Η Νομική Παράσταση στη Διαμεσολάβηση
Το πεδίο αναβάθμισης του δικηγορικού λειτουργήματος
18/07/2025
18/07/2025
Το μήνυμα που εντονότερα εκπέμπεται πια στους δικηγόρους είναι πως το επαγγελματικό κι εργασιακό τους μέλλον χρειάζεται να συμπεριλάβει, μεταξύ άλλων, εν γένει τις εναλλακτικές μορφές επίλυσης διαφορών υπό διαφορετική σκοπιά, ιδίως τη διαμεσολάβηση. Δεν προέρχεται τούτο το μήνυμα μόνο από το πρόσφατο άρθρο 60 του Ν. 5197/2025, βάσει του οποίου οι δικηγόροι θα λάβουν «επίδομα» επιμόρφωσης ως προς τον ρόλο τους στη διαμεσολάβηση «για την αποτελεσματικότερη εκτέλεση των καθηκόντων» τους, ούτε μόνο από την ήδη συσταθείσα Ειδική Γραμματεία Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών που ασχολείται ακριβώς με την αναμόρφωση και αναβάθμιση των ήδη υφιστάμενων σχετικών θεσμών, μήτε μόνο από τις ήδη διακινούμενες σκέψεις περί «κώδικα εναλλακτικής επίλυσης διαφορών» που θα περιλαμβάνει τη διαμεσολάβηση, τη διαιτησία, τη δικαστική μεσολάβηση. Ο θεμελιώδης πομπός του μηνύματος είναι η πραγματικότητα των συνθηκών και των ρυθμών απονομής δικαιοσύνης, τις οποίες βιώνουν ποικιλοτρόπως και τις γνωρίζουν σε διαφορετικό βαθμό άπαντες οι απασχολούμενοι στο εν λόγω σύστημα, εξίσου με την ίδια την αγορά, η οποία συχνότατα φέρει ζητούμενα και ζητήματα των οποίων η επίλυση ή η περαίωση εξυπηρετείται ωφελιμότερα από θεσμούς, όπως η διαμεσολάβηση. Τα δεδομένα είναι τα εξής: 1) υπάρχουν διαφορές/ζητήματα/προβλήματα που επιλύονται μόνο από τα δικαστήρια, 2) υπάρχουν διαφορές/συγκρούσεις/θέματα/ζητήματα/προβλήματα που δυνητικά επιλύονται πιο ικανοποιητικά και πιο αποτελεσματικά με αξιοποίηση της διαμεσολάβησης ή με προσφυγή σε αυτήν. Εξ άλλου, η ματαίωση περιμένει όποιον δικηγορεί στην Ελλάδα ακόμη και για τα ανωτέρω αναφερόμενα επιδοτούμενα προγράμματα επιμόρφωσης των νομικών παραστατών στη διαμεσολάβηση, καθώς ο σχεδιαζόμενος τρόπος πραγματοποίησής τους κατά το προσεχές χρονικό διάστημα επιεικώς περικλείεται στη διατύπωση «ουδείς ενδιαφέρεται ουσιαστικά και ικανοποιητικά στο Υπουργείο Δικαιοσύνης για τη διαμεσολάβηση». Κατ’ επέκταση, το να αντιληφθεί τί στερείται όποιος δικηγορεί στην Ελλάδα και δεν γνωρίζει τη διαμεσολάβηση στην πραγματική της διάσταση, όχι στη στρεβλή, εναπόκειται στην προσωπική του νομική και ουμανιστική καλλιέργεια.
Μερικοί δικηγόροι, μόλις ακούσουν ή διαβάσουν τα παραπάνω, διαθέτουν ορισμένες «έτοιμες» σκέψεις: «άμα είναι να τα βρούνε εκτός δικαστηρίων οι εμπλεκόμενοι τα βρίσκουμε και μόνοι μας οι δικηγόροι, τι θα κάνει ένας διαμεσολαβητής που δεν το κάνουμε οι δικηγόροι, δεν μπορεί να δουλέψει η διαμεσολάβηση από ιδιώτες, μόνο ένας δικαστής μπορεί να μεσολαβήσει, δεν μας συμφέρουν τους δικηγόρους τέτοιοι θεσμοί, χάνουμε ύλη απασχόλησης στα δικαστήρια, δεν γίνεται ν’ ασχολούμαστε με τα συναισθήματα των ανθρώπων, είναι δουλειά άλλων αυτή, ο δικηγόρος ασχολείται με την ουσία των προβλημάτων των φυσικών και νομικών προσώπων, ο δικηγόρος βρίσκει λύσεις, ο δικηγόρος δεν κάνει babysitting...» κ.ά. Ένας διαμεσολαβητής συνήθως εισπράττει τέτοιες σκέψεις σε καθημερινή βάση, γι’ αυτό και «άγραφο» μέρος του έργου του είναι να βοηθάει στον εμπλουτισμό ή στην ανατροπή τους. Διά του παρόντος αρκούν ορισμένες επισημάνσεις. Οι δικηγόροι δεν έχουν διδαχθεί την εναλλακτική επίλυση διαφορών. Οι εγχώριες νομικές σχολές τούς προετοιμάζουν αποκλειστικά για την αντιδικία. Τα προγράμματα νομικών σπουδών είναι μονοδιάστατα. Θεσμοί που ευνοούν την εργασιακή κι επαγγελματική έξοδο από τη δικηγορική «ζώνη άνεσης» είναι φυσικό να γεννούν ανασφάλεια, ανησυχία, φόβο προσαρμογής κ.ο.κ. Η άρνηση, η αντίσταση, η άγνοια δεν εκπλήσσουν σε τέτοιες περιπτώσεις. Κατ’ αρχάς, εκεί που τελειώνει το «δεν τα βρήκαμε μόνοι μας ούτε με τους δικηγόρους μας» ξεκινάει η πιθανή ωφέλεια και λειτουργία της διαμεσολάβησης, συνεπώς είναι θεμιτό έως αυτονόητο να προσέρχονται στη διαμεσολάβηση τα μέρη μιας διαφοράς ακριβώς (και) όταν δεν έχουν επιλύσει τις συγκρούσεις ή τις διαφορές μόνα τους ή με τους δικηγόρους τους. Η δουλειά του διαμεσολαβητή και το σε τι συνίσταται η βοήθειά του είναι αντικείμενο που μπορεί να εξηγηθεί σε έναν δικηγόρο εφόσον ζητηθεί από τον ίδιο και ενδιαφέρεται πραγματικά να αντιληφθεί το διαμεσολαβητικό έργο. Η συζήτηση για το ψευτοδίλημμα «ιδιωτική διαμεσολάβηση ή δικαστική μεσολάβηση» είναι άνευ νοήματος, δεδομένου ότι ο δικηγόρος που αμφισβητεί την ιδιωτική διαμεσολάβηση του νόμου 4640/2019 και εξαίρει τη μεσολάβηση ενός δικαστικού λειτουργού συνήθως δεν έχει προσφύγει ποτέ στον σχετικό θεσμό του άρθρου 214Β ΚΠολΔ. Η παροχή νομικών υπηρεσιών στη διαμεσολάβηση αποτελεί προσθήκη ύλης στο δικηγορικό λειτούργημα και πεδίο διάκρισης και αναβάθμισης του επαγγέλματος του δικηγόρου. Τα θέματα του κατά πόσο ασχολούνται με την ουσία των προβλημάτων οι δικηγόροι και πόση σχέση έχουν τα συναισθήματα των ανθρώπων με τις παρεχόμενες δικηγορικές υπηρεσίες αντέχουν σε πάμπολλα και ποικίλα επιχειρήματα, τα οποία ενδέχεται να είναι ισοσθενή, αν και αντίθετα, απαιτούν δε ανοιχτό μυαλό και ανοιχτή καρδιά για την ανάπτυξή τους. Το βέβαιο είναι ότι ένας επιτηδευματίας δικηγόρος που δεν ενδιαφέρεται για τα συναισθήματα των ανθρώπων θα παρέχει ανάλογες υπηρεσίες, συνεπώς και ανάλογα με το αντικείμενο απασχόλησής του ενδέχεται να παρίσταται εξαιρετικά πτωχός ως προς το δικηγορικό οπλοστάσιό του και το γνωστικό του υπόβαθρο (π.χ. πράγματι για να διενεργήσει κάποιος έλεγχο τίτλων ενδέχεται να είναι αδιάφορα τα συναισθήματα των ανθρώπων, αλλά αν θέλει κάποιος να παρίσταται ως δικηγόρος στην επίλυση μιας οικογενειακής διαφοράς η αδιαφορία για τα συναισθήματα των ανθρώπων είναι με βεβαιότητα επιζήμια για τον εντολέα και κυρίως για τα τυχόν εμπλεκόμενα τέκνα).
