Εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει τη μεταβίβαση της ποινικής ευθύνης για σοβαρές παραβάσεις σχετικές με τον χρόνο οδήγησης και ανάπαυσης των οδηγών και δίκαιο ΕΕ (απόφαση ΔΕΕ)
Κοινοί κανόνες όσον αφορά τους όρους που πρέπει να πληρούνται για την άσκηση του επαγγέλματος του οδικού μεταφορέα – Μη συνεκτίμηση των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί για τις παραβάσεις αυτές κατά την αξιολόγηση των εχεγγύων αξιοπιστίας της επιχείρησης οδικών μεταφορών
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 11.05.2023 απόφασή του το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι μια επιχείρηση οδικών μεταφορών δεν μπορεί να απαλλαγεί από την ευθύνη της για την τήρηση των χρόνων οδήγησης και ανάπαυσης των οδηγών μεταβιβάζοντάς την σε τρίτο πρόσωπο.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η RE ορίστηκε από την H.Z. GmbH, επιχείρηση οδικών μεταφορών που δραστηριοποιείται στον τομέα των διεθνών εμπορευματικών μεταφορών, ως υπεύθυνη προστηθείσα υπάλληλος, κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του VStG. Υπό την ιδιότητα αυτή, η RE ανέλαβε την ευθύνη για την τήρηση των διατάξεων του Arbeitszeitgesetz (νόμου περί του χρόνου εργασίας, AZG).
Με απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2019, η διοικητική αρχή επέβαλε στην RE, υπό την ιδιότητά της ως υπεύθυνης προστηθείσας υπαλλήλου της H.Z., πλείονα πρόστιμα λόγω παράβασης ορισμένων διατάξεων του AZG, ερμηνευόμενων σε συνδυασμό, αφενός, με τον κανονισμό (ΕΚ) 561/2006, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 165/2014, και, αφετέρου, με ορισμένες διατάξεις του κανονισμού 165/2014.
Ειδικότερα, η RE δεν είχε προγραμματίσει τον χρόνο εργασίας του S.R., ενός από τους οδηγούς που απασχολεί η H.Z., κατά τρόπον ώστε να μπορεί να τηρεί τις ημερήσιες ώρες οδήγησης οι οποίες προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) 561/2006, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 165/2014, ούτε είχε μεριμνήσει ώστε ο S.R. να τηρεί τις προβλεπόμενες από τον κανονισμό (ΕΕ) 165/2014 υποχρεώσεις σχετικά με τη χρήση ταχογράφου, ιδίως όσον αφορά την υποχρέωση αναγραφής ορισμένων πληροφοριών στην κάρτα οδηγού με τη χρήση της δυνατότητας χειρόγραφης καταχώρισης, η τελευταία δε παράβαση συνιστά λίαν σοβαρή παράβαση κατά το παράρτημα III της οδηγίας 2006/22/ΕΚ.
Κατά τον χρόνο που έλαβαν χώρα οι προσαπτόμενες πράξεις, η H.Z. ήταν κάτοχος αδείας διεθνών εμπορευματικών μεταφορών. Ο διαχειριστής της, κατά την έννοια του εμπορικού δικαίου, ήταν συγχρόνως και ο διαχειριστής μεταφορών. Από την πλευρά της, η RE δεν ήταν ούτε διαχειριστής μεταφορών ούτε εντεταλμένη της H.Z. για την εκπροσώπησή της έναντι τρίτων. Επίσης, η RE δεν ασκούσε σημαντική επιρροή στη διαχείριση της H.Z.
Εξάλλου, κατά την ημερομηνία κινήσεως της διοικητικής διαδικασίας ποινικού χαρακτήρα η οποία οδήγησε στην έκδοση της επίδικης αποφάσεως, η RE είχε στο ποινικό της μητρώο 113 αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις, εκ των οποίων τουλάχιστον 65 αφορούσαν παραβάσεις του δικαίου της Ένωσης που είχαν διαπραχθεί εντός της H.Z., υπό την ιδιότητά της ως επιχείρησης οδικών μεταφορών. Ουδέποτε είχε τεθεί ζήτημα εξέτασης των εχεγγύων αξιοπιστίας της εν λόγω εταιρίας, ως επιχείρησης οδικών μεταφορών, υπό το πρίσμα των παραβάσεων αυτών.
