Αντιβαίνει στο δίκαιο της ΕΕ εθνική ρύθμιση που επιτρέπει τον έλεγχο άμεσης ξένης επένδυσης με προέλευση από τρίτη χώρα;
04/04/2023
Με τις προτάσεις του στην υπόθεση Xella Magyarország ο Γενικός Εισαγγελέας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης διατύπωσε τη γνώμη ότι δεν αντιβαίνει, κατ’ αρχήν, στο δίκαιο της Ένωσης εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει τον έλεγχο άμεσης ξένης επένδυσης με προέλευση από τρίτη χώρα, ακόμη και αν η επένδυση αυτή πραγματοποιείται με τη μεσολάβηση εταιρίας που εδρεύει στην Ένωση.
Σύμφωνα με τον Γ.Ε., εθνική ρύθμιση αυτού του είδους εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού για τον έλεγχο των άμεσων ξένων επενδύσεων και ως εκ τούτου πρέπει να διασφαλίζει ότι οι κατ’ ιδίαν αποφάσεις ελέγχου είναι αιτιολογημένες και ότι συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις αναλογικότητας που επιβάλλουν οι κανόνες της Συνθήκης σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και την ελευθερία εγκαταστάσεως.
Ιστορικό υπόθεσης
Το έτος 2021, ο Ούγγρος Υπουργός Καινοτομίας και Τεχνολογίας απαγόρευσε την απόκτηση ουγγρικής εταιρίας από άλλη ουγγρική εταιρία. Στην πρώτη εταιρία ανήκει εξορυκτική εγκατάσταση από την οποία εξορύσσονται άμμος, άργιλος και αμμοχάλικο. Στην απόφασή του ο Υπουργός εξέθετε ότι θα αντέβαινε στο εθνικό συμφέρον της Ουγγαρίας που συνίσταται –μεταξύ άλλων– και στην εξασφάλιση του εφοδιασμού με τις εν λόγω πρώτες ύλες, να επιτραπεί σε εταιρία η οποία εμμέσως ανήκει σε ιδιοκτήτη από τρίτη χώρα (Βερμούδες) να αποκτήσει τον έλεγχο μιας τέτοιας «στρατηγικής» εταιρίας.
Στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου του κύρους της απόφασης του Υπουργού διά της οποίας απαγορεύτηκε η εν λόγω απόκτηση, το Fővárosi Törvényszék (δικαστήριο περιφέρειας Βουδαπέστης, Ουγγαρία) υπέβαλε, κατ’ ουσίαν, το ερώτημα αν το δίκαιο της Ένωσης επιτρέπει στην Ουγγαρία να θεσπίσει νομοθετική ρύθμιση η οποία επιβάλλει περιορισμούς επί των άμεσων ξένων επενδύσεων σε εταιρίες που εδρεύουν στην Ένωση, αν οι επενδύσεις αυτές πραγματοποιούνται με τη μεσολάβηση άλλης εταιρίας που εδρεύει στην Ένωση.
Οι προτάσεις του Γεν. Εισαγγελέα
Με τις σημερινές προτάσεις της, η γενική εισαγγελέας Tamara Ćapeta εκτιμά, πρώτον, ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις με προέλευση από τρίτες χώρες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού για τον έλεγχο των άμεσων ξένων επενδύσεων. Ο εν λόγω κανονισμός καταλαμβάνει κάθε είδους επενδύσεις μέσω των οποίων ο προερχόμενος από τρίτη χώρα επενδυτής αποκτά πραγματική συμμετοχή στη διαχείριση ή στον έλεγχο εταιρίας της Ένωσης. Ως επενδύσεις αυτού του είδους νοούνται και εκείνες διά των οποίων ο προερχόμενος από τρίτη χώρα επενδυτής αποκτά τον έλεγχο εταιρίας της Ένωσης με έμμεσο τρόπο, ήτοι μέσω της απόκτησης εταιρίας της Ένωσης από άλλη εταιρία της Ένωσης, η οποία ανήκει στην εταιρία της τρίτης χώρας. Τέτοιου είδους επενδύσεις εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 207 ΣΛΕΕ και επομένως στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής.
Κατά συνέπεια, ο κανονισμός για τον έλεγχο των άμεσων ξένων επενδύσεων, ο οποίος επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν μηχανισμούς ελέγχου, θα πρέπει να νοείται ως πράξη διά της οποίας «μεταβιβάζεται» εκ νέου στα κράτη μέλη μέρος της αρμοδιότητας σε έναν τομέα, την αρμοδιότητα επί του οποίου είχαν απωλέσει μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας.
Δεύτερον, οι εθνικοί μηχανισμοί ελέγχου, τη θέσπιση των οποίων επιτρέπει ο κανονισμός για τον έλεγχο των άμεσων ξένων επενδύσεων, πρέπει επίσης να συμμορφώνονται με τους κανόνες της εσωτερικής αγοράς. Κατά συνέπεια, οι οικείες εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις θα πρέπει να υποχρεώνουν τους φορείς που είναι αρμόδιοι για την έκδοση των κατ’ ιδίαν αποφάσεων ελέγχου να παραθέτουν θεμιτούς δικαιολογητικούς λόγους για την επιβολή περιορισμών στις ροές κεφαλαίων. Από τον κανονισμό για τον έλεγχο των άμεσων ξένων επενδύσεων συνάγεται ότι η επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων μπορεί να δικαιολογείται μόνον για λόγους ασφάλειας ή δημόσιας τάξης. Η επίκληση των δικαιολογητικών αυτών λόγων είναι δυνατή μόνον εφόσον υπάρχει πραγματική και αρκούντως σοβαρή απειλή θίγουσα θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας. Επιπλέον, κάθε μέτρο διά του οποίου επιβάλλονται περιορισμοί στις ροές κεφαλαίων πρέπει να είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.
Όσον αφορά τη δικαιολόγηση της επίμαχης εν προκειμένω απόφασης του Υπουργού, η γενική εισαγγελέας αναγνωρίζει ότι η ανάγκη εξασφάλισης του εφοδιασμού με ορισμένες πρώτες ύλες μπορεί να είναι ικανή, σε καιρούς κρίσης, να δικαιολογήσει την επιβολή περιορισμών σε άμεση ξένη επένδυση για λόγους δημόσιας τάξης (ή δημόσιας ασφάλειας). Οι ίδιοι λόγοι ενδεχομένως να δικαιολογούν ακόμη και την επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων από τρίτες χώρες οι οποίοι σε άλλη περίπτωση δεν θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτοί εντός της εσωτερικής αγοράς.
Προκειμένου να αποφανθεί σχετικά με το κύρος της απόφασης διά της οποίας απαγορεύθηκε η επίμαχη εν προκειμένω συναλλαγή, το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει να εκτιμήσει αν ο Ούγγρος Υπουργός Καινοτομίας και Τεχνολογίας έχει δικαιολογήσει επαρκώς στην απόφασή του γιατί η έμμεση απόκτηση της επίμαχης εξορυκτικής εγκατάστασης από αλλοδαπό ιδιοκτήτη συνιστά πραγματική και αρκούντως σοβαρή απειλή για την ασφάλεια του εφοδιασμού της Ουγγαρίας με άμμο, αμμοχάλικο και άργιλο, καθώς και αν θα ήταν δυνατόν να εξασφαλιστεί ο εφοδιασμός με τα εν λόγω υλικά μέσω της λήψης λιγότερο περιοριστικών μέτρων.
To πλήρες κείμενο των προτάσεων δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα CURIA