logo-print

Υπολογισμός του νομίμου ορίου δικηγορικής αμοιβής σε επιταγή προς πληρωμή (ΜΠΑ 1019/2025)

Απόρριψη ανακοπής κατά επιταγής προς πληρωμή, ως προς το κονδύλι ποσού 8.000 ευρώ για την αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου για τη σύνταξη της επιταγής

08/05/2025

08/05/2025

Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως ΙΙΙ/α Β έκδοση
Το μέτρο απόδειξης στην πιθανολόγηση ΕΠολΔ 30

Απορρίφθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο ανακοπή κατά επιταγής προς πληρωμή, ως προς το κονδύλι ποσού 8.000 ευρώ που εκλήθησαν να καταβάλουν στις καθών ως αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου τους για τη σύνταξη της επιταγής (ΜΠΑ 1019/2025).

Το δικαστήριο έκρινε ότι η αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου των καθών για τη σύνταξη της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή και εκτέλεση είναι νόμιμη, γιατί: α) δεν υπερβαίνει το ποσό της νόμιμης αμοιβής του, ίσης προς την επιδικασθείσα εις βάρος τους δικαστική δαπάνη ύψους 7.100,00 ευρώ, που αποτελεί το όριο καθορισμού του ύψους της δικής του αμοιβής λόγω πλασματικής ερημοδικίας τους εκ της μη καταβολής δικαστικού ενσήμου (7.100 ευρώ δικαστική δαπάνη συν 24% ΦΠΑ επί του άνω ποσού από 1704,00 ευρώ ίσον 8.804,00 ευρώ σύνολο νόμιμης αμοιβής του), β) δεν υπερβαίνει το νόμιμο ποσό της αμοιβής του σε ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής, εφόσον πρόκειται για αγωγή με αντικείμενο αποτιμητό σε χρήμα και, εν προκειμένω, για την αξίωση της αγωγής του συνολικού ποσού 402.470,00 ευρώ, με αποτέλεσμα η νόμιμη αμοιβή να ανέρχεται σε 9.981, 25 ευρώ, ποσό μεγαλύτερο του αξιουμένου για την αμοιβή του με την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή και εκτέλεση.

Το δικαστήριο έκρινε ότι τα ως επικαλούμενα από τις ανακόπτουσες πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν καθιστούν την ενέργεια των καθ’ ων να επισπεύσουν σε βάρος τους αναγκαστική εκτέλεση και να ορίσουν ως αμοιβή του δικηγόρου στην επιδοθείσα επιταγή το ποσό των 8.000,00 ευρώ εκφεύγουσα των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, πολλώ δε μάλλον όταν η αξίωση αυτή για καταβολή αμοιβής για την σύνταξη επιταγής ισόποσης με την επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη είναι νόμιμη κατ’ άρθρον 72 παρ. 1 του ν. 4194/2013. Η δε δικαστική απόφαση είναι τίτλος εκτελεστός για κάθε μία διάταξη του διατακτικού της. Ο νόμος (άρθρου 72 ν. 4194/2013) δεν κάνει διάκριση αναλόγως του επιτασσόμενου ποσού, επομένως ακόμη και αν ζητείται μέρος του επιδικαζόμενου αντικειμένου, οφείλεται ολόκληρη η αμοιβή.

Απορριπτέος κρίθηκε και ο ισχυρισμός ότι δεν είναι δυνατόν να εξομοιώνεται η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου για την εκτέλεση του συνόλου του διατακτικού της υπό εκτέλεση αποφάσεως, με την αμοιβή για την εκτέλεση ενός μόνο μέρους αυτής, διότι στο ν. 4194/2013, η ελάχιστη αμοιβή για σύνταξη επιταγής δεν συναρτάται με παράγοντες όπως επιστημονική εργασία, πολυπλοκότητα, αναλωθέντα χρόνο, αξία αντικειμένου, σπουδαιότητα, περιστάσεις και γενικά καταβληθείσες ή εξώδικες ενέργειες.

