logo-print

Δικαστήριο ΕΕ για γόβες Louboutin: Δεν αρκεί το κόκκινο χρώμα για να προστατευθούν ως trademark

Δεν πρόκειται ωστόσο για οριστική απόφαση, όπως εσφαλμένα αναφέρεται στα μέσα ενημέρωσης

10/02/2018

12/02/2018

Δίκαιο σημάτων Ερμηνεία Ν. 4679/2020 περί σημάτων

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΡΟΚΑΣ

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ

H ένωση δικαίου

ΙΩΑΝΝΗ ΣΑΡΜΑΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος

​Στις δημοσιευθείσες την Τρίτη, 6-02-2018, συμπληρωματικές προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας Maciej Szpunar εκτιμά πως ένα σήμα που συνδυάζει χρώμα και σχήμα μπορεί να απορριφθεί ως απαράδεκτο ή άκυρο με βάση τους λόγους που θέτει το δίκαιο της ΕΕ για τα σήματα και δη η οδηγία 2008/95/ΕΚ για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων.

Πιο συγκεκριμένα, o γεν. εισαγγελέας Szpunar, τονίζει ότι η ανάλυση θα πρέπει να αφορά αποκλειστικώς την εγγενή αξία του σχήματος και δεν πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ελκυστικότητα του προϊόντος λόγω της φήμης του σήματος ή του δικαιούχου του.

Επιπλέον, ο γεν. εισαγγελέας με τις προτάσεις του, διατείνεται ότι οι προαναφερόμενοι λόγοι στους οποίους στηρίζεται η απόρριψη ή ακύρωση της κατοχύρωσης ενός σήματος δύνανται να έχουν εφαρμογή σε σημείο που αποτελείται από το σχήμα του προϊόντος και που διεκδικεί προστασία για ορισμένο χρώμα, όπως στην περίπτωση των ψηλοτάκουνων υποδημάτων με τη χαρακτηριστική κόκκινη εξωτερική σόλα της μάρκας Louboutin. 

Υπενθυμίζεται ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο, ενώ η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.

Ιστορικό της υποθέσεως

Ο κύριος Christian Louboutin είναι δημιουργός μόδας που σχεδιάζει μεταξύ άλλων γυναικεία ψηλοτάκουνα υποδήματα. Η ιδιαιτερότητα των εν λόγω υποδημάτων έγκειται στο ότι έχουν κατά σύστημα την εξωτερική τους σόλα βαμμένη με κόκκινο χρώμα.

Ο κύριος Louboutin και η εταιρία του κατέθεσαν σήμα το οποίο καταχωρίστηκε το 2010 ως σήμα Μπενελούξ για προϊόντα της κλάσεως «υποδήματα», και το 2013 για «ψηλοτάκουνα υποδήματα».

Το εν λόγω σήμα περιγράφεται ως συνιστάμενο «στο κόκκινο χρώμα (Pantone 18 1663TP) που τίθεται επί της σόλας υποδήματος όπως αναπαρίσταται (το περίγραμμα του υποδήματος δεν αποτελεί μέρος του σήματος αλλά έχει σκοπό να τονίσει τη θέση του σήματος)». Το σήμα αυτό απεικονίζεται κατωτέρω: 

Η Van Haren εκμεταλλεύεται στις Κάτω Χώρες καταστήματα λιανικής πωλήσεως υποδημάτων. Κατά το έτος 2012, η Van Haren πώλησε ψηλοτάκουνα γυναικεία υποδήματα των οποίων η σόλα ήταν βαμμένη με κόκκινο χρώμα.

Ο κύριος Louboutin προσέφυγε ενώπιον των ολλανδικών δικαστηρίων και ζήτησε να διαπιστωθεί η διάπραξη παραποιήσεως/απομιμήσεως από την Van Haren. Η Van Haren προβάλλει την ακυρότητα του επίδικου σήματος.

Η ευρωπαϊκή οδηγία για τα σήματα θέτει ορισμένο αριθμό λόγων απόρριψης ή ακυρότητας καταχώρισης ενός σήματος, ιδίως σε σχέση με σήματα που αποτελούνται αποκλειστικά από το σχήμα που προσδίδει ουσιαστική αξία στο προϊόν[1].

