logo-print

Αποχώρηση Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης

BREXIT: Πρώτη φορά άρθρο 50 Συνθήκη της ΕΕ

14/07/2016

03/12/2017

Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) αποτελεί μια πολιτική και οικονομική ενότητα, 28, μέχρι πρότινος, κρατών μελών τα οποία καλύπτουν γεωγραφικά σχεδόν όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο. Η ΕΕ είναι ανοιχτή τόσο στην προσχώρηση σε αυτή νέων κρατών, αλλά τόσο και στην κατά βούληση αποχώρηση από αυτήν.

Συγκεκριμένα, εισήχθη με την θέση σε ισχύ της συνθήκης της Λισσαβόνας την 1.12.2009 η πρόβλεψη του άρθρου 50 της Συνθήκης για την ΕΕ (ΣΕΕ), η οποία δίνει το δικαίωμα αποχώρησης ενός κράτους μέλους από την Ένωση, χωρίς να προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο κυρώσεις ή περιορισμοί για τα κράτη μέλη που επιθυμούν να ασκήσουν το εν λόγω δικαίωμα. Ωστόσο, μέχρι τώρα δεν έχει ενεργοποιηθεί το συγκεκριμένο άρθρο, ούτε και είχε φανεί ότι επίκειται η ενεργοποίησή του, καθώς τα περισσότερα κράτη προσπαθούν να προσχωρήσουν στην Ένωση και όχι να αποχωρήσουν από αυτή.

Παρόλα αυτά το Ηνωμένο Βασίλειο με ένα ιστορικό, για την πορεία όχι μόνο του ιδίου αλλά και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δημοψήφισμα, αποφάσισε να αποχωρήσει από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το ευρωπαϊκό ιδεώδες μετά από 43 χρόνια παραμονής.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗΣ ΜΕΛΟΥΣ ΤΗΣ ΕΕ

Α) ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ-ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ-ΣΥΜΦΩΝΙΑ:

Το άρθρο 50 ΣΕΕ στην παράγραφο 2 προβλέπει ότι το κράτος μέλος, το οποίο αποφασίζει να αποχωρήσει από την Ένωση, γνωστοποιεί την πρόθεσή του αυτή στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Έπειτα, η Ένωση, υπό το φως των προσανατολισμών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, προβαίνει σε διαπραγματεύσεις και συνάπτει με το εν λόγω κράτος συμφωνία που καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις αποχώρησης, αφού λάβει υπόψη τις μελλοντικές σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η διαπραγμάτευση της συμφωνίας γίνεται με βάση το άρθρο 218 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, που προβλέπει ότι η Επιτροπή ή ο ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, στο μέτρο που η συμφωνία αφορά αποκλειστικά ή κυρίως την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, υποβάλλει συστάσεις στο Συμβούλιο, το οποίο θα εκδώσει σχετική απόφαση που θα επιτρέπει την έναρξη των διαπραγματεύσεων και θα ορίζει τον διαπραγματευτή. Η συμφωνία μεταξύ του κράτους που αποχωρεί και της ΕΕ συνάπτεται από το Συμβούλιο στο όνομα της Ένωσης, το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, μετά από την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Β) ΙΣΧΥΣ ΕΝΩΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που προκύπτουν κατά τη διαδικασία αποχώρησης, αφορά την ισχύ των Συνθηκών, στις οποίες είναι μέλος το προς αποχώρηση κράτος (ΣΕΕ και ΣΛΕΕ), αλλά και του δευτερογενούς δικαίου της Ένωσης. Τόσο οι θεμελιώδεις συνθήκες της Ένωσης (πρωτογενές δίκαιο), όσο και οι διατάξεις των Κανονισμών, των Οδηγιών, των Αποφάσεων, κλπ. (δευτερογενές δίκαιο), εφαρμόζονται στο εθνικό δίκαιο όλων των κρατών μελών είτε απευθείας, για παράδειγμα αν πρόκειται για Κανονισμούς, είτε αφού πρώτα ενσωματωθούν σε εθνικό δίκαιο, αν πρόκειται για Οδηγίες.

Σύμφωνα με ρητή πρόβλεψη της παραγράφου 3 του άρθρου 50 ΣΕΕ, οι Συνθήκες δεν παύουν να ισχύουν ευθύς αμέσως από την στιγμή που ένα κράτος μέλος ασκήσει το δικαίωμα προς αποχώρησή του από την Ένωση, αλλά από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας αποχώρησης που θα συναφθεί τελικά ή σε περίπτωση που δεν υπάρξει τέτοια συμφωνία, η ισχύς των Συνθηκών λήγει δύο έτη μετά την ημερομηνία γνωστοποίησης της πρόθεσης αποχώρησης από το εν λόγω κράτος.