Με απόφαση της 29ης Μαΐου 2020, το αιτούν δικαστήριο, ήτοι το Landesverwaltungsgericht Niederösterreich (περιφερειακό διοικητικό πρωτοδικείο του ομόσπονδου κράτους της Κάτω Αυστρίας, Αυστρία), ακύρωσε την επίδικη απόφαση λόγω του ότι διατηρούσε αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του άρθρου 9, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του VStG με τον κανονισμό 1071/2009. Το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι οι επίμαχες ενώπιόν του εθνικές διατάξεις δεν μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως νομική βάση για τις κυρώσεις που είχαν επιβληθεί στην RE, αφ’ ης στιγμής δεν προβλεπόταν η δυνατότητα να οδηγήσει η διοικητική διαδικασία μετά το πέρας της οποίας επιβλήθηκαν οι κυρώσεις αυτές σε έλεγχο των εχεγγύων αξιοπιστίας της H.Z. και, συνακόλουθα, στην επιβολή τυχόν κυρώσεων και στην εταιρία αυτήν. Κατά το αιτούν δικαστήριο, στην περίπτωση που εκδοθεί εις βάρος της RE καταδικαστική απόφαση για την επιβολή κυρώσεως, δεν μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις σε κανένα άλλο πρόσωπο για τα ίδια πραγματικά περιστατικά.
Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε, κατ’ αρχάς, ότι, δυνάμει του άρθρου 22 του κανονισμού (ΕΚ) 1071/2009 [κανονισμού σχετικά με τη θέσπιση κοινών κανόνων όσον αφορά τους όρους που πρέπει να πληρούνται για την άσκηση του επαγγέλματος του οδικού μεταφορέα], τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για να διασφαλίζουν ότι οι προβλεπόμενες για παραβάσεις του κανονισμού αυτού επιβλητέες κυρώσεις, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η ανάκληση της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος του οδικού μεταφορέα σε περίπτωση απώλειας των εχεγγύων αξιοπιστίας, κατά την έννοια του άρθρου 6 του εν λόγω κανονισμού, είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η ύπαρξη κυρώσεως για σοβαρή παράβαση των κανόνων του δικαίου της Ένωσης που διέπουν τον χρόνο οδήγησης και ανάπαυσης των οδηγών συνιστά μία από τις περιπτώσεις στις οποίες στοιχειοθετείται απώλεια των εχεγγύων αξιοπιστίας. Επομένως, η επίμαχη διοικητική διαδικασία ποινικού χαρακτήρα συνιστά «μέτρο» κατά την έννοια του άρθρου 22 του κανονισμού (ΕΚ) 1071/2009.
Εν συνεχεία, το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε ότι ένας υπεύθυνος προστηθείς υπάλληλος, κατά το άρθρο 9, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του VStG, δεν εμπίπτει στην έννοια του «οιουδήποτε άλλου σχετικού προσώπου καθορίσει το κάθε κράτος μέλος», κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ) 1071/2009. Συγκεκριμένα, οι κρίσιμες για τους σκοπούς του καθορισμού αυτού εθνικές διατάξεις, ήτοι το άρθρο 5, παράγραφος 2, του νόμου περί οδικών εμπορευματικών μεταφορών, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, και το άρθρο 91, παράγραφος 2, του κώδικα βιοτεχνικών, εμπορικών και βιομηχανικών επαγγελμάτων, αφορούν, αντιστοίχως, μόνον τους κατόχους επαγγελματικής αδείας και τα πρόσωπα που ασκούν σημαντική επιρροή στη λειτουργία της επιχείρησης, ήτοι, προκειμένου περί εταιρίας περιορισμένης ευθύνης όπως η H.Z., τον διαχειριστή της εταιρίας κατά την έννοια του εμπορικού δικαίου ή έναν πλειοψηφικό εταίρο της. Συνακόλουθα, κατ’ εφαρμογήν των προαναφερθεισών διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας, οι κυρώσεις που επιβάλλονται στους υπευθύνους προστηθέντες υπαλλήλους, κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του VStG, λόγω λίαν σοβαρών παραβάσεων των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης σχετικά με τον χρόνο οδήγησης και ανάπαυσης των οδηγών, όπως αυτές που προσάπτονται στην RE, δεν μπορούν να θίξουν την αξιοπιστία της οικείας επιχείρησης οδικών μεταφορών και, κατά συνέπεια, τέτοιου είδους κυρώσεις δεν λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση των εχεγγύων αξιοπιστίας της ούτε συνεπάγονται τη διενέργεια τυχόν ελέγχου των εχεγγύων αξιοπιστίας της.
Τέλος, το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι το αποτέλεσμα που προέκυπτε από την εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας ήταν αντίθετο προς τον επιδιωκόμενο από το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1071/2009 σκοπό και δεν διασφάλιζε, σε αντίθεση προς τα όσα επιτάσσει το άρθρο 22 του κανονισμού αυτού, την αποτρεπτικότητα η οποία πρέπει να χαρακτηρίζει τις σχετικές με τον έλεγχο των εχεγγύων αξιοπιστίας της επιχείρησης μεταφορών εθνικές διατάξεις που άπτονται της ποινικής διαδικασίας.
Το αιτούν δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν ότι ο μόνος τρόπος να διασφαλιστεί η συμβατότητα της διοικητικής διαδικασίας ποινικού χαρακτήρα με το δίκαιο της Ένωσης στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του έγκειται στο να μην επιβληθεί στην RE κύρωση που δεν καθιστά δυνατή την επίτευξη του σκοπού αυτού και, ως εκ τούτου, να μείνει ανεφάρμοστο το άρθρο 9, παράγραφος 2, του VStG.
