logo-print

Αφρίζουσες βόμβες μπανιέρας: αντικείμενο δίκης ενώπιον του Δικαστηρίου ΕΕ

Απόφαση ΔΕΕ: “Τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλουν περιορισμούς ως προς τη διάθεση καλλυντικών που μπορεί να εκληφθούν ως τρόφιμα και να θέσουν σε κίνδυνο την ανθρώπινη υγεία”

02/06/2022

07/06/2022

Δικαιοδοσία και Εκτέλεση επί διασυνοριακών ευρπωαϊκών οικογενειακών διαφορών

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΕΣΔΑ Κατ΄άρθρο ερμηνεία

ΙΩΑΝΝΗ ΣΑΡΜΑΣ
ΞΕΝΟΦΩΝ ΚΟΝΤΙΑΔΗΣ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος 

Με τη δημοσιευθείσα στις 2-06-2022 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλουν περιορισμούς ως προς τη διάθεση στο εμπόριο καλλυντικών προϊόντων τα οποία είναι δυνατόν, καθόσον έχουν τη μορφή τροφίμων, να εκληφθούν ως τρόφιμα και να θέσουν σε κίνδυνο την ανθρώπινη υγεία .

Ειδικότερα, κατά με το ΔΕΕ, το συμφέρον της προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών μπορεί, σε κάποιες περιπτώσεις, να υπερισχύσει του δικαιώματος εμπορίας ορισμένων καλλυντικών προϊόντων, όπως οι αφρίζουσες βόμβες μπανιέρας.

Ιστορικό της υπόθεσης

Η Get Fresh Cosmetics Limited εμπορεύεται στη Λιθουανία ορισμένα καλλυντικά προϊόντα μέσω ιστοτόπου. Οι λιθουανικές αρχές προέβησαν σε έλεγχο και έκριναν ότι κάποια από τα προϊόντα αυτά, συγκεκριμένα βόμβες μπανιέρας διαφόρων ειδών, είχαν τη μορφή τροφίμων, ενείχαν για τους καταναλωτές και ιδίως για τα παιδιά κίνδυνο δηλητηρίασης και έθεταν σε κίνδυνο την ασφάλεια των καταναλωτών. Διέταξαν δε την Get Fresh Cosmetics να τα αποσύρει από την αγορά. 

Αποφαινόμενο σε τελευταίο βαθμό επί της σχετικής διαφοράς μεταξύ της Get Fresh Cosmetics και των λιθουανικών αρχών, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Λιθουανίας ζήτησε από το Δικαστήριο διευκρινίσεις ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 87/357/ΕΟΚ [οδηγία για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τα προϊόντα που, επειδή δεν εμφανίζονται υπό την πραγματική τους μορφή, θέτουν σε κίνδυνο την υγεία ή την ασφάλεια των καταναλωτών], προκειμένου να κρίνει αν πρέπει να αποδειχθεί βάσει αντικειμενικών και τεκμηριωμένων στοιχείων ότι το να βάλει κανείς στο στόμα προϊόντα τα οποία, παρά το γεγονός ότι δεν είναι τρόφιμα, έχουν τη μορφή τροφίμων συνεπάγεται ενδεχομένως κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία ή ασφάλεια.

Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο υπενθύμισε, καταρχάς, ότι η οδηγία 87/357/ΕΟΚ έχει εφαρμογή στα προϊόντα που δεν εμφανίζονται υπό την πραγματική τους μορφή και θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια ή την υγεία των καταναλωτών.

Το Δικαστήριο επεσήμανε επίσης ότι η οδηγία 87/357/ΕΟΚ αφορά, κατά το γράμμα της, τα προϊόντα τα οποία θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια ή την υγεία των καταναλωτών και τα οποία, παρά το γεγονός ότι δεν είναι τρόφιμα, έχουν τη μορφή τροφίμων, η δε κατανάλωσή τους συνεπάγεται ενδεχομένως κινδύνους όπως ασφυξία, δηλητηρίαση, διάτρηση ή απόφραξη του πεπτικού σωλήνα. Εντούτοις, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι το γράμμα των διατάξεων της οδηγίας δεν καθιερώνει τεκμήριο επικινδυνότητας των προϊόντων που είναι δυνατό να εκληφθούν ως τρόφιμα

