logo-print

Αντιδιαστολή συμβάσεων μερικής δέσμευσης (allotment) και εγγυημένης κράτησης κλινών (commitment) (ΜονΕφΚερκ 14/2023)

Πουθενά στις επίδικες συμβάσεις δεν υπάρχει ρητή αναφορά περί υποχρέωσης του εναγομένου τουριστικού οργανισμού να καλύψει εφάπαξ ή σε ορισθείσες εκ των προτέρων δόσεις το τίμημα του συνόλου των κρατηθέντων δωματίων-κλινών

07/03/2023

09/03/2023

Οι υποχρεώσεις διατροφής στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΟΥΡΤΗΣ

ΔΗΜΟΣΙΟ & ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ - ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

Επιδόσεις στο εξωτερικό Β έκδοση

Σε ερμηνεία, υπό το πρίσμα του γερμανικού δικαίου, των συμβάσεων μερικής δέσμευσης (allotment) και εγγυημένης κράτησης κλινών (commitment) προέβη του Μονομελές Εφετείο Κέρκυρας με πρόσφατη απόφασή του (ΜονΕφΚερκ 14/2023).

Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, η ενάγουσα διατηρεί και εκμεταλλεύεται ξενοδοχειακό συγκρότημα στην  Κέρκυρας και η εναγόμενη είναι τουριστικός οργανισμός με έδρα την Γερμανία. Στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της τελευταίας εντάσσεται η μίσθωση ξενοδοχειακών κλινών, μέσω της κατάρτισης συμβάσεων με ξενοδοχεία για τη χρήση των κλινών από πελάτες της.

Στις συμβάσεις που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων, για την επίλυση των διαφορών που τυχόν θα ανέκυπταν κατά την εκτέλεσή τους, ορίστηκε ως εφαρμοστέο το γερμανικό δίκαιο. Τα δίκαιο αυτό τυγχάνει εφαρμοστέο, καθόσον, η εγκυρότητα κατά τύπο της σύναψης της ρήτρας επιλογής δικαίου (σύμβαση παραπομπής) ελέγχεται κατά το δίκαιο που θα  εφαρμοστεί στη σύμβαση, η οποία και περιέχει τη ρήτρα επιλογής εφαρμοστέου δικαίου (§§27 παρ. 4 και 31 παρ. 1 του ΕισΝομγερμΑΚ).  Σε περίπτωση, δηλαδή, που ως εφαρμοστέο δίκαιο έχει συμφωνηθεί το γερμανικό, θα εφαρμοστούν οι §§305 επ. γερμΑΚ, διότι η γερμανική νομολογία δέχεται ότι ρήτρα επιλογής δικαίου είναι άκυρη, μόνο όταν αιφνιδιάζει το ένα από τα δύο μέρη. Όταν δε σε διασυνοριακές συναλλαγές έχει συμφωνηθεί ως εφαρμοστέο δίκαιο το δίκαιο ενός από τα δυο μέρη, όπως εν προκειμένω, που η έδρα της εναγόμενης εταιρίας βρίσκεται στη Γερμανία, τότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτή η ρήτρα αιφνιδιάζει τον αντισυμβαλλόμενο.

Περαιτέρω, στο γερμανικό δίκαιο, συναντάται η σύμβαση allotment αφενός, στην οποία οι κλίνες είναι διαθέσιμες προς κράτηση από τον ταξιδιωτικό πράκτορα μέχρι μια προθεσμία, συνήθως 2 εβδομάδων, πριν την περίοδο της μίσθωσης, και σε αυτήν την περίπτωση τον κίνδυνο μη εκμίσθωσης των κλινών φέρει ο ξενοδόχος, και η σύμβαση εγγυημένης κράτησης αφετέρου, στην οποία είναι εκ των προτέρων καθορισμένος ο αριθμός των υπό κράτηση κλινών και ο ταξιδιωτικός πράκτορας αναλαμβάνει όλον τον κίνδυνο μη εκμίσθωσης των κλινών.

