logo-print

Το Δικαστήριο ΕΕ απέρριψε την προσφυγή της Τσεχίας κατά της ενωσιακής οδηγίας σχετικά με τον έλεγχο της απόκτησης και της κατοχής όπλων

ΔΕΕ: Τα θεσπισθέντα με την εν λόγω οδηγία μέτρα δεν παραβιάζουν τις αρχές της δοτής αρμοδιότητας, της αναλογικότητας, της ασφάλειας δικαίου, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της απαγόρευσης των διακρίσεων

06/12/2019

10/12/2019

Ποινικός Κώδικας - Κατ΄ άρθρο Νομολογία, 2η έκδ., 2024
ΕΣΔΑ Κατ΄άρθρο ερμηνεία

ΙΩΑΝΝΗ ΣΑΡΜΑΣ
ΞΕΝΟΦΩΝ ΚΟΝΤΙΑΔΗΣ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος

Με τη δημοσιευθείσα στις 3-12-2019 απόφασή του, επί της υποθέσεως Τσεχική Δημοκρατία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C-482/17), το Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης απορρίπτει την ασκηθείσα προσφυγή της Τσεχικής Δημοκρατίας με αίτημα την ολική ή μερική ακύρωση της οδηγίας (ΕΕ) 2017/853 [οδηγία για την τροποποίηση της οδηγίας 91/477/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τον έλεγχο της απόκτησης και της κατοχής όπλων] με την οποία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο τροποποίησαν την οδηγία 91/477/ΕΟΚ [οδηγία σχετικά με τον έλεγχο της απόκτησης και της κατοχής όπλων].

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα μέτρα που θέσπισε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με την προσβαλλόμενη οδηγία δεν ενέχουν παραβίαση των αρχών της δοτής αρμοδιότητας, της αναλογικότητας, της ασφάλειας δικαίου, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, τις οποίες επικαλείται η Τσεχική Δημοκρατία προς στήριξη της προσφυγής της. 

Επιπλέον, σύμφωνα με το ΔΕΕ, η οδηγία αυτή μπορούσε εγκύρως να στηριχθεί στις διατάξεις της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ σχετικά με την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

Ιστορικό της υπόθεσης

Προκειμένου να καταργηθούν οι συνοριακοί έλεγχοι εντός του χώρου Σένγκεν, η οδηγία 91/477/ΕΟΚ καθιέρωσε ένα ελάχιστο εναρμονισμένο πλαίσιο σχετικά με την κατοχή και την απόκτηση πυροβόλων όπλων καθώς και σχετικά με τη μεταφορά τους μεταξύ των κρατών μελών. Προς τούτο, η εν λόγω οδηγία προβλέπει διατάξεις που αφορούν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται η απόκτηση και η κατοχή πυροβόλων όπλων διαφόρων κατηγοριών, με την ταυτόχρονη πρόβλεψη, για λόγους δημόσιας ασφάλειας, ότι η απόκτηση ορισμένων ειδών πυροβόλων όπλων πρέπει να απαγορεύεται.

Κατόπιν ορισμένων τρομοκρατικών ενεργειών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εξέδωσαν το 2017 την προσβαλλόμενη οδηγία με σκοπό τη θέσπιση αυστηρότερων κανόνων για τα πλέον επικίνδυνα, τα απενεργοποιημένα και τα ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα. Ταυτοχρόνως, η οδηγία αυτή αποβλέπει στη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας ορισμένων όπλων, προβλέποντας, μεταξύ άλλων, κανόνες σήμανσης.

Όσον αφορά τα αυτόματα πυροβόλα όπλα που έχουν μετατραπεί σε ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα, και τα οποία κατ’ αρχήν απαγορεύονται, η προσβαλλόμενη οδηγία περιέχει παρέκκλιση της οποίας οι προϋποθέσεις πληρούνται μόνον από την Ελβετία, η οποία αποτελεί τμήμα του χώρου Σένγκεν και στην οποία εφαρμόζεται η οδηγία 91/477/ΕΟΚ. Πρόκειται ειδικότερα για την προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη στρατιωτικού συστήματος βασιζόμενου στη γενική στράτευση, σύμφωνα με το οποίο κατά τα τελευταία πενήντα έτη βρίσκεται σε ισχύ σύστημα μεταβίβασης πολεμικών πυροβόλων όπλων σε πρόσωπα απολυόμενα από τον στρατό. 