Γ) ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΑΝΕΝΤΑΞΗΣ

Το κράτος που θα αποφασίσει να αποχωρήσει από την Ένωση, σύμφωνα πάντα με τους εσωτερικούς συνταγματικούς κανόνες, δεν «τιμωρείται» επ’ άπειρον για την απόφασή του αυτή, καθώς έχει το δικαίωμα να ζητήσει την εκ νέου προσχώρησή του στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε μία τέτοια περίπτωση, ωστόσο, δεν προβλέπεται διακριτική μεταχείριση του εν λόγω κράτους, λόγω της προϋπάρχουσας ιδιότητας του ως μέλους της Ένωσης αλλά, αντιθέτως, θα πρέπει να υποβάλει εκ νέου αίτηση προσχώρησης και να υποβληθεί στις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 49 ΣΕΕ για οποιοδήποτε κράτος ζητά την προσχώρησή του στην ομάδα των κρατών μελών.

BREXIT- ΝΟΜΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

Το Ηνωμένο Βασίλειο μετά από 43 χρόνια παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση προέβη στις 23 Ιουνίου 2016 σε ένα ιστορικό δημοψήφισμα, από το αποτέλεσμα του οποίου φαίνεται ότι το άρθρο 50 ΣΕΕ, το οποίο ποτέ μέχρι τώρα δεν έχει εφαρμοστεί στην πράξη, θα ενεργοποιηθεί για πρώτη φορά. Πριν την προσχώρηση του στην (τότε) Κοινότητα (1973), το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν μέλος του EFTAIntergovernmental organization comprised of European countries who are not members of the EU.. Το Ηνωμένο Βασίλειο το 1975, σε μια προσπάθεια να διαπραγματευτεί τότε την παραμονή του ή όχι στην Κοινότητα, προέβη σε δημοψήφισμα διατυπώνοντας άτυπα το δικαίωμα αποχώρησης αλλά αποφάσισε τελικά να παραμείνει μέλος. Σήμερα, ξανά ενώπιον της ίδιας πρόκλησης, αποφάσισε να αποχωρήσει από την Ένωση, χωρίς να έχει ακόμη γνωστοποιήσει την πρόθεση του αυτή σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 50 παράγραφος 2 ΣΕΕ. Μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, μένει να φανεί πότε θα προβεί το Ηνωμένο Βασίλειο στην απαραίτητη γνωστοποίηση, πώς θα εξελιχθούν οι διαπραγματεύσεις για τις σχέσεις του με την Ευρωπαϊκή Ένωση μετά την αποχώρησή του και πόσο θα διαρκέσουν αυτές, καθώς και ποιες θα είναι οι πιθανές συνέπειες όσον αφορά τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης που έχει ήδη ενσωματώσει στο εθνικό του δίκαιο. Έτσι, η αποχώρησή του από την Ένωση δεν θα συμβεί αυτόματα, ενώ οι συνέπειες σε οικονομικό και νομικό επίπεδο δεν μπορούν να προβλεφθούν από τώρα, αλλά αναμένεται να φανούν μελλοντικά, ενδεχομένως τελικά και σε σημαντικό βάθος χρόνου.

ΜΟΝΤΕΛΑ ΣΧΕΣΕΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ       

Η απόφαση αποχώρησης, όπως και η ίδια η γνωστοποίηση της πρόθεσης αποχώρησης στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, καταρχήν δεν θα έχει άμεσες νομικές συνέπειες ούτε στο αγγλικό ούτε στο ενωσιακό δίκαιο. Ωστόσο, η γνωστοποίηση στο Συμβούλιο είναι αυτή που σηματοδοτεί το σημείο εκκίνησης των διαπραγματεύσεων του Ηνωμένου Βασιλείου με την ενωμένη Ευρώπη για να καθορίσει την σχέση του με αυτήν. Ήδη υπάρχουν διάφορα μοντέλα διεθνούς συνεργασίας, σύμφωνα τα οποία θα μπορούσε να ρυθμισθεί η νέα σχέση μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Τα μοντέλα αυτά είναι τα εξής:

Α) ΜΟΝΤΕΛΟ ΟΛΙΚΗΣ ΕΞΟΔΟΥ: Το Ηνωμένο Βασίλειο θα αποχωρήσει απολύτως από την Ένωση και δεν θα συνεχίσει να επωφελείται από την ενιαία αγορά που ρυθμίζουν οι θεμελιώδεις Συνθήκες της. Σε αυτή την περίπτωση, το Ηνωμένο Βασίλειο είτε θα στηριχθεί για τη διαπραγμάτευση με την Ευρωπαϊκή Ένωση αποκλειστικά στους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (οι οποίοι περιλαμβάνουν και κανόνες που διέπουν την επιβολή των δασμών επί των αγαθών και υπηρεσιών) ή θα πρέπει να διαπραγματευτεί μια νέα διμερή εμπορική συμφωνία με την Ένωση.

Β) ΤΟ ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ: Σε αυτή την περίπτωση το Ηνωμένο Βασίλειο θα αποχωρήσει μεν από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά θα παραμείνει στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ). Με τη ρύθμιση αυτή, το δίκαιο της Ένωσης σχετικά με τις τέσσερις βασικές ελευθερίες (ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των υπηρεσιών, των κεφαλαίων και των προσώπων, οι οποίες πέρα από τα κράτη μέλη της Ένωσης εφαρμόζονται και στις τρεις χώρες του ΕΟΧ) θα συνεχίσει σε μεγάλο βαθμό να ισχύει για το Ηνωμένο Βασίλειο με συνέπεια να διατηρήσουν οι επιχειρήσεις με έδρα στο έδαφός του την πλήρη πρόσβαση στην ενιαία αγορά.

Γ) ΤΟ ΕΛΒΕΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ: Στην περίπτωση αυτή, το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να αποχωρήσει από την Ένωση, χωρίς να συμμετέχει όμως στον ΕΟΧ. Μπορεί αντί αυτού να επανενταχθεί στον EFTA. Επί του παρόντος, μόνο η Ελβετία είναι μέλος του EFTA και όχι μέλος του ΕΟΧ.

ΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ

Το Ηνωμένο Βασίλειο καλείται να αποφασίσει το βαθμό στον οποίο η υφιστάμενη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να συνεχίσει να εφαρμόζεται στην επικράτειά του. Το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου είναι κυρίως “common law” («κοινοδίκαιον»), αλλά ένα σημαντικό μέρος του αποτελεί μεταφορά από το ευρωπαϊκό δίκαιο.

Αν το Ηνωμένο Βασίλειο αποφασίσει να ακολουθήσει το πρώτο μοντέλο (ολική έξοδος) ή το τρίτο (ελβετικό μοντέλο) αναγκαστικά θα επακολουθήσει μια πολυετής διαδικασία, κατά τη διάρκεια της οποίας η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου θα πρέπει να προσδιορίσει ποιες πτυχές του ενωσιακού δικαίου επιθυμεί είτε (i) να διατηρήσει ως εθνικό δίκαιο, είτε (ii) να τροποποιήσει, ή (iii) να καταργήσει. Μέχρι σήμερα η σχέση μεταξύ του δικαίου της Ένωσης και του δικαίου του Ηνωμένου Βασιλείου διέπεται κυρίως από τo European Communities Act 1972” («Πράξη Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 1972»), η οποία, μεταξύ άλλων:

i) προβλέπει την άμεση εφαρμογή των Kανονισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άμεσο αποτέλεσμα αυτών

ii) δίνει στη βρετανική κυβέρνηση την εξουσία να θεσπίζει κατ’ εξουσιοδότηση νομοθεσία για την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και

iii) προβλέπει την υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου έναντι του δικαίου του Ηνωμένου Βασιλείου.

Ωστόσο, μόνη η κατάργηση του European Communities Act 1972 δεν αρκεί για να αποφευχθεί η ανάγκη για την εκτεταμένη αναθεώρηση των υφιστάμενων νόμων του Ηνωμένου Βασιλείου που αποτελούν την ενσωμάτωση ευρωπαϊκών Οδηγιών,.

Τέλος, αν το Ηνωμένο Βασίλειο, μετά από τις διαπραγματεύσεις αποχώρησης αποφασίσει να ακολουθήσει το νορβηγικό μοντέλο, η ενωσιακή νομοθεσία σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίων και των προσώπων είναι πιθανόν να συνεχίσει να εφαρμόζεται σε μεγάλο βαθμό στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το εάν κάτι τέτοιο θα ισχύσει και η ακριβής έκταση αυτού, θα εξαρτηθεί από την έκβαση των διαπραγματεύσεων εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου.

Οι συνέπειες λοιπόν στον νομικό κόσμο και, κατ’ επέκταση, και στον οικονομικό κόσμο θα οριστικοποιηθούν και θα γίνουν ορατές τα επόμενα χρόνια, οπότε και θα διαφανεί εάν η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου θα αποτελέσει τελικά παράδειγμα προς μίμηση ή προς αποφυγή για τα υπόλοιπα κράτη μέλη.

Η απόδειξη στην ποινική δίκη

Άγγελος Ι. Κωνσταντινίδης

 

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ / ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Ανταλλάξιμα κτήματα -Δημοσιεύματα ΕπΑκ Νο 3

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ

send