logo-print

Δριμεία κριτική από τον γεν. εισαγγελέα ΔΕΕ Αθ. Ράντο στην Ουγγαρία για τον περιορισμό της παροχής συνδρομής στους αιτούντες διεθνή προστασία

Προτάσεις γεν. εισαγγελέα: “Η ποινικοποίηση από το ουγγρικό δίκαιο της δραστηριότητας οργανωμένης παροχής συνδρομής στους αιτούντες διεθνή προστασία δεν είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης”

27/02/2021

02/03/2021

Η επένδυση σε τίτλους ή τραπεζική κατάθεση με σκοπό την απόκτηση άδειας διαμονής στην Ελλάδα (Golden Visa)

ΣΠΗΛΙΟΣ ΜΟΥΖΟΥΛΑΣ

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Διεθνής εμπορική διαιτησία - Τόμος Ι -Β έκδοση

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος

Με τις δημοσιευθείσες στις 25-02-2021 προτάσεις του, ο Έλληνας γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Αθανάσιος Ράντος πρότεινε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) να αποφανθεί ότι η Ουγγαρία παρέβη τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης ποινικοποιώντας τη δραστηριότητα οργάνωσης για τη διευκόλυνση της κίνησης της διαδικασίας ασύλου. 

Σύμφωνα με τον γεν. εισαγγελέα Αθ. Ράντο, η ποινικοποίηση αυτή θίγει δικαιώματα που κατοχυρώνονται από τον νομοθέτη της Ένωσης σχετικά με την παροχή συνδρομής στους αιτούντες διεθνή προστασία δυνάμει των διατάξεων της οδηγίας 2013/32/ΕΕ [οδηγία σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, (γνωστή και ως “οδηγία για τις διαδικασίες ασύλου”)] καθώς και της οδηγίας 2013/33/ΕΕ [οδηγία σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (γνωστή και ως “οδηγία για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο”)].

Σημειώνεται ότι ο κύριος Αθανάσιος Ράντος είναι ο δεύτερος Έλληνας γενικός εισαγγελέας που υπηρετεί στο ΔΕΕ μετά τον κύριο Γεώργιο Κοσμά, ο οποίος διετέλεσε γενικός εισαγγελέας στο (πρώην) Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) από τις 7 Οκτωβρίου 1994 έως τις 6 Οκτωβρίου 2000.

Ιστορικό της υπόθεσης

Με νομοθετική μεταρρύθμιση του 2018, η Ουγγαρία κατέστησε αυστηρότερες τις προϋποθέσεις πρόσβασης στις διαδικασίες διεθνούς προστασίας, καθώς και τις προϋποθέσεις άσκησης δραστηριοτήτων που αποσκοπούν στην παροχή συμβουλών και καθοδήγησης στους αιτούντες τέτοια προστασία. Η Ουγγαρία, αφενός, θέσπισε νέο λόγο απαραδέκτου για τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας, που αφορά τη διέλευση του αιτούντος μέσω μιας ασφαλούς χώρας διέλευσης πριν από την άφιξή του στο ουγγρικό έδαφος. Το κράτος μέλος αυτό, αφετέρου, ποινικοποίησε τη δραστηριότητα οργάνωσης η οποία διευκολύνει την κίνηση της διαδικασίας ασύλου για τα πρόσωπα τα οποία δεν πληρούν τα κριτήρια της εθνικής νομοθεσίας για τη χορήγηση αυτής της προστασίας και προέβλεψε τη λήψη περιοριστικών μέτρων έναντι προσώπων που κατηγορούνται ή έχουν καταδικαστεί για τη διάπραξη του αδικήματος αυτού.

Η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι η πρόβλεψη του λόγου απαραδέκτου που συνδέεται με την είσοδο από μια χώρα ασφαλούς διέλευσης, η ποινικοποίηση της προαναφερθείσας δραστηριότητας οργάνωσης και η επιβολή άλλων περιορισμών έναντι των προσώπων που κατηγορούνται ή έχουν καταδικαστεί για τέτοια δραστηριότητα παραβιάζουν την οδηγία 2013/32/ΕΕ για τις διαδικασίες ασύλου και την οδηγία 2013/33/ΕΕ για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο, άσκησε προσφυγή λόγω παράβασης κατά της Ουγγαρίας ενώπιον του ΔΕΕ.

