logo-print

Ειρηνοδίκες και τακτικοί δικαστές, δικαίωμα λήψης ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, εργασία ορισμένου χρόνου και δίκαιο ΕΕ

Δικαστήριο ΕΕ: Ο ειρηνοδίκης στην Ιταλία εμπίπτει στην έννοια του “δικαστηρίου κράτους μέλους” - Επιπλέον μπορεί να εμπίπτει τόσο στην έννοια του “εργαζομένου” της οδηγίας 2003/88/ΕΚ όσο και στην έννοια του “εργαζομένου ορισμένου χρόνου” της σχετικής συμφωνίας-πλαισίου

23/07/2020

24/07/2020

H ένωση δικαίου

ΙΩΑΝΝΗ ΣΑΡΜΑΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΕΣΔΑ Κατ΄άρθρο ερμηνεία

ΙΩΑΝΝΗ ΣΑΡΜΑΣ
ΞΕΝΟΦΩΝ ΚΟΝΤΙΑΔΗΣ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος

Με τη δημοσιευθείσα στις 16-07-2020 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι ο ειρηνοδίκης στην Ιταλία (ο Giudice di pace) είναι «δικαστήριο κράτους μέλους», κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

Επιπλέον, σύμφωνα με το ΔΕΕ, ένας ειρηνοδίκης ο οποίος, στο πλαίσιο των καθηκόντων του, παρέχει πραγματικές και ουσιαστικού χαρακτήρα υπηρεσίες, οι οποίες δεν είναι ούτε καθαρά περιθωριακές ούτε επουσιώδεις και για τις οποίες εισπράττει αποζημιώσεις που έχουν τον χαρακτήρα αμοιβής, μπορεί να εμπίπτει στην έννοια του «εργαζομένου» όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ [οδηγία σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργανώσεως του χρόνου εργασίας] και το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Πρόσθετα, το Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι ο όρος «εργαζόμενος ορισμένου χρόνου», που περιλαμβάνεται στη ρήτρα 2, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο CES, UNICE και CEEP για την εργασία ορισμένου χρόνου, μπορεί να καλύπτει ειρηνοδίκη, διοριζόμενο για ορισμένο χρονικό διάστημα, ο οποίος, στο πλαίσιο των καθηκόντων του, παρέχει πραγματικές και ουσιαστικού χαρακτήρα υπηρεσίες, οι οποίες δεν είναι ούτε καθαρά περιθωριακές ούτε επουσιώδεις και για τις οποίες εισπράττει αποζημιώσεις που έχουν τον χαρακτήρα αμοιβής.

Ιστορικό της υποθέσεως

Η αιτούσα της κύριας δίκης διορίστηκε «Guidice di pace» (ειρηνοδίκης) στις 23 Φεβρουαρίου 2001 και άσκησε τα καθήκοντα αυτά σε δύο διαφορετικά δικαστήρια από το 2002 έως το 2005 και, στη συνέχεια, από το 2005 μέχρι σήμερα.

Από την 1η Ιουλίου 2017 μέχρι τις 30 Ιουνίου 2018, η αιτούσα της κύριας δίκης εξέδωσε 478 αποφάσεις ως ποινική δικαστής, 1.113 διατάξεις περί παύσεως της ποινικής δίωξης σε βάρος γνωστών υπόπτων και 193 διατάξεις περί παύσεως της ποινικής δίωξης σε βάρος αγνώστων υπόπτων ως «guidice dell’indagine preliminare» (δικαστής αρμόδιος για την προανάκριση). Στο πλαίσιο των καθηκόντων της, διεξάγει, ως δικαστής μονομελούς σύνθεσης, δύο συνεδριάσεις την εβδομάδα, με εξαίρεση το διάστημα αδείας άνευ αποδοχών του Αυγούστου, κατά τη διάρκεια του οποίου οι διαδικαστικές προθεσμίες αναστέλλονται.

Τον Αύγουστο του 2018, κατά τη διάρκεια της άνευ αποδοχών αδείας της, η αιτούσα της κύριας δίκης δεν άσκησε καμία δραστηριότητα ως ειρηνοδίκης και, κατά συνέπεια, δεν έλαβε καμία αποζημίωση.