Σημειώνεται δε, ότι σε αντίθεση με το ελληνικό δίκαιο, καμία από τις ανωτέρω περιπτώσεις ούτε και γενικότερα η ξενοδοχειακή σύμβαση ρυθμίζονται νομοθετικά στο γερμανικό δίκαιο, αντίθετα η τελευταία αντιμετωπίζεται στη γερμανική έννομη τάξη ως μορφή της «σύμβασης ξενίας», η οποία επίσης δεν αντιμετωπίζεται ρητά στον γερμΑΚ ή σε άλλο νομοθέτημα, οι δε ανωτέρω μορφές «συμβάσεων ξενίας» εντοπίζονται στην πράξη και αντιμετωπίζονται με βάση την εκεί διαμορφωθείσα νομολογία.

Εν προκειμένω, ο δικαστήριο δέχθηκε ότι  οι επίδικες συμβάσεις είχαν τον χαρακτήρα συμβάσεων «allotment». Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, στο σύνολο των συμβάσεων και των παραρτημάτων αυτών που καταρτίστηκαν από τους διαδίκους χρησιμοποιείται ο όρος «allotment», ενώ πουθενά δεν υπάρχει ρητή αναφορά περί υποχρέωσης της εναγόμενης να καλύψει εφάπαξ ή σε ορισθείσες εκ των προτέρων δόσεις το τίμημα του συνόλου των κρατηθέντων δωματίων-κλινών. Άλλωστε, προβλέφθηκε σε αυτές περίοδος αποδέσμευσης των δωματίων, με τη ρητή αναφορά ότι ένα επιμέρους σύνολο δωματίων διατίθεται στον ταξιδιωτικό πράκτορα για τις αντίστοιχες ημερομηνίες άφιξης μέχρι τις ημέρες που έχουν δηλωθεί, ότι έως τότε ο τελευταίος πρέπει να στείλει στον προμηθευτή την τελική λίστα πληρότητας του ξενοδοχείου και ότι, ακολούθως, εκείνη θα αποδεσμεύσει το επιμέρους σύνολο των δωματίων, αποκλεισμένων τυχόν αξιώσεών της έναντι της εναγόμενης, για ζημίες, εξαιτίας ελλιπούς πληρότητας του συνόλου των δωματίων.

Επίσης, καμία αναφορά δεν υπάρχει στις επίδικες συμβάσεις για ρύθμιση της οικονομικής υποχρέωσης της εναγόμενης να καταβάλει κατ' έτος, είτε εφάπαξ είτε σε δόσεις, το μίσθωμα που αναλογούσε στο επιμέρους σύνολο των δωματίων/κλινών των οποίων εγγυήθηκε τη μίσθωση, ενώ η όλη επιχειρηματολογία της ενάγουσας, σχετικά με τον χαρακτήρα των συμβάσεων, ανατρέπεται και από τη στάση της κατά τη διάρκεια της εκτέλεσής τους και τα όσα η ίδια εκθέτει, αναφορικά με τον κίνδυνο μη εκμίσθωσης των δωματίων/κλινών που είχε δεσμεύσει η εναγόμενη, για τον οποίο η ενάγουσα εκδήλωνε την ανησυχία της. Τούτο, διότι, αν οι επίμαχες συμβάσεις είχαν χαρακτήρα εγγυημένης κράτησης, δεν θα είχε οικονομική σημασία για την ενάγουσα πόσα από τα εν λόγω δωμάτια θα εκμισθώνονταν, αφού η εναγόμενη θα όφειλε το μίσθωμα για το σύνολο των δωματίων/κλινών που είχε δεσμεύσει

