logo-print

Αιμοληψία χωρίς συναίνεση και δημοσιοποίηση φωτογραφίας γυναίκας με HIV (ΕγκΕισΑΠ 1/2025)

Ποια στοιχεία επιβάλλεται να περιέχει η εισαγγελική διάταξη για τη δημοσίευση προσωπικών δεδομένων κατηγορουμένου ή καταδικασθέντος για συγκεκριμένα αδικήματα

21/01/2025

24/01/2025

Ποινικός Κώδικας - Κατ΄ άρθρο Νομολογία, 2η έκδ., 2024
Whistleblowing - ν. 4990/2022 - Ζητήματα πρακτικής εφαρμογής (Β΄ κύκλος)

Εγκύκλιο σχετικά με την υπόθεση «O.G. και άλλοι κατά Ελλάδας» στην οποία το ΕΔΔΑ καταδίκασε τη χώρα μας για παραβίαση του δικαιώματος της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, με την πραγματοποίηση αιμοληψίας προς ανίχνευση του ιού HIV, χωρίς ενημέρωση ή συναίνεση των προσφευγουσών, και τη δημοσίευση φωτογραφιών και άλλων ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων των προσφευγουσών (ΕγκΕισΑΠ 1/2025).

Συγκεκριμένα, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, απευθυνόμενη στους εισαγγελικούς λειτουργούς της χώρας, ζήτησε να λάβουν γνώση του περιεχομένου της απόφασης και να συμμορφώνονται με αυτό σε παρόμοιες υποθέσεις στο μέλλον, στο πλαίσιο ενεργούμενης υπό τη διεύθυνσή τους προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, κατά το χειρισμό σχετικών δικογραφιών και κατά την εξέταση αιτημάτων δημοσιοποίησης προσωπικών δεδομένων κατηγορουμένων ή καταδικασθέντων

Στην υπόθεση «O.G. και άλλοι κατά Ελλάδας» (αριθμοί συνεκδικασθεισών προσφυγών 71555/12 και 48256/13) το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καταδίκασε τη χώρα μας για παραβίαση του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (παραβίαση του δικαιώματος της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) επειδή: α) πραγματοποιήθηκε αιμοληψία, προς ανίχνευση του ιού HIV, χωρίς ενημέρωση ή συναίνεση των προσφευγουσών και β) δημοσιεύτηκαν φωτογραφίες και δημοσιοποιήθηκαν και άλλα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα των προσφευγουσών, μετά από εισαγγελικές διατάξεις, οι οποίες δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένες υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης και η δημοσίευση ήταν δυσανάλογη με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

Πιο συγκεκριμένα, στην απόφαση του ΕΔΔΑ, ως προς την παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ από την αιμοληψία, χωρίς τη συναίνεση των προσφευγουσών, αναφέρεται ότι:

Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ιατρική πράξη που πραγματοποιείται χωρίς την ελεύθερη και μετά από ενημέρωση συναίνεση συνιστά «επέμβαση» στο δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή του άρθρου 8 της Σύμβασης (G. Η. Ουγγαρίας (αρ. προσφυγής 54041/14 παρ. 22) και αυτή πρέπει να προβλέπεται από αρκούντως προσβάσιμο και προβλέψιμο νόμο, που θα ορίζει με σαφήνεια το εύρος και τον τρόπο άσκησης της επέμβασης (Rotaru κατά Ρουμανίας - αρ. προσφ. 28341/95 παρ. 55), προσφέροντας κατάλληλη προστασία έναντι αυθαιρεσιών και να επιδιώκει έναν ή περισσότερους νόμιμους σκοπούς, απαραίτητους σε μια δημοκρατική κοινωνία (Peruzzo και Martens κατά Γερμανίας - αρ, προσφ. 57900/12 παρ. 34).

