logo-print

Υπηρεσίες διακομιδής ασθενών με ασθενοφόρα από κοινωφελή σωματεία και δίκαιο ΕΕ περί δημοσίων συμβάσεων

Δικαστήριο ΕΕ: Μόνο όταν οι εν λόγω υπηρεσίες παρέχονται σε έκτακτη ανάγκη από μη κερδοσκοπικές οργανώσεις ή ενώσεις δεν εφαρμόζονται οι σχετικοί ενωσιακοί κανόνες

26/03/2019

26/03/2019

Δίκαιο Δημοσίων Συμβάσεων Δ έκδοση

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΙΔΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΡΑΙΚΟΣ

Δίκαιο Δημοσίων Συμβάσεων Δ έκδοση

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΙΔΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΡΑΙΚΟΣ

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος

Με τη δημοσιευθείσα στις 21-03-2019 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι oι κανόνες για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων δεν ισχύουν για τις υπηρεσίες διακομιδής ασθενών που παρέχονται, σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, από μη κερδοσκοπικές οργανώσεις ή ενώσεις.

Ειδικότερα, το ΔΕΕ διευκρινίζει ότι οργανώσεις ή ενώσεις, οι οποίες αποσκοπούν στην επιτέλεση κοινωνικού έργου, δεν έχουν εμπορικό σκοπό και επενδύουν εκ νέου τα τυχόν κέρδη προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός τους, εμπίπτουν στην κατά την οδηγία σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων (οδηγία 2014/24/ΕΕ) έννοια των «μη κερδοσκοπικών οργανώσεων ή ενώσεων».

Ιστορικό της υπόθεσης

Ο δήμος Solingen (Γερμανία), αφού κάλεσε ορισμένα κοινωφελή σωματεία να υποβάλουν προσφορές, ανέθεσε το 2016 τη σύμβαση που είχε ως αντικείμενο τις υπηρεσίες διάσωσης, για διάστημα πέντε ετών, σε δύο από τα σωματεία αυτά. Η σύμβαση αφορούσε ειδικότερα την περίθαλψη ασθενών που χρήζουν άμεσης βοήθειας από διασώστη επικουρούμενο από διασώστη βασικής εκπαίδευσης και τη διακομιδή με ασθενοφόρο ασθενών που περιθάλπονται από διασώστη βασικής εκπαίδευσης επικουρούμενο από εθελοντή διασώστη (η δεύτερη αποκαλούμενη: «ειδική διακομιδή με ασθενοφόρο»).

Η εταιρία Falck Rettungsdienste και ο όμιλος Falck A/S, στον οποίον ανήκει η Falck Rettungsdienste (από κοινού: Falck), προσέφυγαν ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων ζητώντας να διαπιστωθεί ότι η εν λόγω ανάθεση είναι παράνομη ελλείψει προηγούμενης δημοσίευσης προκήρυξης σύμβασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες της οδηγίας για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων.

Στο πλαίσιο αυτό, το Oberlandesgericht Düsseldorf (εφετείο Ντίσελντορφ, Γερμανία) ερωτά το Δικαστήριο εάν οι συμβάσεις εμπίπτουν στην έννοια των «υπηρεσιών πρόληψης κινδύνων» τις οποίες το άρθρο 10, στοιχείο η΄, της οδηγίας 2014/24/ΕΕ εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής των κλασικών κανόνων περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων υπό την προϋπόθεση ότι αντιστοιχούν σε συγκεκριμένους κωδικούς του CPV [Common Procurement Vocabulary (κοινού λεξιλογίου για τις δημόσιες συμβάσεις)] και παρέχονται από μη κερδοσκοπικές οργανώσεις ή ενώσεις. Οι υπηρεσίες αυτές εμπίπτουν ενδεχομένως στην έννοια των «υπηρεσιών ασθενοφόρων για τη διακομιδή ασθενών», που υπόκεινται σε απλουστευμένο καθεστώς σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Το Oberlandesgericht Düsseldorf ζητεί επίσης από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει την έννοια των «μη κερδοσκοπικών οργανώσεων ή ενώσεων».

Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, κατά το άρθρο 10, στοιχείο η΄, της οδηγίας, οι κλασικοί κανόνες για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, περιλαμβανομένης της υποχρέωσης προς δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της προκήρυξης σύμβασης, δεν ισχύουν για τις δημόσιες συμβάσεις που αφορούν υπηρεσίες πολιτικής άμυνας, πολιτικής προστασίας και πρόληψης κινδύνων, υπό τη διττή προϋπόθεση ότι οι υπηρεσίες αυτές αντιστοιχούν σε συγκεκριμένους κωδικούς CPV (εν προκειμένω, στον κωδικό που αντιστοιχεί στις «υπηρεσίες διάσωσης» ή στον κωδικό που αντιστοιχεί στις «υπηρεσίες ασθενοφόρων») και παρέχονται από μη κερδοσκοπικές οργανώσεις ή ενώσεις. Πλην όμως η εξαίρεση αυτή από την εφαρμογή των κανόνων για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων περιλαμβάνει εξαίρεση της εξαιρέσεως, υπό την έννοια ότι δεν ισχύει για τις υπηρεσίες ασθενοφόρων για τη διακομιδή ασθενών, οι οποίες εμπίπτουν στο απλουστευμένο καθεστώς σύναψης δημοσίων συμβάσεων.