Απόσπασμα απόφασης

Περαιτέρω, οι επίδικες συμβάσεις είχαν τον χαρακτήρα συμβάσεων «Allotment» (Kontingentvertrag), στις οποίες, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, κατά το γερμανικό δίκαιο (βλ. με αριθ. πρωτ. 62/4-10-2017 και 399/5-10-2017 νομικές πληροφορίες), οι κλίνες είναι διαθέσιμες προς κράτηση από τον ταξιδιωτικό πράκτορα μέχρι μία προθεσμία, συνήθως δύο (2) εβδομάδων πριν την περίοδο της μίσθωσης, και τον κίνδυνο μη εκμίσθωσής τους φέρει ο ξενοδόχος, σε αντίθεση με τις συμβάσεις εγγυημένης κράτησης (Festanmietung), στις οποίες είναι εκ των προτέρων καθορισμένος ο αριθμός των υπό κράτηση κλινών και ο ταξιδιωτικός πράκτορας αναλαμβάνει τον κίνδυνο μη εκμίσθωσης των κλινών. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με το ελληνικό δίκαιο, καμία από τις ανωτέρω περιπτώσεις ούτε και γενικότερα η ξενοδοχειακή σύμβαση (Hotelvertrag) ρυθμίζονται νομοθετικά στο γερμανικό δίκαιο, αντίθετα η τελευταία αντιμετωπίζεται στη γερμανική έννομη τάξη ως μορφή της «σύμβασης ξενίας» (Beherberungsvertrag), η οποία επίσης δεν αντιμετωπίζεται ρητά στον γερμΑΚ ή σε άλλο νομοθέτημα, οι δε ανωτέρω μορφές «συμβάσεων ξενίας» εντοπίζονται στην πράξη και αντιμετωπίζονται με βάση την εκεί διαμορφωθείσα νομολογία. Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου στηρίζεται κατ' αρχάς στο γεγονός ότι στο σύνολο των συμβάσεων και των παραρτημάτων αυτών που καταρτίστηκαν από τους διαδίκους χρησιμοποιείται ο όρος «allotment», ενώ σε κανένα σημείο των συμβάσεων και των παραρτημάτων αυτών δεν υπάρχει ρητή αναφορά περί υποχρέωσης της εναγόμενης να καλύψει εφάπαξ ή σε ορισθείσες εκ των προτέρων δόσεις το τίμημα του συνόλου των κρατηθέντων δωματίων-κλινών. Άλλωστε, για τον ανωτέρω λόγο, δηλαδή ότι οι ένδικες συμβάσεις είχαν τον χαρακτήρα «allotment», προβλέφθηκε σε αυτές περίοδος αποδέσμευσης των δωματίων, με χρονικό πλαίσιο ανάλογα με την περίοδο (A, Β ή Γ) του χρονικού διαστήματος της μίσθωσης, με τη ρητή αναφορά στις συμβάσεις ότι ένα επιμέρους σύνολο δωματίων (: «contingent») διατίθεται στον ταξιδιωτικό πράκτορα (εναγόμενη) για τις αντίστοιχες ημερομηνίες άφιξης μέχρι τις ημέρες που έχουν δηλωθεί, ότι έως τότε ο τελευταίος πρέπει να στείλει στον προμηθευτή (: «Supplier» - ενάγουσα) την τελική λίστα πληρότητας του ξενοδοχείου και ότι, ακολούθως, εκείνη θα αποδεσμεύσει το επιμέρους σύνολο των δωματίων, αποκλεισμένων τυχόν αξιώσεών της έναντι της εναγόμενης, για ζημίες, εξαιτίας ελλιπούς πληρότητας του συνόλου των δωματίων. Η εκκαλούσα ισχυρίζεται, βέβαια με τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσής της, ότι δεν μπορεί να συναχθεί το προαναφερθέν συμπέρασμα από τη χρήση του όρου «allotment» στις επίδικες συμβάσεις, αφενός διότι αυτές τιτλοφορούνται ως «Hotel Contracts», δηλαδή ξενοδοχειακές συμβάσεις, και όχι ως «Allotment Contracts», δηλαδή συμβάσεις allotment (ποσόστωσης), και αφετέρου διότι η ακριβής μετάφραση του εν λόγω όρου στα ελληνικό είναι «κατανομή» και με αυτήν του την έννοια στην καθομιλουμένη αγγλική γλώσσα χρησιμοποιήθηκε από τους συμβαλλόμενους, όχι δε με τη νομική έννοια του όρου, που παραπέμπει στις αντίστοιχες συμβάσεις. Ωστόσο, οι επίδικες συμβάσεις δεν έχουν ως τίτλο ούτε εκείνον των «Guaranteed Contracts», δηλαδή εγγυημένων συμβάσεων, ή «Commitment Contacts», δηλαδή συμβάσεων δέσμευσης, ή κάποιον άλλο συναφή όρο, που να παραπέμπει ευθέως σε συμβάσεις εγγυημένης κράτησης, περί των οποίων η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι πρόκειται στην ερευνώμενη περίπτωση. Περαιτέρω, μολονότι στις επίδικες συμβάσεις χρησιμοποιείται σε διάφορα σημεία τους ο όρος «allotment», ο οποίος στην καθομιλουμένη αγγλική γλώσσα έχει και την έννοια της «κατανομής», στα από 27-12-2011 και από 12-8-2012 παραρτήματα αυτών χρησιμοποιείται ο συνώνυμος όρος «allocation», ο οποίος επίσης μεταφράζεται ως «κατανομή» (βλ. λεξικά αγγλικής γλώσσας «Μerriam-Webster» και «Longman»). Το ανωτέρω γεγονός καταδεικνύει την ικανότητα εκείνων που συνέταξαν τις εν λόγω συμβάσεις να διακρίνουν μεταξύ δύο συνώνυμων όρων και να τους χρησιμοποιούν κατά περίπτωση, ανάλογα με το νόημα που επιθυμούσαν αν δώσουν σε αυτούς, ενώ δεν πρέπει να παραγνωριστεί και το γεγονός ότι οι επίδικες συμβάσεις αποτελούν νομικά κείμενα, συνταχθέντα, ύστερα από διαπραγματεύσεις μεταξύ των συμβαλλόμενων για τους επιμέρους όρους και συμφωνίες που θα περιλαμβάνονταν σε αυτές, όπως θα εκτεθεί αναλυτικά κατωτέρω, και μάλιστα από τους νομικούς παραστάτες της εναγόμενης, οι οποίοι ασφαλώς είχαν γνώση αμφοτέρων των προαναφερθέντων όρων και της έννοιας καθενός αυτούς, ώστε να μην χρησιμοποιήσουν αδόκιμα τον όρο «allotment» με την έννοιά του στην καθομιλουμένη αγγλική γλώσσα και όχι με τη νομική του έννοια, με τον κίνδυνο να προκαλέσουν σύγχυση αναφορικά με το ακριβές περιεχόμενο των συμφωνηθέντων. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιθέμενων, τυγχάνει αβάσιμος και ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι ο όρος «allotment» χρησιμοποιήθηκε και στην ηλεκτρονική αλληλογραφία της με την εφεσίβλητη -εναγόμενη, ιδίως δε στις  επιστολές του αναπληρωτή διευθύνοντος συμβούλου της, …, προς τους νόμιμους εκπροσώπους της αντιδίκου της, «ελλείψει άλλου ο οποίος μπορεί να περιγράφει στην Αγγλική το περιεχόμενό του». Τούτο, διότι ο ανωτέρω όρος, ο οποίος απαντάται -μεταξύ άλλων- σε διάφορα σημεία του από 15-7-2013 μηνύματος ηλεκτρονικής αλληλογραφίας: «... contracted allotment of RTH...», «... the contracted allotment...» κ.