Στις 8 Οκτωβρίου 2018 η αιτούσα της κύριας δίκης προσέφυγε ενώπιον του Giudice di pace di Bologna (ειρηνοδίκη της Μπολόνια, Ιταλία), ζητώντας την έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος της Governo della Republicca italiana (Κυβερνήσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας) για ποσό 4.500,00 ευρώ, που αντιστοιχεί, κατ’ αυτήν, στις αποδοχές της για τον Αύγουστο του 2018, τις οποίες θα εδικαιούτο ένας τακτικός δικαστής έχων την αυτή αρχαιότητα με την ίδια, ως αποκατάσταση της ζημίας που εκτιμά ότι υπέστη λόγω πρόδηλης παραβάσεως εκ μέρους του ιταλικού κράτους ιδίως της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου και του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ καθώς και του άρθρου 31 του Χάρτη. Επικουρικώς, η αιτούσα της κύριας δίκης ζητεί να υποχρεωθεί η Ιταλική Κυβέρνηση να καταβάλει, για τον ίδιο λόγο, ποσό 3.039,76 ευρώ, υπολογιζόμενο βάσει της καθαρής αποζημιώσεως που έλαβε τον Ιούλιο του 2018.

Στο πλαίσιο αυτό, από την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι τα ποσά που καταβάλλονται στους ειρηνοδίκες συνδέονται με την παρεχόμενη εργασία και υπολογίζονται σε σχέση με τον αριθμό των εκδιδομένων αποφάσεων. Κατά συνέπεια, το διάστημα της αδείας του Αυγούστου, η αιτούσα της κύριας δίκης δεν έλαβε καμία αποζημίωση, ενώ οι τακτικοί δικαστές δικαιούνται άδεια μετ’ αποδοχών 30 ημερών. Το άρθρο 24 του ιταλικού νομοθετικού διατάγματος 116 της 13ης Ιουλίου 2017, που προβλέπει, έκτοτε, την καταβολή αποδοχών για την περίοδο των αδειών στους ειρηνοδίκες, δεν έχει εφαρμογή στην αιτούσα της κύριας δίκης λόγω της ημερομηνίας αναλήψεως καθηκόντων της.

Από την εν λόγω απόφαση προκύπτει επίσης ότι οι ειρηνοδίκες έχουν, στον πειθαρχικό τομέα, υποχρεώσεις ανάλογες εκείνων των τακτικών δικαστών. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο μεριμνά, από κοινού με τον Υπουργό Δικαιοσύνης, για την τήρησή τους.

Ο Giudice di pace di Bologna (ειρηνοδίκης της Μπολόνια) εκτιμά, σε αντίθεση με τα ανώτατα ιταλικά δικαστήρια, ότι οι ειρηνοδίκες πρέπει να λογίζονται ως «εργαζόμενοι», παρά τον «τιμητικό» χαρακτήρα του λειτουργήματός τους, βάσει των διατάξεων της οδηγίας 2003/88/ΕΚ και της συμφωνίας-πλαισίου. Προς στήριξη της ως άνω απόψεως, αναφέρεται μεταξύ άλλων, στη σχέση εξαρτήσεως η οποία, κατ’ αυτόν, χαρακτηρίζει τη σχέση μεταξύ των ειρηνοδικών και του Ministero della giustizia (Υπουργείου Δικαιοσύνης, Ιταλία). Ομοίως, οι ειρηνοδίκες όχι μόνον υπόκεινται στην πειθαρχική εξουσία του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, αλλά περιλαμβάνονται επίσης στον πίνακα προσωπικού του. Επιπλέον, οι βεβαιώσεις αποδοχών των ειρηνοδικών εκδίδονται με τον ίδιο τρόπο με εκείνον που προβλέπεται για τους δημοσίους υπαλλήλους, οι δε αποδοχές του ειρηνοδίκη εξομοιώνονται προς αυτές του μισθωτού. Επομένως, η οδηγία 2003/88/ΕΚ και η συμφωνία-πλαίσιο έχουν εφαρμογή ως προς αυτούς.

Υπό τις συνθήκες αυτές, ο Giudice di pace di Bologna (ειρηνοδίκης της Μπολόνια), αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο δύο προδικαστικά ερωτήματα. Τα ερωτήματα αυτά αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ καθώς και του άρθρου 31, παράγραφος 2, και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την αρχή της ευθύνης των κρατών μελών για παραβάσεις του δικαίου της Ένωσης, καθώς και την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 3, και του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ [οδηγία σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργανώσεως του χρόνου εργασίας], καθώς και των ρητρών 2 και 4 της συμφωνίας‑πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο CES, UNICE και CEEP για την εργασία ορισμένου χρόνου.