Το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η περίθαλψη χρηζόντων άμεσης βοήθειας ασθενών η οποία παρέχεται εντός ασθενοφόρου άμεσης βοήθειας από διασώστη/διασώστη βασικής εκπαίδευσης και η ειδική διακομιδή με ασθενοφόρο δεν συνιστούν ούτε «υπηρεσίες πολιτικής άμυνας» ούτε «υπηρεσίες πολιτικής προστασίας», αλλά εμπίπτουν στην έννοια της «πρόληψης κινδύνων». Ειδικότερα, από τη γραμματική και συστηματική ερμηνεία της οδηγίας προκύπτει ότι η «πρόληψη κινδύνων» αφορά τόσο τους συλλογικούς όσο και τους ατομικούς κινδύνους.

Το Δικαστήριο παρατηρεί εν συνεχεία ότι η εξαίρεση από τους κανόνες για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων η οποία προβλέπεται υπέρ των υπηρεσιών πρόληψης κινδύνων ισχύει μόνον όσον αφορά ορισμένες υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης που παρέχονται από μη κερδοσκοπικές οργανώσεις ή ενώσεις και δεν πρέπει να επεκταθεί πέραν του απολύτως αναγκαίου μέτρου. Η μη εφαρμογή των κανόνων για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων συνδέεται επομένως άρρηκτα με την ύπαρξη υπηρεσίας έκτακτης ανάγκης.

Το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι η περίθαλψη χρηζόντων άμεσης βοήθειας ασθενών η οποία επιπλέον παρέχεται εντός ασθενοφόρου άμεσης βοήθειας από διασώστη/διασώστη βασικής εκπαίδευσης καλύπτεται από τον κωδικό που αντιστοιχεί στις «υπηρεσίες διάσωσης». Αντιθέτως, η ειδική διακομιδή με ασθενοφόρο δεν καλύπτεται από τον κωδικό που αντιστοιχεί στις «υπηρεσίες ασθενοφόρων» παρά μόνον αν μπορεί να στοιχειοθετηθεί, δυνητικώς τουλάχιστον, έκτακτη ανάγκη, ήτοι στην περίπτωση που πρέπει να διακομισθεί ασθενής ως προς τον οποίο υφίσταται κίνδυνος να επιδεινωθεί η κατάσταση της υγείας του κατά την εν λόγω διακομιδή, ο δε κίνδυνος αυτός πρέπει να μπορεί να εκτιμηθεί αντικειμενικώς. Συνεπεία του ως άνω κινδύνου, η διακομιδή αυτή πρέπει να διενεργείται από κατάλληλα εκπαιδευμένο στις πρώτες βοήθειες προσωπικό. Στις περιπτώσεις αυτές, οι γενικοί κανόνες για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων (περιλαμβανομένης της υποχρέωσης για προηγούμενη δημοσίευση προκήρυξης σύμβασης στην Επίσημη Εφημερίδα) δεν εφαρμόζονται, υπό την προϋπόθεση ότι οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται από μη κερδοσκοπικές οργανώσεις ή ενώσεις.

Τέλος, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι οργανώσεις ή ενώσεις οι οποίες αποσκοπούν στην επιτέλεση κοινωνικού έργου, δεν έχουν εμπορικό σκοπό και επενδύουν εκ νέου τα τυχόν κέρδη προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός τους εμπίπτουν στην κατά την οδηγία έννοια των «μη κερδοσκοπικών οργανώσεων ή ενώσεων».

Κατά συνέπεια, η οδηγία αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία κοινωφελή σωματεία που αναγνωρίζονται ως οργανώσεις πολιτικής προστασίας και πολιτικής άμυνας θεωρούνται «μη κερδοσκοπικές οργανώσεις ή ενώσεις» χωρίς η αναγνώριση του καθεστώτος κοινωφελούς σωματείου να εξαρτάται, βάσει του εθνικού δικαίου, από την επιδίωξη μη κερδοσκοπικού σκοπού.

Γίνεται υπόμνηση ότι η προδικαστική παραπομπή παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, κατά τον ίδιο τρόπο, τα άλλα εθνικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται παρόμοιου προβλήματος.

Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA

Η έναρξη της εκτέλεσης κατά τον ΚΠολΔ
Ηλεκτρονικό Κτηματολόγιο - Βιβλιοθήκη Δικάιου Κτηματολογίου Νο 24