logo-print

Σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας η ισόποση με τη δικαστική δαπάνη αμοιβή του δικηγόρου για τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση (ΜΠΑ 7080/2022)

Πρόσθετη παρέμβαση του ΔΣΑ - Δεν πρόκειται περί «διπλοπληρωμής» του ιδίου κονδυλίου, καθώς η δικαστική δαπάνη αφορά την αμοιβή και τα έξοδα του δικηγόρου μέχρι την έκδοση της απόφασης, ενώ η αμοιβή για τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση αφορά αμοιβή μεταγενέστερης δικηγορικής ενέργειας

09/12/2022

22/12/2022

Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ - Β έκδοση

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΝΙΚΑΣ

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΑΝΑΚΟΠΕΣ

Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως ΙΙΙ/α Β έκδοση

Κατόπιν άσκησης αίτησης αναστολής της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών έκρινε σύμφωνη με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας τη διάταξη του άρθρου 72 του Κώδικα Δικηγόρων (ΜΠΑ 7080/2022).

Πιο συγκεκριμένα, ο λόγος ανακοπής που υποβλήθηκε προς κρίση του δικαστηρίου εδράζεται στην ακυρότητα των πράξεων εκτέλεσης, καθώς προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 του ν. 4194/2013, βάσει της οποίας προσδιορίσθηκε το κονδύλιο αμοιβής για τη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή, ύψους 3.000 ευρώ, είναι αντισυνταγματική, δεδομένου ότι παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 Συντάγματος, καθώς και την αρχή της ισότητας κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος.

Αρχικά, έγινε δεκτή η προφορικά ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών υπέρ του καθ’ ου,  ως τρίτος έχων έννομο συμφέρον, καθώς το αντικείμενο της δίκης αφορά την αμοιβή του πληρεξουσίου Δικηγόρου για τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 72 του ν. 4139/2013 (Κώδικα Δικηγόρων) και, συνεπώς, η σχετικώς εκδοθησόμενη απόφαση αποτελεί ζήτημα νομικού και οικονομικού ενδιαφέροντος των μελών του στις εν γένει δίκες που αφορούν τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης.

Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, από την διάταξη του άρθρου 72 ΚΔικ εμφαίνεται ότι η βούληση του νομοθέτη ήταν να λειτουργήσει η διάταξη αυτή ως κίνητρο προς τον οφειλέτη να ικανοποιήσει τις αξιώσεις του δανειστή χωρίς την παρεμβολή της εκτελεστικής διαδικασίας και να αποφύγει την καταβολή σημαντικών ποσών ως αμοιβή της σύνταξης επιταγής προς εκτέλεση.

Ουδόλως δε πρόκειται περί «διπλοπληρωμής» του ιδίου κονδυλίου, καθώς η δικαστική δαπάνη αφορά τα δικαστικά έξοδα και αμοιβή του Δικηγόρου μέχρι τη στιγμή (συζήτησης και) έκδοσης της απόφασης, ενώ η αμοιβή για σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση αφορά αμοιβή μεταγενέστερης δικηγορικής ενέργειας. Ούτε βεβαίως μπορεί να υποστηριχθεί ότι εφόσον συνταχθεί επιταγή προς εκτέλεση δεν εισπράττεται πλέον δικαστική δαπάνη, αλλά μόνο η ισόποση αμοιβή για σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση, καθώς κάτι τέτοιο θα αποτελούσε ευθέως παραβίαση του διατακτικού της εκτελουμένης αποφάσεως αλλά και ζημία του επισπεύδοντος που δεν θα εισέπραττε τα καταβληθέντα δικαστικά έξοδα.

Το δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω ρύθμιση υπηρετεί τον εύλογο νομοθετικό σκοπό της περιστολής των καθυστερήσεων και της δυστροπίας στις οικονομικές συναλλαγές, είναι πρόσφορη για την επίτευξη του στόχου αυτού και, επιπρόσθετα, τελεί σε εύλογη αναλογία προς αυτή, αφ' ης στιγμής ο ηττηθείς διάδικος έχει πάντοτε τη δυνατότητα να συμμορφωθεί εκούσια προς το επιδικασθέν σε βάρος του ποσό εκουσίως, αποφεύγοντας την επιβάρυνση.

