logo-print

Γεν. εισαγγελέας ΔΕΕ: Η πολωνική νομοθεσία για το πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης

Εθνικά μέτρα με τα οποία θεσπίζεται πειθαρχικό καθεστώς για τους δικαστές - Κράτος δικαίου και δικαστική ανεξαρτησία - Ορισμός των πειθαρχικών παραπτωμάτων - Παρακώλυση του δικαιώματος των εθνικών δικαστηρίων να υποβάλουν αίτηση προδικαστικής αποφάσεως

07/05/2021

07/05/2021

Ο δικαστικός έλεγχος της δράσης των ανεξάρτητων αρχών

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ & ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ / ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Το εφαρμοστέο δίκαιο ως προς τις έννομες συνέπειες των δικαστικών αποφάσεων - Μελέτες ΕΡΜΕΚ Νο 11

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος

Με τις δημοσιευθείσες στις 6-05-2021 προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Evgeni Tanchev πρότεινε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) να κάνει δεκτή την ασκηθείσα προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά της Πολωνίας και να αποφανθεί ότι ότι η πολωνική νομοθεσία για το πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης.

Σημειώνεται ότι η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται στο πλαίσιο του διαρκώς αυξανόμενου αριθμού υποθέσεων που εισήχθησαν ενώπιον του ΔΕΕ σχετικά με τις νομοθετικές τροποποιήσεις οι οποίες θίγουν την ανεξαρτησία των δικαστών στην Πολωνία, περιλαμβανομένης της ανεξαρτησίας του πειθαρχικού τμήματος, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C‑585/18, C‑624/18 και C 625/18 [βλ. και σχετικό άρθρο Lawspot], καθώς και με άλλα ζητήματα που αφορούν το νέο πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών, όπως καταδεικνύεται στην απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18 [βλ. και σχετικό άρθρο Lawspot]. Εξάλλου, οι μεταρρυθμίσεις αυτές αποτέλεσαν αντικείμενο της αιτιολογημένης πρότασης της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, ΣΕΕ σχετικά με το κράτος δικαίου στην Πολωνία1.

Ιστορικό της υπόθεσης

Το 2017, η Πολωνία θέσπισε νέο πειθαρχικό καθεστώς για τους δικαστές του Sąd Najwyższy (Ανώτατου Δικαστηρίου, Πολωνία) και των τακτικών δικαστηρίων. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο αυτής της νομοθετικής μεταρρύθμισης, δημιουργήθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο ένα νέο τμήμα, το Izba Dyscyplinarna (πειθαρχικό τμήμα) στην αρμοδιότητα του οποίου εμπίπτουν, μεταξύ άλλων, οι πειθαρχικές υποθέσεις όσον αφορά τους δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου και, κατόπιν έφεσης, εκείνες που αφορούν δικαστές τακτικών δικαστηρίων.

Στις 25 Οκτωβρίου 2019, η Επιτροπή άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΔΕΕ, εκτιμώντας ότι η Πολωνία με τη θέσπιση του νέου πειθαρχικού καθεστώτος για τους δικαστές παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι το νέο πειθαρχικό σύστημα δεν εγγυάται την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του πειθαρχικού τμήματος, το οποίο απαρτίζεται αποκλειστικά από δικαστές που έχουν επιλεγεί από το Krajowa Rada Sądownictwa (Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο: KRS), εκ των οποίων δεκαπέντε δικαστές εκλέχθηκαν από τη Sejm (κάτω βουλή του πολωνικού κοινοβουλίου).

Κατόπιν υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων από το Aνώτατο Δικαστήριο (τμήμα εργατικών διαφορών και διαφορών κοινωνικής ασφάλισης) στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-585/18, C-624/18 και C-625/18, το Δικαστήριο με την απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), έκρινε ότι το δίκαιο της Ένωσης αποκλείει διαφορές σχετικές με την εφαρμογή του να εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα οργάνου που δεν αποτελεί ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο.

Στη συνέχεια, το Ανώτατο Δικαστήριο, με απόφασή του της 5ης Δεκεμβρίου 2019 και με διατάξεις του της 15ης Ιανουαρίου 2020 για τις υποθέσεις που οδήγησαν στην υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων, έκρινε ειδικότερα ότι το εν λόγω πειθαρχικό τμήμα δεν μπορεί να θεωρηθεί δικαστήριο υπό την έννοια του ενωσιακού και του πολωνικού δικαίου, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών δημιουργίας του, του εύρους των εξουσιών του, της σύνθεσής του και της συμμετοχής του KRS στη σύστασή του. Κατόπιν των αποφάσεων αυτών, το πειθαρχικό τμήμα συνέχισε να ασκεί τα δικαιοδοτικά του καθήκοντα.

