Παρένθετη Κύηση/Μητρότητα: Νομική και Κανονική θεώρηση μιας πρακτικής που ακροβατεί ανάμεσα στην επιθυμία για τεκνογονία και την εμπορευματοποίηση του σώματος
Ερωτήματα εν όψει Προτεινόμενης Νομοθετικής Ρύθμισης
του Αρχιμανδρίτη Αθηναγόρα Σουπουρτζή, Καθηγητή Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου Θεολογικής Ακαδημίας Volyn Ουκρανίας – Επισκέπτη Καθηγητή Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθηνών.
Η παρένθετη κύηση— όπως ισχύει νομικά στη χώρα μας, εφόσον η κυοφορούσα δεν καθίσταται νομικά «μητέρα»— προβάλλεται συχνά ως πράξη αλτρουισμού ή λύση για την τεκνογονία. Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί ένα εξαιρετικά ευαίσθητο ζήτημα! Όμως, κάτω από το νομικό περίβλημα, ελλοχεύουν κρίσιμα (βιο-) ηθικά, κοινωνικά και Κανονικά- θεολογικά ζητήματα. Το άρθρο αυτό επιχειρεί μια διπλή προσέγγιση: αφενός θέτει ερωτήματα σε διαφαινόμενες νομικές και βιοηθικές αντιφάσεις της πρακτικής αυτής, αφετέρου προβάλλει τη φωνή της Κανονικής δικαιικής πράξης της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία υπερασπίζεται τη μητρότητα ως σχέση και όχι ως υπηρεσία. Εν πλήρει επιγνώσει των απαιτήσεων της επιστημονικής δεοντολογίας, ιδίως όταν προσεγγίζονται πεδία στα οποία συνυφαίνονται το θετικό δίκαιο, η βιοηθική και το Κανονικό δίκαιο της Εκκλησίας , οφείλω να διευκρινίσω ότι δεν αποσκοπώ σε αντιπαράθεση με τη νομική θετικιστική σκέψη, την οποία εκτιμώ απολύτως ως ακρογωνιαίο λίθο της έννομης τάξης. Αντιθέτως, η πρόθεση του παρόντος κειμένου είναι να αναδείξει τη συμβολή της Κανονικής Παραδόσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως συμπληρωματικού και ερμηνευτικού εργαλείου, ικανού να φωτίσει ανθρωπολογικές και θεολογικές όψεις που, εάν παραλειφθούν, ο νομικός λόγος ενδέχεται να παραμείνει ημιτελής όταν καλείται να ρυθμίσει ζητήματα που αφορούν την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη και τη διαπροσωπική σχέση ως θεμέλιο του δικαίου.
Ειδικές συνθήκες και εξελίξεις του δημόσιου διαλόγου
Οι σύγχρονες διεκδικήσεις για ισότητα στη γονεϊκότητα, οι οποίες προωθούν την πρόσβαση στην παρένθετη κύηση ανεξαρτήτως φύλου ή οικογενειακής σύνθεσης, μετατοπίζουν τη συζήτηση από τη μητρότητα ως φυσική και βιωματική εμπειρία προς μια καθαρά νομική κατασκευή, η οποία ενίοτε αποσυνδέει το τέκνο από το πρότυπο των δύο φύλων στην ανατροφή.
Το ισχύον νομικό πλαίσιο, επιτρέπει την παρένθετη κύηση υπό προϋποθέσεις, με έμφαση στην «ανιδιοτελή πρόθεση» της κυοφορούσας και τη δικαστική έγκριση εκ των προτέρων. Παρά ταύτα, η ίδια η φύση της σύμβασης κυοφορίας εγείρει νομικά ζητήματα που σχετίζονται με την παραίτηση από το μητρικό ρόλο, την καταβολή αποζημίωσης και την αποσύνδεση της βιολογικής κύησης από την έννοια της μητρότητας ως βιωματικής σχέσης.
Το συνταγματικό πρόβλημα δεν εντοπίζεται μόνο στην παραβίαση της αρχής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (άρθρο 2 παρ. 1 Σ) ή της προστασίας της προσωπικότητας (άρθρο 5 Σ), αλλά πρωτίστως στην ενδεχόμενη νομιμοποίηση της εργαλειακής χρήσης του γυναικείου σώματος και στην απορρύθμιση της κανονιστικής λειτουργίας της γονικής σχέσης. Η καταβολή «εύλογης αποζημίωσης» τείνει να λειτουργεί, πρακτικά, ως έμμεσο οικονομικό αντάλλαγμα, υπονομεύοντας το κριτήριο της μη εμπορευματικότητας της αναπαραγωγικής λειτουργίας.
