logo-print

Χρησικτησία Κληροτεμαχίου

Πλέον δεν υπάρχουν περιορισμοί σε Κατάτμηση και Χρηστικτησία

από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του α.ν. 431/1968 προκύπτει ότι, μετά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού (23-5-1968), ο κατά την εποικιστική εν γένει νομοθεσία αποκατασταθείς κληρούχος και οι κληρονόμοι του δεν λογίζονται κατά πλάσμα του νόμου νομείς του κλήρου αν δεν κατέχουν πράγματι αυτόν και συνεπώς είναι δυνατή η χωρίς τη θέλησή τους κτήση από τρίτο της νομής ολόκληρου του κληροτεμαχίου, η οποία μπορεί να οδηγήσει στην κτήση της κυριότητας αυτού με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, εφόσον συμπληρωθεί ο απαιτούμενος για καθεμιά από αυτές χρόνος, υπό τον περιορισμό σε κάθε περίπτωση να μη κατατέμνονται τα τεμάχια της οριστικής διανομής (ΑΠ 100/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 703/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, από την έναρξη του νόμου 23-5-1968 ο κλήρος είναι δεκτικός χρησικτησίας. Η χρησικτησία πρέπει να αφορά το ακέραιο τεμάχιο της οριστικής διανομής και όχι τμήμα αυτού. Η απαγόρευση κατάτμησης του κλήρου κατελάμβανε εκτός από τις περιπτώσεις της εκούσιας μεταβίβασης και τις περιπτώσεις κτήσης κυριότητας τμήματος κλήρου με χρησικτησία. Ο περιορισμός αυτός της μη κατάτμησης τίθεται ως γενική αρχή και δεν αναφέρεται, μόνο στον κατά κυριότητα τεμαχισμό του κληροτεμαχίου, αλλά και στον κατά νομή τεμαχισμό, αφού διαφορετικά η κατάτμηση θα επιτυγχανόταν ισοδυνάμως με την απόκτηση μία φορά της νομής του τμήματος του κληροτεμαχίου και την έκτοτε διαρκή προστασία της έναντι τρίτων (ΑΠ 181/2017). Η απαγόρευση όμως της νομής και της απόκτησης κυριότητας με χρησικτησία επί διαιρετού τμήματος κληροτεμαχίου δεν ισχύει και επί ποσοστού εξ αδιαιρέτου επί του κλήρου, διότι η νομή και η κυριότητα αυτή δεν οδηγεί αναγκαίως στην κατάτμηση του κληροτεμαχίου (Ολ. ΑΠ 1520/1982. ΝοΒ 1983/1359, ΑΠ 267/2007, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 236/2012, ΕφΑΔ 2012/1071).

 

Ο παραπάνω κανόνας καταργήθηκε (όπως και ολόκληρος ο Ν. 431/1968), με το άρθρο 37 παρ. 1β του Ν.4061/12.

 

Τι ίσχυε;

Από τις διατάξεις δε των άρθρων 6, 7 παρ. 1 και 8 του Α.Ν. 821/1948 «περί αναδιανομής αγροτικών κτημάτων», που κυρώθηκε με το άρθρο του Ν. 1110/1949, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.2258/1952 και το άρθρο 7 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 του Ν.Δ 3621/1956 (υπό την ισχύ του οποίου έλαβε χώρα ο κατωτέρω αναφερόμενος αναδασμός), συνάγεται ότι ο αναδασμός δεν αφορά μόνον τα κληροτεμάχια (από αγροτική αποκατάσταση γηγενών και προσφύγων), αλλά όλες τις αγροτικές ιδιοκτησίες και με αυτόν δεν μεταβάλλεται το νομικό καθεστώς των αγροτεμαχίων, αλλά απλώς η θέση τους. Στην έννοια της μη μεταβολής της νομικής κατάστασης του αγροτεμαχίου περιλαμβάνεται και το αμετάβλητο της ιδιότητας του γεωργικού κλήρου.

Επομένως, η ιδιότητα του κληροτεμαχίου συνεχίζει να διατηρείται και στο νέο μετά τον αναδασμό τεμάχιο, με αποτέλεσμα και τούτο να τυγχάνει της ίδιας νομικής προστασίας ίου αγροτικού κλήρου (ΕΛαρ 296/2017 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ Ισοκράτης).