Συγκεκριμένα, με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 267 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι ο Giudice di pace (ειρηνοδίκης) είναι «δικαστήριο κράτους μέλους», όπως ο όρος αυτός νοείται στο εν λόγω άρθρο. Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα περιλαμβάνει τρεις διαφορετικές πτυχές προκειμένου να εκτιμηθεί εάν οι ειρηνοδίκες δικαιούνται άδειας μετ’ αποδοχών βάσει του δικαίου της Ένωσης. Ειδικότερα, το ως άνω ζήτημα αφορά, καταρχάς, την ερμηνεία της έννοιας του «εργαζομένου» όπως αυτή χρησιμοποιείται στην οδηγία 2003/88/ΕΚ [οδηγία σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργανώσεως του χρόνου εργασίας], προκειμένου να προσδιοριστεί αν ένας Giudice di pace (ειρηνοδίκης), όπως η αιτούσα της κύριας δίκης, εμπίπτει στην έννοια αυτή, καθόσον το άρθρο 7, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας ορίζει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να παρέχεται σε κάθε εργαζόμενο ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων. Το εν λόγω ζήτημα αφορά, στη συνέχεια, την έννοια του «εργαζόμενου ορισμένου χρόνου» όπως αυτή χρησιμοποιείται στη συμφωνία-πλαίσιο. Τέλος, αν η τελευταία έννοια καλύπτει τον ειρηνοδίκη, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, για τους σκοπούς εφαρμογής της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων που τίθεται στη ρήτρα 4 της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου, αν ο ειρηνοδίκης είναι συγκρίσιμος με τους τακτικούς δικαστές, οι οποίοι δικαιούνται επιπλέον ετήσια άδεια 30 ημερών συνολικά.

Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο, καταρχάς, αποφάνθηκε ότι το άρθρο 267 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι ο Giudice di pace -ήτοι ο ειρηνοδίκης στην Ιταλία- είναι «δικαστήριο κράτους μέλους», όπως ο όρος αυτός νοείται στο εν λόγω άρθρο.

Επιπλέον, κατά το Δικαστήριο, το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ και το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη έχουν την έννοια ότι ένας ειρηνοδίκης ο οποίος, στο πλαίσιο των καθηκόντων του, παρέχει πραγματικές και ουσιαστικού χαρακτήρα υπηρεσίες, οι οποίες δεν είναι ούτε καθαρά περιθωριακές ούτε επουσιώδεις και για τις οποίες εισπράττει αποζημιώσεις που έχουν τον χαρακτήρα αμοιβής, μπορεί να εμπίπτει στην έννοια του «εργαζομένου», όπως αυτή χρησιμοποιείται στις ως άνω διατάξεις, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

Το Δικαστήριο κατέληξε ακόμα ότι η ρήτρα 2, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου έχει την έννοια ότι ο όρος «εργαζόμενος ορισμένου χρόνου», που περιλαμβάνεται στη διάταξη αυτή, μπορεί να καλύπτει ειρηνοδίκη, διοριζόμενο για ορισμένο χρονικό διάστημα, ο οποίος, στο πλαίσιο των καθηκόντων του, παρέχει πραγματικές και ουσιαστικού χαρακτήρα υπηρεσίες, οι οποίες δεν είναι ούτε καθαρά περιθωριακές ούτε επουσιώδεις και για τις οποίες εισπράττει αποζημιώσεις που έχουν τον χαρακτήρα αμοιβής, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως που δεν προβλέπει το δικαίωμα των ειρηνοδικών για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών 30 ημερών, όπως αυτό προβλέπεται για τους τακτικούς δικαστές, σε περίπτωση που οι ειρηνοδίκες είναι «εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου», κατά την έννοια της ρήτρας 2, σημείο 1, της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου, και σε περίπτωση που αυτοί τελούν σε κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη των τακτικών δικαστών, εκτός αν μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται από τα διαφορετικά απαιτούμενα προσόντα και τη φύση των καθηκόντων των οποίων την ευθύνη οι εν λόγω δικαστές οφείλουν να αναλάβουν, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.

Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA

Η αοριστία των ανακοπών του ΚπολΔ - Δημοσιεύματα ΕπολΔ Νο 29

ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΑΝΑΚΟΠΕΣ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Αυτοδύναμα Ασφαλιστικά Μέτρα

Βασίλειος Α. Χατζηϊωάννου

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