Δικαιοπολιτικές συνέπειες και το όριο της κρατικής ουδετερότητας
Είναι νομικά και ηθικά αποδεκτό ένα παιδί να έχει διαφορετική μητέρα ως προς το ωάριο, διαφορετική ως προς την κύηση και άλλη ως νομική μητέρα; Η θεσμική αποξένωση του φυσικού δεσμού μητρότητας, η οποία επιβάλλει στη γυναίκα που έτεκε να αποχωριστεί αμέσως το βρέφος χωρίς δικαίωμα επικοινωνίας ή ακόμη και θηλασμού, συνιστά μια βαθιά διαταραχή της ανθρώπινης σχέσης που η ίδια η φύση και η θεία πρόνοια θεμελίωσαν;
Η νομική δυνατότητα γονεϊκής τεκμηρίωσης χωρίς βιολογική ή κυοφορική σύνδεση, ιδίως υπό το πρίσμα αιτημάτων για διεύρυνση της πρόσβασης στην παρένθετη κύηση από πρόσωπα μη ιατρικά πάσχοντα (όπως άρρενες σύντροφοι), μεταφέρει τη συζήτηση στο πεδίο των ορίων του δικαιώματος τεκνογονίας. Η Πολιτεία δεν έχει απλώς διαχειριστικό ρόλο· φέρει την ευθύνη διαμόρφωσης ενός πλαισίου που δεν αδρανοποιεί τη διαγενεακή λογική της οικογένειας, ούτε αποσυνδέει το παιδί από την ιστορικά συγκροτημένη σχέση πατρότητας και μητρότητας.
Η θεσμική ουδετερότητα, σε περιπτώσεις σύγκρουσης μεταξύ ισότητας και φυσικής συνάφειας, δεν μπορεί να αποβεί μηδενιστική· δεν νοείται κράτος δικαίου που αγνοεί τη θεμελιακή αξία της ανθρώπινης σχέσης όταν αυτή υποκαθίσταται από νομικά τεχνήματα.
Κανονική Θεώρηση: Σώμα, Ηθική και Μητρότητα
Η Κανονική τάξη δεν αρνείται την πρόοδο της επιστήμης ούτε προσχωρεί σε αναχρονισμούς· καταθέτει, όμως, την εμπειρία της ενότητας προσώπου και σώματος ως θεμέλιο ανθρωπολογικής συνέπειας.
Η Δικαιική Εκκλησιαστική θεωρία και πράξη δεν θεωρούν το ανθρώπινο σώμα ως απλό βιολογικό όργανο ή ουδέτερη ύλη προς χειρισμό, αλλά ως φορέα του προσώπου, ιερό και άρρηκτα συνδεδεμένο με το μυστήριο της σωτηρίας. Το σώμα είναι ναός του Αγίου Πνεύματος (Κανόνας ΡΑ´ Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου), γι’ αυτό και κάθε χρήση του που αποκόπτεται από τη σωτηριολογική του διάσταση και την κοινωνία του προσώπου αλλοιώνει τον θεολογικό του χαρακτήρα.
Στο πλαίσιο αυτό, η μητρότητα δεν είναι μία λειτουργική κατάσταση ή βιολογική συνεισφορά, αλλά εκδήλωση σχέσης προσώπων, δωρεά ζωής και ευθύνη αγάπης. Η αποσύνδεσή της από το φυσικό, ψυχικό και πνευματικό της πλαίσιο συνιστά βαθύ τραύμα στην ανθρωπολογική- θεολογική κατανόηση της σχέσης μητέρας και παιδιού. Η Εκκλησία αντιμετωπίζει με περίσκεψη κάθε τεχνητή αναπαραγωγική τεχνική που αποσκοπεί στον χωρισμό της μητρότητας από την κυοφορία, διότι έτσι ακυρώνεται η ενότητα του προσώπου και αντικειμενοποιείται η γυναικεία ύπαρξη.
Οι Ιεροί Κανόνες, ιδίως μέσα από το Κανονικό έργο του Μεγάλου Βασιλείου, αναδεικνύουν με σαφήνεια την αντίληψη οτι κάθε χρήση του σώματος που αντιστρατεύεται τον φυσικό και πνευματικό του προορισμό συνιστά βιοηθική και Κανονο-δικαιική παρέκκλιση. Μέσα από τους Ιερούς του Κανόνες (Β΄, ΛΓ΄, ΝΒ΄), υπογραμμίζεται ότι η αποκοπή της σωματικότητας από την κοινωνία των προσώπων, η παραβίαση της φυσικής τάξης της τεκνογονίας και η αντικειμενοποίηση της ζωής οδηγούν σε εκτροπή από το ήθος της Εκκλησίας. Το ανθρώπινο σώμα δεν ανήκει στην ατομική αυθαιρεσία, αλλά στην προοπτική της αγάπης, της σχέσης και της κοινωνίας εν Χριστώ.