λπ., θα μπορούσε -κατά τα προεκτεθέντα- να αντικατασταθεί ευχερώς με τον όρο «allocation», που είχε ήδη χρησιμοποιηθεί στη μεταξύ τους σύμβαση με την έννοια που η ενάγουσα του αποδίδει, ή άλλων συνώνυμων με αυτόν, ενδεικτικά αναφερόμενων των «portion», «share», «quota», «part». Άξιο μνείας είναι, όμως, και το ότι στο ίδιο ανωτέρω μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας ο όρος «allotment» χρησιμοποιείται από τον νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας στις φράσεις «Despite those efforts, the figures still remain unbearably low: the contracted allotment of RTH... has an average occupancy of only 20%» και «... This fact, partly due to the perpetual refusal of RTH to grant an occupancy guarantee for the contracted allotment, has left us no choice...», οι οποίες αποδίδονται στην προσκομιζόμενη από την ίδια μετάφραση ως «... Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες, τα νούμερα παραμένουν αφόρητα χαμηλά: το allotment (αποστολή εναλλασσόμενων πελατών) του RTH που έχει συμφωνηθεί... έχει μέση πληρότητα μόλις 20%...» και «... Το γεγονός αυτό, εν μέρει λόγω της διαρκούς άρνησης του RTH να παράσχει εγγύηση πληρότητας για το συμφωνηθέν allotment, δεν μας αφήνει περιθώρια επιλογής...». Παρατηρείται, δηλαδή ότι ο όρος «allotment» επιλέγεται να μην μεταφραστεί στα ελληνικά με κάποιον από τους επικαλούμενους στην ένδικη έφεση τρόπους (: «κατανομή», «κατανομές-χώροι-είδος- διαμερισμάτων» ή «συμφωνηθείσα κατανομή-παραχώρηση αριθμού δωματίων»), αλλά με τη φράση «αποστολή εναλλασσόμενων πελατών», πιθανόν διότι, εάν αυτός αποδιδόταν με κάποια από τις έννοιες που επικαλείται η ενάγουσα, οι ως άνω φράσεις θα στερούνταν νοήματος. Πέραν τούτου, όμως, από τον τρόπο που διατυπώνεται ιδίως η δεύτερη από τις συγκεκριμένες φράσεις προκύπτει ανενδοίαστα ότι καμία σύμβαση εγγυημένης κράτησης δεν είχε καταρτιστεί και καμία συμφωνία για την παροχή εκ μέρους της εναγόμενης εγγύησης πληρότητας δεν είχε συναφθεί μεταξύ των διαδίκων, διαφορετικά ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας δεν θα έκανε λόγο στην ανωτέρω επιστολή του (και, μάλιστα, για πρώτη φορά στη μεταξύ τους αλληλογραφία) για «διαρκή άρνηση του RTH να παράσχει εγγύηση πληρότητας για το συμφωνηθέν allotment», αλλά για «μη τήρηση της αναληφθείσας από την εναγόμενη υποχρέωσης καταβολής του μισθώματος για όλα τα δωμάτια/κλίνες των οποίων εγγυήθηκε τη μίσθωση». Επίσης, σε όλες τις επίμαχες συμβάσεις γίνεται  λόγος (στο τμήμα με την κεφαλίδα «Οργάνωση) για μέριμνα του ταξιδιωτικού πράκτορα (Τ.Ο. - «Tour Operator») «... να συμπεριλάβει το ξενοδοχείο στο ταξιδιωτικό του πρόγραμμα, να το διαφημίζει και να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια χρησιμοποιώντας την τεράστια οργάνωση πωλήσεων που διαθέτει να γεμίζει τα δωμάτια που του παρέχει ο Πάροχος...» (βλ. προσκομιζόμενες από την εκκαλούσα - ενάγουσα συμβάσεις, μεταφρασμένες από την αγγλική γλώσσα στην ελληνική), όρος που δεν θα υπήρχε λόγος να συμπεριληφθεί σε αυτές, αν είχε αναληφθεί από την εναγόμενη ρητή υποχρέωσή της για πληρωμή του μισθώματος για το σύνολο των