logo-print

Προθεσμία Αποποίησης Κληρονομίας και άπρακτη παρέλευση αυτής (Μέρος Α)

Ο κληρονόμος αποκτά την κληρονομία "αυτοδίκαια", αν δεν την αποποιηθεί

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1711 εδ. β`, 1846, 1847,1848, 1849, 1850, 1851 και 1856 ΑΚ συνάγεται ότι ο κληρονόμος είτε καλείται από διαθήκη, είτε εξ αδιαθέτου, αποκτά αυτοδίκαια την κληρονομιά με μόνο το θάνατο του κληρονομουμένου, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε ενέργεια από μέρους του, ακόμα και χωρίς τη γνώση ή θέλησή του.

Αυτό σημαίνει ότι κάθε κληρονόμος αποκτά αυτόματα την κληρονομία (ακόμη και αν περιλαμβάνει μόνο χρέη), ήδη τη στιγμή του θανάτου του κληρονομούμενου.

Το δικαίωμα όμως αυτό της αυτοδίκαιης κτήσης της κληρονομιάς είναι προσωρινό και μετακλητό, γιατί τελεί υπό την τιθέμενη από το νόμο διαλυτική αίρεση της εμπρόθεσμης αποποίησης της κληρονομιάς (άρθρ. 1847 ΑΚ), δηλαδή δικαιούται ο κληρονόμος να αποποιηθεί, κατά βούληση, την κληρονομιά που έχει επαχθεί σ` αυτόν από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, οπότε η κτήση αναιρείται εξαρχής και θεωρείται σαν να μην έγινε.

Η αποποίηση της κληρονομιάς είναι δήλωση του προσωρινού κληρονόμου ότι αποκρούει - δεν δέχεται - την κληρονομιά που έχει επαχθεί σ` αυτόν από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου.

Η σχετική δήλωση αποποίησης γίνεται ενώπιον του Γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομιάς, μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών (με τη διαφοροποίηση του άρθρου 1847 παρ. 2 ΑΚ), που αρχίζει από τότε που ο κληρονόμος έλαβε γνώση της επαγωγής και του λόγου αυτής. Μέσα στην προθεσμία αυτή, πρέπει να γίνει αποποίηση, αν ο κληρονόμος θέλει να απεμπλακεί από την κληρονομία.

Αν δεν το κάνει, τότε ακόμη και αν η κληρονομία έχει μόνο χρέη, τότε γίνεται οριστικά κληρονόμος.

Από την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας αποποίησης επέρχεται το νόμο (άρθρ. 1850 εδ, β ΑΚ) η αποδοχή της κληρονομιάς. Αυτό συνιστά λοιπόν μια "δικαιοπρακτική παράλειψη", αφού λόγω του νόμου μια "παράλειψη ενέργειας" εξομοιώνεται με ρητή βούληση

Η δήλωση αποποίησης έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, αφού δημιουργεί μία νέα νομική κατάσταση ως προς το πρόσωπο του κληρονόμου. Η κληρονομιά επάγεται σ` εκείνον που θα είχε κληθεί, αν εκείνος που αποποιήθηκε δεν ζούσε κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου (άρθρ. 1856 ΑΚ), Γνώση της επαγωγής, ως γεγονός της έναρξης της τετράμηνης προθεσμίας, νοείται η γνώση από τον κληρονόμο του θανάτου του κληρονομούμενου, γνώση δε του λόγου επαγωγής συνιστά η εκ διαθήκης ή κατά την εξ αδιαθέτου διαδοχή κλήση του κληρονόμου στην κληρονομιά.

Εξάλλου, όταν πρόκειται για εξ αδιαθέτου διαδοχή, οπότε η συγγενική σχέση μεταξύ κληρονόμου και κληρονομουμένου είναι από την αρχή δεδομένη και γνωστός στον κληρονόμο ο χρόνος του θανάτου του κληρονομούμενου, η τετράμηνη προς αποποίηση προθεσμία αρχίζει κατά κανόνα (εκτός συνδρομής μεταγενέστερων της επαγωγής γεγονότων, όπως έκπτωση του προηγουμένου, αποποίηση κλπ.) από τότε που ο κληρονόμος έλαβε γνώση του θανάτου του κληρονομούμενου συγγενούς του. Όταν ο κληρονόμος αποποιηθεί νομίμως και εμπροθέσμως την επαχθείσα σε αυτόν κληρονομιά, θεωρείται η προς τον αποποιηθέντα επαγωγή ότι δεν έγινε και η κληρονομιά επάγεται σ` εκείνον, ο οποίος θα καλούνταν αν ο αποποιηθείς δε ζούσε κατά το χρόνο τού θανάτου του κληρονομούμενου. Στην περίπτωση αυτή η προθεσμία της αποποίησης της κληρονομιάς στη μερίδα εκείνου που αποποιήθηκε δεν αρχίζει από τη γνώση του θανάτου του κληρονομουμένου, αλλά από τη γνώση της αποποίησης, διότι στην περίπτωση αυτή η επαγωγή της κληρονομιάς συνδέεται με γεγονότα μεταγενέστερα του θανάτου του κληρονομουμένου (αποποίηση).

Και ναι μεν και πάλι κατά πλάσμα του νόμου ο χρόνος επαγωγής ανατρέχει στο χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου σαν να μην υπήρχε εκείνος που αποποιήθηκε, όμως, όπου ο νόμος απαιτεί για κάποια νομική ενέργεια γνώση της επαγωγής εννοεί και τα μεταγενέστερα αυτά γεγονότα προ της γνώσεως των οποίων η προς αποποίηση προθεσμία δεν αρχίζει (ΕφΑθ 287/2019 ΝΟΜΟΣ). Στην τελευταία περίπτωση, η αποποίηση μπορεί να γίνει και πριν την έναρξη της προθεσμίας, όπως αν ο κληρονόμος, ο οποίος κλήθηκε στην κληρονομιά μετά την έκπτωση του αρχικού κληρονόμου, αποποιήθηκε πριν από την έκπτωση, σε χρόνο όμως μεταγενέστερο του θανάτου του κληρονομούμενου. Τότε, ή αποποίησή του θεωρείται έγκυρη παρά το γεγονός ότι έγινε πριν την έκπτωση του προηγούμενου. Τούτο διότι η επαγωγή προς τον κληρονόμο που καλείται ανατρέχει στο χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου κατά το άρθρο 1856 εδ. γ ΑΚ.

Το πώς μπορεί να προστατευθεί ένας κληρονόμος από μια τέτοια κληρονομία, την οποία απέκτησε επειδή δεν αποποιήθηκε εμπροθέσμως, θα το δούμε στο μέρος Β.

Δρ. Ευάγγελος Μαργαρίτης

Ο Δρ. Ευάγγελος Μαργαρίτης είναι Δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω. Υπηρετεί στη Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών Εισηγμένης στο Χρηματιστήριο Αθηνών Εταιρεία Ανάπτυξης και Αξιοποίησης Ακινήτων. Διατέλεσε Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Αστικού Δικαίου στη Νομική...

Αοριστία και Νομική Αβασιμότητα της Αγωγής
Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως ΙΙΙ/α Β έκδοση
send