logo-print

Δικαστήριο ΕΕ: Οι ελβετικές αρχές διαμεσολάβησης μπορούν να χαρακτηριστούν ως «δικαστήριο»

Σύμβαση του Λουγκάνο ΙΙ: Μια αρχή χαρακτηρίζεται ως δικαστήριο βάσει των αρμοδιοτήτων της και όχι της τυπικής κατάταξής της δυνάμει του εθνικού δικαίου

26/12/2017

30/12/2017

Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ - Β έκδοση

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΝΙΚΑΣ

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΑΝΑΚΟΠΕΣ

Γενικός Κανονισμός για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων και Ευθύνη για Αποζημίωση

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος

Με τη δημοσιευθείσα στις 20-12-2017 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι σε καταστάσεις στις οποίες είναι υποχρεωτική η προσφυγή σε διαδικασίες διαμεσολαβήσεως, ελβετική αρχή διαμεσολαβήσεως αρμόδια για την επίλυση αστικών αξιώσεων συνιστά δικαστήριο κατά την έννοια των διατάξεων της Σύμβασης[1] του Λουγκάνο ΙΙ.

Όπως επιπλέον επισημαίνει το ΔΕΕ, κατά συνέπεια, εάν αυτή η αρχή επιληφθεί πρώτη αστικής υποθέσεως, τα δικαστήρια των υπολοίπων δεσμευόμενων από την ως άνω Σύμβαση κρατών (εκτός της Ελβετίας), αναστέλλουν αυτεπάγγελτα διαδικασίες με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία ενώπιόν τους.

Είναι αξιοσημείωτο πως, σύμφωνα με το ΔΕΕ, από τη Σύμβαση του Λουγκάνο ΙΙ προκύπτει μία λειτουργική προσέγγιση του όρου «δικαστήριο», κατά τον οποίο μια αρχή χαρακτηρίζεται ως δικαστήριο βάσει των αρμοδιοτήτων της και όχι με βάση την τυπική κατάταξή της δυνάμει του εθνικού δικαίου.

Ιστορικό της υπόθεσης

Η B. Schlömp, κάτοικος Ελβετίας, είναι θυγατέρα εξ αίματος της H. S. η οποία, λόγω της κατάστασης εξαρτήσεώς της, βρίσκεται σε γηροκομείο στη Γερμανία και λαμβάνει συμπληρωματικές παροχές κοινωνικής πρόνοιας καταβαλλόμενες από τις γερμανικές διοικητικές αρχές. Κατά το γερμανικό δίκαιο, οι αρχές αυτές δικαιούνται να ζητήσουν αναγωγικώς την επιστροφή των σχετικών ποσών εκ μέρους των εξ αίματος τέκνων του δικαιούχου, τα οποία έχουν επαρκή οικονομική δυνατότητα.

Στις 16 Οκτωβρίου 2015 οι γερμανικές αρχές υπέβαλαν αίτηση διαμεσολαβήσεως ενώπιον του Friedensrichteramt des Kreises Reiat, Kanton Schaffhausen (Ειρηνοδικείου της περιφέρειας του Reiat, του καντονίου του Schaffhausen, Ελβετία), καθόσον το δικαστήριο αυτό ενεργούσε ως αρχή διαμεσολαβήσεως, ζητώντας αναγωγικά από την B. Schlömp την καταβολή ελάχιστου ποσού 5.000 ευρώ, για παροχές κοινωνικής πρόνοιας που είχαν χορηγήσει στη μητέρα της. Δεδομένου ότι η απόπειρα διαμεσολαβήσεως απέτυχε, οι γερμανικές διοικητικές αρχές άσκησαν στις 11 Μαΐου 2016 ενώπιον του Kantonsgericht Schaffhausen (περιφερειακού δικαστηρίου του καντονίου του Schaffhausen, Ελβετία) αγωγή κατά της B. Schlömp, με αίτημα την καταβολή του προαναφερόμενου ποσού.

Τον Φεβρουάριο του 2016, δηλαδή μετά την υποβολή της αιτήσεως διαμεσολαβήσεως αλλά πριν από την αγωγή ενώπιον του Kantonsgericht Schaffhausen, η B. Schlömp άσκησε ενώπιον του Amtsgericht (Familiengericht) Schwäbisch Hall (δικαστηρίου οικογενειακών υποθέσεων της περιφέρειας του Schwäbisch Hall, Γερμανία) αναγνωριστική αγωγή με αίτημα να διαπιστωθεί ότι δεν έχει υποχρέωση αναγωγικής καταβολής των επίδικων παροχών κοινωνικής προνοίας.

