηλαδή την παρεμβολή ειδικού υγείας, υπάγεται στην έννοια της ιατρικής πράξης, πάντως ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, διότι ερείδεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση εισάγεται η υποχρέωση προηγούμενου διαγνωστικού ελέγχου διενεργούμενου αποκλειστικά και μόνο μέσω αυτοδιαγνωστικών δοκιμασιών.

Όπως, όμως, προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης και εκτέθηκε ανωτέρω, ο κανονιστικός νομοθέτης παρέχει εναλλακτικώς τη δυνατότητα στον εργαζόμενο να απευθύνεται σε ειδικό υγείας για τον διαγνωστικό του έλεγχο, είτε σε δημόσια δομή δωρεάν, όπου υπάρχει η σχετική δυνατότητα, ή σε ιδιωτική δομή με επιβάρυνσή του, εφ' όσον αδυνατεί ή, για οποιονδήποτε λόγο, δεν επιθυμεί να συναινέσει στη χρήση των δωρεάν αυτοδιαγνωστικών δοκιμασιών που του έχουν διατεθεί. Και, πάντως, οι δοκιμασίες αυτές πληρούν, κατά τα προαναφερθέντα, τις ειδικές προϋποθέσεις του νόμου και τις τεχνικές προδιαγραφές που έχουν τεθεί με επιστημονικά κριτήρια κατά την προμήθειά τους, οι οποίες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη διάθεση με κάθε ατομική συσκευασία εύληπτων και κατανοητών οδηγιών χρήσης με την επισήμανση των αναγκαίων προφυλάξεων και προειδοποιήσεων ώστε να διασφαλίζεται η ασφαλής χρήση τους και η ορθή διενέργεια του ελέγχου και από μη ειδικούς υγείας.

Συνεπώς, όσα περί του αντιθέτου προβάλλει η αιτούσα σχετικά με τη διακινδύνευση της υγείας και της σωματικής της ακεραιότητας από τη χρήση των αυτοδιαγνωστικών δοκιμασιών είναι, και για τον λόγο αυτό, απορριπτέα.

Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο dsanet.gr.

Ανώνυμες Εταιρίες
H διεθνής δικαιοδοσία διασυνοριακών διάφορων εταιριών κατά τον κανονισμό 1215/2012 - ΠΠΠ Νο 7 -
send