1. Το δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται αιτήσεως για διαταγή δέσμευσης εξετάζει εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις και απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.
2. Το δικαστήριο αποφασίζει αμελλητί επί της αιτήσεως και το αργότερο πριν από την εκπνοή των προθεσμιών του άρθρου 18.
3. Εάν ο δανειστής δεν υπέβαλε όλα τα στοιχεία που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 8, το δικαστήριο δύναται να παράσχει στον δανειστή τη δυνατότητα να συμπληρώσει ή να διορθώσει την αίτηση εντός χρονικής περιόδου που ορίζει το δικαστήριο, εκτός αν η αίτηση είναι προδήλως απαράδεκτη ή αβάσιμη. Εάν ο δανειστής δεν συμπληρώσει ή δεν διορθώσει την αίτηση εντός της ορισμένης χρονικής περιόδου, η αίτηση απορρίπτεται.
4. Η διαταγή δέσμευσης εκδίδεται για το ποσό που αποδεικνύεται κατά το άρθρο 9 και υπολογίζεται κατά το εφαρμοστέο επί της βασικής απαίτησης δίκαιο και περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, τόκους και/ή έξοδα κατά το άρθρο 15.
Η διαταγή δεν εκδίδεται σε καμία περίπτωση για ποσό ανώτερο εκείνου που αναφέρει ο δανειστής στην αίτησή του.
5. Η επί της αιτήσεως απόφαση γνωστοποιείται στον δανειστή με τη διαδικασία που προβλέπει το δίκαιο του κράτους μέλους προέλευσης για ισοδύναμες εθνικές διαταγές.