Τέλος, όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι ο καθ’ου δεν κατέβαλε την αμοιβή για την σύνταξη επιταγής στον πληρεξούσιο δικηγόρο, η αμοιβή αυτή δεν απαιτείται να έχει προκαταβληθεί στον συντάξαντα την επιταγή δικηγόρο από τον επισπεύδοντα την εκτέλεση εντολέα, αφού η εν λόγω αμοιβή αφαιρείται από το πλειστηρίασα ως έξοδο εκτέλεσης. Η δικηγορική αμοιβή για τη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή δεν είναι απαραίτητο να προκαταβληθεί από τον επισπεύδοντα, αλλά μπορεί να εισπραχθεί απευθείας από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού πριν τη διανομή του πλειστηριάσματος στους καταταγέντες δανειστές, μόνον, εφόσον, όμως, αυτή έχει περιληφθεί στην επιταγή προς εκτέλεση, ώστε να αποτελεί έξοδο της εκτέλεσης. Δεν απαιτείται προκαταβολή της εν λόγω αμοιβής από τον επισπεύδοντα, προκειμένου να είναι νόμιμη η συμπερίληψή της στην επιταγή.

Απόσπασμα απόφασης

Εξάλλου, δεν μπορεί να συναχθεί από τη γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 72 το συμπέρασμα ότι με αυτήν εννοείται ότι η αμοιβή για τη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή έχει ήδη συμπεριληφθεί στην επιδικαζόμενη δικαστική δαπάνη (δεν πρόκειται δηλαδή περί «διπλής πληρωμής» του ιδίου κονδυλίου) διότι αφενός η δικαστική δαπάνη περιλαμβάνει όσα ορίζονται στα άρθρα 176 επ. ΚΠολΔ και αφορά τις (μέχρι τη στιγμή της συζήτησης και έκδοσης απόφασης πραγματοποιηθείσες ενέργειες (τα δικαστικά έξοδα και την αμοιβή του δικηγόρου), ενώ η αμοιβή για σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση αφορά αμοιβή μεταγενέστερης δικηγορικής ενέργειας. Αφετέρου, δεν είναι δυνατόν το δικαστήριο να καθορίζει αμοιβή για δικηγορικές ενέργειες που έπονται της έκδοσης της απόφασης, μετά την οποία απεκδύεται της σχετικής εξουσίας, από μόνο το εικαζόμενο ενδεχόμενο της διενέργειάς τους, καθώς τυχόν μεταγενέστερες ενέργειες μόνο ενδεχόμενο είναι να λάβουν χώρα και το δικαστήριο, στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 106 και 108 ΚΠολΔ, δεν μπορεί εκ των προτέρων ούτε να τις περιορίσει αλλά ούτε και να τις διατάξει ή να τις καθορίσει. Επιπλέον, εάν ήθελε υποτεθεί ότι η αμοιβή για την επιταγή συμπεριλαμβάνεται στη δικαστική δαπάνη, αυτό θα σήμαινε ότι η αμοιβή αυτή θα επιβάρυνε τελικώς τον δανειστή, η αλλιώς, τον ίδιο τον συντάξαντα δικηγόρο. Ούτε βεβαίως μπορεί να υποστηριχθεί ότι εφόσον συνταχθεί επιταγή προς εκτέλεση δεν εισπράττεται πλέον δικαστική δαπάνη αλλά μόνο η ισόποση αμοιβή για σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση, καθώς κάτι τέτοιο θα αποτελούσε ευθέως παραβίαση του διατακτικού της εκτελουμένης αποφάσεως αλλά και ζημία του επισπεύδοντος που δεν θα εισέπραττε τα καταβληθέντα δικαστικά έξοδα. Τέλος, σημειώνεται ότι η δυνατότητα αύξησης της αμοιβής ή μείωσης αυτής (άρθρα 98 παρ. 1 και 102 αντίστοιχα) προβλέπεται μεν στο ν. 4194/2013, αλλά η μείωση της αμοιβής συγχωρείται μόνο στην περίπτωση διογκωμένου αιτήματος της αγωγής. Είναι προφανές, επομένως ότι η ρύθμιση του άρθρου 72 ΚΔικ υπηρετεί τον εύλογο νομοθετικό σκοπό της περιστολής των καθυστερήσεων και της δυστροπίας στις οικονομικές συναλλαγές, είναι πρόσφορη για την επίτευξη του στόχου αυτού και επιπρόσθετα τελεί σε εύλογη αναλογία προς αυτή, από τη στιγμή που ο διάδικος που ηττήθηκε, έχει πάντοτε τη δυνατότητα να συμμορφωθεί εκούσια προς το ποσό που επιδικάστηκε σε βάρος του, αποφεύγοντας την επιβάρυνση. (ΑΠ 1989/2022 αδημ., Εφ ΑΘ 4441/2022, Εφ ΑΘ 3499/2021, Μ Εφ Θεσ 20/2020 ΕλΔνη 2020. 