logo-print

Η εκπροσώπηση από δικηγόρο ενηλίκων ανίκανων προς δικαιοπραξία υπόκειται σε ΦΠΑ;

Δικαστήριο ΕΕ: «Τέτοια δραστηριότητα συνιστά καταρχήν οικονομική δραστηριότητα και δεν απαλλάσσεται από τον ΦΠΑ - Υπό προϋποθέσεις μπορεί να τύχει απαλλαγής»

17/04/2021

19/04/2021

Το εφαρμοστέο δίκαιο ως προς τις έννομες συνέπειες των δικαστικών αποφάσεων - Μελέτες ΕΡΜΕΚ Νο 11
ΕΣΔΑ Κατ΄άρθρο ερμηνεία

ΙΩΑΝΝΗ ΣΑΡΜΑΣ
ΞΕΝΟΦΩΝ ΚΟΝΤΙΑΔΗΣ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος 

Με τη δημοσιευθείσα στις 15-04-2021 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι η δραστηριότητα προστασίας ενηλίκων ανίκανων προς δικαιοπραξία που πραγματοποιείται από δικηγόρο συνιστά, καταρχήν, οικονομική δραστηριότητα. 

Επιπλέον, σύμφωνα με το ΔΕΕ, η δραστηριότητα αυτή μπορεί να απαλλαχθεί από τον ΦΠΑ εάν οι οικείες παροχές υπηρεσιών συνδέονται στενά με την κοινωνική πρόνοια και ασφάλιση, και εάν αυτός ο δικηγόρος αναγνωρίζεται, για την επιχείρηση που εκμεταλλεύεται για τον σκοπό αυτό, ως οργανισμός κοινωνικού χαρακτήρα.

Ιστορικό της υπόθεσης

Το λουξεμβουργιανό δίκαιο προστατεύει τα ενήλικα πρόσωπα ανίκανα προς δικαιοπραξία μέσω μέτρων επιτροπείας και κηδεμονίας που καθιστούν δυνατή την παροχή συμβουλών, τον έλεγχο, ακόμη και την εκπροσώπηση αυτών των ατόμων σε πράξεις όσον αφορά τα δικαιώματά τους ως πολίτες, αναθέτοντας εξουσίες διαχείρισης και εκπροσώπησης σε τρίτα πρόσωπα. Στην πράξη, οι ασκούντες την επιμέλεια, οι δικαστικοί συμπαραστάτες, οι ειδικοί πληρεξούσιοι και οι ad hoc πληρεξούσιοι είναι γενικά μέλη της οικογένειας, αλλά και δικηγόροι.

Ο EQ είναι δικηγόρος εγγεγραμμένος στον δικηγορικό σύλλογο του Λουξεμβούργου από το 1994 και από το 2004 ασκεί καθήκοντα πληρεξουσίου στο πλαίσιο καθεστώτων προστασίας ενηλίκων προσώπων ανίκανων προς δικαιοπραξία. Το 2018, η λουξεμβουργιανή φορολογική αρχή απαίτησε από τον EQ την καταβολή ΦΠΑ για τις δραστηριότητες εκπροσώπησης ενηλίκων ανίκανων προς δικαιοπραξία κατά τα έτη 2014 και 2015. Ο EQ θεωρεί ότι αυτές οι δραστηριότητες δεν αποτελούν οικονομικές δραστηριότητες που υπόκεινται σε ΦΠΑ και, ότι, σε κάθε περίπτωση, αυτές εκπληρώνουν κοινωνική λειτουργία και θα πρέπει να αποκλείονται για αυτό το λόγο βάσει του εθνικού δικαίου που μετέφερε την οδηγία 2006/112/ΕΚ [οδηγία σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας]. 

Aντιθέτως, η λουξεμβουργιανή φορολογική αρχή θεωρεί ότι οι υπηρεσίες που παρέχονται στο πλαίσιο επαγγελματικής δραστηριότητας δικηγόρου συνιστούν οικονομική δραστηριότητα, και ότι δεν μπορούν να απαλλάσσονται από τον ΦΠΑ. Σύμφωνα με την εν λόγω αρχή, ο EQ δεν πληροί την προϋπόθεση του να έχει την ιδιότητα του οργανισμού κοινωνικής πρόνοιας ώστε να επικαλείται την απαλλαγή.

