ΕΔΔΑ: Παράνομη η παρακολούθηση εργαζομένων με σύστημα CCTV χωρίς οποιαδήποτε ενημέρωση
Παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή για 5 υπαλλήλους σουπερμάρκετ που εντοπίστηκαν, με κρυφές κάμερες, να τελούν κλοπές
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με πρόσφατη απόφασή του, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) καταδίκασε την Ισπανία για παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού στην ιδιωτική ζωή πέντε απολυμένων υπάλληλων ισπανικής αλυσίδας σουπερμάρκετ, οι οποίοι εντοπίστηκαν να τελούν κλοπές από τον εργοδότη τους, μέσω κρυφού κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης (CCTV).
Ειδικότερα, σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, τα ισπανικά δικαστήρια που επελήφθησαν της υπόθεσης σε εθνικό επίπεδο δεν στάθμισαν με δίκαιο τρόπο το δικαίωμα σεβασμού στην ιδιωτική ζωή των εν λόγω εργαζομένων, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, με το συμφέρον του εργοδότη τους για προστασία του δικαιώματος της ιδιοκτησίας του.
Επιπλέον, οι Δικαστές του Στρασβούργου, επιδίκασαν σε καθέναν από τους πέντε προσφεύγοντες το ποσό των 4.000 ευρώ ως αποζημίωση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν από την παραβίαση του σχετικού δικαιώματός τους, καθώς και 500 ευρώ στον πρώτο των προσφευγόντων και 568,86 ευρώ στους υπόλοιπους τέσσερις των προσφευγόντων για τα δικαστικά έξοδα.
Ιστορικό της υπόθεσης
Οι πέντε προσφεύγοντες εργάζονταν ως ταμίες στην M.S.A., αλυσίδα σουπερμάρκετ συμφερόντων ισπανικής οικογένειας.
Στις αρχές του Φεβρουαρίου 2009, ο εργοδότης τους παρατήρησε στο κατάστημα που εργάζονταν οι προσφεύγοντες κάποιες αναντιστοιχίες μεταξύ του επιπέδου των αποθηκευμένων εμπορευμάτων του σουπερμάρκετ και των εμπορευμάτων που πωλούνταν σε καθημερινή βάση. Συγκεκριμένα, ο ελεγκτής του εν λόγω καταστήματος διαπίστωσε υπερβάλλουσες οικονομικές απώλειες της τάξης των 7.780 ευρώ τον Φεβρουάριο, 17.791 ευρώ τον Μάρτιο, 13.936 ευρώ τον Απρίλιο, 18.009 ευρώ τον Μάιο και 24.614 ευρώ τον Ιούνιο 2009.
Προκειμένου να ερευνήσει και να βάλει ένα τέλος στις οικονομικές απώλειες, ο εργοδότης εγκατέστησε στις 15 Ιουνίου 2009 κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης με κάμερες εκ των οποίων άλλες ήταν φανερές και άλλες κρυφές. Οι φανερές κάμερες στόχευαν να μαγνητοσκοπήσουν τυχόν κλοπές από πελάτες καταναλωτές και γι’ αυτό τοποθετήθηκαν στραμμένες προς τις εισόδους και τις εξόδους του σουπερμάρκετ. Οι κρυφές κάμερες στόχευαν να μαγνητοσκοπήσουν και να ελέγξουν τυχόν κλοπές από υπαλλήλους και γι’ αυτό τοποθετήθηκαν με μεγεθυμένη εικόνα στους πάγκους των ταμείων για τα εμπορεύματα, καλύπτοντας έτσι όλη την περιοχή πίσω από τα ταμεία. Η εταιρεία ενημέρωσε προηγουμένως τους υπαλλήλους της για την εγκατάσταση των φανερών καμερών. Ωστόσο, ούτε οι εργαζόμενοι ούτε η επιτροπή προσωπικού της εταιρείας ενημερώθηκαν για τις κρυφές κάμερες.
Στις 25 και 29 Ιουνίου 2009, όλοι οι εργαζόμενοι που ήταν ύποπτοι κλοπής κλήθηκαν σε ξεχωριστές συναντήσεις. Κατά τη διάρκεια αυτών των συναντήσεων, οι προσφεύγοντες παραδέχτηκαν την ανάμειξή τους στις κλοπές παρουσία του εκπροσώπου του σωματείου της επιχείρησης και του νομικού εκπροσώπου της εταιρείας. Στη συνέχεια, όλοι οι εργαζόμενοι απολύθηκαν.
Στις επιστολές απόλυσης των εν λόγω προσφευγόντων αναφερόταν ότι κατά τη διάρκεια του Ιουνίου 2009, οι εν λόγω εργαζόμενοι φαίνονται ξεκάθαρα σε λήψεις από τις κρυφές κάμερες να βοηθούν συναδέλφους τους και πελάτες στην κλοπή εμπορευμάτων, αλλά να διαπράττουν και οι ίδιοι κλοπές. Ο συνήθης τρόπος τέλεσης των κλοπών αυτών ήταν ότι οι προσφεύγοντες περνούσαν τα εμπορεύματα, όπως βρίσκονταν μέσα στα καλάθια των συνεργών τους, με το ειδικό μηχάνημα ανάγνωσης και έπειτα ακύρωναν την αγορά.
Οι πέντε απολυμένοι εργαζόμενοι κατέθεσαν αγωγή για παράνομη απόλυση ενώπιον του κατά τόπον αρμόδιου Εργατικού Πρωτοδικείου, ισχυριζόμενοι ότι το αποδεικτικό υλικό εις βάρος τους συγκεντρώθηκε παράνομα, καθώς παραβίαζε το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής τους.
Το Εργατικό Πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή τους αποφαινόμενο ότι η όλη προσέγγιση της εργοδότριας εταιρείας ήταν αντικειμενική και σύμφωνη με την ισπανική εργατική νομοθεσία καθώς και με τη νομολογία του ισπανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου. Η αιτιολογία αυτή διατηρήθηκε και από το Ανώτατο Δικαστήριο της Καταλονίας το οποίο απέρριψε την ασκηθείσα έφεσή τους. Οι ασκηθείσες αναιρέσεις των προσφευγόντων επίσης απορρίφθηκαν.
Τέλος, οι συνταγματικές προσφυγές που άσκησαν οι πέντε εργαζόμενοι ενώπιον του ισπανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου για παραβίαση θεμελιώδους δικαιώματός τους απορρίφθηκαν.
Για το λόγο αυτό, οι πέντε απολυμένοι εργαζόμενοι αποφάσισαν να προσφύγουν ενώπιον του ΕΔΔΑ επικαλούμενοι παραβίαση του κατοχυρωμένου από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ δικαιώματος σεβασμού στην ιδιωτική ζωή τους.
Απόφαση του ΕΔΔΑ
Με τη δημοσιευθείσα αυτή απόφασή του, το ΕΔΔΑ επισημαίνει, καταρχάς, ότι η παρακολούθηση υπαλλήλου με κρυφό κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης στον χώρο εργασίας του/της θα πρέπει να θεωρείται εισβολή σε μεγάλο βαθμό στην ιδιωτική ζωή του/της. Κατά συνέπεια, τα εν λόγω μέτρα αφορούσαν την «ιδιωτική ζωή» των προσφευγόντων, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ.
Πρόσθετα, το Δικαστήριο εξετάζει την υποχρέωση προηγούμενης ενημέρωσης υπό το καθεστώς της εθνικής νομοθεσίας για την προστασία προσωπικών δεδομένων. Ο ισπανικός νόμος για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, όπως και όλες οι άλλες εθνικές νομοθεσίες που μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία 95/46/ΕΚ για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, υποχρεώνει τον ελεγκτή δεδομένων, όπως η εργοδότρια εταιρεία εν προκειμένω, να ενημερώνει προηγουμένως τα υποκείμενα επεξεργασίας δεδομένων, όπως οι εν λόγω εργαζόμενοι, για την ύπαρξη κάθε μέσου συλλογής και επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων τους, όπως είναι και το κρυφό κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο συγκρίνει την παρούσα υπόθεση με την απόφαση του στην υπόθεση Köpke, η οποία αντιμετώπιζε μία αρκετά παρόμοια κατάσταση, αφού αφορούσε την παρακολούθηση ενός πωλητή καταστήματος που ήταν ύποπτος για κλοπές με κρυφό κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης, στην οποία όμως το ΕΔΔΑ είχε απορρίψει την εκεί ασκηθείσα προσφυγή. Ωστόσο, σημειώνει ότι η υπόθεση Köpke διαφέρει από την παρούσα υπόθεση, καθώς, αφενός, ο εκεί εργοδότης παρακολουθούσε δύο συγκεκριμένους υπαλλήλους που ήταν ύποπτοι για παράνομη συμπεριφορά και όχι όλο το προσωπικό του. Αφετέρου, στην υπόθεση Köpke, το κρυφό κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης λειτούργησε για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ήτοι δύο εβδομάδες, ενώ στην παρούσα υπόθεση εγκαταστάθηκε χωρίς χρονικό περιορισμό.
