logo-print

Είναι το ευρωπαϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο για τα ζιζανιοκτόνα ικανό να διασφαλίσει πλήρως την προστασία του ευρωπαϊκού πληθυσμού;

Δικαστήριο ΕΕ: Το ισχύον πλαίσιο κατά τις διαδικασίες αδειοδότησης των εν λόγω προϊόντων, ιδίως αυτών που περιέχουν την ουσία glyphosate, είναι καθόλα έγκυρο

02/10/2019

02/10/2019

H ένωση δικαίου

ΙΩΑΝΝΗ ΣΑΡΜΑΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

H ένωση δικαίου

ΙΩΑΝΝΗ ΣΑΡΜΑΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος

Με τη δημοσιευθείσα στις 1-10-2019 απόφασή του, το Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι δεν υφίστανται λόγοι ικανοί να θίξουν το κύρος του κανονισμού σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά [κανονισμός (ΕΚ) 1107/2009].

Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το ΔΕΕ, οι διαδικαστικοί κανόνες που εφαρμόζονται κατά τις διαδικασίες αδειοδότησης των φυτοπροστατευτικών προϊόντων, ιδίως των προϊόντων που περιέχουν την ουσία  glyphosate, είναι καθόλα έγκυροι.

Ιστορικό της υπόθεσης

Στις 27 Σεπτεμβρίου 2016 ο M. Blaise και είκοσι άλλα άτομα εισχώρησαν σε καταστήματα ευρισκόμενα στο διοικητικό διαμέρισμα Ariège (Γαλλία) και προκάλεσαν φθορές σε δοχεία ζιζανιοκτόνων που περιείχαν glyphosate, καθώς και σε γυάλινες προθήκες.

Οι πράξεις αυτές οδήγησαν στην άσκηση, σε βάρος των προσώπων αυτών, ποινικών διώξεων ενώπιον του tribunal correctionnel de Foix (πλημμελειοδικείου του Foix), λόγω φθοράς ή χειροτέρευσης ξένου αγαθού κατά συναυτουργία.

Ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, οι κατηγορούμενοι επικαλέστηκαν την κατάσταση ανάγκης και την αρχή της προφυλάξεως, ισχυριζόμενοι ότι οι ενέργειές τους είχαν ως σκοπό να επιστήσουν την προσοχή των εμπλεκόμενων καταστημάτων και της πελατείας τους στους κινδύνους που συνδέονται με την εμπορία, χωρίς επαρκείς προειδοποιήσεις, ζιζανιοκτόνων που περιέχουν glyphosate, να εμποδίσουν την εμπορία αυτή και να προστατεύσουν τη δημόσια υγεία καθώς και τη δική τους υγεία.

Προκειμένου να αποφανθεί επί του βασίμου του επιχειρήματος αυτού, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η ρύθμιση της Ένωσης είναι ικανή να διασφαλίσει πλήρως την προστασία του πληθυσμού και κρίνει, επομένως, ότι πρέπει να αποφανθεί επί του κύρους του κανονισμού (ΕΚ) 1107/2009 υπό το πρίσμα της αρχής της προφυλάξεως.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το tribunal correctionnel de Foix (πλημμελειοδικείο Foix) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο ορισμένα προδικαστικά ερωτήματα.

Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο επισημαίνει καταρχάς ότι εναπόκειται στον νομοθέτη της Ένωσης, όταν θεσπίζει κανόνες που διέπουν τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά, όπως οι κανόνες που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΚ) 1107/2009, να συμμορφώνεται προς την αρχή της προφυλάξεως, προκειμένου ιδίως να εξασφαλίσει, σύμφωνα με το άρθρο 35 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και με το άρθρο 9 και το άρθρο 168, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, υψηλό επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης υγείας. Επομένως, αυτοί οι κανόνες πρέπει να θεσπίζουν ένα κανονιστικό πλαίσιο που να παρέχει τη δυνατότητα στις αρμόδιες αρχές να διαθέτουν επαρκή στοιχεία για να εκτιμήσουν κατά τρόπο ικανοποιητικό τους κινδύνους για την υγεία που προκύπτουν από τη χρησιμοποίηση των εν λόγω δραστικών ουσιών και φυτοπροστατευτικών προϊόντων.