Εξάλλου, με τον αναδασμό επέρχεται νέος πρωτότυπος τρόπος κτήσεως κυριότητος (ΑΠ 120/1981 ΝοΒ 29.1279), η κυριότητα δε περιέρχεται αυτοδικαίως στους εγγεγραμμένους στους κτηματολογικούς πίνακες ως δικαιούχους, με την κύρωση των πινάκων από τον Υπουργό Γεωργίας και τη δημοσίευση τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ενώ η νομή περιέρχεται στους δικαιούχους συγχρόνως με την εγγραφή τους στον πρόχειρο κτηματολογικό πίνακα. Μετά την κύρωση της αναδιανομής εκδίδονται παραχωρητήρια υπέρ των εις τον κυρωθέντα πίνακα αναδιανομής εγγεγραμμένων δικαιούχων, που αποτελούν τίτλο κυριότητος, η μεταγραφή του οποίου γίνεται με την επιμέλεια της Διευθύνσεως Γεωργίας (ΑΠ 701/1980 ΝοΒ 28.2202, ΕΑαρ 296/2017 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΕΘεσ 1499/1997 ΕλΔνη 39.445).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις της αγροτικής νομοθεσίας και ιδίως από το άρθρο 79 παρ. 2 του Αγροτικού Κώδικα συνάγεται ότι το ακίνητο που παραχωρείται ως κλήρος σε πρόσωπο δικαιούμενο αγροτικής αποκατάστασης θεωρείται από την παραχώρηση του ότι διατελεί κατά νόμο στην αποκλειστική καλόπιστη νομή του κληρούχου και αν ακόμη αυτός δεν έχει επιληφθεί της κατοχής του κλήρου.

Γι’ αυτό και δεν ήταν δεκτικό νομής και χρησικτησίας από άλλον, ο οποίος έτσι δεν μπορούσε να αποκτήσει την κυριότητα αυτού με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, ούτε να ανατάξει κατά του διεκδικούντος τον κλήρο κληρούχου ή των κληρονόμων του την από το άρθρο 249 ΑΚ ένσταση εικοσαετούς παραγραφής της διεκδικητικής αγωγής.

Όμως, από 23-5-1968 άρχισε να ισχύει ο ΑΝ 431/1968 (ο οποίος καταργήθηκε με το άρθρο 37 παρ. 1 ν. 4061/2012 (ΦΕΚ Α66/22-3-2012), που ορίζει στο μεν άρθρο 1 παρ.1 ότι από την έναρξη της ισχύος του νόμου (επιφυλασσομένης της ισχύος του άρθρου 27 του ΝΔ 2185/1952) επιτρέπεται στους κατά την εποικιστική νομοθεσία κληρούχους η εκποίηση ή οπωσδήποτε διάθεση με δικαιοπραξίες εν ζωή των πάσης φύσεως κλήρων τους, με το μοναδικό περιορισμό της μη κατάτμησης το)ν τεμαχίων της οριστικής διανομής, ο οποίος ισχύει και για κάθε περαιτέρω μεταβίβαση, στο δε άρθρο 2 παρ.1 εδ. β αυτού, ότι σε περίπτωση κατάσχεσης ή πλειστηριασμού του κλήρου με επίσπευση του ενυπόθηκου δανειστή τηρείται μόνον ο περιορισμός της μη κατάτμησης των τεμαχίων της οριστικής διανομής.

Από τις συνδυασμένες αυτές διατάξεις του ΑΝ 431/1968 προκύπτει ότι η απαγόρευση της κατάτμησης των τεμαχίων της οριστικής διανομής αποτελεί γενική αρχή που εφαρμόζεται στη μεταβίβαση της κυριότητας του κλήρου. Επομένως, από την ισχύ του ΑΝ 431/1968 ο κληρούχος παύει να λογίζεται κατά πλάσμα νομέας του κλήρου και αν δεν τον κατέχει πραγματικά και είναι δυνατή η χωρίς τη θέληση του κτήση της νομής ολόκληρου του κληροτεμαχίου, που μπορεί να οδηγήσει στην κτήση της κυριότητας τούτου με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, εφόσον συμπληρωθεί ο αναγκαίος για καθεμία εξ αυτών χρόνος από την ισχύ του ως άνω αναγκαστικού νόμου (ΑΠ 181/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1145/2010, ΑΠ 728/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 150/2009 ΕλλΔνη 2010, 764, ΑΠ 1401/1997 ΕλλΔνη 1998, 813). Δεν είναι, όμως, δυνατή η χωρίς τη θέληση του κληρούχου κτήση της νομής και τμήματος του κληροτεμαχίου, γιατί στην περίπτωση αυτή επέρχεται κατάτμηση του και συνεπώς ο τρίτος δεν μπορεί να θεωρηθεί νομέας ίου τμήματος, του οποίου, κατά πλάσμα του νόμου, εξακολουθεί να είναι ο κληρούχος, έστω και αν δεν είναι πλέον κάτοχος.