ξενοδοχειακών κλινών που είχε δεσμεύσει, με ανάληψη του σχετικού κινδύνου από τη μη εκμίσθωσή τους. Αντίθετα, καμία αναφορά δεν υπάρχει στις επίδικες συμβάσεις για ρύθμιση της οικονομικής υποχρέωσης της εναγόμενης να καταβάλει κατ' έτος, είτε εφάπαξ είτε σε δόσεις, το μίσθωμα που αναλογούσε στο επιμέρους σύνολο των δωματίων/κλινών των οποίων εγγυήθηκε τη μίσθωση, ενώ η όλη επιχειρηματολογία της ενάγουσας, σχετικά με τον χαρακτήρα των συμβάσεων, ανατρέπεται και από τη στάση της κατά τη διάρκεια της εκτέλεσής τους και τα όσα η ίδια εκθέτει τόσο στην ένδικη αγωγή όσο και στην αλληλογραφία της με την εναγόμενη (βλ. ενδεικτ. από 3-7-2013 επιστολή), αναφορικά με τον κίνδυνο μη εκμίσθωσης των δωματίων/κλινών που είχε δεσμεύσει η εναγόμενη, για τον οποίο η ενάγουσα εκδήλωνε την ανησυχία της. Τούτο, διότι, αν οι επίμαχες συμβάσεις είχαν χαρακτήρα εγγυημένης κράτησης, δεν θα είχε οικονομική σημασία για την ενάγουσα πόσα από τα εν λόγω δωμάτια θα εκμισθώνονταν, αφού η εναγόμενη θα όφειλε το μίσθωμα για το σύνολο των δωματίων/κλινών που είχε δεσμεύσει, η δε ως άνω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η ίδια -κατά τους ισχυρισμούς της- είχε ούτως ή άλλως συμφέρον στην κατά το δυνατόν μέγιστη πληρότητα του ξενοδοχείου της, αποβλέποντας στα παράπλευρα έσοδα που θα αποκέρδαινε από τις μη συμπεριλαμβανόμενες στο πλήρες («all inclusive») πακέτο υπηρεσίες προς τους πελάτες της και δη από τα καταστήματα που λειτουργούν εντός της ξενοδοχειακής μονάδας (boutique, είδη δώρων, mini market, spa, κέντρο για θαλάσσια σπορ, υδάτινο πάρκο κ.λπ.). Πράγματι, για τέτοιου είδους περιουσιακή ζημία (διαφυγόντα κέρδη) της ενάγουσας δεν υπήρχε σχετική πρόβλεψη στις επίδικες συμβάσεις, ώστε να δικαιούται αυτή να διατυπώνει στην αντισυμβαλλόμενή της σχετικό προβληματισμό, ενώ τα όποια παράπονά της και ενδεχόμενη αξίωσή της για αποζημίωση θα μπορούσαν να ερείδονται μόνο στην τυχόν εκ μέρους της τελευταίας πλημμελή εκπλήρωση των υποχρεώσεών της για την προβολή, διαφήμιση κ.λπ. του ξενοδοχείου της, βάσει της από 17-11-2010 μεταξύ τους «συμφωνίας για την παραχώρηση σήματος & υπηρεσιών εμπορίας/marketing». Ωστόσο, η ενάγουσα όχι μόνο δεν διατυπώνει ανάλογα παράπονα, αλλά στην ήδη αναφερθείσα από 15-7-2013 ηλεκτρονική επιστολή της προς την εναγόμενη την ευχαριστεί για τις προσπάθειες που κατέβαλε για τη βελτίωση της πληρότητας του ξενοδοχείου της (: «... Αναγνωρίζουμε τις προσπάθειες που κατέβαλε η … για τη βελτίωση της πληρότητας του Ξενοδοχείου. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες...»).

Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο dsanet.gr

Αγωγή περί κλήρου
Ο δικαστικός έλεγχος της δράσης των ανεξάρτητων αρχών

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ & ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ / ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

send