Με απόφαση της 21ης Ιουλίου 2021, το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Αυστρία) αναίρεσε την απόφαση του Landesverwaltungsgericht Niederösterreich (διοικητικού πρωτοδικείου του ομόσπονδου κράτους της Κάτω Αυστρίας), κρίνοντας ότι το αιτούν δικαστήριο δεν όφειλε να ελέγξει αν η κύρωση είχε επιβληθεί στην RE κατά τρόπον ώστε να έπεται υποχρεωτικά έλεγχος των εχεγγύων αξιοπιστίας δυνάμει των διατάξεων του κανονισμού (Ε) 1071/2009.
Το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάνθηκε, κατ’ αρχάς, ότι η εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία, όσον αφορά τις παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης σχετικά με τον χρόνο οδήγησης και ανάπαυσης των οδηγών, μόνον ο διαχειριστής, κατά την έννοια του εμπορικού δικαίου, και όχι ο υπεύθυνος προστηθείς υπάλληλος που έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 2, του VStG, θα μπορούσε να θεωρηθεί ποινικώς υπεύθυνος δεν προκύπτει από τον κανονισμό (ΕΚ) 1071/2009. Κατά το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο), όσον αφορά τις παραβάσεις αυτές, αφετηρία έπρεπε να αποτελεί η αρχή της ποινικής ευθύνης του εργοδότη ή του υπεύθυνου προστηθέντος υπαλλήλου.
Εν συνεχεία, το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι η εκτίμηση του Landesverwaltungsgericht Niederösterreich (διοικητικού πρωτοδικείου του ομόσπονδου κράτους της Κάτω Αυστρίας) ότι η επιβολή κυρώσεων μόνο στον υπεύθυνο προστηθέντα υπάλληλο δεν καθιστούσε δυνατή την ανάκληση από την οικεία επιχείρηση οδικών μεταφορών της άδειας ασκήσεως του επαγγέλματος του οδικού μεταφορέα, ως αποτελεσματική κύρωση κατά την έννοια του άρθρου 22 του κανονισμού (ΕΚ) 1071/2009, ήταν άνευ σημασίας για τους σκοπούς της επίμαχης διαδικασίας, διότι η τελευταία δεν αφορούσε τέτοια ανάκληση.
Τέλος, το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) προσέθεσε ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ) 1071/2009 όχι μόνο δεν αποκλείει αλλά, αντιθέτως, φαίνεται να υποδηλώνει ότι, στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας ανακλήσεως, πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στους υπευθύνους προστηθέντες υπαλλήλους, ως «σχετικά πρόσωπα που καθορίζονται από το κάθε κράτος μέλος», εν προκειμένω με βάση το άρθρο 9 του VStG.
Κληθέν να αποφανθεί επί της επίμαχης διοικητικής διαδικασίας ποινικού χαρακτήρα, σε συνέχεια της εξαφανίσεως της από 29 Μαΐου 2020 αποφάσεώς του από το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο), το αιτούν δικαστήριο, στο οποίο αναπέμφθηκε η υπόθεση, εξακολουθεί να εκφράζει τις ίδιες αμφιβολίες που διατυπώθηκαν στην απόφαση εκείνη ως προς τη συμβατότητα του άρθρου 9, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του VStG με τον κανονισμό (ΕΚ) 1071/2009.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Landesverwaltungsgericht Niederösterreich (διοικητικό πρωτοδικείο του ομόσπονδου κράτους της Κάτω Αυστρίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 22 του κανονισμού (ΕΚ) 1071/2009, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 517/2013, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1071/2009, όπως τροποποιήθηκε, αποκλείει εθνική ρύθμιση που προβλέπει ότι πρόσωπο το οποίο υπέχει ποινική ευθύνη για τις παραβάσεις που διαπράττονται εντός μιας επιχείρησης οδικών μεταφορών και του οποίου η συμπεριφορά λαμβάνεται υπόψη για την αξιολόγηση των εχεγγύων αξιοπιστίας της επιχείρησης αυτής μπορεί να ορίσει άλλο πρόσωπο ως υπεύθυνο προστηθέντα υπάλληλο για την τήρηση των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης σχετικά με τον χρόνο οδήγησης και ανάπαυσης των οδηγών και, συνακόλουθα, να του μεταβιβάσει την ποινική ευθύνη για τις παραβάσεις των σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, σε περίπτωση που το εθνικό δίκαιο δεν επιτρέπει να ληφθούν υπόψη οι παραβάσεις οι οποίες καταλογίζονται κατ’ αυτόν τον τρόπο στον προστηθέντα υπάλληλο, στο πλαίσιο της αξιολόγησης του ζητήματος αν η επιχείρηση πληροί την απαίτηση περί εχεγγύων αξιοπιστίας.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA