Άρθρο 1872 ΑΚ: Δικαιοπρακτικό Αντικατάλλαγμα
24/02/2022
26/04/2022
Ως γνωστόν, η κληρονομιαία περιουσία μεταβιβάζεται στους δικαιούχους κληρονόμους κατόπιν τήρησης των νομίμων διαδικασιών (νομιμοποίηση κληρονόμων, διαδικασία αποδοχής κληρονομιάς κλπ.).
Ωστόσο, συχνά υπάρχουν αμφισβητήσεις μεταξύ πλειόνων του ενός προσώπων ως προς την νομιμοποίηση του αληθινού κληρονόμου, που οδηγούν σε δικαστικές διενέξεις με μεγάλη χρονική διάρκεια.
Στο χρονικό αυτό διάστημα μέχρι την τελεσιδικία ως προς την δικαστική αναγνώριση του πραγματικού κληρονόμου, εάν δεν οριστεί κάποιο πρόσωπο ως μεσεγγυούχος της περιουσίας (ειδικά σε περιπτώσεις ακινήτων), δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις στην πράξη, που νέμεται την κληρονομιαία περιουσία πρόσωπο, διαφορετικό από τον τελικό πραγματικό κληρονόμο. Το πρόσωπο αυτό ονομάζεται, νομέας κληρονομιάς.
Ο νομέας κληρονομιάς συχνά εκμεταλλεύεται την περιουσία της κληρονομιάς (κινητή ή ακίνητη) για δική του ωφέλεια, απολαμβάνοντας τους καρπούς της. Έτσι δεν είναι σπάνια περίπτωση, για έναν νομέα κληρονομιάς (ιδίως σε περίπτωση ακινήτου) να κατοικεί ο ίδιος μέσα ή να το μισθώνει, λαμβάνοντας τα αντίστοιχα ενοίκια ή ακόμα και να το πουλήσει, επωφελούμενος του τιμήματος της αγοραπωλησίας.
Εύλογα ανακύπτει το ερώτημα, τι γίνεται στην τελευταία αυτή περίπτωση που κατά την χρονική στιγμή απόδοσης της κληρονομιαίας περιουσίας στον πραγματικό κληρονόμο, (ειδικά στην περίπτωση του πρόκειται για ακίνητο), η περιουσία αυτή δεν υπάρχει πλέον, διότι έχει μεταβιβαστεί λόγω πώλησης σε τρίτο πρόσωπο; Τι δικαιώματα έχει ο πραγματικός κληρονόμος, έναντι του μέχρι τότε, νομέα της κληρονομιάς και πώς υποχρεούται να ενεργήσει ο (τέως) νομέας της κληρονομιάς;
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1871, 1872 και 1873 ΑΚ σαφώς προκύπτει, ότι ο πραγματικός κληρονόμος έχει δικαίωμα να ασκήσει την περί κλήρου αγωγή, με αίτημα καταρχήν την αυτούσια απόδοση των αντικειμένων της κληρονομιαίας περιουσίας, όπως αυτά προσδιορίζονται στις δύο πρώτες από τις διατάξεις αυτές, εκείνα δηλαδή που ήταν κληρονομιαία από την αρχή ή το αντικατάλλαγμα αυτών και ο εναγόμενος με την περί κλήρου αγωγή υποχρεούται να τα αποδώσει αυτούσια (ή το αντικατάλλαγμα αυτών).
Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 1872 αρ. 2 ΑΚ, αντικείμενα της κληρονομιάς είναι και καθετί που ο νομέας της κληρονομιάς αποκτά με δικαιοπραξία, χρησιμοποιώντας κληρονομιαία μέσα. Ως κληρονομιαία μέσα νοούνται τα κατ’ εξοχήν αντικείμενα της κληρονομιάς, η χρήση των οποίων οδηγεί έστω και εμμέσως στην κτήση του αντικαταλλάγματος. Ο ΑΚ όρισε ότι στη θέση του κληρονομιαίου, υποκαθίσταται ό,τι απέκτησε ο νομέας της κληρονομιάς ύστερα από δικαιοπραξία με τρίτο. Το αντικείμενο που αποκτήθηκε, εμβαίνει στη θέση αυτού που εκποιήθηκε και θεωρείται ως αντικείμενο της κληρονομιάς. Το δε υποκατάστατο - δικαιοπρακτικό αντικατάλλαγμα, που αποκτήθηκε με κληρονομιαία μέσα, μπορεί να είναι ορισμένο πράγμα, χρήματα που αποκτήθηκαν από την πώληση κληρονομιαίου ή απαιτήσεις (βλέπε κατ’ άρθρο Ερμηνεία Αστικού Κώδικα Απ. Γεωργιάδη, Μ. Σταθόπουλου άρθρο 1872 ΑΚ.).
Έτσι, με βάση τη διάταξη αυτή, αν ενσώματα αντικείμενα, μετά το θάνατο του κληρονομουμένου εκποιήθηκαν από το νομέα της κληρονομίας, στη θέση αυτών υποκαθίσταται το αντικατάλλαγμα (surrogatum, βλ. και Κληρονομικό Δίκαιο Μπαλή εκδ. Δ΄& 209 αρ. 4 σελ. 332), δηλ. π.χ. το τίµηµα από την πώληση του κληρονοµιαίου ακινήτου (βλ. ενδεικτ. 6636/1990 ΕφΑθ, ΑΠ 1590/2007 Α΄ Δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 248/2003 ΕλλΔνη 2004, σελ. 465), ή το πράγμα που αγοράστηκε με χρήματα της κληρονομιάς ή απαίτηση που γεννήθηκε από την πώληση κληρονομιαίου, με πίστωση.
Κατά την κρατούσα στην ελληνική νομολογία και θεωρία άποψη δεν υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω διάταξης το νόμιμο αντικατάλλαγμα, οι αξιώσεις δηλαδή αποζημίωσης για βλάβη, καταστροφή κλπ. στοιχείου της κληρονομίας, οι οποίες ασκούνται από τον κληρονόμο απευθείας κατά του τρίτου ζημιώσαντα, χωρίς την ανάμειξη του νομέα της κληρονομίας. Κατά την πλειοψηφούσα αυτή άποψη ο κληρονόμος απολαύει ενοχικής μόνο προστασίας ως προς το αντικατάλλαγμα, οπότε τα υποκατάστατα των στοιχείων της κληρονομίας περιέρχονται κατά κυριότητα στον νομέα, ο δε πραγματικός κληρονόμος μπορεί με αγωγή να αξιώσει μόνο την απόδοσή τους.
Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι, ο πραγματικός κληρονόμος, πλην της αγωγής περί κλήρου που δικαιούται καταρχήν να ασκήσει έναντι του νομέα κληρονομιάς, διατηρεί (σε περίπτωση που το αντικείμενο της κληρονομιάς εκποιήθηκε) ενοχική αξίωση έναντι αυτού, με αντικείμενο την απόδοση του αντικαταλλάγματος, το οποίο αυτός απέκτησε διακαιοπρακτικώς με τα κληρονομιαία μέσα. Σε περίπτωση δε που ο νομέας της κληρονομίας αδυνατεί να αποδώσει τόσο το αρχικό κληρονομηθέν όσο και το αντικατάλλαγμα, ο κληρονόμος προστατεύεται με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΠ 865/2006, Α΄ Δημοσίευση Νόμος, ΕφΘεσ 6/1990, ΕλλΔνη 1990, 1301).