Συναφώς, το Δικαστήριο τόνισε ότι η οδηγία 87/357/ΕΟΚ προβλέπει απαγόρευση εμπορίας, εισαγωγής, κατασκευής ή εξαγωγής ορισμένων προϊόντων εφόσον πληρούνται τέσσερις σωρευτικές προϋποθέσεις τις οποίες θεσπίζει το άρθρο 1 της οδηγίας. Συγκεκριμένα, πρώτον, πρέπει να πρόκειται για μη βρώσιμο προϊόν το οποίο έχει το σχήμα, την οσμή, το χρώμα, την όψη, τη συσκευασία, τη σήμανση, τον όγκο ή το μέγεθος ενός τροφίμου, δεύτερον, τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά πρέπει να είναι τέτοια ώστε να είναι ευλόγως αναμενόμενο οι καταναλωτές, και ιδίως τα παιδιά, να εκλάβουν το προϊόν ως τρόφιμο, τρίτον, πρέπει να είναι ευλόγως αναμενόμενο ότι, ως εκ τούτου, οι καταναλωτές θα βάλουν το προϊόν στο στόμα, θα το γλείψουν ή θα το καταπιούν, και, τέταρτον, το να βάλει κάποιος το προϊόν στο στόμα, να το γλείψει ή να το καταπιεί συνεπάγεται ενδεχομένως κινδύνους όπως ασφυξία, δηλητηρίαση, διάτρηση ή απόφραξη του πεπτικού σωλήνα

Εντούτοις, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η οδηγία 87/357/ΕΟΚ δεν περιλαμβάνει διάταξη θεσπίζουσα τεκμήριο επικινδυνότητας των προϊόντων τα οποία δεν εμφανίζονται υπό την πραγματική τους μορφή ούτε, ειδικότερα, τεκμήριο ότι το να βάλει κάποιος στο στόμα τέτοια προϊόντα, να τα γλείψει ή να τα καταπιεί συνεπάγεται τους ως άνω κινδύνους αλλά, αντιθέτως, διαπίστωσε ότι ο νομοθέτης της Ένωσης απαιτεί, βάσει της τελευταίας προϋποθέσεως, να γίνεται κατά περίπτωση εκτίμηση τέτοιων κινδύνων.

Επιπλέον, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι ένα τέτοιο τεκμήριο θα ερχόταν σε αντίθεση με το γεγονός ότι η οδηγία 87/357/ΕΟΚ δεν επιβάλλει απαγόρευση της εμπορίας των προϊόντων που είναι δυνατό να εκληφθούν ως τρόφιμα, αλλά σκοπεί στην εξάλειψη των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία τα οποία εγείρουν εθνικές διατάξεις που αφορούν τέτοια προϊόντα, με ταυτόχρονη όμως διασφάλιση της προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών.

Εξάλλου, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι οι εθνικές αρχές υποχρεούνται να εξετάζουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά των οικείων προϊόντων προκειμένου να κρίνουν αν πληρούνται οι τέσσερις προϋποθέσεις του άρθρου 1 της οδηγίας 87/357/ΕΟΚ, γεγονός που θα δικαιολογούσε την έκδοση αποφάσεως περί απαγορεύσεως της εμπορίας τους.

Το Δικαστήριο υπογράμμισε επίσης ότι οι εθνικές αρχές υποχρεούνται, κατά την εξέταση αυτή, να συνεκτιμούν την τυχόν ευάλωτη θέση ορισμένων προσώπων και κατηγοριών καταναλωτών, μεταξύ των οποίων καταλέγονται ιδίως τα παιδιά.

Πλην όμως, τόνισε ότι οι διατάξεις της οδηγίας 87/357/ΕΟΚ δεν υποχρεώνουν τις εθνικές αρχές να αποδείξουν, βάσει αντικειμενικών και τεκμηριωμένων στοιχείων, ότι τα προϊόντα που έχουν τη μορφή τροφίμων μπορούν να εκληφθούν ως τρόφιμα ούτε ότι συντρέχουν οι κίνδυνοι για την ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια τους οποίους μπορεί να επιφέρει η εν λόγω σύγχυση. 

Επομένως, το Δικαστήριο έκρινε ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν επιτρέπει την επιβολή απαίτησης βάσει της οποίας πρέπει να αποδεικνύεται η βεβαιότητα της επέλευσης των εν λόγω κινδύνων, διότι τούτο δεν θα διασφάλιζε τη δίκαιη εξισορρόπηση μεταξύ της ελεύθερης κυκλοφορίας των προϊόντων και της προστασίας των καταναλωτών.

Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.

Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA

Διεθνής Εμπορική Διαιτησία Τόμος ΙΙ
Το εφαρμοστέο δίκαιο ως προς τις έννομες συνέπειες των δικαστικών αποφάσεων - Μελέτες ΕΡΜΕΚ Νο 11