Η απαγόρευση, δηλαδή, της κατάτμησης δεν αναφέρεται μόνο στον κατά κυριότητα τεμαχισμό του κληροτεμαχίου, αλλά και στον κατά νομή τεμαχισμό, αφού διαφορετικά η κατάτμηση θα επιτυγχανόταν ισοδυνάμως με την απόκτηση μία φορά της νομής του τμήματος του κληροτεμαχίου και την έκτοτε διαρκή προστασία της έναντι τρίτων. Ο τρίτος, που επιλήφθηκε της νομής τμήματος κληροτεμαχίου και όχι του όλου, δεν προστατεύεται ούτε κατά του νομέα του όλου, ούτε κατά οποιουδήποτε άλλου, όταν αποβληθεί από το τμήμα του κληροτεμαχίου που νεμόταν, γιατί αλλιώς θα είχε διαρκή προστασία, που θα επέφερε κατάτμηση. Συνεπώς, είναι ανεπίτρεπτη όχι μόνο η κτήση της κυριότητας από τρίτο σε βάρος του κληρούχου ή των καθολικών ή των ειδικών διαδόχων του με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, αλλά και η λόγω συμπληρώσεως του χρόνου παραγραφής άρνηση αποδόσεως του τμήματος του κλήρου (άρθρο 272 ΑΚ), αφού με αυτήν ουσιαστικώς παγιώνεται η μη ανεκτή από το νόμο φυσική κατάτμηση του κλήρου (ΟλΑΠ 15/2004 ΝΟΜΟΣ, (ΑΠ 181/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 220/2010 ΝΟΜΟΣ. ΑΠ 1564/2010 ΧρΙΔ 2011.598).

Η ως άνω απαγόρευση πάντως αφορά μόνο στη φυσική κατάτμηση του κλήρου και όχι και στην κατ' ιδανικά μερίδια μεταβίβαση του κληροτεμαχίου (ΟλΑΠ 1520/1982 ΝοΒ 1983.1359, ΑΠ 442/2003 ΝΟΜΟΣ). Την απόλυτη αυτή ακυρότητα των μεταβιβαστικών δικαιοπραξιών του κληρούχου με τρίτους, αμβλύνουν οι διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 1 και 5 ν.δ. 3958/1959 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί οριστικών παραχωρητηρίων κλήρων διατάξεων της εποικιστικής νομοθεσίας», από τις οποίες προκύπτει ότι μεταβιβάσεις γεωργικών κλήρων που έγιναν κατά παράβαση των άρθρων 208 επ. του Αγροτικού Κώδικα, και, συνεπώς, άκυρες, επικυρώνονται αυτοδικαίως από τότε που έγιναν, αν έχουν καταρτισθεί με δημόσιο έγγραφο, και όχι μετά την επικύρωση τους δεν απαγορεύεται ούτε από τις διατάξεις αυτές, ούτε από άλλη διάταξη η περαιτέρω μεταβίβαση τους.

Όμοια ρύθμιση περιλήφθηκε και στη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 3147/2003, που επαναλήφθηκε με τo άρθρο 3 παρ. 9 του ν. 3399/2005, στην οποία ορίζεται μεταξύ άλλων (ότι συμβολαιογραφικές πράξεις που έγιναν κατά παράβαση των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του α.ν. 431/1968 (που απαγορεύουν την κατάτμηση των κληροτεμαχίων) είναι έγκυρες και ισχυρές, εφόσον δεν ακυρώθηκαν με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Από τις διατάξεις του ανωτέρω ν.δ/τος, η ισχύς του οποίου παρατάθηκε διαδοχικά με το άρθρο 2 του ν. 4452/ 1964, 6 παρ.1 του α.ν. 431/1968, 2 του ν. 666/1977, 16 του ν. 3147/2003, 3 παρ.9 του ν. 3399/2005 και με την υπ' αριθ. 5618/2006 Υ.Α Οικονομίας και Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΦΕΚ 1689/Β/17-11-2006) μέχρι 17.10.2007 προκύπτει ότι η με τον παραπάνω τρόπο επικύρωση των "ανώμαλων δικαιοπραξιών", όπως χαρακτηρίζονται από τη νομοθεσία, ανατρέχει στο χρόνο κατά τον οποίο καταρτίσθηκαν και θεραπεύει μόνο τις προς μεταβίβαση απαγορεύσεις γεωργικών κλήρων και περιλαμβάνει, πλην άλλων, και την άρση του περιορισμού της μη κατατμήσεως των ακέραιων τεμαχίων της οριστικής διανομής. Μετά την ως άνω νομοθετική αποκατάσταση της ακυρότητας των συμβάσεων που οδηγούσαν σε κατάτμηση των κληροτεμαχίων, οι συμβολαιογραφικές πράξεις που έγιναν κατά παράβαση της παρ. 1 του άρθρου 1 του α.ν. 431/1968, αποτελούν πλέον έγκυρο τρόπο κτήσης της κυριότητας τούτων με παράγωγο τρόπο.