Αναφορικά δε με το επιχείρημα της ισπανικής κυβέρνησης ότι η επίμαχη παρακολούθηση διεξήχθη κατόπιν εντολής της εργοδότριας εταιρείας των προσφευγόντων, η οποία είναι ιδιωτική εταιρεία, γεγονός που καθιστά αδύνατο τον καταλογισμό ευθύνης Κράτους σύμφωνα με τη Σύμβαση, το Δικαστήριο εκτιμά πως, μολονότι ο σκοπός του άρθρου 8 είναι επί της ουσίας η προστασία των ιδιωτών ενάντια σε κάθε αυθαίρετη παρέμβαση των δημοσίων αρχών, δεν υποχρεώνει απλώς το Κράτος να απέχει από κάθε τέτοια ενέργεια. Αλλά πέραν αυτής της πρωταρχικής αρνητικής υποχρέωσης, μπορεί να υπάρξουν και θετικές υποχρεώσεις εγγενείς στον αποτελεσματικό σεβασμό της ιδιωτικής ζωής. Αυτές οι υποχρεώσεις μπορεί να περιλαμβάνουν την υιοθέτηση μέτρων με σκοπό την διαφύλαξη του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής ακόμα και στη σφαίρα των ιδιωτικών σχέσεων.
Εξ αυτού, το Δικαστήριο συνάγει ότι οφείλει να εξετάσει κατά πόσον το ισπανικό Κράτος, στο πλαίσιο των θετικών υποχρεώσεών του υπό το καθεστώς του άρθρου 8, πέτυχε μία δίκαιη στάθμιση μεταξύ, αφενός, του δικαιώματος των προσφευγόντων για σεβασμό στην ιδιωτική ζωή τους και, αφετέρου, το συμφέρον της εργοδότριας εταιρίας για προστασία των οργανωτικών και διαχειριστικών δικαιωμάτων όσον αφορά τα δικαιώματα ιδιοκτησίας της, καθώς και το δημόσιο συμφέρον για ορθή απονομή της δικαιοσύνης.
Επιπλέον, σύμφωνα με το Δικαστήριο, το κρυφό κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης και η σχετική επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων δε μπορεί να θεωρηθεί ως μέτρο που πληροί το κριτήριο της αναλογικότητας με στόχο την προστασία του συμφέροντος του εργοδότη αναφορικά με την προστασία του δικαιώματος της ιδιοκτησίας του, σε αντίθεση με την άποψη των ισπανικών δικαστηρίων. Πιο συγκεκριμένα, η εν λόγω κρυφή παρακολούθηση από την εργοδότρια εταιρεία, η οποία έλαβε χώρα για μία παρατεταμένη χρονική περίοδο, δεν πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει ο ισπανικός νόμος για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, και δεν είναι σύμφωνη ιδίως με την υποχρέωση προηγούμενης, ρητής, ακριβούς και σαφούς ενημέρωσης των θιγόμενων προσώπων από την ύπαρξη και τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά συστήματος συλλογής προσωπικών δεδομένων.
Το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι τα δικαιώματα της εργοδότριας εταιρείας θα μπορούσαν να είχαν διαφυλαχθεί, τουλάχιστον ως ένα βαθμό, με άλλα μέσα, ενδεικτικά με την προηγούμενη ενημέρωση των προσφευγόντων, ακόμα και με γενικό τρόπο, για την εγκατάσταση συστήματος τηλεοπτικής παρακολούθησης και την παροχή ενημέρωσης σύμφωνης με τον ισπανικό νόμο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων.
Για όλους τους λόγους αυτούς, το ΕΔΔΑ αποφαίνεται ότι συντρέχει παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην αγγλική γλώσσα εδώ.