Η Τσεχική Δημοκρατία άσκησε προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου με αίτημα την ολική ή μερική ακύρωση της προσβαλλόμενης οδηγίας. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίχθηκε από την Ουγγαρία και την Πολωνία, ενώ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο υποστηρίχθηκαν από τη Γαλλία και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο υπενθυμίζει, καταρχάς, ότι, όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της δοτής αρμοδιότητας, ακόμη και όταν μια πράξη που στηρίζεται στο άρθρο 114 ΣΛΕΕ, όπως η οδηγία 91/477/ΕΟΚ, έχει ήδη εξαλείψει κάθε εμπόδιο στο εμπόριο στον τομέα που εναρμονίζει, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν μπορεί να στερείται της δυνατότητας να προσαρμόζει την πράξη αυτή, βάσει της ως άνω διάταξης, σε κάθε μεταβολή των περιστάσεων, δεδομένου του καθήκοντος που τον βαρύνει σχετικά με την προστασία των γενικών συμφερόντων που αναγνωρίζουν οι Συνθήκες. Η καταπολέμηση της διεθνούς τρομοκρατίας και της σοβαρής εγκληματικότητας καθώς και η διατήρηση της δημόσιας ασφάλειας συγκαταλέγονται στα ως άνω γενικά συμφέροντα. 

Περαιτέρω, προκειμένου περί ρυθμίσεως που τροποποιεί υφιστάμενη κανονιστική ρύθμιση, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι, για τον προσδιορισμό της νομικής της βάσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η υφιστάμενη κανονιστική ρύθμιση την οποία αυτή τροποποιεί και, ιδίως, ο σκοπός και το περιεχόμενό της. Συγκεκριμένα, η μεμονωμένη εξέταση της τροποποιητικής πράξης θα υπήρχε κίνδυνος να καταλήξει στο παράδοξο αποτέλεσμα να μην είναι δυνατό να εκδοθεί η πράξη αυτή βάσει του άρθρου 114 ΣΛΕΕ, ενώ ο νομοθέτης της Ένωσης θα μπορούσε να καταλήξει στο ίδιο κανονιστικό αποτέλεσμα καταργώντας την αρχική πράξη και προβαίνοντας, βάσει της ως άνω διάταξης, σε πλήρη αναδιατύπωση της πράξης αυτής με νέα πράξη. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η νομική βάση επί της οποίας έπρεπε να στηριχθεί η προσβαλλόμενη οδηγία έπρεπε να προσδιοριστεί λαμβανομένων υπόψη τόσο του πλαισίου που συνιστά η οδηγία για τα πυροβόλα όπλα όσο και της ρύθμισης η οποία προκύπτει από τις τροποποιήσεις που επέφερε η προσβαλλόμενη οδηγία στην οδηγία 91/477/ΕΟΚ.

Τέλος, συγκρίνοντας τον σκοπό και το περιεχόμενο της οδηγίας 91/477/ΕΟΚ με τον αντίστοιχο σκοπό και περιεχόμενο της προσβαλλόμενης οδηγίας, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι δύο οδηγίες αποβλέπουν στο να διασφαλίσουν την προσέγγιση των διατάξεων των κρατών μελών στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των πυροβόλων όπλων για μη στρατιωτική χρήση, οριοθετώντας ταυτόχρονα την ελευθερία αυτή με εγγυήσεις ασφαλείας προσαρμοσμένες στη φύση των συγκεκριμένων εμπορευμάτων, και ότι η προσβαλλόμενη οδηγία περιορίζεται συναφώς στην προσαρμογή της ισορροπίας που καθιερώνει η οδηγία 91/477/ΕΟΚ μεταξύ των δύο αυτών σκοπών, προκειμένου να την προσαρμόσει στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. 

Επί του σημείου αυτού, το Δικαστήριο υπνθυμίζει ότι η εναρμόνιση των πτυχών σχετικά με την ασφάλεια των εμπορευμάτων αποτελεί ένα από τα ουσιώδη στοιχεία για την εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, δεδομένου ότι οι αποκλίσεις μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών στον τομέα αυτό είναι ικανές να δημιουργήσουν εμπόδια στις συναλλαγές. Πάντως, δεδομένου ότι η ιδιαιτερότητα των πυροβόλων όπλων συνίσταται στην επικινδυνότητά τους όχι μόνο για τους χρήστες, αλλά και για το ευρύ κοινό, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι οι αναγόμενες στη δημόσια ασφάλεια εκτιμήσεις παρίστανται αναγκαίες στο πλαίσιο της ρύθμισης σχετικά με την απόκτηση και την κατοχή των εμπορευμάτων αυτών.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν υπερέβη το περιθώριο εκτιμήσεως που του παρέχει το άρθρο 114 ΣΛΕΕ εκδίδοντας την προσβαλλόμενη οδηγία βάσει της διάταξης αυτής.

Όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, το Δικαστήριο εξετάζει το ζήτημα αν η διοργανική συμφωνία για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου επέβαλλε ρητώς στην Επιτροπή την υποχρέωση να διενεργήσει εκτίμηση των επιπτώσεων των προβλεπόμενων με την έκδοση της προσβαλλόμενης οδηγίας μέτρων, ώστε να καταστεί δυνατή η εκτίμηση της αναλογικότητας των μέτρων αυτών. Συναφώς, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η εκπόνηση εκτιμήσεων επιπτώσεων αποτελεί στάδιο της νομοθετικής διαδικασίας το οποίο πρέπει, κατά κανόνα, να παρεμβληθεί εφόσον μια νομοθετική πρωτοβουλία ενδέχεται να έχει σημαντικές οικονομικές, περιβαλλοντικές ή κοινωνικές επιπτώσεις. Ωστόσο, από τους όρους της συμφωνίας αυτής δεν προκύπτει υποχρέωση να διενεργείται σε κάθε περίπτωση τέτοια εκτίμηση.

Επομένως, η μη διενέργεια εκτίμησης επιπτώσεων δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας όταν ο νομοθέτης της Ένωσης βρίσκεται σε ιδιαίτερη κατάσταση συνεπαγόμενη την ανάγκη να παραλειφθεί η διενέργεια της εκτίμησης αυτής, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι ο εν λόγω νομοθέτης διαθέτει επαρκή στοιχεία για την εκτίμηση της αναλογικότητας των σχεδιαζόμενων μέτρων.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης είχε στη διάθεσή του πλήθος αναλύσεων και συστάσεων οι οποίες καλύπτουν το σύνολο των ζητημάτων που θίγονται με την επιχειρηματολογία της Τσεχικής Δημοκρατίας και ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστήριξε το εν λόγω κράτος μέλος, δεν προκύπτει ότι, υπό το πρίσμα των εν λόγω αναλύσεων και συστάσεων, τα επικρινόμενα μέτρα είναι προδήλως απρόσφορα σε σχέση με τους σκοπούς που συνίστανται στην προστασία της δημόσιας ασφάλειας των πολιτών της Ένωσης και στη διευκόλυνση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς των πυροβόλων όπλων για μη στρατιωτική χρήση.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο καταλήγει ότι, εν προκειμένω, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν υπερέβησαν την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτουν όταν καλούνται να προβούν σε τέτοιες σύνθετες αξιολογήσεις και εκτιμήσεις πολιτικής, οικονομικής ή κοινωνικής φύσεως. Τέλος, το Δικαστήριο απορρίπτει επίσης τα επιχειρήματα της Τσεχικής Δημοκρατίας που βάλλουν ειδικότερα κατά ορισμένων διατάξεων της προσβαλλόμενης οδηγίας τις οποίες το κράτος μέλος αυτό θεωρούσε αντίθετες προς τις αρχές της αναλογικότητας, της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ορισμένων κατηγοριών ιδιοκτητών ή κατόχων όπλων οι οποίοι θα υπάγονταν ενδεχομένως σε αυστηρότερο καθεστώς λόγω της εφαρμογής της προσβαλλόμενης οδηγίας, καθώς και, τέλος, της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

Όσον αφορά την τελευταία αυτή αρχή, το Δικαστήριο επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι η παρέκκλιση της οποίας απολαύει η Ελβετία λαμβάνει υπόψη τόσο την κουλτούρα και τις παραδόσεις του κράτους αυτού όσο και το γεγονός ότι, λόγω των παραδόσεων αυτών, το εν λόγω κράτος διαθέτει πείρα και αποδεδειγμένη ικανότητα να εντοπίζει και να παρακολουθεί τα οικεία πρόσωπα και όπλα, γεγονός από το οποίο τεκμαίρεται ότι, παρά την εν λόγω παρέκκλιση, οι σκοποί δημόσιας ασφάλειας τους οποίους επιδιώκει η προσβαλλόμενη οδηγία θα επιτευχθούν. Δεδομένου ότι κανένα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν φαίνεται να βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση με αυτή της Ελβετίας, δεν διαπιστώνεται η ύπαρξη δυσμενούς διάκρισης.

Γίνεται υπόμνηση ότι η προσφυγή ακυρώσεως αποσκοπεί στην ακύρωση πράξεων των οργάνων της Ένωσης που αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τα κράτη μέλη, τα όργανα της Ένωσης και οι ιδιώτες μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου. Αν η προσφυγή είναι βάσιμη, η πράξη ακυρώνεται. Το καθού όργανο της Ένωσης οφείλει να καλύψει το ενδεχόμενο κενό δικαίου που δημιουργεί η ακύρωση της πράξεως

Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA

Το εφαρμοστέο δίκαιο ως προς τις έννομες συνέπειες των δικαστικών αποφάσεων - Μελέτες ΕΡΜΕΚ Νο 11
Πολυκώδικας Μάρτιος 2024 No 5
send