Σύμφωνα με τη Σύμβαση του Λουγκάνο ΙΙ, αν έχουν ασκηθεί αγωγές με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία μεταξύ των ίδιων διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διάφορων δεσμευομένων από την εν λόγω Σύμβαση κρατών, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που επελήφθη πρώτο, αναστέλλει αυτεπάγγελτα τη διαδικασία του μέχρις ότου διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο.

Σε αυτό το πλαίσιο, το Amtsgericht Stuttgart (Πρωτοδικείο Στουτγάρδης), κατά τη διάρκεια της συζήτησης της ασκηθείσας από την B. Schlömp αγωγής, διερωτάται αν η αρχή διαμεσολαβήσεως του ελβετικού δικαίου, ενώπιον της οποίας υποβλήθηκε η αίτηση διαμεσολαβήσεως, δύναται να χαρακτηριστεί ως «δικαστήριο» υπό την έννοια των διατάξεων της Σύμβασης του Λουγκάνο II, ούτως ώστε η ημερομηνία κατά την οποία έχει κινηθεί υποχρεωτική διαδικασία διαμεσολαβήσεως ενώπιον της αρχής αυτής να συνιστά την ημερομηνία από την οποία λογίζεται ότι έχει επιληφθεί «δικαστήριο», με αποτέλεσμα να υποχρεούται το αιτούν δικαστήριο να αναστείλει αυτεπάγγελτα την ενώπιόν του διαδικασία.

Απόφαση του Δικαστηρίου

Με τη δημοσιευθείσα απόφασή του, το Δικαστήριο παρατηρεί, καταρχάς, ότι κατά το γράμμα του άρθρου 62 της Σύμβασης του Λουγκάνο II, ο όρος «δικαστήριο» περιλαμβάνει κάθε αρχή οριζόμενη από δεσμευόμενο από την ως άνω Σύμβαση κράτος ως αρμόδια για τα ζητήματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της. Επιπλέον, καθίσταται σαφές από την εισηγητική έκθεση σχετικά με την ως άνω Σύμβαση ότι αυτό το άρθρο καθιερώνει έναν λειτουργικό τρόπο προσέγγισης κατά τον οποίο μια αρχή χαρακτηρίζεται ως δικαστήριο βάσει των αρμοδιοτήτων της και όχι με βάση την τυπική κατάταξή της δυνάμει του εθνικού δικαίου.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο συνάγει ότι, ως γενικός κανόνας, κατά το ελβετικό δίκαιο, η αστική δίκη αρχίζει με την κατάθεση αιτήσεως διαμεσολαβήσεως. Η δε διαδικασία διαμεσολαβήσεως προβλέπεται από τον νόμο, υπόκειται στην αρχή της αντιμωλίας και είναι, καταρχήν, υποχρεωτική. Είναι αξιοσημείωτο πως, παράλειψη του σταδίου αυτού συνεπάγεται το απαράδεκτο τυχόν αγωγής ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων. Η διαδικασία αυτή μπορεί να καταλήξει είτε σε δεσμευτική απόφαση, είτε σε πρόταση αποφάσεως η οποία μπορεί να αποκτήσει την ισχύ δεδικασμένου αν δεν υπάρξει αμφισβήτηση, είτε σε επικύρωση ενός συμβιβασμού ή ακόμα στην παροχή δικαιώματος ένδικης προσφυγής.

Το Δικαστήριο επισημαίνει ακόμα σχετικά με τις αρχές διαμεσολαβήσεως ότι, αφενός, ισχύουν οι εγγυήσεις τις οποίες προβλέπει το ελβετικό δίκαιο περί εξαιρέσεως των ειρηνοδικών που απαρτίζουν τις εν λόγω αρχές και, αφετέρου, οι αρχές αυτές ασκούν τα καθήκοντά τους με με πλήρη αυτονομία.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι, οι ελβετικές αρχές διαμεσολαβήσεως, κατά την άσκηση των καθηκόντων που τους ανατίθενται από το ελβετικό δίκαιο, μπορούν να χαρακτηριστούν ως «δικαστήριο», υπό την έννοια των διατάξεων της Σύμβασης του Λουγκάνο II.

Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.

Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA

[1] Βλέπε περισσότερα στο: http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=LEGISSUM%3Al16029.

Αοριστία και Νομική Αβασιμότητα της Αγωγής
Το δικαίωμα υπαναχώρησης στην Πνευματική Ιδιοκτησία - Συμβολές Αστικού Δικαίου Νο 13 21