Η «μετονομασία» του πληρεξουσίου δικηγόρου σε νομικό παραστάτη δεν πρέπει να θεωρείται τυχαία ανεξαρτήτως της δικαιοπολιτικής σκοπιμότητας, όπως αυτή προκύπτει από τη σχετική αιτιολογική έκθεση του νόμου 4640/2019 κ.ο.κ. Με απλά λόγια, δεν έχουμε πληρεξούσιο δικηγόρο στη διαμεσολάβηση, όπως τον γνωρίζουμε στις λοιπές διαδικασίες. Στη διαμεσολάβηση ο δικηγόρος καλείται ή προορίζεται να είναι νομικός παραστάτης κι αυτό από μόνο του θα έπρεπε να ήταν αρκετό, ώστε κάποιος δικηγόρος να προσεγγίσει τον θεσμό με γνήσια περιέργεια, να εκπαιδευθεί, να μάθει, να ρωτήσει, να προβληματιστεί σε θεωρητικό και σε πρακτικό επίπεδο γι’ αυτό το πεδίο απασχόλησης. Στη διαμεσολάβηση τα καθήκοντα του νομικού παραστάτη διαφέρουν ουσιωδώς ως προς τα καθήκοντα του δικηγόρου στην ενδοδικαστική αντιδικία. Στην Ελλάδα συνήθως η αντιδικία βρίσκεται στην κορυφή των επιλογών ενός δικηγόρου για τη διευθέτηση μιας υπόθεσης (το «γιατί» είναι άλλο ζήτημα). Σε άλλα δικαιϊκά συστήματα, σε άλλες έννομες τάξεις, ο δικηγόρος καταλήγει στην ενδοδικαστική αντιδικία ως τελευταία επιλογή, εφόσον έχουν ανεπιτυχή έκβαση όλες ή ορισμένες από τις λοιπές διαθέσιμες επιλογές, είτε επειδή το θέλουν οι εντολείς είτε επειδή το επιβάλλουν οι νόμοι. Το πλέον σημαντικό ζήτημα είναι κατά πόσο ο δικηγόρος είναι σε θέση να γνωρίζει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα όλων των διαθέσιμων επιλογών διευθέτησης ή επίλυσης της εκάστοτε διαφοράς και να ενημερώσει εγκαίρως και προσηκόντως τους εντολείς του, ώστε η απόφασή τους να είναι ελεύθερη, συνειδητή και προϊόν πλήρους επίγνωσης ως προς τα κόστη (οικονομικά, ανθρώπινα, κοινωνικά), τον χρόνο, την έκβαση, τους κινδύνους, τις προσωπικές ανάγκες και τα συμφέροντα των εμπλεκομένων. Εάν ο δικηγόρος γνωρίζει μόνο ένα πράγμα (ενδοδικαστική αντιδικία) στην επαγγελματική κι εργασιακή του πρακτική, ο ανωτέρω ρόλος δεν μπορεί να υπηρετηθεί επαρκώς ούτε καταλλήλως. Με βεβαιότητα δεν είναι σε θέση να παρέχει την ανωτέρω υπηρεσία ο δικηγόρος που αποφοίτησε από ελληνική νομική σχολή και δραστηριοποιείται επαγγελματικά στη χώρα, εκτός αν ο ίδιος επενδύσει το προσωπικό του μεράκι, τον προσωπικό του χρόνο και τα χρήματά του σε ειδικές σχετικές εκπαιδεύσεις κι επιμορφώσεις ή σε σθεναρή μελέτη και αντίστοιχες εμπειρίες.
Τι χρειάζεται να κάνει κάποιος ως νομικός παραστάτης στη διαμεσολάβηση;
Προτού γίνει η διάκριση μεταξύ ΥΑΣΔ και πλήρους/εκούσιας διαμεσολάβησης, ο δικηγόρος που αναλαμβάνει τη νομική παράσταση στη διαμεσολάβηση μπορεί να γνωρίζει τα εξής: αμείβεται ελεύθερα για την ΥΑΣΔ (άνευ σημασίας ότι δεν υπάρχει γραμμάτιο προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής για την υποχρεωτική αρχική συνεδρία), πέραν του γραμματίου προείσπραξης αμείβεται ελεύθερα και στην πλήρη/εκούσια διαμεσολάβηση, δεν συντάσσει δικόγραφα, δεν γράφει προτάσεις, δεν συλλέγει ούτε αναζητά αποδεικτικά μέσα, δεν προετοιμάζει μάρτυρες, δεν μάχεται για να «ηττηθεί» η άλλη πλευρά, δεν επικρίνει μια συμφωνία με την οποία ο εντολέας του μπορεί να ζήσει και να συνεχίσει τη ζωή του ακόμα κι αν ο ίδιος δεν συμφωνεί, εφόσον τον έχει πληροφορήσει για τις συνέπειες και έχει επιτελέσει τα καθήκοντά του, αμείβεται άμεσα, εξοικονομεί χρόνο για ν’ ασχοληθεί με τις δικαστηριακές του υποθέσεις, δεν αναμένει σειρές πινακίου, δεν ασχολείται με αναβολές, δεν υποβάλλεται σε ταλαιπωρίες και σε ουρές και σε συνωστισμούς κ.ο.κ., δεν αιφνιδιάζεται από αντισυναδελφικές συμπεριφορές, καλλιεργεί τη φήμη του δικηγόρου που μπορεί να προσφέρει και τις υπηρεσίες νομικής παράστασης στη διαμεσολάβηση ως ανταγωνιστικού του πλεονεκτήματος στην αγορά, συνήθως δεν ωφελεί τη διαμεσολαβητική διαδικασία η επίδειξη των δεξιοτήτων του αντιδικούντος μαχόμενου δικηγόρου.
