logo-print

Δεν δικαιούνται αποζημίωση οι ιδιώτες επενδυτές που μετείχαν υποχρεωτικά στην αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου χρέους (PSI) το 2012

Γεν. Δικαστήριο ΕΕ: «Απορρίπτεται η αγωγή αποζημίωσης κατόχων ελληνικών χρεογράφων που μετείχαν στο PSI - Η ζημία αντιστοιχεί στους συνήθεις κινδύνους των συναλλαγών επί εμπορεύσιμων κρατικών χρεογράφων»

18/11/2021

18/11/2021

Το εφαρμοστέο δίκαιο ως προς τις έννομες συνέπειες των δικαστικών αποφάσεων - Μελέτες ΕΡΜΕΚ Νο 11
Διεθνής εμπορική διαιτησία - Τόμος Ι -Β έκδοση

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος

Με τη δημοσιευθείσα στις 17-11-2021 απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΓΔΕΕ) απέρριψε αγωγή αποζημίωσης Ελλήνων ιδιωτών επενδυτών κατά του Συμβουλίου της ΕΕ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής οι οποίοι επικαλέστηκαν σημαντική οικονομική ζημία λόγω της υπαγωγής των κρατικών ομολόγων που κατείχαν στον Νόμο 4050/12, γνωστό και ως «PSI» (Private Sector Investment). 

Ειδικότερα, οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν ότι έτυχαν της ίδιας μεταχείρισης (συμπεριλαμβανομένου του ίδιου ποσοστού “κουρέματος” ή “haircut”) με τις τράπεζες και τα ειδικευμένα ταμεία, παρά τις θεμελιώδεις διαφορές τους. Καταλόγισαν το γεγονός αυτό στον Πρόεδρο της Ευρωομάδας και/ή στην ίδια την Ευρωομάδα που απαγόρευσαν όχι μόνον την απαλλαγή των φυσικών προσώπων από το “haircut”, αλλά και οποιοδήποτε μεταγενέστερο μέτρο αντιστάθμισης, καθώς και στην Επιτροπή που παρέσχε την έγκριση και τη συγκατάθεσή της στην παραβίαση της αρχής απαγόρευσης των διακρίσεων.

Το ΓΔΕΕ επεσήμανε, μεταξύ άλλων, ότι η ζημία που επικαλέστηκαν οι ενάγοντες αντιστοιχεί στους οικονομικούς κινδύνους που συνήθως απορρέουν από τις εμπορικές δραστηριότητες στον χρηματοπιστωτικό κλάδο, ήτοι τις συναλλαγές επί εμπορεύσιμων κρατικών χρεογράφων. Σύμφωνα με το ΓΔΕΕ, αυτό ισχύει ισχύει κατά μείζονα λόγο σε περίπτωση που ένα κράτος εμφανίζει, όπως η Ελλάδα από τα τέλη του 2009, μειωμένη πιστοληπτική διαβάθμιση.

Ιστορικό της υπόθεσης

Ενόψει της οικονομικής κρίσης και του κινδύνου χρεοκοπίας της Ελλάδας, η Eυρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ (Ευρωσύστημα), αφενός, και η Ελλάδα, αφετέρου, σύναψαν στις 15 Φεβρουαρίου 2012 συμφωνία για την ανταλλαγή των ελληνικών χρεογράφων τα οποία κατείχαν η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες με νέα χρεόγραφα, με ίδια ονομαστική αξία, επιτόκιο, ημερομηνίες καταβολής τόκων και αποπληρωμής, αλλά με διαφορετικούς αριθμούς σειράς και διαφορετικές ημερομηνίες.

Κατά το ίδιο διάστημα, οι ελληνικές αρχές και ο ιδιωτικός τομέας συμφώνησαν σε οικειοθελή ανταλλαγή και μείωση κατά 53,5% της αξίας των χρεογράφων τα οποία κατείχαν οι ιδιώτες πιστωτές [Private Sector Involvement (PSI)]. Με δήλωση της 21ης Φεβρουαρίου 2012, η Ευρωομάδα προσδοκούσε σημαντική συμμετοχή των ιδιωτών πιστωτών στην εν λόγω οικειοθελή ανταλλαγή χρεογράφων.

Οι ενάγοντες, κάτοχοι ελληνικών χρεογράφων, μετείχαν στην αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου χρέους στο πλαίσιο του PSI και της διαδικασίας βάσει των «ρητρών συλλογικής δράσης» (CAC), διά της οποίας κατέστη υποχρεωτική η ανταλλαγή τίτλων για τους εμπλεκόμενους ιδιώτες επενδυτές, βάσει του ελληνικού Νόμου 4050/2012 (ΦΕΚ Α' 36/23-02-2012), αφού είχαν απορρίψει την προσφορά οικειοθελούς ανταλλαγής.

Mε την αγωγή τους, ζήτησαν ενώπιον του ΓΔΕΕ να αποκατασταθεί η ζημία που φέρεται να υπέστησαν ως αποτέλεσμα της εφαρμογής υποχρεωτικής ανταλλαγής κρατικών χρεογράφων λόγω συμπεριφοράς ή πράξεων της Ευρωομάδας (Eurogroup), του Προέδρου της, των αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων της ευρωζώνης και της Επιτροπής.