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Rechtbank Den Haag (Πρωτοδικείο Χάγης) αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα. Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι το εν λόγω σήμα είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με σόλα υποδήματος, και έτσι, σύμφωνα με την οδηγία, η έννοια του όρου «σχήμα» δεν περιορίζεται μόνο στα τρισδιάστατα χαρακτηριστικά ενός προϊόντος, όπως το περίγραμμα, οι διαστάσεις και ο όγκος του, αλλά περιλαμβάνει και τα χρώματα.

Προτάσεις του γεν. εισαγγελέα

Με τις δημοσιευθείσες συμπληρωματικές προτάσεις του, κατόπιν της επανάληψης της προφορικής διαδικασίας[2], ο γενικός εισαγγελέας Maciej Szpunar εμμένει στην άποψη του ότι σημείο το οποίο συνδυάζει το χρώμα και το σχήμα μπορεί να υπόκειται στην απαγόρευση την οποία προβλέπει η οδηγία για τα σήματα. Ακολούθως, προτείνει στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου ότι οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται η απόρριψη ή ακύρωση της κατοχύρωσης ενός σήματος δύνανται να έχουν εφαρμογή σε σημείο που αποτελείται από το σχήμα του προϊόντος και που διεκδικεί προστασία για ορισμένο χρώμα.

Στις πρώτες προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας είχε υποστηρίξει ότι το επίδικο σήμα θα έπρεπε να εξομοιωθεί μάλλον με σήμα που αποτελείται από το σχήμα του προϊόντος και που διεκδικεί προστασία για χρώμα σε σχέση με το σχήμα αυτό, παρά με σήμα που συνίσταται σε ορισμένο χρώμα αυτό καθεαυτό. Διατηρεί αυτή την άποψη του, δεδομένου ότι δεν πρόκειται για σχήμα απολύτως αφηρημένο ή για σχήμα του οποίου η σημασία είναι αμελητέα, αλλά πρόκειται πάντοτε για σχήμα σόλας. Πρόσθετα, εκφράζει τις επιφυλάξεις του για το κατά πόσον το κόκκινο χρώμα μπορεί να εκπληρώσει την ουσιώδη λειτουργία του σήματος, ήτοι να προσδιορίσει τον δικαιούχο του, όταν το χρώμα αυτό χρησιμοποιείται εκτός του ιδιαίτερου πλαισίου του, δηλαδή ανεξαρτήτως του σχήματος της σόλας.

Εντούτοις, ο γενικός εισαγγελέας εκφράζει, όπως και στις πρώτες προτάσεις του,  την άποψη ότι ο χαρακτηρισμός του επίδικου σήματος αποτελεί πραγματική εκτίμηση η οποία απόκειται στο αιτούν δικαστήριο. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά την απάντηση στο ερώτημα αν το κόκκινο χρώμα της σόλας προσδίδει ουσιαστική αξία στο προϊόν. Κατά τον εισαγγελέα, η θέση του ολλανδικού δικαστηρίου είναι σαφής επί του σημείου αυτού και τούτο εκκινεί από την παραδοχή ότι στο ερώτημα αυτό προσήκει καταφατική απάντηση.

Ο γενικός εισαγγελέας θεωρεί ακόμα ότι η εισαγωγή της έννοιας «σήμα θέσεως» στο δίκαιο της ΕΕ[3] δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω την ορθότητα των εκτιμήσεών του αναφορικά με την εφαρμογή του λόγου απαραδέκτου ή ακύρωσης (όπως θεσπίζεται στην ευρωπαϊκή οδηγία για τα σήματα) σε ένα σήμα όπως το επίδικο[4].

Ομοίως, ο γενικός εισαγγελέας εξέτασε το πεδίο εφαρμογής της νέας οδηγίας για τα σήματα, της οποίας η προθεσμία μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο λήγει στις 14 Ιανουαρίου 2019[5]. Σε αυτό το πλαίσιο, υποστηρίζει ότι η λογική των τροποποιήσεων τις οποίες εισήγαγε η οδηγία (ενίσχυση του μονοπωλίου του δικαιούχου του σήματος και περιορισμός των δικαιωμάτων των τρίτων) δυσχερώς θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε σχέση με τους λόγους απαραδέκτου ή ακυρότητας.

Επιπλέον, ο γενικός εισαγγελέας θεωρεί πως η παραπομπή στην αντίληψη του κοινού ως παράγοντα ο οποίος, μεταξύ άλλων παραγόντων, καθορίζει τα χαρακτηριστικά που προσδίδουν ουσιαστική αξία στα προϊόντα,  συνηγορεί υπέρ της εφαρμογής του λόγου απαραδέκτου ή ακυρότητας[6] στα σημεία που αποτελούνται από το σχήμα του προϊόντος και που διεκδικούν προστασία για χρώμα σε σχέση με το σχήμα αυτό. Πράγματι, αυτό που έχει σημασία για την αντίληψη του κοινού δεν είναι η διάκριση μεταξύ σημάτων τρισδιάστατου σχήματος, χρώματος ή θέσεως, αλλά ο προσδιορισμός της προελεύσεως του προϊόντος βάσει της συνολικής εντυπώσεως ενός σημείου.

Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του επίδικου σήματος, ο γενικός εισαγγελέας διαπιστώνει ότι πρέπει να εκτιμηθεί μήπως η καταχώρισή του αντίκειται στο γενικό συμφέρον το οποίο επιτάσσει να μην περιορίζεται αδικαιολόγητα η διαθεσιμότητα των χαρακτηριστικών τα οποία απεικονίζει το σημείο αυτό για τους λοιπούς επιχειρηματίες που προσφέρουν ομοειδή προϊόντα ή υπηρεσίες.

Εν κατακλείδι, ο γενικός εισαγγελέας διατυπώνει την ίδια με τις πρώτες προτάσεις του παρατήρηση ότι δηλαδή η ανάλυσή του αφορά αποκλειστικά την εγγενή αξία του σχήματος και αποκλείει τη συνεκτίμηση της ελκυστικότητας των προϊόντων λόγω της φήμης του σήματος ή του δικαιούχου του.

Το πλήρες κείμενο των συμπληρωματικών και των αρχικών προτάσεων δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα CURIA

[1] άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, σημείο iii, της οδηγίας 2008/95/ΕΚ.

[2] Στις 28 Φεβρουαρίου 2017, το Δικαστήριο αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον του ένατου τμήματος. Η επ’ ακροατηρίου συζήτηση διεξήχθη στις 6 Απριλίου 2017. Στις 22 Ιουνίου 2017 ο γενικός εισαγγελέας ανέπτυξε τις πρώτες προτάσεις του. Το ένατο τμήμα, εκτιμώντας ότι η υπόθεση θέτει ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος όσον αφορά το δίκαιο των σημάτων της Ένωσης, αποφάσισε, στις 13 Σεπτεμβρίου 2017, να ζητήσει από το Δικαστήριο να παραπέμψει την υπόθεση σε μεγαλύτερο δικαστικό σχηματισμό, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 60, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Με διάταξη της 12ης Οκτωβρίου 2017, το Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να επαναληφθεί η προφορική διαδικασία και κάλεσε τους μετέχοντες στη διαδικασία σε νέα επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία έλαβε χώρα στις 14 Νοεμβρίου 2017.

[3] Άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο δ’, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2017/1431 της Επιτροπής της 18 Μαΐου 2017 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 207/2009 του Συμβουλίου για το σήμα της ΕΕ.

[4] Άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ε’, σημείο iii, της οδηγίας 2008/95/ΕΚ.

[5] Οδηγία (ΕΕ) 2015/2436 για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων

[6] Άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ε’, σημείο iii, της οδηγίας 2008/95/ΕΚ

O ηλεκτρονικός αναγκαστικός πλειστηριασμός κατά τον ΚΠολΔ - Πραγματείες Πολιτικής Δικονομίας Νο 6

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων ΕΠολΔ 31
send