Επιληφθέν αυτής της διαφοράς, το Tribunal d’arrondissement (πρωτοδικείο Λουξεμβούργου) ζήτησε να διευκρινιστεί εάν η δραστηριότητα προστασίας ενηλίκων ανίκανων προς δικαιοπραξία μπορεί να τύχει απαλλαγής από τον ΦΠΑ και, ειδικότερα, έθεσε στο ΔΕΕ τα ερωτήματα εάν οι ως άνω δραστηριότητες εμπίπτουν στην έννοια της οικονομικής δραστηριότητας κατά την έννοια της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, εάν αυτές οι δραστηριότητες απαλλάσσονται ως «παροχές υπηρεσιών οι οποίες συνδέονται στενά με την κοινωνική πρόνοια και ασφάλιση» και εάν ο δικηγόρος ο οποίος τις ασκεί μπορεί να θεωρηθεί «από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ως οργανισμός κοινωνικού χαρακτήρα»

Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο, καταρχάς, αποφάνθηκε ότι συνιστούν οικονομική δραστηριότητα, κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, οι παροχές υπηρεσιών σε ενηλίκους ανίκανους προς δικαιοπραξία οι οποίες αποσκοπούν στην προστασία τους στο πλαίσιο των πράξεων του συναλλακτικού βίου και των οποίων η εκπλήρωση ανατίθεται δυνάμει του νόμου από δικαστική αρχή στον παρέχοντα υπηρεσίες, η αμοιβή του οποίου καθορίζεται από την ίδια αρχή κατ’ αποκοπήν ή βάσει κατά περίπτωση εκτιμήσεως, λαμβανομένης υπόψη, μεταξύ άλλων, της περιουσιακής καταστάσεως του ανίκανου προς δικαιοπραξία προσώπου, ενώ δύναται να καταβληθεί και από το κράτος σε περίπτωση απορίας του τελευταίου, εφόσον πρώτον, οι εν λόγω παροχές υπηρεσιών πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας, δεύτερον, ο παρέχων υπηρεσίες αποκομίζει από αυτές μόνιμα εισοδήματα, και τρίτον, το συνολικό επίπεδο της αντισταθμίσεως για τη συγκεκριμένη δραστηριότητα καθορίζεται βάσει κριτηρίων τα οποία αποσκοπούν στο να διασφαλίσουν την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών του περί ου ο λόγος παρέχοντος υπηρεσίες.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι, αφενός, συνιστούν «παροχές υπηρεσιών που συνδέονται στενά με την κοινωνική πρόνοια και ασφάλιση» οι υπηρεσίες οι οποίες παρέχονται σε ενηλίκους ανίκανους προς δικαιοπραξία και αποσκοπούν στην προστασία τους στο πλαίσιο των πράξεων του συναλλακτικού βίου και, αφετέρου, δεν αποκλείεται η δυνατότητα αναγνωρίσεως ενός δικηγόρου ο οποίος παρέχει τέτοιες υπηρεσίες κοινωνικού χαρακτήρα, όσον αφορά την επιχείρηση που εκμεταλλεύεται και εντός των ορίων των επίμαχων υπηρεσιών, ως οργανισμού κοινωνικού χαρακτήρα, με την επισήμανση, ωστόσο, ότι μια τέτοια αναγνώριση πρέπει να γίνεται υποχρεωτικώς από δικαστική αρχή μόνον εάν το οικείο κράτος μέλος, καθόσον αρνείται να προβεί σε αυτήν, έχει υπερβεί τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει επί του συγκεκριμένου ζητήματος.

Τέλος, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν εμποδίζει τη φορολογική αρχή να υπαγάγει στον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) ορισμένες πράξεις που ανάγονται σε προγενέστερη περίοδο σε περίπτωση που, αφενός, η αρχή αυτή έκανε επί πολλά έτη δεκτές τις δηλώσεις ΦΠΑ του υποκειμένου στον φόρο οι οποίες δεν περιελάμβαναν τις πράξεις ίδιας φύσεως στις φορολογητέες πράξεις και, αφετέρου, ο υποκείμενος στον φόρο αδυνατεί να ανακτήσει τον οφειλόμενο ΦΠΑ από εκείνους που κατέβαλαν αμοιβή για τις επίμαχες πράξεις, οπότε οι καταβληθείσες αμοιβές θεωρείται ότι περιλαμβάνουν ήδη τον οφειλόμενο ΦΠΑ.

Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.

Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA

Πολιτειολογία
Δίκαιο Κεφαλαιουχρικών Εταιριών Tόμος Ι

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΛΑΖΑΡΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ

send