Επιπλέον, κρίθηκε ότι λανθασμένα υπολαμβάνει ο αιτών ότι το ύψος της επίμαχης αμοιβής του εκάστοτε Δικηγόρου συναρτάται από τη δυσχέρεια σύνταξης της επιταγής, αλλά δυνάμει της ανωτέρω διάταξης, τίθεται για πρώτη φορά ένα συγκεκριμένο όριο αυτής, συναρτώμενο με την ήδη υπολογισθείσα από το Δικαστήριο, κατ' αναλογία με το αντικείμενο της εκάστοτε ένδικης υπόθεσης, δικαστική δαπάνη, αποτρέποντας ακριβώς τον αυθαίρετο και δυσανάλογο υπολογισμό της από τον εκάστοτε συντάσσοντα αυτή Δικηγόρο. Συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας.

 Εξάλλου, η ως άνω διάταξη, στο μέτρο που με αυτήν το Κράτος παρεμβαίνει στην ιδιωτική οικονομία για να ορίσει τις ελάχιστες (νόμιμες) δικηγορικές αμοιβές, δεν κρίνεται αντίθετη και στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς τα οριζόμενα στη διάταξη αυτή ισχύουν έναντι πάντων και παρέχεται η ευχέρεια στον οφειλέτη να εξοφλήσει εκουσίως το οφειλόμενο ποσό και να απαλλαγεί κάθε επιβάρυνσης.