Η Κανονική Παράδοση είναι σαφής: κάθε πράξη που μετατρέπει τη μητρότητα σε παροχή υπηρεσίας ή σε εργαλείο ικανοποίησης επιθυμιών χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν το παιδί ως υποκείμενο δικαιωμάτων θίγει το εκκλησιαστικό ήθος. Συνεπώς οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι ερμηνευτές των Ιερών Κανόνων δεν ηθικολογούν· υπερασπίζονται την οντολογία του προσώπου. Η χρήση του σώματος ως μέσου για την επίτευξη αλλότριου σκοπού, ακόμη και εάν εδράζεται σε δικαστική απόφαση και συμφωνημένο πλαίσιο, δεν παύει να αποτελεί πράξη αλλοίωσης της εσωτερικής συνοχής του ανθρώπινου προσώπου.
Η Εκκλησία δεν απορρίπτει τον ανθρώπινο πόνο της ατεκνίας, ούτε στέκεται σκληρά απέναντι στην επιθυμία για παιδί· αλλά τα αντιμετωπίζει με ποιμαντική ευαισθησία και ενσυναίσθηση ιδιαίτερη. Ωστόσο, καλεί τον άνθρωπο να αναζητήσει την τεκνογονία μέσα από δρόμους που σέβονται την ολότητα του ανθρώπινου προσώπου και τη λειτουργική ενότητα σώματος και ψυχής. Η εργαλειακή χρήση του σώματος, ιδίως όταν αποκόπτεται από τη φυσική μητρική συνέχεια, καθίσταται ασύμβατη με το ήθος της Εκκλησίας και τη μαρτυρία της περί της ζωής.
Επίλογος
Η παρένθετη κύηση, ως θεσμοθετημένη μορφή υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, εγείρει εύλογα και θεμελιώδη ερωτήματα όχι μόνο σε επίπεδο νομικό αλλά και σε επίπεδο ανθρωπολογικό και ηθικό. Η εντεινόμενη αποσύνδεση μεταξύ της φυσικής, κοινωνικής και νομικής μητρότητας, η χρηματική αποζημίωση που τείνει να λειτουργεί ως έμμεσο αντάλλαγμα, καθώς και η επανεμφάνιση του φαινομένου της μεταναστευτικής εκμετάλλευσης των γυναικών, καθιστούν αναγκαία μια εκ βάθρων επανεξέταση του νομοθετικού πλαισίου.
Η ελληνική έννομη τάξη, θεμελιωμένη σε αρχές ανθρωπισμού και προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, θεμελιωμένη αναντίρρητα στη χριστιανική- εκκλησιαστική ηθική, δεν μπορεί να αγνοήσει τις κανονικές και θεολογικές αντιστάσεις που εδράζονται στη μακραίωνη παράδοση του Ορθόδοξου Δικαίου, όπου η μητρότητα δεν ορίζεται ως λειτουργία προς διάθεση, αλλά ως αποστολή και βίωμα άρρηκτα δεμένο με το πρόσωπο και τη θυσιαστική αγάπη.
Η Πολιτεία καλείται να μην αρκείται στη ρύθμιση ενός φαινομένου με τεχνικούς όρους, αλλά να το εντάξει σε ένα σχέδιο συνταγματικής συνοχής και ανθρωπολογικής ευαισθησίας. Το φαινόμενο της παρένθετης κύησης προϋποθέτει νομοθετική ευθύνη που να διατηρεί την ισορροπία μεταξύ επιστημονικής εξέλιξης και θεμελιωδών αξιών του δικαίου, με κύριο γνώμονα την προστασία του παιδιού ως υποκειμένου δικαιωμάτων και όχι αντικειμένου επιθυμιών.
Η ανάδειξη αυτής της διάστασης δεν είναι αναχρονισμός· είναι υποχρέωση κάθε ευνομούμενης Πολιτείας.
*Το παρόν άρθρο γράφτηκε με αφορμή την συζήτηση για επερχόμενη ειδική διάταξη σε πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης, με το οποίο επιχειρείται τροποποίηση στο κεφάλαιο του Αστικού Κώδικα (άρθρο 1350) που αφορά στο οικογενειακό Δίκαιο.