Στη συνέχεια το ΕΔΔΑ, αφού χαρακτήρισε την αιμοληψία στην οποία υποβλήθηκαν οι προσφεύγουσες ως επέμβαση στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, υπό την έννοια του άρθρου 8 της Σύμβασης, εξετάζοντας αν η επέμβαση αυτή στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή των προσφευγουσών ήταν συμβατή με την ΕΣΔΑ διαπίστωσε ότι οι διατάξεις: α) του Ν.2734/1999 , στο άρθρο 2 του οποίου ορίζεται ότι τα εκδιδόμενα πρόσωπα πρέπει υποβάλλονται, ανά 15 ημέρες, σε ιατρικές εξετάσεις για τον έλεγχο ορισμένων ασθενειών μεταξύ, των οποίων και ο ιός ΗIV, ενώ στο άρθρο 5 αυτού ορίζεται ότι η ως άνω παράλειψη συνιστά ποινικό αδίκημα, β) των άρθρων των με αριθμούς 660/2000 και 661/2000 αποφάσεων του Υπουργού Υγείας, σύμφωνα με οποίες τα εκδιδόμενα πρόσωπα πρέπει να εξετάζονται ανά τρίμηνο για ανίχνευση του ιού HIV και γ) της ΓΥ 39Α/2012 απόφασης του Υπουργού Υγείας, οι οποίες συνιστούσαν τη νομική βάση της χωρίς συναίνεση αιμοληψίας, στην οποία υποβλήθηκαν οι προσφεύγουσες, αφορούν στην υποχρέωση που υπέχουν τα εκδιδόμενα, με ή χωρίς άδεια, πρόσωπα να υποβάλλονται σε ελέγχους ανίχνευσης ορισμένων ασθενειών, μεταξύ των οποίων ο ιός ΗIV , πλην όμως, κατά το Δικαστήριο, σε καμία από τις εν λόγω διατάξεις δεν περιγράφεται η διαδικασία που πρέπει ακολουθηθεί, ούτε γίνεται αναφορά για εξέταση που πραγματοποιείται από αστυνομικές ή δικαστικές αρχές, με ή χωρίς τη συναίνεση των ενδιαφερομένων προσώπων και όσον αφορά τις διατάξεις του ΚΠΔ, επισημαίνει ότι απαιτούν εντολή του εισαγγελέα, προκειμένου οι προανακριτικοί υπάλληλοι να προβούν σε ανακριτικές πράξεις, εκτός αν υφίσταται άμεσος κίνδυνος, περίσταση η οποία δεν συνέτρεξε στην προκειμένη περίπτωση. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι, δεδομένου ότι οι εθνικές διατάξεις δεν ήταν προβλέψιμες ως προς τις συνέπειές τους, η χωρίς συναίνεση αιμοληψία δεν προβλεπόταν από το εθνικό δίκαιο και η πραγματοποίησή της παραβίασε το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.

Ως προς την παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ από την δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων των προσφευγουσών, στην απόφαση του ΕΔΔΑ αναφέρεται ότι:

Η δημοσιοποίηση των δεδομένων συνιστά «επέμβαση» στο δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής ζωής που προστατεύεται από το άρθρο 8 της Σύμβασης [(Francu κατά Ρουμανίας ( αρ. προσφ. 69356/13 παρ. 51-5 ), C.C. κατά Ισπανίας ( αρ. προσφ. 1425/06 παρ. 31-34) και Μάργαρη κατά Ελλάδας (αρ.προσφ. 36705/16 παρ. 46-49)]. Στην προκειμένη περίπτωση, η εν λόγω επέμβαση προβλεπόταν από νόμο, ήτοι τις διατάξεις των άρθρων 2 περ. α και β και 3 του ν. 2472/1947, οι οποίες ήταν αρκούντως σαφείς και σκοπός της επέμβασης ήταν η προστασία της κοινωνίας, καθώς μπορούσε να συμβάλει στην αποκάλυψη παρόμοιων πράξεων που είχαν τελέσει οι κατηγορούμενες σε βάρος των πελατών και να παροτρύνει τους τελευταίους να υποβληθούν σε έλεγχο για τον ιό HIV και το Δικαστήριο θεώρησε ότι ο παραπάνω σκοπός της επέμβασης ήταν η προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων. Στη συνέχεια το ΕΔΔΑ, εξετάζοντας αν η συγκεκριμένη επέμβαση, ήτοι η δημοσιοποίηση της ταυτότητας και των φωτογραφιών των προσφευγουσών, σε συνδυασμό με τη δημοσιοποίηση την κατάστασης της υγείας τους, ήταν απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία, αν δηλαδή ο επιδιωκόμενος με την επέμβαση σκοπός ήταν καίριος και επαρκής και εάν η επέμβαση ήταν ανάλογη με τον επιδιωκόμενο σκοπό, σημείωσε ότι, όπως και στην απόφαση επί προσφυγής «Μάργαρη κατά Ελλάδας», η επέμβαση δεν συνδεόταν με επαρκείς εγγυήσεις για τις προσφεύγουσες, εφόσον αυτές δεν ακούστηκαν πριν από τη δημοσίευση των ιδιαίτερα προσωπικών δεδομένων τους, ούτε είχαν, κατά την τότε ισχύουσα νομοθεσία, δικαίωμα να ασκήσουν προσφυγή κατά της διάταξης δημοσίευσης των προσωπικών τους δεδομένων. Περαιτέρω πριν από την έκδοση της διάταξης δεν διερευνήθηκε αν ήταν δυνατόν να προστατευθεί η δημόσια υγεία με λιγότερο επαχθή για τις προσφεύγουσες μέτρα, όπως μια δημοσίευση περί σύλληψης οροθετικών γυναικών, που θα δημοσιευόταν στην περιοχή όπου κυκλοφορούσαν οι προσφεύγουσες. Λαμβανομένου δε υπόψη του άμεσου κινδύνου εξευτελισμού και κοινωνικού αποκλεισμού των προσφευγουσών από τη δημοσίευση, το δικαστήριο έκρινε ότι η, περί δημοσίευσης των προσωπικών δεδομένων των προσφευγουσών, διάταξη του εισαγγελέα δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης και ήταν δυσανάλογη με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Ακολούθως το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση άρθρου 8 της Σύμβασης λόγω της δημοσίευσης των προσωπικών δεδομένων των προσφευγουσών.

Με αφορμή την εν λόγω απόφαση του ΕΔΔΑ, η Εισαγγελία επεσήμανε ότι η διάταξη του αρμόδιου Εισαγγελέα Πρωτοδικών (ή του Εισαγγελέα Εφετών, εάν η υπόθεση εκκρεμεί στο Εφετείο), με την οποία δημοσιοποιούνται προσωπικά δεδομένα κατηγορουμένου ή καταδικασθέντα για κακούργημα, για πλημμέλημα του Δεκάτου Ενάτου Κεφαλαίου, περί εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, του Ποινικού Κώδικα, καθώς και για πλημμέλημα το οποίο τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών, επιβάλλεται να περιέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να περιέχει: α) τα στοιχεία ταυτότητας του κατηγορουμένου ή καταδικασθέντος, β) την εικόνα του, γ) την ποινική δίωξη ή την καταδίκη, καθώς και την παράθεση των αναγκαίων πραγματικών περιστατικών, με τρόπο σύμφωνο προς την υποχρέωση σεβασμού του τεκμηρίου της αθωότητας, δ) τον σκοπό και τον στόχο της δημοσιοποίησης, ε) τον τρόπο και τα μέσα αυτής, στ) το χρονικό διάστημα διατήρησης της δημοσιοποίησης και κάθε αναπαραγωγής της. Η δημοσιοποίηση αυτή των προσωπικών δεδομένων θα πρέπει να αποσκοπεί αποκλειστικά στη διερεύνηση, ανίχνευση ή δίωξη των παραπάνω εγκλημάτων, στην εκτέλεση εντάλματος σύλληψης ή καταδικαστικής απόφασης σε βάρος του κατηγορούμενου ή καταδικασθέντος για κάποιο από τα παραπάνω εγκλήματα και στην αποτροπή απειλής της δημόσιας ασφάλειας, σε σχέση προς διερευνώμενο έγκλημα και δεν είναι δυνατή η επιλογή άλλων μέτρων λιγότερο επαχθών για τα θεμελιώδη δικαιώματα.

Δείτε αναλυτικά την εγκύκλιο στο eisap.gr.

Δίκαιο Οροφοκτησίας, 2η έκδ., 2024
Το εφαρμοστέο δίκαιο ως προς τις έννομες συνέπειες των δικαστικών αποφάσεων - Μελέτες ΕΡΜΕΚ Νο 11