Βασικό μέλημα του δικηγόρου που επιθυμεί να παρέχει υπηρεσίες νομικής παράστασης στη διαμεσολάβηση είναι πρωτίστως η μελέτη του νόμου 4640/2019, ολόκληρου του νόμου και της αιτιολογικής έκθεσης, ερμηνευτικών συγγραμμάτων θεωρίας και πράξης, μελετών κλπ. Η ανάγνωση αποκλειστικά του άρθρου 3 και των άρθρων 6 και 7 του νόμου, επειδή αυτά ενδιαφέρουν τον μαχόμενο δικηγόρο που επιθυμεί απλώς ν’ αποφύγει το «απαράδεκτο» της συζήτησης για το δικαστήριο δεν ενδείκνυται. Αντιθέτως, ενδείκνυται η επιμόρφωση με σοβαρά σεμινάρια, η συμμετοχή σε συνέδρια, ημερίδες, διαλέξεις κ.ο.κ. σχετικά με τη διαμεσολάβηση και τον ρόλο των νομικών παραστατών. Η βασική εκπαίδευση των διαμεσολαβητών, ως γνωστικό θεμέλιο, ενδείκνυται και για τους δικηγόρους που επιθυμούν ν’ αναλαμβάνουν μόνο τον ρόλο του νομικού παραστάτη στις διαμεσολαβήσεις και συνεπώς δεν χρειάζεται να συμμετέχουν στις εξετάσεις διαπίστευσης του υπουργείου δικαιοσύνης, εάν δεν το επιθυμούν (δεν υφίσταται υποχρέωση διαπίστευσης των εκπαιδευμένων διαμεσολαβητών). Το πιο ουσιώδες όμως στοιχείο που πρέπει να γνωρίζει ο δικηγόρος είναι πως το καταλληλότερο «timing» για τη διεξαγωγή ΥΑΣΔ είναι ΠΡΙΝ τη σύνταξη και κατάθεση αγωγής, επειδή ο εντολέας δεν έχει επενδύσει χρήματα για τη δικηγορική αμοιβή και τις επιδόσεις κλπ, ο δικηγόρος δεν έχει ξοδέψει χρόνο έρευνας, μελέτης και σύνταξης και κατάθεσης δικογράφου και δεν έχουν επέλθει και οι συναισθηματικές επιπτώσεις της εκκρεμοδικίας στις ζωές των εμπλεκόμενων μερών (όταν υπάρχουν τέτοιες), ενώ σε κάθε περίπτωση το Πρακτικό Περάτωσης της ΥΑΣΔ θα μπορεί να συγκατατεθεί με τις προτάσεις και ο δικηγόρος θα γνωρίζει εξ αρχής πως εργάζεται μόνο για τη συζήτηση της υπόθεσης στο δικαστήριο, εφόσον δεν υπήρξε υπαγωγή στην εκούσια διαμεσολάβηση ή υπήρξε μεν υπαγωγή, αλλά υπεγράφη πρακτικό μη επίτευξης συμφωνίας.
ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΚΑΙ ΝΟΟΤΡΟΠΙΑ ΠΟΥ ΕΝΔΕΙΚΝΥΝΤΑΙ
Κατ’ αρχάς, ως νομικοί παραστάτες είτε του επισπεύδοντος μέρους είτε του έτερου μέρους της διαφοράς σε ΥΑΣΔ χρειάζεται να επικοινωνούν με τον διαμεσολαβητή, να του παρέχουν τις απαραίτητες πληροφορίες, να τον αφήνουν να κάνει τη δουλειά του, να τηρούν θετική στάση προς τη διαδικασία, να ενθαρρύνουν τον εντολέα τους να ενημερωθεί για τον θεσμό και να κατανοήσει τη λειτουργία του, να ζητούν βοήθεια και πληροφορίες από τον διαμεσολαβητή για τον ρόλο τους και τα καθήκοντά τους (εφόσον δεν τα γνωρίζουν), να αμείβονται για την παράστασή τους στην ΥΑΣΔ, να επιδεικνύουν συναδελφικότητα κι επαγγελματική αλληλεγγύη.
Ως προς την Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία Διαμεσολάβησης:
- ως νομικός παραστάτης του επισπεύδοντος μέρους χρειάζεται να μεριμνά για τον έγκαιρο διορισμό από κοινού με το έτερο μέρος της διαφοράς διαμεσολαβητή ή μέσω υποβολής αιτήματος στην Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης για διορισμό από το σχετικό μητρώο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, να μεριμνά για την πιστή διαβίβαση στον εντολέα του της αμοιβής τόσο του ιδίου όσο και του διαμεσολαβητή, για την ορθή και έγκαιρη συμπλήρωση του φύλλου βασικών στοιχείων και του αιτήματος προς τον διαμεσολαβητή, για την ανταπόκρισή του σε όλες τις ερωτήσεις του διαμεσολαβητή, όχι σε ορισμένες (ακόμα κι αν η απάντηση είναι «δεν επιθυμώ να απαντήσω»), αφού συνεννοηθεί με τον εντολέα του, για την ενεργή συμμετοχή στη διάρκεια της ΥΑΣΔ, να μεριμνά για την προσεκτική ακρόαση του διαμεσολαβητή από τον εντολέα του έχοντας φροντίσει ώστε να μην θεωρεί «τυπική» τη διαδικασία, αλλά ουσιαστική στιγμή προβληματισμού και ενημέρωσης για το πώς θα μπορούσε να επιλυθεί η διαφορά μέσω της διαμεσολάβησης, να μεριμνά για την επίδειξη ενός σχεδίου συμφωνητικού υπαγωγής της διαφοράς στον εντολέα του που μπορεί να το ζητά από τον διαμεσολαβητή, να επιχειρεί την εποικοδομητική ανταλλαγή απόψεων με τον συνάδελφο νομικό παραστάτη του έτερου μέρους, να ενθαρρύνει την επικοινωνία του διαμεσολαβητή απευθείας με τον εντολέα του, να ζητεί εξηγήσεις από τον διαμεσολαβητή σχετικά με τη διαδικασία και τα οφέλη της στη συγκεκριμένη υπόθεση, να αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο υπαγωγής σε εκούσια διαμεσολάβηση στο μέλλον αναφερόμενος στην επί του παρόντος άρνηση προκειμένου να βοηθήσει τον εντολέα του να παραμένει διαθέσιμος προς εξέταση της επιλογής σε μεταγενέστερα στάδια της εκκρεμοδικίας, να υπογράφει ψηφιακά ή φυσικά εγκύρως και εγκαίρως το Πρακτικό Περάτωσης μόνο ή και το συμφωνητικό υπαγωγής της διαφοράς σε διαμεσολάβηση στην περίπτωση συναίνεσης των μερών προς τούτο.
