logo-print

Διεθνής προστασία: Ο χαρακτηρισμός τρίτης χώρας ως «ασφαλούς χώρας καταγωγής» πρέπει να υπόκειται σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο (ΔΕΕ C 758/24, C-759/24)

Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να συμπεριλάβουν μια χώρα στον κατάλογο ασφαλών χωρών καταγωγής εάν η χώρα αυτή δεν παρέχει επαρκή προστασία στο σύνολο του πληθυσμού της

08/08/2025

08/08/2025

Ατομική δικονομική προστασία του καταναλωτή στο ελληνικό και το ευρωπαϊκό δίκαιο, 2025
Κανονισμός (ΕΕ) 650/2012 - Κανονισμός κληρονομικής διαδοχής, 2024

Στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης απευθύνθηκε για διευκρινίσεις το Πρωτοδικείο Ρώμης, σχετικά με την εφαρμογή της έννοιας της «ασφαλούς χώρας καταγωγής» και σχετικά με τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα κράτη μέλη όσον αφορά τον αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο, κατά την εξέταση αιτήσεων διεθνούς προστασίας (ΔΕΕ C‑758/24, C-759/24).

Το ΔΕΕ επεσήμανε ότι είναι δυνατή η απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας υπηκόου τρίτης χώρας στο πλαίσιο ταχείας διαδικασίας στα σύνορα, όταν η χώρα καταγωγής του έχει χαρακτηριστεί «ασφαλής» από κράτος μέλος, διευκρινίζοντας πως ο εν λόγω χαρακτηρισμός μπορεί να γίνει με νομοθετική πράξη, υπό την προϋπόθεση ότι η πράξη αυτή υπόκειται σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο όσον αφορά την τήρηση των ουσιαστικών κριτηρίων που ορίζει το δίκαιο της Ένωσης. Ο αιτών και το εθνικό δικαστήριο πρέπει να έχουν πρόσβαση στις πηγές πληροφοριών στις οποίες στηρίχθηκε ο εν λόγω χαρακτηρισμός. Ωστόσο, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να συμπεριλάβουν μια χώρα στον κατάλογο ασφαλών χωρών καταγωγής εάν η χώρα αυτή δεν παρέχει επαρκή προστασία στο σύνολο του πληθυσμού της.

Ιστορικό της υπόθεσης

Σύμφωνα με την οδηγία 2013/32/ΕΕ, τα κράτη μέλη μπορούν να επιταχύνουν την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας και να διενεργούν την εξέταση αυτή στα σύνορα, εφόσον πρόκειται για αιτήσεις που υποβάλλονται από υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίες θεωρείται ότι παρέχουν επαρκή προστασία. Στην Ιταλία, ο χαρακτηρισμός τρίτων χωρών ως «ασφαλών χωρών καταγωγής» πραγματοποιείται, από τον Οκτώβριο 2024, με νομοθετική πράξη. Δυνάμει της πράξης αυτής, το Μπαγκλαντές θεωρείται στην Ιταλία ως «ασφαλής χώρα καταγωγής».

Στο πλαίσιο αυτό, δύο υπήκοοι Μπαγκλαντές οι οποίοι διασώθηκαν στη θάλασσα από τις ιταλικές αρχές μεταφέρθηκαν, κατ’ εφαρμογήν του πρωτοκόλλου Ιταλίας-Αλβανίας, σε κέντρο κράτησης στην Αλβανία, όπου υπέβαλαν αίτηση διεθνούς προστασίας. Οι ιταλικές αρχές εξέτασαν την αίτηση με την ταχεία διαδικασία στα σύνορα και την απέρριψαν ως αβάσιμη, με το σκεπτικό ότι η χώρα καταγωγής των αιτούντων θεωρείται «ασφαλής».