Προτάσεις γεν. εισαγγελέα ΔΕΕ Αθ. Ράντου

Με τις δημοσιευθείσες προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Αθ. Ράντος, καταρχάς, όσον αφορά τη θέσπιση από την Ουγγαρία του πρόσθετου λόγου απαραδέκτου των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, επιπλέον εκείνων που απαριθμούνται εξαντλητικώς στο άρθρο 33, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, υπενθυμίζει ότι με βάση την απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 2020, Bevándorlási és Menekültügyi Hivatal (Tompa), C-564/18, καθώς και την απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság Dél-alföldi Regionális Igazgatóságό, C‑924/19 PPU και C‑925/19 PPU, ο λόγος αυτός είναι παράνομος. Ως εκ τούτου, ο γεν. εισαγγελέας προτείνει να διαπιστωθεί ότι η Ουγγαρία παρέβη τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από το άρθρο 33, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32, θεσπίζοντας τον ανωτέρω λόγο απαραδέκτου.

Στη συνέχεια, ο γεν. εισαγγελέας στρέφει την προσοχή του στο καινοφανές -όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει- ζήτημα αν ένα κράτος μέλος μπορεί να ποινικοποιήσει τη δραστηριότητα οργάνωσης η οποία αποσκοπεί στη διευκόλυνση της κίνησης διαδικασίας ασύλου από πρόσωπα που δεν πληρούν τα οριζόμενα από το εθνικό δίκαιο κριτήρια για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας.

Ως προς το ζήτημα της παράβασης των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης οι οποίες αφορούν την παροχή βοήθειας στους αιτούντες διεθνή προστασία, ο γεν. εισαγγελέας επισημαίνει ότι η νομολογία του Alkotmánybíróság (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Ουγγαρία)  φαίνεται να διασφαλίζει ότι η παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας από μόνη της σε πρόσωπα που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση ή σε ανάγκη δεν αντιμετωπίζεται ως παράνομη δραστηριότητα οργάνωσης. Εντούτοις, υπογραμμίζει ότι, πέραν αυτού, κάθε οργάνωση ή κάθε πρόσωπο που επιθυμεί να παράσχει συνδρομή ενεργεί κατ’ ανάγκην με την πρόθεση να διευκολύνει το βοηθούμενο πρόσωπο να κινήσει διαδικασία ασύλου. Επομένως, τέτοια οργάνωση ή τέτοιο πρόσωπο ενδέχεται να έχει, τουλάχιστον, αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον ο ενδιαφερόμενος πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να τύχει διεθνούς προστασίας

Προσθέτει ότι οι αμφιβολίες ως προς την ακρίβεια των ισχυρισμών των αιτούντων είναι εγγενές στοιχείο της διαδικασίας ασύλου, η οποία διεξάγεται ακριβώς με σκοπό να διαπιστωθεί αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας. Σύμφωνα με τον γεν. εισαγγελέα, δεν είναι έργο των νομικών συμβούλων ούτε των οργανώσεων ή των προσώπων που προσφέρουν συνδρομή στους αιτούντες διεθνή προστασία, αλλά των αρμόδιων εθνικών αρχών να εκτιμήσουν αν οι λόγοι οι οποίοι προβάλλονται με τη σχετική αίτηση δικαιολογούν τη χορήγηση διεθνούς προστασίας βάσει των απαιτούμενων από την εθνική νομοθεσία προϋποθέσεων.

Συναφώς, ο γεν. εισαγγελέας υπογραμμίζει ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής του ανωτέρω λόγου παράνομου λόγου περί απαραδέκτου, οι ουγγρικές αρχές κρίνουν τη Σερβία ασφαλή χώρα διέλευσης. Ως εκ τούτου, κάθε πρόσωπο ή οργάνωση που παρέχει συνδρομή στους αιτούντες διεθνή προστασία, οι οποίοι καταφθάνουν στην Ουγγαρία κατόπιν διέλευσης μέσω της Σερβίας, έχει πλήρη επίγνωση του ότι οι αιτήσεις διεθνούς προστασίας είναι πιθανότατα καταδικασμένες σε αποτυχία και ότι, ως εκ τούτου, εκτίθεται σε πραγματικό κίνδυνο ποινικής δίωξης.

Ομοίως, ο γεν. εισαγγελέας κρίνει ότι η ποινικοποίηση της παροχής συνδρομής στους αιτούντες διεθνή προστασία θα μπορούσε να έχει ιδιαιτέρως σημαντικό αποτρεπτικό αποτέλεσμα για όλα τα πρόσωπα ή τις οργανώσεις που προσπαθούν συνειδητά να προωθήσουν μια αλλαγή της εθνικής νομοθεσίας ή τη διευκόλυνση της πρόσβασης των αιτούντων στη διαδικασία ασύλου ή σε ανθρωπιστική βοήθεια. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο γεν. εισαγγελέας εκτιμά ότι η ποινικοποίηση της επίμαχης δραστηριότητας οργάνωσης μπορεί να αποτελέσει αδικαιολόγητο εμπόδιο στην άσκηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το δίκαιο της Ένωσης όσον αφορά την παροχή συνδρομής στους αιτούντες διεθνή προστασία και, ακολούθως, συνιστά πλημμελή εκπλήρωση των υποχρεώσεων δυνάμει του εν λόγω δικαίου της Ένωσης.