Η κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 3147/2003 κύρωση των συμβολαιογραφικών πράξεων κατά παράβαση των διατάξεων του Αγροτικού Κώδικα έχει αναδρομική ισχύ, η δε επικύρωση των δικαιοπραξιών που καταρτίστηκαν είτε με ιδιωτικό έγγραφο, είτε με συμβολαιογραφικό προσύμφωνο, δεν αφορά δικαιοπραξίες που καταρτίστηκαν με οριστικά συμβολαιογραφικά έγγραφα και μεταγράφηκαν, οι οποίες τόσο κατά τις διατάξεις του αρχικού άρθρου 15 παρ. 1 του παραπάνω νόμου, όσο και με το άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 3147/2003, κυρώθηκαν αυτοδικαίως ("... αφ' ης εγένοντο ..." κατά την αρχική διατύπωση του άρθρου 15 παρ.1 του ν. 3958/1959 και "... είναι έγκυρες και ισχυρές, εφόσον δεν ακυρώθηκαν με αμετάκλητη δικαστική απόφαση" κατά τις διατάξεις των ν. 3147/2003 και εντεύθεν (ΑΠ 1206/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕΑαρ 296/2017 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ Ισοκράτης). Ενόψει τούτου και για την ταυτότητα του νομικού λόγου, οι ανώτερο) συμβολαιογραφικές πράξεις μπορούν να αποτελέσουν και νόμιμο ή νομιζόμενο τίτλο για την κτήση της κυριότητας κατατετμημένου κληροτεμαχίου με τακτική χρησικτησία, εφόσον ασφαλώς συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις των άρθρων 974, 1041, 1042, 1043 και 1044 ΑΚ (ΕΛαρ 296/2017 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ Ισοκράτης). Ειδικότερα, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων αυτών, για την απόκτηση κυριότητας σε ακίνητο με τακτική χρησικτησία απαιτούνται φυσική εξουσίαση του πράγματος με διάνοια κυρίου (νομή), καλή πίστη που πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο κατά τον οποίο αποκτάται η νομή, νόμιμος ή νομιζόμενος τίτλος, πράγμα δεκτικό χρησικτησίας και παρέλευση δεκαετίας.

Νόμιμος τίτλος είναι οποιοσδήποτε τρόπος κτητικός της κυριότητας που φέρει όλα τα εξωτερικά για το κύρος του αναγκαία στοιχεία, πλην όμως είναι ελαττωματικός, διότι έχει έλλειψη, η οποία εμποδίζει κατά νόμο την κτήση κυριότητας, όπως είναι, μεταξύ άλλων, και η έλλειψη κυριότητας του μεταβιβάζοντος, ως και η απαγόρευση εκποιήσεως ή κατατμήσεως αυτού. Επιπλέον, απαιτείται, εκτός από την επί δεκαετία νομή και καλή πίστη, δηλαδή πεποίθηση του δικαιούχου (νομέως), η οποία να μην οφείλεται σε βαριά αμέλεια αυτού, ότι με τον τίτλο απέκτησε την κυριότητα του ακινήτου και η οποία καλή πίστη πρέπει, κατά το άρθρο 1044 ΑΚ να υπάρχει κατά τον χρόνο αποκτήσεως της νομής. Στην περίπτωση αυτή μπορεί, κατά τις περιστάσεις, να υπάρχει νομιζόμενος τίτλος κατά την έννοια του άρθρου 1043 παρ. 1 ΑΚ, υπό την προϋπόθεση ότι ο νομέας κατά την κτήση της νομής δικαιολογημένα, ήτοι χωρίς βαριά αμέλεια, υπέλαβε ως υπάρχοντα τον ανύπαρκτο τίτλο. Δηλαδή νομιζόμενος τίτλος είναι και ο αυθαίρετος τίτλος, ο οποίος κατά την, χωρίς βαριά αμέλεια, πεποίθηση του νομέα εκλαμβάνεται υπό τούτου ως υπάρχων, ενώ πράγματι δεν υπήρξε καθόλου, αρκεί στη συγκεκριμένη περίπτωση να δικαιολογείται η πεποίθηση του νομέα για την ύπαρξη έγκυρου νομίμου τίτλου και την δυνάμει αυτού κτήση της κυριότητας (ΕΛαρ 296/2017 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ Ισοκράτης).

Δρ. Ευάγγελος Μαργαρίτης

Ο Δρ. Ευάγγελος Μαργαρίτης είναι Δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω. Υπηρετεί στη Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών Εισηγμένης στο Χρηματιστήριο Αθηνών Εταιρεία Ανάπτυξης και Αξιοποίησης Ακινήτων. Διατέλεσε Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Αστικού Δικαίου στη Νομική...

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ: Τα ομολογιακά δάνεια μετά τον ν. 4548/2018
Συλλογικό εργατικό δίκαιο - 3η έκδοση

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