Υπό τις συνθήκες αυτές, στις 23 Ιανουαρίου 2020 η Επιτροπή, με την υποστήριξη του Βελγίου, της Δανίας, της Φινλανδίας, των Κάτω Χωρών και της Σουηδίας, ζήτησε από το Δικαστήριο, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, να διατάξει την Πολωνία να θεσπίσει τα ακόλουθα προσωρινά μέτρα: (1) να προβεί άμεσα και έως την έκδοση της απόφασης του ΔΕΕ επί της προσφυγής λόγω παράβασης (τελική απόφαση) στην αναστολή της εφαρμογής των διατάξεων που αποτελούν βάση για την αρμοδιότητα του επίμαχου πειθαρχικού τμήματος να αποφαίνεται, σε πρώτο και σε δεύτερο βαθμό, σε πειθαρχικές υποθέσεις δικαστών, (2) να απέχει από την διαβίβαση των εκκρεμών υποθέσεων ενώπιον του πειθαρχικού τμήματος σε δικαστικό σχηματισμό ο οποίος δεν πληροί τις απαιτήσεις περί ανεξαρτησίας καθορισθείσες, ιδίως, στην απόφαση A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), και (3) να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή όλα τα μέτρα προς διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τη διάταξη του ΔΕΕ περί λήψης προσωρινών μέτρων το αργότερο σε ένα μήνα μετά την κοινοποίηση της διάταξης αυτής.

Με διάταξη της 8ης Απριλίου 2020, το ΔΕΕ δέχτηκε όλα αυτά τα αιτήματα έως την έκδοση της τελικής απόφασης επί της παρούσας υπόθεσης.

Προτάσεις γεν. εισαγγελέα ΔΕΕ

Με τις δημοσιευθείσες προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Evgeni Tanchev επεσήμανε, καταρχάς, ότι η υπό κρίση υπόθεση αφορά την τρίτη προσφυγή που άσκησε η Επιτροπή κατά της Δημοκρατίας της Πολωνίας δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ λόγω παραβάσεως των υποχρεώσεων που υπέχει η δεύτερη από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ συνεπεία των μεταρρυθμίσεων αυτών2. Σύμφωνα με τον γεν. εισαγγελέα, Με τις δύο αποφάσεις του, της 24ης Ιουνίου 2019, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C‑619/18 [βλ. σχετικό άρθρο Lawspot], και της 5ης Νοεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία των τακτικών δικαστηρίων), C‑192/18 [βλ. σχετικό άρθρο Lawspot], το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι τα μέτρα με τα οποία μειώθηκε το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου και των τακτικών δικαστηρίων και με τα οποία παρασχέθηκε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Πολωνίας και στον Υπουργό Δικαιοσύνης η διακριτική ευχέρεια παρατάσεως της ενεργού υπηρεσίας των δικαστών αυτών, δεν είναι συμβατά με τις υποχρεώσεις που υπέχει η Δημοκρατία της Πολωνίας από τις διατάξεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, δεδομένου ότι αντιβαίνουν στις αρχές της ανεξαρτησίας και της ισοβιότητας των δικαστών που εγγυάται η διάταξη αυτή.

Κατά τον γεν. εισαγγελέα, η παρούσα υπόθεση είναι θεμελιώδους σημασίας για την έννομη τάξη της Ένωσης. Σε γενικές γραμμές, το πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών περιλαμβάνει ένα σύνολο κανόνων οι οποίοι καθιστούν δυνατό να λογοδοτούν οι δικαστές που ευθύνονται για σοβαρά παραπτώματα και οι οποίοι, ως εκ τούτου, συμβάλλουν στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης του κοινού προς τα δικαστήρια. Ωστόσο, θα πρέπει να προβλέπονται επαρκείς εγγυήσεις ώστε να μη θίγεται η ανεξαρτησία των δικαστών από την απειλή ή την επιβολή κυρώσεων που ενδέχεται να τους επιβληθούν. Επομένως, το καθεστώς αυτό συνδέεται με το κράτος δικαίου και, συνακόλουθα, με τη λειτουργία και το μέλλον του δικαιοδοτικού συστήματος της Ένωσης το οποίο βασίζεται στο Δικαστήριο και στα εθνικά δικαστήρια.