Εν κατακλείδι, αναφορικά με την ουγγρική νομοθεσία η οποία προβλέπει ότι απαγορεύεται σε κάθε πρόσωπο εις βάρος του οποίου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, μεταξύ άλλων, για το αδίκημα της διευκόλυνσης της παράνομης μετανάστευσης να προσεγγίσει σε ακτίνα οκτώ χιλιομέτρων τα σύνορα ή τη συνοριακή γραμμή που αντιστοιχεί στα εξωτερικά σύνορα της ουγγρικής επικράτειας, ο γεν. εισαγγελέας επισημαίνει ότι αυτό επιτείνει αναμφισβήτητα τις αρνητικές συνέπειες της ποινικοποίησης της ανωτέρω δραστηριότητας οργάνωσης. Ωστόσο, εκτιμά ότι δεν εγείρει αυτοτελώς ζητήματα συμβατότητας με τις κρίσιμες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, διότι συνιστά νόμιμη εφαρμογή ενός γενικού κανόνα σύμφωνα με τον οποίο οι αστυνομικές αρχές απαγορεύουν σε πρόσωπα ύποπτα τέλεσης ποινικών αδικημάτων την πρόσβαση σε «ευαίσθητες» τοποθεσίες, ιδίως δε τοποθεσίες σε σχέση με τις οποίες υπάρχουν υπόνοιες ότι τα πρόσωπα αυτά διέπραξαν αδίκημα ή θα μπορούσαν να το επαναλάβουν εκεί. Ακόμα, ο γεν. εισαγγελέας αναφέρει ότι η Επιτροπή δεν προβάλλει επιχειρήματα που να καταδεικνύουν τον εγγενώς περιοριστικό χαρακτήρα της επίμαχης νομοθεσίας, αλλά η ίδια υπογραμμίζει απλώς ότι η νομοθεσία αυτή επιτείνει το περιοριστικό αποτέλεσμα της ποινικοποίησης της επίμαχης δραστηριότητας οργάνωσης. Ως εκ τούτου, ο γεν. εισαγγελέας προτείνει στο Δικαστήριο να απορρίψει την υπό κρίση προσφυγή ως προς το σκέλος της που ζητάει τη διαπίστωση παράβασης των υποχρεώσεων της Ουγγαρίας δυνάμει του δικαίου της Ένωσης μόνο λόγω της συγκεκριμένης νομοθεσίας.

Βάσει των ανωτέρω, ο γεν. εισαγγελέας προτείνει στο Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι να διαπιστώσει ότι η Ουγγαρία, αφενός, παρέβη τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από το άρθρο 33, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, θεσπίζοντας νέο λόγο απαραδέκτου των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, επιπλέον εκείνων που απαριθμούνται εξαντλητικώς στη διάταξη αυτή και, αφετέρου, παρέβη τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από το άρθρο 8, παράγραφος 2, το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, καθώς και από το άρθρο 10, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/33/ΕΕ, ποινικοποιώντας τη δραστηριότητα οργάνωσης που αποσκοπεί στη διευκόλυνση της κίνησης διαδικασίας ασύλου από πρόσωπα τα οποία δεν πληρούν τα προβλεπόμενα από το εθνικό δίκαιο κριτήρια για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας.

Γίνεται υπόμνηση ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο, ενώ η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.

Υπενθυμίζεται ακόμα ότι η  προσφυγή λόγω παραβάσεως, στρεφόμενη κατά κράτους μέλους το οποίο παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης, μπορεί να ασκηθεί από την Επιτροπή ή από άλλο κράτος μέλος. Αν το Δικαστήριο διαπιστώσει την ύπαρξη παραβάσεως, το καθού κράτος μέλος πρέπει να συμμορφωθεί με την απόφαση το συντομότερο. Όταν η Επιτροπή θεωρεί ότι το κράτος μέλος δεν συμμορφώθηκε προς την απόφαση, μπορεί να ασκήσει νέα προσφυγή, ζητώντας την επιβολή χρηματικών κυρώσεων. Πάντως, σε περίπτωση μη ανακοινώσεως στην Επιτροπή των μέτρων για τη μεταφορά μιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, το Δικαστήριο μπορεί, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, να επιβάλει κυρώσεις με την πρώτη του απόφαση

Το πλήρες κείμενο των προτάσεων είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο CURIA

Εθνικό κτηματολόγιο - Νομολογιακά Δρώμενα -Σειρά Συλλογές Νομολογίας ΕπΑΚ Νο 2 (ΕΤΟΣ ΕΚΔΟΣΗΣ 2023)
Από τον πολιτικώς ενάγοντα στον παριστάμενο για την υποστήριξη της κατηγορίας

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ

send