Δικαστική ανεξαρτησία, κράτος δικαίου, προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και απόφαση συνταγματικού δικαστηρίου επί της νομιμότητας της σύνθεσης δικαστικών σχηματισμών
Προτάσεις γεν. εισαγγελέα ΔΕΕ: «Συμβατές με το δίκαιο της Ένωσης αποφάσεις του ρουμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου που κρίνουν παράνομη τη σύνθεση μελών δικαστηρίου λόγω έλλειψης ανεξαρτησίας και αμεροληψίας»
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τις δημοσιευθείσες στις 4-03-2021 προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Michal Bobek πρότεινε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) να αποφανθεί ότι αποφάσεις συνταγματικού δικαστηρίου, που κηρύσσουν παράνομη τη σύνθεση των δικαστικών σχηματισμών ανώτατου δικαστηρίου για τον λόγο ότι το δικαίωμα του δικάζεσθαι από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο παραβιάστηκε και που κηρύσσουν αντισυνταγματικά τα μέτρα παρακολούθησης με τεχνικά μέσα σε ποινικές διαδικασίες από εγχώριες υπηρεσίες πληροφόρησης, είναι συμβατές με το δίκαιο της Ένωσης.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον γεν. εισαγγελέα Bobek, το δίκαιο της Ένωσης αποκλείει απόφαση που κρίνει παράνομη τη σύνθεση των δικαστικών σχηματισμών ανώτατου δικαστηρίου για τον λόγο ότι δεν έχουν ειδίκευση, εάν τέτοια διαπίστωση μπορεί να βλάψει την αποτελεσματική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.
Ιστορικό της υπόθεσης
Κατά τη διάρκεια του 2019, ρουμανικά δικαστήρια έθεσαν ενώπιον του ΔΕΕ προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με τη δικαστική ανεξαρτησία, το κράτος δικαίου και την καταπολέμηση της διαφθοράς. Η πρώτη ομάδα υποθέσεων αφορά διάφορες τροποποιήσεις εθνικών νόμων για το δικαστικό σύστημα, που πραγματοποιήθηκαν με έκτακτα διατάγματα, επί των οποίων εκδόθηκαν οι προτάσεις της 23ης Σεπτεμβρίου 2020 (συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-83/19, C-127/19 και C-195/1, υπόθεση C-291/19, υπόθεση C-355/19 και υπόθεση C-397/19, Asociaţia “Forumul Judecătorilor Din România” κ.λπ.), όπου o γεν. εισαγγελέας M. Bobek τόνισε ότι μέρος των ρουμανικών ρυθμίσεων περί δικαιοσύνης αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης.
Οι παρούσες υποθέσεις συνιστούν μια δεύτερη ομάδα υποθέσεων των οποίων το κύριο ζήτημα είναι εάν οι αποφάσεις του Curtea Constituțională a României (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Ρουμανία) μπορούν να αντίκεινται στις αρχές της δικαστικής ανεξαρτησίας και του κράτους δικαίου, καθώς και στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.
Ειδικότερα, πρώτον, στις 7 Νοεμβρίου 2018, το Συνταγματικό Δικαστήριο εξέδωσε την Απόφαση 685/2018 διαπιστώνοντας, στην ουσία, ότι κάποιοι δικαστικοί σχηματισμοί του Înalta Curte de Casaţie şi Justiţie (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ρουμανία) (ICCJ), δεν είχαν νόμιμη σύνθεση. Η απόφαση αυτή επέτρεψε σε ορισμένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη να ασκήσουν έκτακτες προσφυγές, οι οποίες με τη σειρά τους έθεσαν πιθανά ζητήματα όχι μόνο όσον αφορά την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 325 παράγραφος 1, της ΣΛΕΕ, αλλά και την ερμηνεία της έννοιας δικαστήριο «που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως», που περιέχεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.
Δεύτερον, στις 16 Φεβρουαρίου 2016 το Συνταγματικό Δικαστήριο εξέδωσε την Απόφαση 51/2016, χαρακτηρίζοντας αντισυνταγματική τη συμμετοχή της εγχώριας υπηρεσίας πληροφοριών κατά την εκτέλεση των μέτρων παρακολούθησης με τεχνικά μέσα για σκοπούς ποινικής έρευνας, με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων από την ποινική διαδικασία.
Τρίτον, στις 3 Ιουλίου 2019, το Συνταγματικό Δικαστήριο εξέδωσε την Απόφαση 417/2019 με την οποία διαπίστωσε την έλλειψη συγκρότησης, εκ μέρους του ανωτάτου δικαστηρίου, σχηματισμών ειδικευμένων στην εκδίκαση σε πρώτο βαθμό αδικημάτων διαφθοράς, αντιθέτως προς τα προβλεπόμενα στο νόμο. Aυτό οδηγεί στην επανεξέταση υποθέσεων διαφθοράς σχετικά με την διαχείριση κεφαλαίων της ΕΕ που κρίθηκαν ήδη.
Στις παρούσες υποθέσεις, το ICCJ και το Tribunalul Bihor (πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Bihor, Ρουμανία) έθεσαν διάφορα ερωτήματα, ζητώντας από το ΔΕΕ να διευκρινίσει εάν οι ως άνω αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου είναι συμβατές με ορισμένες διατάξεις και αρχές του δικαίου της Ένωσης.
Προτάσεις γεν. εισαγγελέα ΔΕΕ
Με τις δημοσιευθείσες προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Michal Bobek, αφενός, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ δεν απαγορεύει, σε μια κατάσταση η οποία εμπίπτει εν γένει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης αλλά δεν καθορίζεται πλήρως από αυτό, σε συνταγματικό δικαστήριο να κρίνει, κατ’ εφαρμογήν πραγματικού και εύλογου εθνικού προτύπου προστασίας των συνταγματικών δικαιωμάτων και βάσει της εκ μέρους του ερμηνείας των εφαρμοστέων εθνικών διατάξεων, ότι δικαστικοί σχηματισμοί στο πλαίσιο του ανωτάτου εθνικού δικαστηρίου δεν έχουν συσταθεί σύμφωνα με τον νόμο.
Αφετέρου, ο γεν. εισαγγελέας έκρινε ότι το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθώς και το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, και το άρθρο 2, παράγραφος 1, της Συμβάσεως η οποία καταρτίζεται βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε απόφαση εθνικού συνταγματικού δικαστηρίου η οποία διαπιστώνει τον παράνομο χαρακτήρα της συνθέσεως σχηματισμών ανωτάτου εθνικού δικαστηρίου λόγω προσβολής του δικαιώματος σε αμερόληπτο δικαστήριο, δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις προϋποθέσεις για την άσκηση έκτακτων προσφυγών κατά τελεσίδικων αποφάσεων.
Πρόσθετα, κατά τον γεν. εισαγγελέα, η αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης της Ένωσης, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη και στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ δεν αντιτίθεται στην έκδοση αποφάσεως εθνικού συνταγματικού δικαστηρίου το οποίο, κατά την άσκηση των συνταγματικών αρμοδιοτήτων του, αποφαίνεται επί της νομιμότητας της συνθέσεως δικαστικών σχηματισμών του ανωτάτου εθνικού δικαστηρίου, ακόμη και αν τούτο έχει ως συνέπεια να επιτρέπεται η άσκηση έκτακτων προσφυγών κατά τελεσίδικων αποφάσεων.
Γίνεται υπόμνηση ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο, ενώ η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.
Υπενθυμίζεται ακόμα ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο των προτάσεων είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο CURIA