Οι αιτούντες προσέβαλαν την ως άνω απορριπτική απόφαση ενώπιον του πρωτοδικείου Ρώμης, το οποίο ζήτησε από το Δικαστήριο διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς χώρας καταγωγής και σχετικά με τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα κράτη μέλη όσον αφορά τον αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο. Το αιτούν δικαστήριο υποστηρίζει ότι, σε αντίθεση με το προϊσχύσαν καθεστώς, η νομοθετική πράξη του 2024 δεν προσδιορίζει τις πηγές πληροφοριών στις οποίες στηρίχθηκε ο Ιταλός νομοθέτης για να αξιολογήσει αν και κατά πόσον μια χώρα μπορεί να χαρακτηριστεί ασφαλής. Επομένως, τόσο ο αιτών διεθνή προστασία όσο και η δικαστική αρχή στερούνται τη δυνατότητα, αντιστοίχως, να αμφισβητήσουν και να ελέγξουν τη νομιμότητα ενός τέτοιου τεκμηρίου περί ασφαλούς χώρας, εξετάζοντας ιδίως την προέλευση, την εγκυρότητα, την αξιοπιστία, τη συνάφεια, τον επίκαιρο χαρακτήρα και την πληρότητα των πηγών αυτών.

Η κρίση του ΔΕΕ

Το Δικαστήριο απαντά ότι το δίκαιο της Ένωσης επιτρέπει στα κράτη μέλη να χαρακτηρίζουν τρίτη χώρα ως ασφαλή χώρα καταγωγής με νομοθετική πράξη, υπό την προϋπόθεση ότι ο χαρακτηρισμός αυτός υπόκειται σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο. Ο δικαστικός αυτός έλεγχος πρέπει να αφορά την τήρηση των ουσιαστικών προϋποθέσεων ενός τέτοιου χαρακτηρισμού τις οποίες προβλέπει το παράρτημα I της οδηγίας, ιδίως όταν ασκείται προσφυγή κατά απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ασύλου στο πλαίσιο της ταχείας διαδικασίας που εφαρμόζεται στους υπηκόους χωρών που έχουν χαρακτηριστεί ως ασφαλείς χώρες καταγωγής.

Το Δικαστήριο υπογραμμίζει, επίσης, ότι πρέπει να παρέχεται επαρκής πρόσβαση, τόσο στον αιτούντα όσο και στο αρμόδιο δικαστήριο, στις πηγές πληροφοριών στις οποίες στηρίζεται ο εν λόγω χαρακτηρισμός. Με την απαίτηση αυτή επιδιώκεται να διασφαλιστεί αποτελεσματική δικαστική προστασία, που να παρέχει τη δυνατότητα στον μεν αιτούντα να ασκήσει λυσιτελώς τα δικαιώματά του, στο δε εθνικό δικαστήριο να ασκήσει πλήρως τον έλεγχό του. Εξάλλου, το δικαστήριο μπορεί, όταν ελέγχει κατά πόσον ο εν λόγω χαρακτηρισμός πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπει το παράρτημα Ι της οδηγίας, να λάβει υπόψη πληροφορίες που έχει συλλέξει το ίδιο, υπό την προϋπόθεση εξακρίβωσης της αξιοπιστίας τους και παροχής σε αμφότερους τους διαδίκους της δυνατότητας να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επ’ αυτών.

Τέλος, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι, μέχρις ότου τεθεί σε εφαρμογή νέος κανονισμός που θα αντικαταστήσει την επί του παρόντος εφαρμοστέα οδηγία, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να χαρακτηρίζουν ως «ασφαλή» χώρα καταγωγής τρίτη χώρα που δεν πληροί, για ορισμένες κατηγορίες προσώπων, τις ουσιαστικές προϋποθέσεις ενός τέτοιου χαρακτηρισμού. Ο νέος κανονισμός, ο οποίος επιτρέπει την πρόβλεψη εξαιρέσεων για τέτοιες σαφώς αναγνωρίσιμες κατηγορίες προσώπων, θα τεθεί σε εφαρμογή στις 12 Ιουνίου 2026, πλην όμως ο νομοθέτης της Ένωσης μπορεί να επισπεύσει τη θέση του σε εφαρμογή.

Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA

Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ - Ερμηνεία Κατ΄άρθρο - 5η έκδοση
Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, 5η έκδ., 2024
send