Επιπλέον, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι ο αιτών που επιθυμεί να διαθέσει φυτοπροστατευτικό προϊόν στην αγορά,   υποχρεούται να παραθέσει, κατά την υποβολή της αιτήσεώς του χορηγήσεως αδείας για φυτοπροστατευτικό προϊόν, κάθε ουσία περιλαμβανόμενη στη σύνθεση του προϊόντος αυτού που ανταποκρίνεται στα κριτήρια τα οποία εκτίθενται στον κανονισμό (ΕΚ) 1107/2009, οπότε, αντιθέτως προς τις εκτιμήσεις του αιτούντος δικαστηρίου, δεν έχει τη δυνατότητα να επιλέξει ελεύθερα ποιο συστατικό του εν λόγω προϊόντος πρέπει να θεωρηθεί ως δραστική ουσία για την εξέταση της αιτήσεως αυτής. Το Δικαστήριο προσθέτει ότι δεν προκύπτει κατά τρόπο πρόδηλο ότι τα κριτήρια που εκτίθενται στη σχετική διάταξη του κανονισμού είναι ανεπαρκή προκειμένου να καταστεί δυνατό να προσδιοριστούν αντικειμενικά οι σχετικές ουσίες και προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι ουσίες οι οποίες έχουν πράγματι κάποιο ρόλο στην δράση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων λαμβάνονται όντως υπόψη κατά την εκτίμηση των κινδύνων που προκύπτουν από τη χρησιμοποίηση των προϊόντων αυτών.

Το Δικαστήριο καταλήγει έτσι ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η επιλογή του νομοθέτη της Ένωσης όσον αφορά τις υποχρεώσεις του αιτούντος σχετικά με τον προσδιορισμό των δραστικών ουσιών που περιλαμβάνονται στη σύνθεση του φυτοπροστατευτικού προϊόντος το οποίο αφορά η αίτησή του χορηγήσεως αδείας ενέχει πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο εξετάζει το ερώτημα κατά πόσον είναι σύμφωνο προς την αρχή της προφυλάξεως το ότι, όπως προβάλλεται, δεν ελήφθη υπόψη και δεν εξετάστηκε ειδικά η επίδραση της σωρεύσεως των διαφόρων δραστικών ουσιών που περιλαμβάνονται σε ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν. Το Δικαστήριο τονίζει ότι για την αδειοδότηση φυτοπροστατευτικών προϊόντων, απαιτείται να λαμβάνονται υπόψη όλες οι γνωστές και αναμενόμενες σωρευτικές και συνεργιστικές επιδράσεις των συστατικών του προϊόντος.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο συνεχίζει ότι, οι διαδικασίες που καταλήγουν στην αδειοδότηση φυτοπροστατευτικού προϊόντος πρέπει οπωσδήποτε να περιλαμβάνουν αξιολόγηση όχι μόνον της επιδράσεως των δραστικών ουσιών που περιέχονται στο προϊόν αυτό, αλλά και των σωρευτικών επιδράσεων των εν λόγω ουσιών και των σωρευτικών επιδράσεών τους με άλλα συστατικά του προϊόντος αυτού. Εξ αυτού του λόγου, ο κανονισμός (ΕΚ) 1107/2009 και πάλι δεν ενέχει πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως.

Πρόσθετα, το Δικαστήριο υπογραμμίζει, πρώτον, ότι ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε ένα κανονιστικό πλαίσιο σχετικά με την ποιότητα των δοκιμών, των μελετών και των αναλύσεων που προσκομίζονται προς στήριξη αιτήσεως βάσει του κανονισμού αυτού, δεύτερον, ότι το κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται σχετική αίτηση πρέπει να προβεί σε ανεξάρτητη, αντικειμενική και διαφανή αξιολόγηση της εν λόγω αιτήσεως με βάση τις σύγχρονες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, ενώ η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων πρέπει να αποφαίνεται λαμβάνοντας υπόψη τις σύγχρονες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις. Για τον λόγο αυτό, εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές, ειδικότερα, να λαμβάνουν υπόψη τα πλέον αξιόπιστα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα, καθώς και τα πλέον πρόσφατα αποτελέσματα του διεθνούς ερευνητικού έργου και να μη δίδουν σε όλες τις περιπτώσεις εξέχουσα βαρύτητα στις προσκομιζόμενες από τον αιτούντα μελέτες.

Το Δικαστήριο επισημαίνει ακόμα ότι το κράτος μέλος-εισηγητής συντάσσει ένα σχέδιο εκθέσεως αξιολογήσεως το οποίο διαβιβάζεται στα άλλα κράτη μέλη, καθώς και στην Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων. Επιπλέον, προκειμένου να συναγάγει τα συμπεράσματά της, η Αρχή έχει τη δυνατότητα να οργανώσει διαβούλευση με εμπειρογνώμονες και να καλέσει την Επιτροπή να συμβουλευθεί ένα κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς, στο οποίο ο αιτών μπορεί να υποχρεωθεί να παράσχει δείγματα και πρότυπα αναλύσεως. Τα ως άνω συμπεράσματα κοινοποιούνται, επιπλέον, στα κράτη μέλη. Τέλος, η Επιτροπή μπορεί να επανεξετάζει ανά πάσα στιγμή την έγκριση δραστικής ουσίας, ιδίως όταν, λαμβανομένων υπόψη των νέων επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, υπάρχουν λόγοι να υποτεθεί ότι η ουσία δεν πληροί πλέον τα κριτήρια εγκρίσεως που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) 1107/2009.