- Ως νομικός παραστάτης του έτερου μέρους της διαφοράς χρειάζεται, αφού συσκεφθεί με τον εντολέα του, να δηλώνει εγκαίρως ή άμεσα τη συναίνεση ή μη ως προς τον προταθέντα από το επισπεύδον μέρος διαμεσολαβητή, να ενθαρρύνει τον εντολέα του να επικοινωνήσει με τον διαμεσολαβητή και πριν τη διεξαγωγή της ΥΑΣΔ για πληροφόρηση, ώστε να είναι πιο έτοιμος να απαντήσει για την υπαγωγή ή μη σε εκούσια διαμεσολάβηση, να εξασφαλίζει την αμοιβή του για την παράσταση στην ΥΑΣΔ, να δίνει χώρο στον εντολέα του κατά την ΥΑΣΔ να εκφραστεί κι ο ίδιος, να παρέχει άπαντα τα απαραίτητα στοιχεία επικοινωνίας του εντολέα του και τα δικά του για τη συμπλήρωση των εγγράφων της διαμεσολάβησης, να ενδιαφέρεται για την ομαλή διεξαγωγή και την εποικοδομητική πορεία της ΥΑΣΔ ακόμα κι αν δεν υπάρχει πρόθεση υπαγωγής της διαφοράς σε πλήρη διαμεσολάβηση και κατά τα λοιπά να πράττει ομοίως με τον συνάδελφο του επισπεύδοντος μέρους ως προς τα ανωτέρω κοινά ενδεικνυόμενα καθήκοντα.
Ιδιαίτερη μνεία αρμόζει στην ειδική επιμέλεια που καλούνται να επιδείξουν οι νομικοί παραστάτες σε ΥΑΣΔ σε υποθέσεις με πρόσωπα αγνώστου διαμονής, στην εκπροσώπηση των νομικών προσώπων καθ’ ότι υπάρχουν ορισμένα νομολογιακά δεδομένα που απορρίπτουν το αφήγημα «δεν υπάρχει κανείς από ολόκληρη εταιρεία να εξουσιοδοτηθεί από τον νόμιμο εκπρόσωπο» ακόμα κι όταν ο τελευταίος ενδεχομένως αδυνατεί να παρίσταται και εξουσιοδοτεί τον νομικό του παραστάτη με διπλή εντολή εκπροσώπησης για να παρασταθεί μόνο ο τελευταίος στην ΥΑΣΔ, στην εκπροσώπηση των φυσικών προσώπων μέσω εξουσιοδότησης γιατί το «αποδεδειγμένα», που απαιτεί ο νόμος ώστε να μην συμμετέχει αυτοπροσώπως κάποιος στην ΥΑΣΔ και να εξουσιοδοτεί τον νομικό του παραστάτη προς τούτο, δεν εγγυάται ότι όλες οι περιπτώσεις μη αυτοπρόσωπης παρουσίας στην ΥΑΣΔ θα κριθούν νομότυπες απ’ το Δικαστήριο.
ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΚΑΙ ΝΟΟΤΡΟΠΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΝΔΕΙΚΝΥΝΤΑΙ
Εκ της διαμεσολαβητικής πρακτικής παρατηρούνται συχνά ορισμένες στάσεις, συμπεριφορές και πράξεις (ενδεικτικές οι κάτωθι αναφορές) που δυνητικά εμπίπτουν στα αντι-καθήκοντα των νομικών παραστατών στην ΥΑΣΔ και στην Εκούσια Διαμεσολάβηση:
- η αντιμετώπιση της διαμεσολάβησης ως πάρεργου,
- το «ξεκαθάρισμα» στον διαμεσολαβητή απ’ την πρώτη επικοινωνία με τη μορφή «μην κουράζεστε να μου τα λέτε, τα ξέρω, δεν μας ενδιαφέρει, δεν έπρεπε να υπάρχει όλο αυτό το πράγμα, καλοσύνη σας, αλλά όχι»,
- η απάντηση στον διαμεσολαβητή «δεν έχω χρόνο» ή «έχω μόνο ένα λεπτό για να ακούσω γι’ αυτό το πράγμα» σε κάθε απόπειρα επικοινωνίας για την υπόθεση,
- το να μην ζητούν αμοιβή για την παράσταση στην ΥΑΣΔ,
- η αδικαιολόγητη και αγοραία εμμονή στην απώλεια εισοδήματος εφόσον η διαφορά επιλυθεί με Πρακτικό Διαμεσολάβησης (αντίληψη δήθεν στέρησης αμοιβών για ασφαλιστικά μέτρα, αγωγή, έφεση, αναίρεση και οτιδήποτε άλλο ενδιάμεσο),
- η μη δήλωση συναίνεσης ή άρνησης του προταθέντος διαμεσολαβητή με σκοπό πρόκλησης δικονομικής βλάβης ή καθυστέρησης ή ομηρείας ή βασανισμού του επισπεύδοντος μέρους,
- η πρόωρη υποβολή αιτήματος διορισμού διαμεσολαβητή μέσω της ΚΕΔ (Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης), ενώ εκκρεμεί η απάντηση του έτερου μέρους για τη συναίνεση ή μη στον από κοινού διορισμό προταθέντος διαμεσολαβητή,
- η υποβολή περισσοτέρων του ενός αιτημάτων διορισμού διαμεσολαβητή στην πλατφόρμα της ΚΕΔ, με αποτέλεσμα τον τυχόν διορισμό περισσοτέρων του ενός διαμεσολαβητών ταυτόχρονα και συνεπώς πρόκληση ζημίας σε έναν ή περισσότερους διαμεσολαβητές,
- η υποβολή αιτήματος διορισμού διαμεσολαβητή στην πλατφόρμα της ΚΕΔ για διαφορά που δεν υπάγεται καταφανώς σε ΥΑΣΔ ή εν γένει σε διαμεσολάβηση μόνο και μόνο από (σεβαστή) δικηγορική ανασφάλεια ή για να επιβεβαιώσει ένας διαμεσολαβητής στον δικηγόρο αυτό που ήδη γνωρίζει (πρόκληση ζημίας στον διαμεσολαβητή επειδή τοποθετείται στο τέλος της σειράς διορισμού στο μητρώο διαμεσολαβητών και δυνητικά στερείται εισοδήματος για ταπεινό λόγο),
- η διαμόρφωση αρνητικής γνώμης-προκατάληψης για το γνωστικό επίπεδο και την επάρκεια των διαπιστευμένων διαμεσολαβητών με βάση μία ή δύο αρνητικές εμπειρίες με ορισμένους διαμεσολαβητές,
- η ασύγγνωστη προκατάληψη ως προς τη δήθεν περιττή χρησιμότητα και ωφέλεια της βοήθειας του διαμεσολαβητή,