Απόσπασμα απόφασης

Περαιτέρω, από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 72 ΚΔικ εμφαίνεται ότι η βούληση του νομοθέτη ήταν να λειτουργήσει η διάταξη αυτή ως κίνητρο προς τον οφειλέτη να ικανοποιήσει τις αξιώσεις του δανειστή χωρίς την παρεμβολή της εκτελεστικής διαδικασίας και να αποφύγει την καταβολή σημαντικών ποσών ως αμοιβή της σύνταξης επιταγής προς εκτέλεση. Ουδόλως δε πρόκειται περί «διπλοπληρωμής» του ιδίου κονδυλίου, καθώς η δικαστική δαπάνη αφορά τα δικαστικά έξοδα και αμοιβή του Δικηγόρου μέχρι τη στιγμή (συζήτησης και) έκδοσης της απόφασης, ενώ η αμοιβή για σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση αφορά αμοιβή μεταγενέστερης δικηγορικής ενέργειας. Ούτε βεβαίως μπορεί να υποστηριχθεί ότι εφόσον συνταχθεί επιταγή προς εκτέλεση δεν εισπράττεται πλέον δικαστική δαπάνη αλλά μόνο η ισόποση αμοιβή για σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση, καθώς κάτι τέτοιο θα αποτελούσε ευθέως παραβίαση του διατακτικού της εκτελουμένης αποφάσεως αλλά και ζημία του επισπεύδοντος που δεν θα εισέπραττε τα καταβληθέντα δικαστικά έξοδα. Είναι προφανές, επομένως ότι η ρύθμιση του άρθρου 72 ΚΔικ υπηρετεί τον εύλογο νομοθετικό σκοπό της περιστολής των καθυστερήσεων και της δυστροπίας στις οικονομικές συναλλαγές, είναι πρόσφορη για την επίτευξη του στόχου αυτού και επιπρόσθετα τελεί σε εύλογη αναλογία προς αυτή, αφ' ης στιγμής ο ηττηθείς διάδικος έχει πάντοτε τη δυνατότητα να συμμορφωθεί εκούσια προς το επιδικασθέν σε βάρος του ποσό εκουσίως, αποφεύγοντας την επιβάρυνση [βλ. σχετικά ΕΦ ΠΕΙΡ (ΜΟΝ) 362/2021, ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ 22/2020, ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ 187/2018, ΜΠΡ ΘΕΣΣΑΛ 10453/2020, ΜΠΡ ΘΕΣΣΑΛ 71/2020, άπασες δημοσιευθείσες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 72 του Κώδικα Δικηγόρων, δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας που προβλέπεται από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντ/τος, καθώς λανθασμένα υπολαμβάνει ο αιτών ότι το ύψος της επίμαχης αμοιβής του εκάστοτε Δικηγόρου συναρτάται από τη δυσχέρεια σύνταξης της επιταγής, αλλά δυνάμει της ανωτέρω διάταξης, τίθεται για πρώτη φορά ένα συγκεκριμένο όριο αυτής, συναρτώμενο με την ήδη υπολογισθείσα από το Δικαστήριο, κατ' αναλογία με το αντικείμενο της εκάστοτε ένδικης υπόθεσης, δικαστική δαπάνη, αποτρέποντας ακριβώς τον αυθαίρετο και δυσανάλογο υπολογισμό της από τον εκάστοτε συντάσσοντα αυτή Δικηγόρο, και ως εκ τούτου δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας [βλ. και προσκομιζόμενη Γνωμοδότηση του Στυλ. Σταματόπουλου, Καθηγητή Νομικής Σχολής ΔΠΘ, με θέμα Ερμηνευτικά ζητήματα για τα όρια της εξουσίας του Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται ανακοπής κατά της εκτέλεσης προς αναπροσαρμογή της δικηγορικής αμοιβής ως προς τη σύνταξη επιταγής πρός πληρωμή, δημοσιευθείσα ΕλλΔνη 2018.389]. Εξάλλου, η ως άνω διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 ν. 4194/2013, στο μέτρο που με αυτήν το Κράτος παρεμβαίνει στην ιδιωτική οικονομία για να ορίσει τις ελάχιστες (νόμιμες) δικηγορικές αμοιβές, δεν κρίνεται αντίθετη και στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς τα οριζόμενα στη διάταξη αυτή ισχύουν έναντι πάντων και όπως προαναφέρθηκε παρέχεται η ευχέρεια στον οφειλέτη να εξοφλήσει εκουσίως το οφειλόμενο ποσόν και να απαλλαγεί κάθε επιβάρυνσης. Εκ του λόγου αυτού, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι η ως άνω διάταξη αποσκοπεί στην εξασφάλιση της αμοιβής των Δικηγόρων και την προστασία του δικηγορικού λειτουργήματος, η εφαρμογή της δεν περιορίζει το δικαίωμα των πολιτών για πρόσβαση στη Δικαιοσύνη, αλλά καθορίζει τις οικονομικές υποχρεώσεις αυτών, των οποίων ήδη οι απαιτήσεις κρίθηκαν από τα Δικαστήρια ως αβάσιμες και αυτών που επιτάσσονται σε συμμόρφωση με ήδη εκδοθέντες εκτελεστούς τίτλους, ούτε δημιουργεί αδικαιολογήτως δικαιώματα υπέρ ορισμένης μόνο ομάδας πολιτών, ήτοι των Δικηγόρων, σε σύγκριση με τους λοιπούς πολίτες, αφού η σύγκριση αυτή δεν γίνεται μεταξύ όμοιων κατηγοριών, καθόσον οι Δικηγόροι, στην -προκείμενη περίπτωση, αμείβονται για υπηρεσία που έχουν προσφέρει υπέρ των πολιτών-εντολέων τους, οι επιβαρυνόμενοι, δε, με την καταβολή της αμοιβής, πολίτες, αφενός μεν δεν έχουν προσφέρει αντίστοιχη υπηρεσία, αφετέρου, δε, υποχρεούνται στην καταβολή αυτή, ως ηττηθέντες διάδικοι, όταν ο εκτελεστός τίτλος είναι δικαστική απόφαση ή διαταγή ή ως υπερήμεροι οφειλέτες παροχής, όταν πρόκειται για άλλο εκτελεστό τίτλο. Με βάση τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, το παρόν Δικαστήριο δεν πιθανολογεί ότι θα ευδοκιμήσει ο μοναδικός προβαλλόμενος λόγος ανακοπής και ότι θα γίνει αυτή δεκτή. Συνακολούθως των ανωτέρω η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, γενομένης δεκτής και της προφορικώς ασκηθείσας πρόσθετης παρέμβασης υπέρ του καθ' ου η αίτηση. Η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων δεν πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του αιτούντος, κατά το αίτημα του καθ' ου και του προσθέτως παρεμβαίνοντος ΝΠΔΔ, αλλά να συμψηφιστεί στο σύνολο της, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας ως προς την ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν [άρθρο 179 ΚΠολΔ, η εφαρμογή του οποίου δεν αποκλείεται από τη διάταξη του άρθρου 84§2 εδ. γ' Ν 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων», όπως έχει αυτό τροποποιηθεί από το άρθρο 14§3 Ν 4236/2014, βλ. σχετικά και ΕΦ ΠΕΙΡ 595/2022, ΕΦ ΛΑΡ 250/2022 αμφότερες δημοσιευθείσες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ].

Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο dsanet.gr

Διαδίκτυο & τεχνητή νοημοσύνη στο ελληνικό δίκαιο

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΖΕΚΟΣ

ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ & ΔΙΚΑΙΟ

Πολιτική Δικονομία Ε έκδοση
send