790) . Εξάλλου κατά το άρθρο 932 ΚΠολΔ, τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης βαρύνουν εκείνον κατά του οποίου αυτή στρέφεται και προκαταβάλλονται από εκείνον που την επισπεύδει, ενώ κατά το άρθρο 975 του ίδιου κώδικα η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται, αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της εκτέλεσης που ορίζονται αιτιολογημένα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις αυτές, στη δεύτερη των οποίων γίνεται διάκριση μεταξύ αφαίρεσης των εξόδων και κατάταξης των προνομιακών απαιτήσεων, υπέγγυο στους δανειστές είναι το ποσό του πλειστηριάσματος που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, τα οποία δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των προνομίων ούτε κατατάσσονται στον πίνακα, αλλά προαφαιρούνται προκειμένου να γίνει η κατάταξη των δανειστών, ορίζονται δε με τον πίνακα κατάταξης ή με ιδιαίτερη πράξη, με την οποία ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δικαιολογεί τα σχετικά κονδύλια προκειμένου να τα προαφαιρέσει από το πλειστηρίασμα. Δικαιούχος των εξόδων εκτέλεσης είναι κατ' αρχήν ο δανειστής που επέσπευσε την εκτέλεση, όμως ως δικαιούχοι νοούνται και τα όργανα της εκτέλεσης και ειδικότερα ο δικαστικός επιμελητής και ο υπάλληλος του πλειστηριασμού (συμβολαιογράφος), καίτοι τα πρόσωπα αυτά δεν νομιμοποιούνται να αναζητήσουν τα σχετικά έξοδα από τον καθού η εκτέλεση, αφού με αυτόν δεν συνδέονται με κατάλληλη έννομη σχέση. Δηλαδή τα έξοδα της εκτέλεσης δεν κατατάσσονται στο συντασσόμενο από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού πίνακα, ωστόσο η σχετική εκκαθαριστική πράξη του αποτελεί διανομή του πλειστηριάσματος και προσβάλλεται συνεπώς με την ανακοπή του άρθρ. 979 ΚΠολΔ. Εξάλλου ως έξοδα εκτέλεσης κατά τις παραπάνω διατάξεις νοούνται όλες οι δαπάνες που γίνονται από τον επισπεύδοντα την εκτέλεση δανειστή και αποβλέπουν στο γενικό συμφέρον όλων των δανειστών, εφόσον είναι αναγκαίες για τη διαδικασία της εκτέλεσης από την έναρξή της μέχρι και την περάτωσή της, δηλαδή ανάγονται στην προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, στην κατάσχεση, στη συντήρηση του κατασχεθέντος πράγματος, στον πλειστηριασμό και στην κατάταξη των δανειστών. Στα έξοδα εκτέλεσης περιλαμβάνονται τα έξοδα της προδικασίας και των προπαρασκευαστικών πράξεων της εκτέλεσης, μεταξύ δε αυτών περιλαμβάνονται πρωταρχικά τα έξοδα και δικαιώματα για τη λήψη απογράφου, σύνταξη αντιγράφου αυτού και επιταγής προς πληρωμή. Αντίθετα δεν περιλαμβάνονται τα έξοδα που έγιναν προς το αποκλειστικό συμφέρον είτε του επισπεύδοντος είτε των αναγγελθέντων δανειστών ούτε επίσης όσα έγιναν από υπαιτιότητα του επισπεύδοντος, όπως είναι τα έξοδα πλειστηριασμού που ματαιώθηκε λόγω παρόδου προθεσμίας ή λόγω ακυρότητας των πράξεων (ΑΠ 2210/2014, ΑΠ 300/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο dsanet.gr

Η μικρή και κλειστή οικογενειακή ανώνυμη εταιρία

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΓΕΝΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Η διόρθωση ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής, 2η έκδ., 2024
send