- το να μην απαντούν σε όλες τις βασικές ερωτήσεις του διαμεσολαβητή σχετικά με τη διεξαγωγή της διαδικασίας διά ζώσης ή με τηλεδιάσκεψη, το πώς θα συμμετέχει στην τηλεδιάσκεψη ο εντολέας τους (π.χ. αν θα συνδεθεί από δικό του χώρο ή αν θα βρίσκεται στο γραφείο του νομικού παραστάτη), το ποιον χώρο απ’ τους διαθέσιμους προτιμούν τα μέρη και οι ίδιοι στην περίπτωση της διά ζώσης διεξαγωγής της διαδικασίας, το πώς διευκολύνονται οι ίδιοι κι ο εντολέας τους να υπογράψουν τα σχετικά έγγραφα (π.χ. με φυσικές υπογραφές διά ζώσης ή με περιφορά τους ή ψηφιακά κ.ο.κ.), το σε τίνος το όνομα θα κοπεί το νόμιμο παραστατικό της αμοιβής του διαμεσολαβητή και πώς θα εξοφληθεί αυτό (π.χ. έμβασμα, μετρητά, IRIS, POS κλπ), το πότε εξυπηρετεί να λάβει χώρα η διεξαγωγή κ.ο.κ. επειδή δεν θέλουν να επικοινωνήσουν με τον πελάτη τους μόνο γι’ αυτά τα θέματα και μετά να ενημερώσουν τον διαμεσολαβητή καταλλήλως, πιστεύοντας ότι είναι ασήμαντες αυτές οι πληροφορίες,
- το να μην λαμβάνουν υπόψη τους τις οδηγίες του διαμεσολαβητή σχετικά με τις τυχόν προθεσμίες, τη δομή και τα στάδια της διαμεσολαβητικής διαδικασίας,
- το να θεωρούν τον θεσμό της διαμεσολάβησης ένα τυπολατρικό διαδικαστικό βήμα που τον χρησιμοποιούν αποκλειστικά για να μην τους βγει «απαράδεκτη» η συζήτηση μιας αγωγής,
- το να εκμεταλλεύονται τον θεσμό για να προκαλέσουν δικονομικές ενστάσεις σε βάρος του αντιδίκου τους στο δικαστήριο ή για να κερδίσουν χρόνο προετοιμασίας για το δικαστήριο, παριστάνοντας ότι επιδιώκουν επίλυση μέσω της διαμεσολάβησης και αποχωρώντας από αυτήν σε βολική στιγμή ή για να αποσπάσουν πληροφορίες κατά τη διαδικασία και να τις αξιοποιήσουν με αθέμιτους τρόπους, καθώς η εμπιστευτικότητα του θεσμού δεν επιτρέπει την αξιοποίησή τους σε μεταγενέστερο της διαμεσολάβησης δικαστήριο,
- το να συμμετέχουν σε τυχόν τηλεδιάσκεψη της ΥΑΣΔ πρόχειρα, χωρίς εικόνα, χωρίς καλό ήχο, χωρίς δηλαδή επιμέλεια και ευθύνη για το αποτέλεσμα, ενώ έχουν επαρκώς ενημερωθεί εκ των προτέρων από τον διαμεσολαβητή κι έχουν δηλώσει με παρρησία «μην αγχώνεστε»,
- το να μην επιτρέπουν στον εντολέα τους ή στον εντολέα του συναδέλφου τους να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, την ανθρώπινη πλευρά της διαφοράς τους, επεμβαίνοντας με δηλώσεις όπως «να δούμε λίγο την ουσία του προβλήματος, τώρα τα συναισθηματικά είναι για έξω», ενώ η διαμεσολάβηση έχεις ως πρωταγωνιστές τους ανθρώπους της διαφοράς και δεν συζητούνται λύσεις, πριν χτιστεί μία δυναμική ατζέντα επικοινωνίας και πριν υπάρξει διερεύνηση των πραγματικών αναγκών και των συμφερόντων των εμπλεκομένων μερών,
- το να πλανώνται ότι μέσω της διαμεσολάβησης απονέμεται δικαιοσύνη, ενώ με τη διαμεσολάβηση επιλύονται διαφορές, που σημαίνει ότι ο εντολέας τους μπορεί να συμφωνήσει σε όρους που δεν σχετίζονται με την απονομή δικαιοσύνης, αλλά καλύπτουν τις ανάγκες και τα συμφέροντά του (όπως εκείνος τα αντιλαμβάνεται και τα σταθμίζει),
- το να μην αποδέχονται ότι στη διαμεσολάβηση μπορούν να συμφωνηθούν λύσεις-ρυθμίσεις-υποχρεώσεις ακόμα κι αν δεν προβλέπονται στο νόμο (διαφορετικές των τυχόν προβλεπόμενων στο νόμο ή δημιουργικά εξατομικευμένων, όχι αθέμιτων ή παράνομων), ότι τα μέρη δεν παίρνουν απαραιτήτως από τη διαμεσολάβηση αυτό που θα έπαιρναν στο δικαστήριο ή αλλιώς, αλλά αυτά που πραγματικά χρειάζονται ή ανακαλύπτουν ότι χρειάζονται,
- το να νομίζουν ότι η Εκούσια Διαμεσολάβηση υπάρχει μόνο για την «εκτελεστότητα», δηλαδή για να φτιάξουν εκτός διαμεσολάβησης οι νομικοί παραστάτες ένα ιδιωτικό συμφωνητικό και να βρουν έναν διαμεσολαβητή να ενσωματώσει το συμφωνητικό σ’ ένα Πρακτικό Διαμεσολάβησης που θα κατατεθεί στο αρμόδιο Πρωτοδικείο για να φέρει εκτελεστότητα μια συμφωνία των εντολέων τους, ενώ αυτός είναι απλώς ένας τρόπος αξιοποίησης του θεσμού απολύτως αποδεκτός και θεμιτός από τον νομοθέτη, αλλά παραμένει ένας τρόπος, όχι ο μοναδικός ούτε ο κύριος τρόπος αξιοποίησης της διαμεσολάβησης,
- το να μην έχουν παρασταθεί ποτέ σε καμία διαμεσολάβηση στην πλήρη και βασική της μορφή (υποβοηθούμενη και συνεργατική επικοινωνία, διερεύνηση αναγκών και συμφερόντων, διαπραγμάτευση, δημιουργία επιλογών-λύσεων, κατάληξη σε συμφωνία κ.ο.κ.), αλλά παρ’ όλα αυτά να νομίζουν ότι γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουν κατά τα στάδια της διαδικασίας, ενώ δεν έχουν εκπαιδευθεί, μελετήσει ή ρωτήσει το παραμικρό για τον ρόλο τους,
- το να τορπιλίζουν την ενδεχόμενη συμφωνία του εντολέα τους με το άλλο μέρος, επειδή οι ίδιοι δεν αποδέχονται ότι οι εντολείς τους θα κερδίσουν άλλα πράγματα απ’ αυτά που δικαιούνται βάσει νόμου ή απ’ αυτά που ενδεχομένως θα τους επιδίκαζε ένα δικαστήριο,
- το να εκδηλώνουν συμπεριφορές και ρητορική αντιδικίας κατά τη διαμεσολάβηση, ενώ η διαδικασία συνιστά δημιουργικό και συνεργατικό διάλογο,
- το να δυσανασχετούν φανερά με τις ερωτήσεις του διαμεσολαβητή προς τον εντολέα τους, επειδή δεν αντιλαμβάνονται την ωφέλειά τους στην επίλυση της διαφοράς,
- το να πλανώνται ότι η διαμεσολάβηση «έχει νόημα» μόνο εφόσον, πριν την υπαγωγή, ακούσουν έστω μία πρόταση που θα μπορούσε να γίνει δεκτή για συμφωνία (πρωταθλητισμό στην εν λόγω στάση κάνει ο χρηματοπιστωτικός κλάδος, όπως οι τράπεζες και τα funds κ.ά., που δεν αξιοποιούν ούτε εκείνους τους νομικούς τους παραστάτες που μπορεί να τους εξηγούν τα οφέλη υπαγωγής των διαφορών τους στον θεσμό),
- να μην αφήνουν τον χώρο και τον χρόνο στους εντολείς τους να εκφράσουν τυχόν απορίες για τη διαμεσολάβηση ή απόψεις τους επί της διαδικασίας, αν και συνήθως έχουν αρκετές και σημαντικές, μη τυχόν εκπέμψουν στον αντίδικο μήνυμα «αδυναμίας» ή «υποχωρητικότητας» ή «φόβου»,
- να πλανώνται ότι η διαμεσολάβηση είναι η ανεξαρτήτως διαδικαστικού σταδίου απευθείας εκτόξευση προτάσεων-λύσεων στο άλλο εμπλεκόμενο μέρος της διαφοράς και να το θεωρούν αυτό και εξυπηρετική διαπραγμάτευση,
- να προσέρχονται στην εκούσια διαμεσολάβηση θεωρώντας ότι τα μέρη της διαφοράς θα είναι παρατηρητές της προσπάθειας των νομικών τους παραστατών να επιλύσουν τα ζητήματα, ενώ τα μέρη της διαφοράς είναι οι μόνοι πρωταγωνιστές στη διαμεσολάβηση κι εκείνα επιχειρούν να επιλύσουν τα θέματά τους με τη βοήθεια του διαμεσολαβητή, όταν δε εξηγείται αυτό, οι νομικοί παραστάτες να εκφράζουν επιβλητικά προς τον διαμεσολαβητή (και τον εντολέα τους) την πεποίθησή τους ότι «οι άνθρωποι δεν ξέρουν πώς να επιλύσουν τα σύνθετα ζητήματά τους»,
- να προτείνουν τη διαμεσολάβηση στους εντολείς τους και να υπαγάγουν τη διαφορά σε διαμεσολάβηση με σκοπό να μην ακολουθήσουν τη δομή της διαδικασίας, αλλά να διαπραγματεύονται με τον συνάδελφό τους αποκλειστικά την πιθανή συμφωνία αφήνοντας «απέξω» τα μέρη και το έργο του διαμεσολαβητή (ιδίως όταν αυτό εξ αρχής γίνεται σκοπίμως),
- να αποκλείουν το ενδεχόμενο να μην είναι «το τέλος του κόσμου» το γεγονός ότι μπορεί να χρειάζεται να πληροφορηθούν αναλυτικά για τον θεσμό της διαμεσολάβησης κι οι ίδιοι, όχι μόνο οι εντολείς τους,
- το να εκτοξεύουν τελεσίγραφα στην alteram partem, όπως «αν δεν τα βρούμε, θα ξεμπερδέψετε σε 15 χρόνια απ’ τα δικαστήρια» κ.ο.κ. κατά την προετοιμασία της πρώτης κοινής συνεδρίας των μερών στη διαμεσολάβηση κ.ά.
Γιατί πεδίο αναβάθμισης του δικηγορικού λειτουργήματος;
Αν κάποιος χρειάζεται μία άμεση απάντηση, μπορεί να συλλογίζεται ότι η διαμεσολαβητική πρακτική συχνότατα δείχνει πως οι νομικοί παραστάτες, οι οποίοι έχουν εκπαιδευθεί στον ρόλο τους στη διαμεσολάβηση και αξιοποιούν τις αποκτηθείσες γνώσεις και βιωματικές εμπειρίες, μεταλλάσσονται σε αποτελεσματικότερους δικηγόρους και στις ενδοδικαστικές αντιδικίες, διότι στη διαμεσολάβηση ακονίζουν δεξιότητες και χρησιμοποιούν μεθόδους, που τους επιτρέπουν να παρατηρούν και να αντιλαμβάνονται περισσότερα και ποιοτικότερα στοιχεία μιας διαφοράς και κατ’ επέκταση να παρέχουν εμπλουτισμένες υπηρεσίες παράστασης στις δικαστηριακές τους υποθέσεις (ως προς την τεκμηρίωση, η εν λόγω θέση διαμορφώνεται από τη σφυγμομέτρηση των εμπειριών που μοιράζονται οι δικηγόροι σε διάφορα fora κατά την προσωπική τους αντίληψη).
Ο νομικός παραστάτης στη διαμεσολάβηση αναλαμβάνει καθήκοντα οιονεί νομικού συμβούλου υπέρ του εντολέα του, αλλά σταθμίζοντας την οπτική του άλλου μέρους της διαφοράς, προσεγγίζοντας τα ζητήματα της ατζέντας υπό συνεργατική σκοπιά. Κατ’ ουσίαν ο συνάδελφός του – νομικός παραστάτης του άλλου μέρους – δεν είναι αντίδικός του, αλλά συνεργάτης, με τον οποίο καλούνται να βοηθήσουν τα μέρη της διαφοράς να εκφραστούν ελεύθερα, να λάβουν όσες περισσότερες και ποιοτικότερες πληροφορίες μπορούν απ’ το άλλο μέρος, οι οποίες θα τους βοηθήσουν να στηρίξουν την προσπάθεια εστίασης των μερών στους ρεαλιστικούς τρόπους ικανοποίησης των αναγκών και των συμφερόντων τους. Για παράδειγμα, σε μία οικογενειακή διαφορά για τον τόπο διαμονής των ανηλίκων τέκνων, όταν ο ένας γονέας επιθυμεί να διαμένουν τα παιδιά στη Ρόδο κι ο άλλος στον Βόλο, η εμμονή σε αυτές τις θέσεις δεν πρόκειται να επιλύσει το ζήτημα, αλλά το να διερευνηθεί τι χρειάζεται ο κάθε γονέας και γιατί το χρειάζεται ακούγοντας ο ένας τον άλλον, μπορεί να βοηθήσει τα μέρη ν’ αντιληφθούν ότι κοινό τους συμφέρον είναι η ομαλή ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη των τέκνων τους ή η διατήρηση θετικής εικόνας για τους γονείς τους κ.ο.κ., συνεπώς να οδηγηθούν στις απαραίτητες «μετακινήσεις» από αυτές τις θέσεις και στην από κοινού προσπάθεια επινόησης λύσεων που καλύπτουν ακριβώς τα κοινά τους συμφέροντα. Σε αυτές τις χρειαζούμενες «μετακινήσεις» ο ρόλος των νομικών παραστατών δεν είναι να υπερασπίζονται αμιγώς το «δίκαιο» της αρχικής θέσης του εντολέα τους (όπως θα έπρατταν σε ένα δικαστήριο), αλλά να τον βοηθούν στη διερεύνηση των πραγματικών αναγκών και συμφερόντων του και στην επίγνωση των συνεπειών κάθε «θέσης» του με ποικίλα κριτήρια και, ιδίως σε τέτοιες περιπτώσεις, με βάση (και) τα οριζόμενα στον σχετικό νόμο.