Ο γεν. εισαγγελέας συμπέρανε ότι η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αναπτύξει τη νομολογία του επί του συμβατού των μέτρων που λαμβάνονται από κράτος μέλος σχετικά με την οργάνωση του δικαιοδοτικού του συστήματος, ιδίως δε του πειθαρχικού καθεστώτος των δικαστών, με τις απαιτήσεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ για τη διασφάλιση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και τον σεβασμό του κράτους δικαίου στην έννομη τάξη της Ένωσης. Η υπό κρίση υπόθεση εγείρει επίσης σημαντικά ζητήματα ως προς τη σχέση, στο πλαίσιο αυτό, του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και των άρθρων 47 (Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου) και 48 (Τεκμήριο αθωότητας και δικαιώματα της υπεράσπισης) του Χάρτη.

Ως εκ τούτου, ο γεν. εισαγγελέας κατέληξε ότι α) επιτρέποντας τον χαρακτηρισμό του περιεχομένου των δικαστικών αποφάσεων ως πειθαρχικού παραπτώματος, βάσει του πολωνικού νόμου περί των τακτικών δικαστηρίων και του πολωνικού νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου· β) μη διασφαλίζοντας την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του πειθαρχικού τμήματος, βάσει του πολωνικού νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του πολωνικού νόμου περί του KRS· γ) παρέχοντας στον πρόεδρο του πειθαρχικού τμήματος διακριτική ευχέρεια κατά τον προσδιορισμό του αρμόδιου σε πρώτο βαθμό πειθαρχικού δικαστηρίου σε υποθέσεις δικαστών των τακτικών δικαστηρίων, βάσει του πολωνικού νόμου περί των τακτικών δικαστηρίων· δ) απονέμοντας, βάσει του πολωνικού νόμου περί των τακτικών δικαστηρίων, στον Υπουργό Δικαιοσύνης την εξουσία διορισμού υπευθύνου πειθαρχικών διαδικασιών του Υπουργού Δικαιοσύνης και προβλέποντας ότι, βάσει του ίδιου νόμου, οι πράξεις που συναρτώνται με τον διορισμό συνηγόρου και με την ανάληψη από αυτόν καθηκόντων υπερασπίσεως δεν αναστέλλουν την πειθαρχική διαδικασία και ότι, βάσει του ως άνω νόμου, το πειθαρχικό δικαστήριο διεξάγει τη διαδικασία ακόμη και σε περίπτωση δικαιολογημένης απουσίας του πειθαρχικώς διωκομένου δικαστή που ειδοποιήθηκε σχετικώς ή του συνηγόρου υπεράσπισής του, η Πολωνία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.

Επιπλέον, ο γεν. εισαγγελέας διαπίστωσε ότι η Πολωνία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις του άρθρου 267, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, επιτρέποντας, μέσω της δυνατότητας κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας, τον περιορισμό του δικαιώματος των δικαστηρίων να υποβάλλουν στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

Γίνεται υπόμνηση ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο, ενώ η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.

Υπενθυμίζεται ακόμα ότι η προσφυγή λόγω παραβάσεως, στρεφόμενη κατά κράτους μέλους το οποίο παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης, μπορεί να ασκηθεί από την Επιτροπή ή από άλλο κράτος μέλος. Αν το Δικαστήριο διαπιστώσει την ύπαρξη παραβάσεως, το καθού κράτος μέλος πρέπει να συμμορφωθεί με την απόφαση το συντομότερο. Όταν η Επιτροπή θεωρεί ότι το κράτος μέλος δεν συμμορφώθηκε προς την απόφαση, μπορεί να ασκήσει νέα προσφυγή, ζητώντας την επιβολή χρηματικών κυρώσεων. Πάντως, σε περίπτωση μη ανακοινώσεως στην Επιτροπή των μέτρων για τη μεταφορά μίας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, το Δικαστήριο μπορεί, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, να επιβάλει κυρώσεις με την πρώτη του απόφαση.

Το πλήρες κείμενο των προτάσεων είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο CURIA

  • 1. Βλ. αιτιολογημένη πρόταση της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2017, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, ΣΕΕ σχετικά με το κράτος δικαίου στην Πολωνία COM(2017) 835 τελικό.
  • 2. Σημειώνεται ότι η Επιτροπή έχει κινήσει και τέταρτη διαδικασία λόγω παραβάσεως κατά της Δημοκρατίας της Πολωνίας σχετικά με το νέο πειθαρχικό καθεστώς (βλ. δελτίο τύπου της 27ης Ιανουαρίου 2021, IP/21/224).
Διεθνής εμπορική διαιτησία - Τόμος Ι -Β έκδοση
Δίκαιο αναγκαστικής εκτελέσεως ΙΙ, 3η έκδ.
send