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Με την απόφασή του αυτή, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε στο σύνολό της την αγωγή.

Για την εκτίμηση του ενδεχόμενου καταλογισμού των επίδικων μέτρων στην Ένωση το Γενικό Δικαστήριο επικαλέστηκε την απόφαση του Δικαστηρίου, της 20ης Δεκεμβρίου 2020, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-597/18 P Συμβούλιο κατά K. Chrysostomides & Co. κ.λπ., C-598/18 P Συμβούλιο κατά Μπουρδούβαλλη κ.λπ., C-603/18 P, C-604/18 P (βλ. το σχετικό άρθρο στο Lawspot).

To Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η Ευρωομάδα σχεδιάστηκε ως διακυβερνητικό όργανο, εκτός του θεσμικού πλαισίου της Ένωσης, με σκοπό να παράσχει στους υπουργούς των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ τη δυνατότητα να ανταλλάσσουν και να συντονίζουν τις απόψεις τους επί ζητημάτων σχετικών με τις κοινές αρμοδιότητές τους όσον αφορά το ενιαίο νόμισμα. Ως εκ τούτου, λειτουργεί ως σύνδεσμος μεταξύ του εθνικού και του ενωσιακού επιπέδου για τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ.

Η Ευρωομάδα έχει άτυπη φύση η οποία εξηγείται από τον σκοπό για τον οποίο ιδρύθηκε, δηλαδή, να διαθέτει η οικονομική και νομισματική ένωση ένα διακυβερνητικό εργαλείο συντονισμού, χωρίς παράλληλα να επηρεάζεται η αποστολή του Συμβουλίου, το οποίο βρίσκεται στον πυρήνα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων σε επίπεδο Ένωσης στον τομέα της οικονομικής πολιτικής ούτε η ανεξαρτησία της ΕΚΤ.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι δηλώσεις της Ευρωομάδας δεν μπορούν να καταλογιστούν στην Ένωση, με αποτέλεσμα το Γενικό Δικαστήριο να μην έχει δικαιοδοσία να αποφανθεί επί της τη νομιμότητάς τους, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο αγωγής αποζημίωσης, με σκοπό την εκτίμηση της ανάληψης πιθανής εξωσυμβατικής ευθύνης.

Παρομοίως, λόγω του διακυβερνητικού της χαρακτήρα, η κοινή δήλωση των αρχηγών κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ στη σύνοδο κορυφής της ζώνης για το ευρώ (Euro summit) δεν εμπίπτει στο δίκαιο της Ένωσης.

Επιπλέον, ούτε στην Επιτροπή μπορούν να καταλογισθούν οι επίμαχες πράξεις.

Ως προς την προβαλλόμενη κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η γενική αυτή αρχή επιβάλλει να μην επιφυλάσσεται σε παρόμοιες καταστάσεις διαφορετική μεταχείριση ούτε σε διαφορετικές καταστάσεις όμοια μεταχείριση. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά το Γενικό Δικαστήριο, οι ενάγοντες δεν απέδειξαν ότι βρίσκονταν σε κατάσταση διαφορετική από εκείνη άλλων ιδιωτών κατόχων ελληνικών χρεογράφων, συμπεριλαμβανομένων των νομικών προσώπων.

Τέλος, η ζημία την οποία πρόβαλαν οι ενάγοντες αντιστοιχεί στους οικονομικούς κινδύνους που συνήθως απορρέουν από τις εμπορικές δραστηριότητες στον χρηματοπιστωτικό κλάδο (συναλλαγές επί εμπορεύσιμων κρατικών χρεογράφων), πράγμα που ισχύει κατά μείζονα λόγο σε περίπτωση που ένα κράτος εμφανίζει, όπως η Ελλάδα από τα τέλη του 2009, μειωμένη πιστοληπτική διαβάθμιση.

Γίνεται υπόμνηση ότι η προσφυγή ακυρώσεως αποσκοπεί στην ακύρωση πράξεων των οργάνων της Ένωσης που αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τα κράτη μέλη, τα όργανα της Ένωσης και οι ιδιώτες μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου. Αν η προσφυγή είναι βάσιμη, η πράξη ακυρώνεται. Το καθού όργανο της Ένωσης οφείλει να καλύψει το ενδεχόμενο κενό δικαίου που δημιουργεί η ακύρωση της πράξεως.

Υπενθυμίζεται ακόμα ότι κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου και εντός δύο μηνών και δέκα ημερών από της κοινοποιήσεώς της μπορεί να ασκηθεί αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου, περιοριζόμενη σε νομικά ζητήματα.

Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στα γαλλικά στην ιστοσελίδα CURIA

Τεχνητή νοημοσύνη, μεταφορές & ευθύνη των μεταφορέων στο Ελληνικό Δίκαιο
Πρόσθετοι λογοι αναιρέσεων κατά τον ΚΠΔ

Αθανάσιος Κ. Ζαχαριάδης

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ / ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

send