Επομένως, το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι ο κανονισμός (ΕΚ) 1107/2009 και πάλι  δεν ενέχει πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως καθόσον προβλέπει ότι οι δοκιμές, μελέτες και αναλύσεις που απαιτούνται για τις διαδικασίες εγκρίσεως δραστικής ουσίας και χορηγήσεως αδείας για φυτοπροστατευτικό προϊόν προσκομίζονται από τον αιτούντα, χωρίς να απαιτείται συστηματικά η διενέργεια νέας ανεξάρτητης αναλύσεως.

Αναφορικά με την πρόσβαση του κοινού στον φάκελο που κατατίθεται από τον αιτούντα, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι ο κανονισμός (ΕΚ) 1107/2009 ρητώς αναφέρεται στις διατάξεις της οδηγίας 2003/4/ΕΚ [οδηγία για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες]. Από την εν λόγω οδηγία προκύπτει ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να προβλέπουν ότι μια αίτηση προσβάσεως που αφορά πληροφορίες σχετικές με τις εκπομπές στο περιβάλλον μπορεί να απορρίπτεται για λόγους στηριζόμενους στην προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα εμπορικών ή βιομηχανικών πληροφοριών. Ο ως άνω ειδικός κανόνας έχει εφαρμογή ιδίως, σε μεγάλο βαθμό, στις μελέτες με σκοπό την εκτίμηση του επιβλαβούς χαρακτήρα που μπορεί να έχει η χρησιμοποίηση φυτοπροστατευτικού προϊόντος ή η ύπαρξη υπολειμμάτων στο περιβάλλον μετά τη χρήση του προϊόντος αυτού.

Το Δικαστήριο καταλήγει επομένως ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το καθεστώς που προβλέπει ο νομοθέτης της Ένωσης προς εξασφάλιση της προσβάσεως του κοινού στα στοιχεία των φακέλων των σχετικών αιτήσεων τα οποία είναι κρίσιμα για την εκτίμηση των κινδύνων που προκύπτουν από τη χρησιμοποίηση φυτοπροστατευτικού προϊόντος ενέχει πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως.

Τέλος, το Δικαστήριο αναφέρει ότι τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα μπορούν να εγκρίνονται μόνον αν αποδεικνύεται ότι δεν έχουν άμεσες ή όψιμες επιβλαβείς επιδράσεις στην υγεία των ανθρώπων, τη δε σχετική απόδειξη προσκομίζει ο αιτών. Όπως υπογραμμίζει το Δικαστήριο, ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν, όμως, δεν μπορεί να λογίζεται ότι ικανοποιεί την εν λόγω προϋπόθεση όταν έχει μια μορφή καρκινογόνου δράσης ή μακροπρόθεσμης τοξικότητας.

Το Δικαστήριο καταλήγει στη διαπίστωση ότι, κατά την εξέταση αιτήσεως χορηγήσεως αδείας για φυτοπροστατευτικό προϊόν, εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές να εξακριβώσουν ότι τα στοιχεία που προσκομίζει ο αιτών, μεταξύ των οποίων την πρώτη θέση κατέχουν οι δοκιμές, οι αναλύσεις και οι μελέτες του προϊόντος, είναι επαρκή για να αποκλειστεί, βάσει των σύγχρονων επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, ο κίνδυνος να έχει το προϊόν αυτό μια τέτοια καρκινογόνο δράση ή τοξικότητα. 

Εκ των ανωτέρω, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι από την εξέταση των προδικαστικών ερωτημάτων δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος του κανονισμού (EK) 1107/2009.

Γίνεται υπόμνηση ότι η προδικαστική παραπομπή παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, κατά τον ίδιο τρόπο, τα άλλα εθνικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται παρόμοιου προβλήματος.

Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA

 

 

Ο ρατσιστικός λόγος μίσους ως μορφή του ρατσιστικού εγκλήματος

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΉΜΕΣ / ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΟΥΣΚΑΛΗΣ

Ανταλλάξιμα κτήματα -Δημοσιεύματα ΕπΑκ Νο 3

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ

send