Η αποτελεσματική διεξαγωγή της εκούσιας διαμεσολάβησης προϋποθέτει ότι τα μέρη της διαφοράς και οι νομικοί παραστάτες έχουν αντιληφθεί πλήρως τη δομή της διαδικασίας και τη σκοπιμότητά της κι έχουν εμπιστοσύνη σε κάθε στάδιο που καλούνται να δουλέψουν με τον διαμεσολαβητή. Οι νομικοί παραστάτες, για να στηρίξουν τον εντολέα τους στη διαμεσολάβηση, χρειάζεται να του έχουν αφιερώσει αρκετό χρόνο αναλυτικής συζήτησης ως προς διάφορα ζητήματα, προκειμένου να έχει διαμορφωθεί υπεύθυνα η απόφαση αξιοποίησης της διαμεσολάβησης (π.χ. να έχουν υπολογιστεί τα κόστη της δικαστικής αντιδικίας, ο προβλεπόμενος χρόνος επίλυσης, η αβεβαιότητα του αποτελέσματος στο δικαστήριο, η ύπαρξη ή μη αποδεικτικών μέσων, το πώς επηρεάζονται τρίτοι και τι ενέργειες θα μπορούσαν να κάνουν, να έχει αναδειχθεί το αν εξυπηρετεί τα συμφέροντα του εντολέα η δημόσια έκθεση των ζητημάτων προς επίλυση κ.ά.). Το θεμελιώδες όμως θέμα συζήτησης μεταξύ νομικού παραστάτη και εντολέα είναι κατά πόσο είναι έτοιμος να κάνει «μετακινήσεις» από τις αρχικές του θέσεις και ποιες θα μπορούσαν να είναι αυτές. Αν δεν έχουν συζητηθεί αυτά, ο νομικός παραστάτης δεν είναι έτοιμος να επιτελέσει τον πολύτιμο ρόλο του στη διαμεσολάβηση.
Ο νομικός παραστάτης στη διαμεσολάβηση καλείται να βλέπει ολόκληρο το φάσμα εξέλιξης των πραγμάτων και της διαφοράς και όχι να βλέπει τα πράγματα στενά και μονοδιάστατα. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι δεν αρκεί να βλέπει το δέντρο, αλλά ενίοτε δεν αρκεί να βλέπει ούτε το δάσος, ίσως χρειαστεί να κοιτάξει ολόκληρη τη χώρα. Οφείλει να γνωρίζει και να θυμάται ότι βασικός στόχος του εντολέα του μπορεί να είναι μία Βιώσιμη Συμφωνία, αλλά δεν θα φτάσει σε αυτήν, αν δεν προηγηθεί εποικοδομητική και παραγωγική επικοινωνία με το άλλο μέρος. Είναι απαραίτητο να μην έχει μείνει αποκλειστικά στα δυνατά σημεία της θέσης του εντολέα του, αλλά να έχει αξιολογήσει τα δυνατά σημεία και του άλλου μέρους, να τα έχει συζητήσει με τον εντολέα του, να έχει εκπονήσει πλάνο της σταδιακής αποκάλυψης συγκεκριμένων λεπτομερειών και πληροφοριών ανάλογα με την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων και να υπάρχει ειδικός σκοπός για κάθε μία κίνηση που θα βοηθήσει στην υγιή ανταλλαγή επιχειρημάτων. Ο νομικός παραστάτης πρέπει να έχει καταστρώσει το πλαίσιο συζήτησης με την άλλη πλευρά μαζί με τον εντολέα του, να υπάρχει το «σημείο αγκίστρωσης» κάτω από το οποίο δεν μπορούν να υποχωρήσουν, αλλά ταυτόχρονα να έχουν υφανθεί και το καλύτερο και το χειρότερο εναλλακτικό σενάριο, αν εγκαταλείψουν τη διαμεσολαβητική προσπάθεια. Όλα δε ταύτα σε πρακτικό και σε ποσοτικοποιημένο επίπεδο, με αριθμούς και μετρήσεις, όχι αορίστως. Ιδανικά, το ίδιο θα πρέπει να έχει κάνει ο νομικός παραστάτης και για την άλλη πλευρά, ώστε να μπορεί να συζητήσει με τον εντολέα του, βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, μέχρι ποιο σημείο ενδέχεται να φτάσει το άλλο μέρος σταθμίζοντας το δικό του καλύτερο και χειρότερο εναλλακτικό σενάριο, αν δεν καταλήξουν σε συμφωνία.
Κατά τη διάρκεια της διαμεσολαβητικής διαδικασίας, ο νομικός παραστάτης οφείλει κι ο ίδιος, όπως ο εντολέας του, να θυμάται ότι απαιτείται επίδειξη ουσιώδους «ανοχής» στην ακρόαση των απόψεων της άλλης πλευράς, οφείλει φυσικά να μην ρίχνει «λάδι στη φωτιά», να μην ανταγωνίζεται τον συνάδελφό του ούτε να μιλάει αποκλειστικά μαζί του, αλλά να δείχνει σεβασμό και προς τον εντολέα του συναδέλφου του και με την καθ’ αυτή ομιλία αλλά και με τη γλώσσα του σώματός του. Ο νομικός παραστάτης χρειάζεται να δείξει ιδιαίτερη επιμέλεια στην προετοιμασία της «πρώτης πρότασης» στο άλλο μέρος, διότι αυτή αποτελεί το κρηπίδωμα, στο οποίο θα δοκιμαστεί το κατά πόσο πρόκειται να εποικοδομηθεί ορθά η διαπραγματευτική επικοινωνία ή να υπονομευθεί ή και γκρεμιστεί όλη η διαδικασία (για τη σημασία της «πρώτης πρότασης» υπάρχουν διάφορες απόψεις, η εκφραζόμενη στο παρόν δεν διεκδικεί την αριστεία). Ιδιαιτέρως κρίσιμο μέρος του ρόλου του νομικού παραστάτη είναι να έχει τον επαγγελματισμό και τη συναισθηματική ωριμότητα να παραμένει «πιο πίσω» από τον εντολέα του, να μην επιθυμεί να ελκύει την προσοχή, να έχει διαχειριστεί εκ των προτέρων το αφήγημα «αν δεν έχω έντονη παρουσία, κινδυνεύω να μην πληρωθώ ή να αμφισβητηθεί το ποσό της αμοιβής μου» και κυρίως να σκέφτεται διαρκώς ότι με την ενδεχόμενη Συμφωνία από τη διαμεσολάβηση θα κληθεί να ζήσει ο εντολέας του, όχι ο ίδιος, να θυμάται ότι δεν θα είναι «ήττα» το να δεχθεί ο εντολέας του μια προσφορά διαφορετική ή μικρότερη από την προσδοκώμενη σ’ ένα δικαστήριο, αρκεί να έχει επιτελέσει το καθήκον ενημέρωσης του εντολέα του και αυτός να έχει πλήρη κι εμπεριστατωμένη επίγνωση της απόφασής του. Ασφαλώς, οι νομικοί παραστάτες στη διαμεσολάβηση καλούνται, εφόσον υπάρξει συμφωνία, να την αποτυπώσουν γραπτώς, υπό μορφή ιδιωτικού συμφωνητικού, διατυπώνοντας άπαντες τους όρους της συμφωνίας των μερών, ώστε να ενσωματωθεί αυτή από τον διαμεσολαβητή στο Πρακτικό Επιτυχούς Διαμεσολάβησης. Ανάλογα με τη φύση της διαφοράς, οι συμφωνίες που εμπεριέχονται στο Πρακτικό Διαμεσολάβησης δεν είναι πάντα απαραίτητο να έχουν τη συνήθη υπεραναλυτική διατύπωση, αλλά ενδέχεται να αρκεί το ποιος αναλαμβάνει να κάνει τι, πότε και πώς να το κάνει και μόνο, χωρίς έκπτωση στη σαφήνεια και στο ορισμένο των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων των μερών. Βεβαίως, υπάρχουν περιπτώσεις και διαφορές, για τις οποίες το Πρακτικό Επιτυχούς Διαμεσολάβησης ενδέχεται, ως προς την εμπεριεχόμενη Συμφωνία των μερών, να ομοιάζει σε δικαστική απόφαση. Σε περίπτωση που η Συμφωνία εμπεριέχει όρους, για τους οποίους χωρεί αναγκαστική εκτέλεση, οι νομικοί παραστάτες μπορούν να επιληφθούν της περιαφής του εκτελεστήριου τύπου στο Πρακτικό Επιτυχούς Διαμεσολάβησης με την κατάθεσή του στο αρμόδιο Δικαστήριο, κατά τα οριζόμενα στο νόμο.
Κατά κάποιον τρόπο, ο νομικός παραστάτης στη διαμεσολάβηση καλείται να απεκδύεται το ένδυμα του συνήθους μαχόμενου αντιδικούντος δικηγόρου και να εμφορείται από διάθεση αλληλοακρόασης, αλληλοκατανόησης, αλληλοϋποστήριξης. Χρειάζεται να κάνει «νόμους» του αυτές τις αξίες, επειδή στη διαμεσολάβηση, αφού υποβοηθηθεί κι ενθαρρυνθεί και υπάρξει επικοινωνία των μερών, ο επόμενος στόχος συνήθως είναι η συνεργατική εκπόνηση κοινά αποδεκτών λύσεων διά της δομημένης διαμεσολαβητικής διαδικασίας.
Ο στεγνός συμβιβασμός των αξιώσεων των μερών μιας διαφοράς, εάν είναι το μόνο ζητούμενο, δεν έχει ανάγκη τη διαμεσολάβηση. Οι δικηγόροι συνήθως γνωρίζουν από σκέτες και απευθείας διαπραγματεύσεις επί εκατέρωθεν απαιτήσεων. Συνεπώς, αντενδείκνυται σθεναρά η υπαγωγή μιας διαφοράς σε εκούσια διαμεσολάβηση και η επί μακρόν παραμονή σε αυτή με μόνο σκοπό (ιδίως μη δεδηλωμένο) την εν κρυπτώ διεξαγωγή εξ αποστάσεως και απευθείας διαπραγματεύσεων των πληρεξουσίων δικηγόρων με πλήρη αποξένωση του διαμεσολαβητικού έργου και πλήρη αχρήστευση της βοήθειας του διαμεσολαβητή και περιορισμού αυτού στη σύνταξη των απαραίτητων διαμεσολαβητικών εγγράφων. Εντελώς διαφορετική είναι η περίπτωση, κατά την οποία οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των μερών μιας διαφοράς έχουν καταλήξει με τους εντολείς τους σε κάποια Συμφωνία εκτός διαμεσολάβησης, αλλά επιθυμούν να υπαχθεί η υπόθεση σε διαμεσολάβηση και να υπογραφεί το σχετικό Πρακτικό Επιτυχούς Διαμεσολάβησης, προκειμένου με την κατά νόμο κατάθεσή του να γίνει τίτλος εκτελεστός, εφόσον συντρέχει τέτοια συνθήκη, πράγμα θεμιτό. Εξ άλλου ο νόμος παρέχει τη δυνατότητα στον διαμεσολαβητή, αν διαπιστώσει τυχόν κακόπιστες συμπεριφορές ή άλλες συγκεκριμένες συνθήκες να περατώνει τη διαμεσολαβητική διαδικασία υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
Εν τέλει, η ως άνω επισκόπηση ευκταίο είναι να αρκεί για να οσφρανθεί κάποιος δικηγόρος τους λόγους για τους οποίους η νομική παράσταση στη διαμεσολάβηση αποτελεί πεδίο αναβάθμισης του λειτουργήματός του. Το αν θ’ ακολουθήσει όμως τις διαδρομές της προσδοκώμενης όσφρησής του εξακολουθεί στην ελληνική έννομη τάξη και στην ελληνική δικηγορική πραγματικότητα να παραμένει ζητούμενο, που θα προκύψει από την κατά δικηγορική κεφαλήν επαγγελματική κι εργασιακή οξυδέρκεια ή και από την κατά δικηγορική κεφαλήν καλλιέργεια και αυτοαντίληψη.
Υ.Γ. Μερικές από τις διαλαμβανόμενες στο παρόν σκέψεις και θέσεις είναι προσωπικές πεποιθήσεις του συντάκτη, δεν εκτίθενται ως ιδανικές ούτε δέουσες και ενδέχεται να εμπεριέχουν και λανθασμένες εκτιμήσεις ή ερμηνείες και συνεπώς δεν αποτελούν επ’ ουδενί λόγω νομικές ή διαμεσολαβητικές συμβουλές. Όσον αφορά στις προτάσεις που παρατίθενται, αυτονόητη προϋπόθεση διατύπωσής τους (η οποία παραλείπεται στο κύριο μέρος του κειμένου) είναι πως υφίσταται σχετική επιθυμία βάσει της βούλησης ενός δικηγόρου-νομικού παραστάτη και σε καμία περίπτωση δεν καταγράφονται υπό μορφή ή υπόνοια υποχρεωτικότητας. Η χρήση κυρίως αρσενικού γένους (ο διαμεσολαβητής, ο δικηγόρος κ.ο.κ.) δεν φέρει έμφυλη σκοπιμότητα, αλλά πρόκειται για γλωσσική κι εκφραστική οικονομία.